“Το τέρας στο Μετρό”. Ένα βιβλίο-γέφυρα προς τον μύχιο εαυτό. Γράφει η Πόπη Φιρτινίδου
“Το τέρας στο Μετρό” της Βασιλικής Ηλιοπούλου είναι μια συλλογή 17 ιστοριών που συμβαίνουν όλες σήμερα, με μία μόνο εξαίρεση συμβαίνουν όλες στην μεγαλούπολη και φτάνουν όλες σε μας μέσω ενός αμέτοχου, ψυχρού αφηγητή. Οι πρωταγωνιστές ακροβατούν ανάμεσα στην ανθρωπιά και σε κάτι άλλο το οποίο κάποιες φορές είναι η απανθρωπιά, ενώ κάποιες άλλες είναι ένας νέος εαυτός που δεν επελέγη, αλλά σχεδόν επιβλήθηκε με μονοσήμαντο τρόπο από την σειρά των γεγονότων που περιγράφονται. Οι γέφυρες που ενώνουν το πριν με το μετά διασχίζονται με κλιμακούμενη ταχύτητα αλλά και ακραία ψυχραιμία και στο τέλος καίγονται χωρίς να υπάρχει επιστροφή: οι γόβες θα φορεθούν τελικά από την γυναίκα που πλησιάζει στον φόνο για να τις αποκτήσει, η απλοϊκή γυναίκα θα αποπειραθεί να κάνει ευθανασία στον άρρωστο που υποφέρει χωρίς δεύτερη σκέψη, ο συνταξιούχος θα φύγει με το παιδί που κακοποιείται από τον άνεργο πατέρα του, η νέα γυναίκα θα προδώσει την φίλη της για να της φάει την δουλειά, ο ηλικιωμένος άνδρας θα επιβάλει την θανατική ποινή στον νεαρό που φτιάχνεται να παρακολουθεί την γάτα που λιανίζεται στον βυθό της μαύρης τρύπας.
Στα διηγήματα δεν υπάρχει θεματική σταθερά. Κανένας από τους ήρωες δεν είναι βουλευτής, μεγαλογιατρός, εργοστασιάρχης, διάσημος δημοσιογράφος, αθλητής ή σταρ. Αντίθετα, όλοι είναι αυτό που επιπόλαια ονομάζουμε για ευκολία «ανώνυμοι», γεγονός που καθιστά ακόμα πιο επιδραστικό αυτό το ξεχωριστά δυνατό βιβλίο. Η συγγραφέας δεν αθωώνει κανέναν, και δεν αποκλείει κανέναν από το χειρουργικό νυστέρι με το οποίο ανατέμνει άτομα, συμπεριφορές και σχέσεις και μας σπρώχνει άλλοτε ηδονικά και άλλοτε φοβισμένα να αναζητήσουμε στα διηγήματά της τους οικείους μας ή τον βαθύτερο εαυτό μας.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τόσο ο «άλλος άνθρωπος», όσο και οι κινήσεις του και οι συνήθειές του δεν εισφέρουν ζεστασιά, ούτε ασφάλεια. Αντίθετα, η φοβερή ερημία του πλήθους, όπως την χαρακτηρίζει ο ποιητής, συνεχώς παρούσα, γίνεται κομμάτι του σκηνικού της δράσης, δίνοντας υπαινιγμούς του βάθους των πραγμάτων σαν να είναι ένας καθρέφτης και όχι σαν να είναι ξερά και μόνο μια βουβή φωτογραφία: ένα ζευγάρι κοιτάζει τον άνθρωπο στην απέναντι πολυκατοικία περιμένοντας να παρακολουθήσουν λάιβ την πτώση του από το μπαλκόνι, μια μητέρα που φροντίζει την ανοϊκή αδελφή της αγνοώντας το άραχλο εσωτερικό της ψυχής του γιου που συγκατοικεί μαζί τους, ο σκληρός πατέρας παρακολουθεί μιαν εκπομπή για την μπάλα όπως κάνουν χιλιάδες άνθρωποι την ίδια στιγμή, μα αυτό εν τέλει δεν τον εξανθρωπίζει, ένα πάκο των χαρτονομισμάτων γίνεται πανίσχυρο σημαινόμενο στα χέρια του αφεντικού που με μετρημένες και καλά διαλεγμένες λέξεις ετοιμάζεται να βάλει στο χέρι την νέα γυναίκα, ένας πατέρας τσαλαπατάει με άνεση τον Λάκη περιφρονώντας ό,τι αγαπάει το παιδί, μα του ζητάει με την ίδια ευκολία να τσαλαπατήσει αυτός με την σειρά του όποιον πάει να του κουνηθεί και να τον πειράξει, επιδιώκοντας έτσι να δημιουργήσει έναν γιο-τέρας ταυτοχρόνως δούλο και αφέντη, αναλόγως του ντεκόρ.
