Life

Όλυμπος από Γκορτσιά: Στο χιονισμένο ανηφορικό μονοπάτι για Πετρόστρουγκα

 

 «Σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι.» (Καβάφης)

Περιγραφή – φωτογραφίες:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Ξημέρωνε Κυριακή. Ξημέρωνε η μέρα που θεωρείται, για μας που αγαπάμε τη Φύση, το αντίδοτο τόσο στη ρουτίνα της πόλης, όσο και στην άχαρη «τυποποιημένη» καθημερινότητα.

Στο ημερολόγιο έγραφε 10-02-2019 και στο εορτολόγιο Χαραλάμπους ιερομάρτυρος θαυματουργού.

Ξεκινούσε μια καινούργια μέρα. Ξεκινούσαμε και εμείς για το δικό μας «καταφύγιο», το βουνό. Αναχωρούσαμε για τη δική μας «ελεύθερη γωνιά» ηρεμίας-ικανοποίησης. Για τη δική μας «γωνιά ανεφοδιασμού» δυνάμεων για τις μέρες της εβδομάδας που θα ακολουθούσαν. Την αποκαλούμε «γωνιά ικανοποίησης» γιατί, η οποιαδήποτε δραστηριότητά μας στο βουνό αποτελεί για μας μια ξεχωριστή και με πολλά ενδιαφέροντα «εξόρμηση» στη ζωή μας.

Στους ορεινούς όγκους, οι έντονες δράσεις μας συναντούν την απερίγραπτη ομορφιά της Φύσης με τα θαύματα-δημιουργίες της και η εμπειρία μας συναντά το δικό μας τρόπο διασκέδασης.

Άρχιζε να γλυκοχαράζει. Ο ουρανός με λιγοστά συννεφάκια και η θερμοκρασία στους 2ο Κελσίου (φωτ. 1).

Τα ρολόγια δείχνανε 07.15΄ π.μ.

Ήταν η ώρα που φεύγαμε από την πόλη μας, τη Βέροια, που αργά-αργά έμπαινε στους Κυριακάτικους ρυθμούς της. Η κίνηση στους δρόμους ελάχιστη.

Καφεδάκια στο χέρι και φύγαμε με προορισμό το Λιτόχωρο (φωτ. 2).

Εγνατία Οδός – Εθνική «Αθηνών-Θεσσαλονίκης» με κατεύθυνση προς Κατερίνη η οδική μας πορεία.

Μετά την πρωτεύουσα του Νομού Πιερίας και στην έξοδο προς Λιτόχωρο, βγήκαμε από την Εθνική και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τον ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στην πανέμορφη κωμόπολη, που απλώνεται στους πρόποδες του επιβλητικού βουνού των θεών.

Όσο πλησιάζαμε, τόσο ορθωνόταν μπροστά μας σαν ένας γιγάντιος τείχος ο ορεινός όγκος με την λευκόγκριζου χρωματισμού κορυφογραμμή του. Ο Όλυμπος, που από τη φύση του προσφέρει πολλές εναλλακτικές επιλογές δραστηριοτήτων που γεμίζουν τον επισκέπτη με ποικίλα συναισθήματα τα οποία δεν θα μπορούσε να βιώσει αλλού.

Η εικόνα που αντικρίζαμε μπροστά μας μαγευτική (φωτ. 3, 4).

Ακολουθώντας τις πινακίδες, κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο της κωμόπολης και στη συνέχεια μπήκαμε στον ανηφορικό ασφαλτόδρομο με τα πολλά στροφηλίκια, που τερματίζει στα «Πριόνια» Ολύμπου.

Η διαδρομή φανταστική. Τα περάσματα μέσα από εναλλασσόμενα τοπία, που σε κάνουν να θαυμάζεις την ομορφιά των εικόνων, που αντικρίζεις γύρω σου και να μη κουράζεσαι από τις συνεχείς στροφές.

Περάσαμε από μεικτά δάση, απο δάση οξιάς και από ελάχιστα γυμνά, από βλάστηση, σημεία που μας δίνανε τη δυνατότητα να δούμε τον κάμπο της Πιερίας κάτω χαμηλά και τον Θερμαϊκό λίγο πιο πέρα, στο βάθος.

Μπήκαμε στο ελατόδασος που έκανε τη διαφορά (φωτ. 5).

