Απόψεις Κόσμος

“Ας είμαστε ρεαλιστές…” γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας

Ξανά – μανά «κατευνασμός» η επιλογή στα ελληνοτουρκικά

Ο ρεαλισμός, θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος, έχει να κάνει με δύο πράγματα: Πρώτον, με τον βαθμό προσέγγισης όλων των δεδομένων που συνθέτουν την πραγματικότητα και, δεύτερον, με τον τρόπο αντίδρασης μέσα σ’ αυτήν. Η ρεαλιστική προσέγγιση είναι τελικά αντικειμενική διαδικασία αξιολόγησης δεδομένων. Η αντίδραση σε αυτά τα δεδομένα αποτελεί επιλογή. Με άλλα λόγια, η ορθή αποτίμηση της πραγματικότητας δεν συνεπάγεται και την υιοθέτηση βέλτιστων επιλογών.

Μιλώντας με παραδείγματα, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι οι 300 του Λεωνίδα έδωσαν μια μάταιη μάχη, αφού τα ρεαλιστικά δεδομένα ήταν συντριπτικά εις βάρος τους. Αναλογικά το ίδιο ισχύει και για μια σειρά από μάχες που στην ιστορία της ανθρωπότητας κάποιοι επέλεξαν να δώσουν έστω κι αν είχαν όλες τις ρεαλιστικές δικαιολογίες για να τις αποφύγουν.

Ο κόσμος, προφανώς, θα ήταν διαφορετικός αν οι αποφάσεις των ανθρώπων, των κοινωνιών και των κυβερνήσεων καθορίζονταν από τα μετρήσιμα δεδομένα. Μια γρήγορη ματιά, για παράδειγμα, στις ελληνικές εφημερίδες την περίοδο της γερμανικής Κατοχής είναι αρκετή για να διαπιστώσει κάποιος ότι ο ρεαλισμός υπαγόρευε συμμόρφωση, ακινησία και όχι αντίσταση. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν ο ρεαλισμός που υπαγόρευσε τις επιλογές αυτών που αντιστάθηκαν…

Ο κιμπάρης πρώην ΥΠΕΞ

Σε μια διαφορετική ανάγνωση των ρεαλιστικών δεδομένων κατέληξε, για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη όταν ήρθε αντιμέτωπη με το τουρκικό σχέδιο για την επιβολή γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο.

Οι ρεαλιστές της κυβέρνησης Σημίτη πανηγύρισαν επειδή απέφυγαν τον πόλεμο, οδήγησαν τη χώρα στην ευημερία της ΟΝΕ και, τελικά, στο πάρτι των εξοπλισμών, των Ολυμπιακών Αγώνων και σε μια «ισχυρή Ελλάδα» που όχι μόνο σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, αλλά σήμερα, ζαλισμένη ακόμη από τη χρεοκοπία, έχει να αντιμετωπίσει, εκτός των άλλων, και τις υποθήκες του συμβιβασμού της κρίσης των Ιμίων που κρατά στα χέρια της η Άγκυρα.

Μια ιδέα για το πώς η σημερινή κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτές τις υποθήκες που ενεγράφησαν εις βάρος της χώρας με την κρίση των Ιμίων μπορεί να έχει κάποιος ακούγοντας την επιχειρηματολογία του μέχρι πριν λίγο καιρό υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά.

Μιλώντας προ ημερών στο Φόρουμ των Δελφών, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, σε μια επίδειξη ρεαλισμού, υποστήριξε ότι θα πρέπει να βάλεις τον «άλλο (Τουρκία) στο παιγνίδι για να τον κατευνάζεις». Αγνοεί ή κρύβει, προφανώς, ο πρώην υπουργός ότι η Άγκυρα δεν ζητά από κανέναν – τουλάχιστον όχι από την ελληνική κυβέρνηση – την… άδεια για να «μπει στο παιχνίδι».

Η Τουρκία βρίσκεται στο παιχνίδι από τη στιγμή που η κυβέρνηση Σημίτη και οι επόμενες αποδέχτηκαν τα τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο και μπήκαν στη συζήτηση για το αν τα Ίμια (και δεκάδες άλλα νησιά και νησίδες) είναι ελληνικό έδαφος ή όχι.