Η συγγραφέας δεν επιχαίρει, ούτε διαλέγει πλευρά στον πόλεμο, κοιτάζει με συμπόνια την πτώση των ηρώων της, την παλινδρόμηση ανάμεσα στην αυτοδικία και την εικονική -ως φαίνεται- κανονικότητα, ανάμεσα στο τέρας και την ματαίωσή του. Παράλληλα, ο αναγνώστης γυμνάζεται από διήγημα σε διήγημα να περιμένει την τιμωρία τους για την μεταμόρφωσή τους, μια τιμωρία αμετάκλητη σχεδόν πάντα, αφού τρεις μόνο φορές, σε ισάριθμα διηγήματα, τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία. Τόσες μόνο φορές, θα έλεγα παραφράζοντας τον Ελύτη, οι χαρακιές της παλάμης του έργου γυρίζουν και είναι η Βασιλική Ηλιοπούλου που τις γυρίζει, σαν κλειδούχος. Το γεγονός πως αυτές αφορούν στους πιο ανήμπορους από όλους τους ανήμπορους μοιραίους ανθρώπους που σέρνουν τα βήματα της διαδρομής τους στις σελίδες αυτές, δεν είναι -πιστεύω- τυχαίο, αλλά μάλλον μαρτυρά το αυτοβιογραφικό κομμάτι του έργου (αν αληθεύει πως όλα τα βιβλία είναι κατά βάθος αυτοβιογραφικά σε κάποιο βαθμό), την τρυφερότητα και την συγχώρεση της συγγραφέα: πρόκειται για τον γέρο που λερώνεται πάνω του και ο γιος του σκέφτεται πως θα ήταν καλύτερα αν πέθαινε μα ανακουφίζεται όταν αυτό δεν συμβαίνει, για την κατάκοιτη γριά που η αποκλειστική νοσοκόμα σκέφτεται να εγκαταλείψει ώστε να σβήσει αβοήθητη μα τελικά επιστρέφει στο προσκέφαλό της, και το δύσμορφο παιδί που δέχεται την επίσκεψη της πόρνης που πλήρωσε ο πατέρας του και που αρχικά κιοτεύει, μα τελικά γυρίζει στο σπίτι, για να προσφέρει αλλά και να δεχτεί τρυφερότητα. Ο αναγνώστης δέχεται απολαυστικά το φιλοδώρημα αξιοπρέπειας, σχεδόν αγάπης που σταλάζει στις τελευταίες παραγράφους των τριών αυτών διηγημάτων, αλλά και στην καρδιά του.
Παρά το γεγονός πως βήμα βήμα τα περισσότερα θέματα οδηγούνται σε αιματηρή λύση, οι πρωταγωνιστές δεν ουρλιάζουν, δεν εκβιάζουν την προσοχή του αναγνώστη με φτηνή ρητορική και ανέξοδο διδακτισμό. Υποδόρια σημαδεύουν την φαντασία του με εικόνες που τις χαρακτηρίζει οικονομία και ακρίβεια και που μαρτυρούν τις κινηματογραφικές σπουδές και εμπειρία της συγγραφέα, αφού όπως σε ένα καλό φιλμ καμιά σκηνή, κανένα βλέμμα ή μουσικό θέμα δεν θα μπορούσε να λείψει χωρίς να τραυματιστεί καίρια το σύνολο, έτσι και τα διηγήματα αυτά οφείλονται εξίσου στον θεματικό σκελετό και σύλληψη, όσο και σε κάθε λέξη, κάθε εικόνα, κάθε διάλογο.
Το υπερφυσικό στοιχείο εμφανίζεται σε δύο μόνο από τα διηγήματα: το πρώτο και το τελευταίο. Στο πρώτο ένα τέρας, αόρατο σε όλους εκτός από την ηρωίδα, μιαν ανήλικη μικροκλέφτρα, φέρει σε πέρας την θανατική καταδίκη ενός ανθρώπου που αποπειράθηκε να την βιάσει. Σημαιοφόρος στο βιβλίο, η ιστορία αυτή δίνει αμέσως και ευθύβολα το σκοτεινό στίγμα των όσων θα ακολουθήσουν. Στο τελευταίο, όμως, κείμενο όλα αλλάζουν: τα όργανα μιας μπάντας παίζουν μόνα τους, αόρατα, έναν ύμνο στη φιλία, στην επιστροφή, στην κατάφαση.
Κλείνουμε το βιβλίο νιώθοντας πως μόλις μας συνέβη κάτι πολύ σημαντικό.
(Ο πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι του ζωγράφου Στέλιου Ζαχαρούδη)