Οι ακτίνες του ήλιου προσπαθούσαν να τρυπώσουν μέσα από τα πυκνά βελονοφόρα κλαδιά των πανύψηλων κωνοφόρων δένδρων. Η Φύση από λεπτό σε λεπτό άρχιζε να χρωματίζεται. Στη διαδρομή συναντήσαμε 2-3 χώρους αναψυχής-θέας και δεκάδες σημεία με ξύλινα τραπεζοκαθίσματα. Προσπεράσαμε το καταφύγιο «Δημ. Μπουντόλας».

Είναι κτισμένο στη θέση «Σταυρός», που βρίσκεται στα 940 μέτρα υψόμετρο μιας πλαγιάς με φανταστική θέα προς τον Θερμαϊκό. Άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και οι ψηλότερες κορυφές του βουνού των θεών (φωτ. 6).

Από το Λιτόχωρο χρειαστήκαμε 12 περίπου χιλιόμετρα οδικής πορείας για να φτάσουμε στα 1.120 μέτρα υψόμετρο, στο σημείο με τοπωνυμία «Διασταύρωση» ή θέση «Γκορτσιά», όπως την ξέρουν οι περισσότεροι.

Αφήσαμε τον ασφαλτόδρομο και στρίψαμε δεξιά, ακολουθώντας τον ανηφορικό δασικό δρόμο (φωτ. 7, 8).

Στα 100 περίπου μέτρα μετά την διασταύρωση, βρεθήκαμε σε ένα μικρό πλάτωμα με ξύλινους πάγκους-τραπεζάκια και μία ξύλινη μικρή καλύβα που την χρησιμοποιούν κάποιοι για αποθήκη-στάβλο.

Από δω ξεκινά και το μονοπάτι για όσους θέλουν να ανέβουν, από το σημείο αυτό, το βουνό (φωτ. 9, 10).

Αυτοκίνητα δεν συναντήσαμε, ήμασταν οι πρώτοι. Η μέρα ηλιόλουστη. Το σκηνικό φθινοπωρινό. Σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας σε σημείο που δεν εμπόδιζαν τη διέλευση άλλων…μεταφορικών μέσων…και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε (φωτ. 11).

Η παρέα μας…3 ορειβάτες, δύο νεαροί λάτρεις του βουνού και ένας φίλος που ξεκινούσε τα πρώτα του ορειβατικά βήματα…άρχισε να ετοιμάζεται για την ανηφορική πορεία. Το πρόγραμμά μας: να ανεβούμε όσο ψηλότερα θα μας το επέτρεπαν τόσο η ποσότητα και η ποιότητα του χιονιού που θα συναντούσαμε, όσο και οι αντοχές των…πρωτάρηδων.

Δεν προλάβαμε να ετοιμαστούμε και να!!! Αυτοκίνητα άρχισαν να έρχονται το ένα πίσω από το άλλο. Το πλάτωμα γέμισε σε ελάχιστα λεπτά. Την πρωινή, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ησυχία του δάσους διέκοψαν οι δεκάδες χαρούμενες φωνές των μελών του Ορειβατικού Συλλόγου Κατερίνης που κατέφθασαν στο σημείο.

Όμορφες στιγμές, χαρούμενες εικόνες.

Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα και αφού ήμασταν έτοιμοι, τα φορτωθήκαμε και κατευθυνθήκαμε προς το μονοπάτι.

Ξεκινούσαν και οι Κατερινιώτες.

Μία ομαδική αναμνηστική φωτογραφία και στη συνέχεια μπήκαμε όλοι μαζί στο όμορφα διαμορφωμένο μονοπάτι ξεκινώντας για το ξεχωριστό, για την κάθε ομάδα, κυριακάτικο προορισμό (φωτ. 12, 13).

Προχωρούσαμε.

Η πορεία μας ανηφορική. Τα περάσματά μας μέσα σε δάσος. Τιτιβίσματα πουλιών δεν ακούγαμε. Πουλιά και Φύση σιωπούσαν. «Άκουγαν» τις ανάσες, τις συζητήσεις, τις φωνές, τα χαμόγελα των ορειβατών που ανηφόριζαν, καθώς και τον κτύπο των μπατών τους στο πετρώδες μονοπάτι.

Οι εικόνες εναλλασσόμενες. Κάθε βήμα μας και κάτι διαφορετικό, κάθε πέρασμά μας και κάτι ξεχωριστό. Το χιόνι λιγοστό και μόνο στις άκρες του μονοπατιού. Στην αρχή περνούσαμε μέσα από μικτά δάση (φωτ. από 14 έως και 17).