Συνεχίζοντας τα μαθήματα ρεαλισμού, ο Νίκος Κοτζιάς υποστήριξε επίσης, αναφερόμενος στις ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή, ότι «δεν πρέπει να φαίνεσαι μοναχοφάης και να λες “είναι όλα δικά μου”, γιατί τότε γίνεσαι μέρος του προβλήματος».

Επιπλέον ο πρώην υπουργός υποστήριξε ότι θα πρέπει να προσφερθεί «μια προοπτική στην Τουρκία, όχι στην κυπριακή ΑΟΖ, αλλά στη Μεσόγειο συνολικά, ώστε να συμμετάσχει σε αυτή την οικονομική ανάταση» και υπογράμμισε το λάθος όσων «πιστεύουν ότι η Τουρκία με τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα (ακτών) δεν έχει ΑΟΖ και το Καστελλόριζο έχει όλη την ΑΟΖ στην περιοχή».

Με βάρκα την… αυταπάτη

Η ρεαλιστική προσέγγιση Κοτζιά, η οποία συνοψίζει την αντίληψη της κυβέρνησης, βασίζεται στην αποτίμηση των δεδομένων, τα οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Αυτές ωστόσο που προφανώς μπορούν να αμφισβητηθούν είναι οι επιλογές κατευνασμού της Τουρκίας (διά παροχών προς αυτήν) που προεξοφλεί δημοσίως ο πρώην υπουργός.

Τα δεδομένα που οδηγούν τους ρεαλιστές της Αθήνας στην υιοθέτηση μιας πολιτικής κατευνασμού μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

1. Η Τουρκία έχει διαμορφώσει μια αναθεωρητική (των συνθηκών) πολιτική την οποία ακολουθεί με συνέπεια προσαρμόζοντας οικονομικούς και άλλους πόρους για την επίτευξη των στόχων της.

2. Η Τουρκία αποδεικνύει έμπρακτα και καθημερινά ότι έχει τα μέσα να διεκδικήσει αυτό που θεωρεί συμφέρον της στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο συμπεριλαμβανομένων και θαλάσσιων περιοχών που ακουμπούν την Κρήτη.

3. Η Ελλάδα προφανώς δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει την Τουρκία στη διάθεση των απαραίτητων πόρων που απαιτούνται για την υπονόμευση των τουρκικών στρατιωτικών δυνατοτήτων που αναπτύσσονται με εντυπωσιακό ρυθμό.

Προφανή είναι επίσης και τα τουρκικά «αιτήματα», τα οποία διατυπώνονται μάλιστα δημοσίως, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια:

● Υπάρχουν τουλάχιστον δυο ντουζίνες νησιά στο Αιγαίο – πολλά από τα οποία μάλιστα κατοικούνται από Έλληνες – που κακώς βρίσκονται υπό ελληνική κυριαρχία.

● Τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου δεν έχουν δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ως εκ τούτου το όριο οικονομικών δραστηριοτήτων και ελέγχου βρίσκεται ακριβώς στη μέση του Αιγαίου.

● Επίσης, με την ίδια «λογική» της ισχύος, το Καστελλόριζο, η Ρόδος η Κάρπαθος, ακόμη και η Κρήτη δεν έχουν επήρεια στη διαμόρφωση της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης

Στα εν λόγω δεδομένα, τα οποία διαμορφώνουν μια επικίνδυνη και οδυνηρή πραγματικότητα, η ελληνική κυβέρνηση συνυπολογίζει (ή θα έπρεπε να συνυπολογίζει) ότι καμία συμμαχία και καμία υπόσχεση τρίτων δεν θα προστατεύσει κανένα ελληνικό συμφέρον που η ίδια η Ελλάδα δεν μπορεί να προστατεύσει.

Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα είναι προφανής η έλλειψη μιας επεξεργασμένης ελληνικής στρατηγικής. Και αυτή η έλλειψη οδηγεί σε επώδυνους συμβιβασμούς, για τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται πρόθυμη στο όνομα του… ρεαλισμού.

topontiki

banner-article

Ροη ειδήσεων