Η μέρα καταπληκτική, ηλιόλουστη. Στη συνέχεια περάσαμε μέσα από δάσος με πανύψηλα μαυρόπευκα και έλατα (φωτ. 18, 19).

Αρχίσαμε να πατάμε χιόνι, που όσο ανηφορίζαμε γινόταν και περισσότερο. Το ευδιάκριτο και με πολύ καλή σήμανση, κόκκινα σημάδια στους κορμούς και στους βράχους, μονοπάτι γινόταν πλέον απαιτητικό. Πετρώδες στο μεγαλύτερο κομμάτι του και με μεγάλη κλίση.

Οι βρεγμένοι βράχοι και οι βρεγμένες επιφανειακές ρίζες των δένδρων απαιτούσαν πολύ προσοχή στο πέρασμά τους, για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού (φωτ. από 20 έως και 23) .

Πλησιάζαμε στη θέση με τη τοπωνυμία «Μπάρμπα». Κοντεύαμε στα 1.450 μέτρα υψόμετρο. Χρειαστήκαμε 50 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από τη «Διασταύρωση» ή «Γκορτσιά» μέχρι το μικρό πλάτωμα με το κιόσκι και το πετρόχτιστο ημικυκλικό παγκάκι (φωτ. 24, 25, 26).

Στο σημείο συναντήσαμε μια ομάδα ορειβατών από Κατερίνη που έφτασε κάποια λεπτά νωρίτερα. Συνέχιζαν να έρχονται και οι υπόλοιποι του Συλλόγου. Μια ολιγόλεπτη στάση. Στη συνέχεια χαιρετήσαμε τους Κατερινιώτες και ξεκινήσαμε για τη συνέχεια της δικής μας κυριακάτικης δραστηριότητας. Μπήκαμε στο μονοπάτι που οδηγούσε προς «Πετρόστρουγκα» και στη συνέχειά του προς το «Οροπέδιο» (φωτ. 27).

Όσο ανηφορίζαμε, μπαίναμε σε δάσος οξιάς. Το χιονισμένο σκηνικό πανέμορφο. Εικόνες που αντικρίζαμε απερίγραπτες, παραμυθένιες. Πανύψηλα δένδρα, γυμνά από φύλλωμα, παντού και το χιόνι γύρω-γύρω πολύ. Και εμείς ήμασταν, εκείνη τη στιγμή, ένα κομμάτι του παραμυθιού. Ήμασταν το κομμάτι που συμπλήρωνε το όλο σκηνικό.

Μπροστά μας τρεις ορειβάτες, φίλοι μεταξύ τους. Τους φτάσαμε. Πιάσαμε συζήτηση. Συζήτηση στη συζήτηση γνωριστήκαμε καλύτερα και στη πορεία αποφασίσαμε να γίνουμε και διαδικτυακά φιλαράκια.

Από κάποιο σημείο και μετά, μας ακολουθούσε ένα λευκό σκυλί που δεν ξέραμε από πού «ξεφύτρωσε»;;!!  Μήπως ήταν κάποιος…μεταμορφωμένος θεός του Ολύμπου;!! Προχωρώντας, οι εναλλαγές του σκηνικού ήταν συνεχείς.

Δάσος οξιάς –  ελατόδασος – δάσος οξιάς – ελατόδασος κ.ο.κ. (φωτ. από 28 μέχρι και 34).

Δεν ήταν μόνο η εναλλαγή της δασικής βλάστησης που αντικρίζαμε σε κάθε μας πέρασμα, ήταν και η εναλλαγές της μορφολογίας του μονοπατιού. Όλο ανηφόρα, τα επίπεδα τμήματα λιγοστά…έτσι για να παίρνουμε και καμιά ανάσα…και σε κάποια τμήματά του περνούσαμε ανάμεσα από βράχους και ογκόλιθους διάφορων διαστάσεων.

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής μας προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι, τη σήμανση του οποίου αντικρίσαμε στα δεξιά μας. Το μονοπάτι αυτό οδηγούσε προς την τοπωνυμία «Κολοκυθιές» με μια πηγή, που υπάρχει στη θέση εκείνη του ρέματος.

Για να φτάσει κάποιος στην πηγή θα χρειαστεί δέκα μόλις λεπτά πορείας από τον μεταλλικό σωλήνα της σήμανσης, που υπάρχει στο σημείο της διασταύρωσης των μονοπατιών. Από κάποια ανοίγματα των δένδρων μπορούσαμε να αντικρίσουμε όμορφες εικόνες και κάποιες από τις κορυφές του «…. Παρθενώνα της ελληνικής φύσης…», όπως αποκαλούσε τον Όλυμπο ο ζωγράφος Ιθακήσιος (φωτ. 35, 36, 37, 38).

Κοντεύαμε στη τοπωνυμία «Κόκα» (ή «Κόκκα»). Χρειαστήκαμε 50 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από τη θέση «Μπάρμπα» στο σημείο με τα ξύλινα παγκάκια, που κατασκευάστηκαν κοντά στην άκρη μιας απότομης βραχώδους πλαγιάς (φωτ. 39).

Μία ολιγόλεπτη στάση και συνεχίσαμε. Γύρω μας απόλυτη σιωπή. Απουσίαζαν οι φωνές και τα χαμόγελα των Κατερινιωτών. Ακούγονταν μόνο οι ανάσες μας και τα «κλικ» των κλείστρων των φωτογραφικών μας μηχανών. Ανηφορίζαμε. Περνούσαμε μέσα από ελατόδασος. Φτάναμε στα 1.900 μέτρα υψόμετρο. Πλησιάζαμε στη θέση με τοπωνυμία «Στράγγος» (φωτ. 40).

Χρειαστήκαμε μία ώρα και 15 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από τη θέση «Μπάρμπα» στο σημείο με τη μεγάλη τσιμεντένια δεξαμενή, που έχει στη μια πλευρά της ζωγραφισμένη την γαλανόλευκη, η οποία δεν φαινόταν από το πολύ χιόνι (φωτ. 41)

Η μεταλλική πινακιδούλα που υπάρχει στον κορμό του κωνοφόρου ενημερώνει τον επισκέπτη για τις επιλογές που μπορεί να κάνει στην περιοχή:

Α. ή να ακολουθήσει το μονοπάτι στα αριστερά που οδηγεί στη σπηλιά, μια βραχοσκεπή,   που έζησε τα καλοκαίρια ο ζωγράφος του Ολύμπου Βασίλης Ιθακήσιος.

(Για να φτάσει κάποιος μέχρι τη σπηλιά δεν θα χρειαστεί παραπάνω από 10 λεπτά πορείας από τη δεξαμενή).

Β. ή να ακολουθήσει ένα άλλο μονοπάτι στα αριστερά που οδηγεί στην «Πηγή Στράγγο» και στη συνέχειά του στο «Γομαρόσταλο».

(Σε κάποιο σημείο του, το μονοπάτι αυτό διασταυρώνεται με ένα άλλο πολύ απαιτητικό και αρκετά επίπονο, με περάσματα σε πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση. Η τοπωνυμία «Ανάθεμα» τα λέει όλα.

Για να φτάσει κάποιος στην «Πηγή Στράγγο», την μοναδική πηγή στην ανώτερη ζώνη του  Ολύμπου, δεν θα χρειαστεί παραπάνω από 15 λεπτά πορείας από τη δεξαμενή).

Γ. ή να συνεχίσει το μονοπάτι μας, που οδηγούσε στο καταφύγιο στη θέση «Πετρόστρουγκα» και στη συνέχειά του στο «Οροπέδιο Μουσών»

Στη δεξαμενή δεν καθυστερήσαμε. Αναμνηστική φωτογραφία και ξεκινήσαμε συνεχίζοντας το μονοπάτι με κατεύθυνση προς «Πετρόστρουγκα».

Μαζί μου ο Πέτρος, ο ένας από τους νεαρούς λάτρεις του βουνού. Ο δεύτερος, ο Κωνσταντίνος, μας ακολουθούσε μαζί με τον πατέρα-ορειβάτη.

Μπαίναμε στη ζώνη του Ρόμπολου, του γιγαντιαίου ακέφαλου κωνοφόρου (φωτ. 42).

Όσο ανηφορίζαμε τα περάσματα γίνονταν πολύ απαιτητικά. Το μονοπάτι με μεγάλη κλίση και η πορεία μας μέσα από βραχώδη τμήματα της διαδρομής. Κοντεύαμε στα 1.935 μέτρα υψόμετρο. Το καταφύγιο, επιτέλους, φάνηκε. Χρειαστήκαμε 20 περίπου λεπτά πορείας για να φτάσουμε από τη τσιμεντένια δεξαμενή στο Καταφύγιο  «Πετρόστρουγκα» και από τη «Γκορτσιά» 2 ώρες και 20 λεπτά (με στάσεις) (φωτ. 43, 44).

Το καταφύγιο κλειστό.

Στο σημείο εκείνη την ώρα ήμασταν μόνο εμείς, οι έξι της παρέας μας και ο Γιώργος Η. με τους δύο Κατερινιώτες φίλους του, που τους γνωρίσαμε ανηφορίζοντας. Μπήκαμε στο χώρο έκτακτης ανάγκης του καταφυγίου για να αλλάξουμε. Η μέρα καταπληκτική.  Ο ήλιος από πάνω μας έκαιγε. Όλο το σκηνικό απερίγραπτο.

Αντηλιακή στο πρόσωπο, απλώσαμε τα ιδρωμένα ρούχα μας να στεγνώσουν και αφού αλλάξαμε, βγήκαμε έξω για φωτογραφίες και για να χαρούμε την ηλιόλουστη μέρα μέσα σε ένα χιονισμένο τοπίο (φωτ. από 45 έως και 49).

Φασολάδα και σούπες δεν μπορέσαμε να φάμε στο καταφύγιο. Αρκεστήκαμε στα δικά μας. Σάντουϊτς, μπάρες δημητριακών, γεμιστά μπισκότα και πολλά νερά, το μενού μας στα 1.935 μέτρα υψόμετρο.

Αφού ξεκουραστήκαμε και τελειώσαμε το κολατσιό μας, μια ολιγόλεπτη σύσκεψη για τη συνέχεια.

Αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε προς τα πάνω, που ήταν και ο αρχικός μας σκοπός, αλλά  να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφή για να μη κουράσουμε αυτούς που για πρώτη φορά δοκίμαζαν μια ορειβατική δραστηριότητα με τέτοιες συνθήκες… χιονιού και απαιτητικού μονοπατιού. Οι τρείς Κατερινιώτες συνέχισαν για πιο πάνω.

Τελευταίες αναμνηστικές φωτογραφίες και μπήκαμε στο μονοπάτι της επιστροφής (φωτ. 50, 51, 52, 53).

Πήραμε το κλασικό μονοπάτι, αυτό που ανηφορίσαμε για να φτάσουμε στο καταφύγιο. Τα περάσματα γνώριμα: «Πετρόστρουγκα» – τσιμεντένια δεξαμενή στο «Στράγγο» – θέση «Κόκα» – διασταύρωση με το μονοπάτι που οδηγεί στη πηγή «Κολοκυθιές» – το κιόσκι στη θέση «Μπάρμπα» – «Γκορτσιά» (φωτ. από 54 έως και 68).

Η κατηφορική πορεία μας διάρκειας 2 ωρών ( με στάσεις ). Φτάσαμε στα αυτοκίνητά μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για τη συνέχεια. Ήμασταν χαλαροί. Συζητούσαμε για τις όμορφες στιγμές που βιώσαμε και για την κυριακάτικη εμπειρία μας στο χιονισμένο βουνό των θεών. Αφού ετοιμαστήκαμε, αναχωρήσαμε.

Στο μυαλό μας η φασολάδα και οι σούπες που δεν μπορέσαμε να απολαύσουμε στο καταφύγιο. Υπήρχε λύση…το καταφύγιο «Μπουντόλα» στη θέση «Σταυρός». Σταματήσαμε. Στο καταφύγιο είχε κόσμο. Μπήκαμε, βρήκαμε τραπέζι δίπλα στο παράθυρο με θέα προς το Λιτόχωρο και τον Θερμαϊκό (φωτ. 69, 70)

Παραγγείλαμε τα κρεατικά, τα σαλατικά και φυσικά το κρασάκι. Χαλαρές στιγμές και όμορφες. Με αυτό τον καταπληκτικό τρόπο κλείσαμε την κυριακάτικη δραστηριότητά μας. Το ταξίδι μας κάπου εδώ έφτασε στο τέλος του.

Η φανταστική μέρα συνέβαλε να γνωρίσουμε ακόμη καλύτερα τον χιονισμένο γιγάντιο και άγριας ομορφιάς ορεινό όγκο του Ολύμπου.

Επιστρέψαμε στη Βέροια με τις καρδιές μας γεμάτες από έντονα συναισθήματα και στις άκρες του μυαλού μας «φωλιασμένες» εκατοντάδες εικόνες που αντικρίσαμε και δεκάδες  στιγμών που βιώσαμε.

« Το να επιστρέφεις εκεί που ξεκίνησες, δεν είναι το ίδιο με το να μην έχεις φύγει ποτέ.»

( Terry Pratchett,  Βρετανός συγγραφέας)

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας