Μια κερδισμένη μάχη σε ένα πόλεμο που δεν έχει τελειώσει
Χαμένες μάχες είναι μόνο εκείνες που δεν δίνονται…, αλλά κάποιες φορές οι μάχες κερδίζονται και αφήνουν μια ισχυρή παρακαταθήκη για τους πολέμους που συνεχίζονται.
Για τους αρχαιολόγους που έδωσαν τη μάχη της εξαίρεσης των μνημείων από το ληστρικό κατάλογο του Υπερταμείου, η απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, που συνεδρίασε στις 17 Ιανουαρίου 2019 να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Οικονομικών προκειμένου να ανακαλέσει την απόφασή του ως προς τη μεταβίβαση των 2.330 ακινήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.», ήταν οπωσδήποτε μία νίκη. Νίκη που δεν καταγράφει ούτε προσωπικά ούτε κλαδικά οφέλη, αλλά νίκη σε μια μάχη που δόθηκε για το σύνολο της κοινωνίας.
Ωστόσο, κανένας εφησυχασμός δεν αρμόζει, ειδικά τώρα. Η ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού που «πανηγυρίζει» δια των ανακοινώσεών του για την τελευταία εξέλιξη, είναι η ίδια που ειρωνευόταν, λοιδωρούσε και κουνούσε το δάχτυλο στους αρχαιολόγους. Είναι εκείνη που επέμενε να αντιστρέφει την πραγματικότητα που αποκαλυπτόταν σταδιακά ως να είναι πλάσματα της φαντασίας των αρχαιολόγων μέχρι που τα στοιχεία που έρχονταν στο φως ήταν τόσο συντριπτικά ώστε «και τα ίδια τα ψέματα ντραπήκαν», ανέκρουσαν πρύμνα και ταυτοποιήθηκε το σύνολο των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων. Και ο εμπαιγμός συνεχίστηκε, πέρα από κάθε λογική και υποτιθέμενη «διαφάνεια», για την οποία σύμπασα η κυβέρνηση κόπτεται, κρατώντας τον κατάλογο των μνημείων εκτός δημοσιότητας.
Μέχρι και ετούτη τη στιγμή και ενώ έχει αποκαλυφθεί σε όλο της το τραγικό βάθος και πλάτος η πρόθεση να γίνει λογιστικό μετρούμενο η ιστορική μνήμη, η υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά ανερυθρίαστα ψέγει τους αρχαιολόγους και όσους έδωσαν αυτόν τον αγώνα γράφοντας στο twitter «Ο ηθικός πανικός και η κινδυνολογία για την τάχα παραχώρηση των αρχαιολογικών χώρων στο υπερταμείο λαμβάνει οριστικό τέλος. Εξαιρέσαμε, ταυτοποιήσαμε, νομοθετούμε» (!).
Σοβαρά κυρία υπουργέ; Αν πρόκειται για «τάχα» παραχώρηση τότε γιατί έρχεται η κυβέρνηση μετά το σάλο που προκλήθηκε να εξαιρέσει τα μνημεία; Αν πρόκειται για «τάχα» παραχώρηση γιατί σπεύδει το Υπερταμείο να διεκδικήσει τα «κεκτημένα» του ζητώντας να παρέμβει στο ΣτΕ με αφορμή την προσφυγή που υποβάλει οι δήμαρχοι Πατρέων και Σπάρτης; Αν πρόκειται για «τάχα» παραχώρηση, θα αναγκαζόταν η κυβέρνηση να άρει την παραχώρηση αν δεν αποκαλυπτόταν αυτό το αίσχος που είχε ήδη διαπράξει; Μήπως αν δεν είχε μεσολαβήσει ό, τι μεσολάβησε αυτή τη στιγμή θα μιλούσαμε για μνημεία έτοιμα προς πώληση; Και αυτό δεν θα ήταν καθόλου «τάχα». Με λίγα λόγια η πολιτική αναίδεια έχει και τα όρια της.
Οι αρχαιολόγοι αποφασισμένοι δηλώνουν ότι
«Ο αγώνας συνεχίζεται. Είναι επιτακτικό να παλέψουμε για να εξαιρεθούν και όσα μνημεία ή ακίνητα του ΥΠΠΟΑ περιλαμβάνονται στα 72.000 ακίνητα που έχουν μεταβιβαστεί στην ΕΤΑΔ (και δια αυτής στο Υπερταμείο) πριν το 2016 -όπως το Νομισματικό Μουσείο, το Φρούριο Ιτζεδίν στα Χανιά, το Μπούρτζι Ναυπλίου, τα 36 ακίνητα στην Πλάκα- αλλά και για τη θεσμική θωράκιση των μνημείων και των ακινήτων του ΥΠΠΟΑ, στο διηνεκές, από κάθε μεταβίβαση κυριότητας, νομής και διαχείρισης».
Διότι σε αυτή την τελευταία φράση συνοψίζεται και ο «καυγάς» των κάθε λογής λιμοκοντόρων επενδυτών. Την ιδιοκτησία ούτε μπορούν από το νόμο, αλλά ούτε και θέλουν να την έχουν. Στη διαχείριση των μνημείων στοχεύουν, δηλαδή στον προσπορισμό των εσόδων. Αυτό το ζήτημα παραμένει ανοιχτό παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού ότι θα νομοθετήσει για τη «διεύρυνση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της κυριότητας μνημείων ανεξαρτήτως χρονολόγησης, αλλά και αποκλειστικών δικαιωμάτων διαχείρισης και διοίκησης για μνημεία και εν γένει ακίνητα αρμοδιότητάς του, προς τον σκοπό της ασφάλειας δικαίου στο διηνεκές και του αποκλεισμού του κινδύνου χρήσης τους για σκοπούς αλλότριους του προορισμού τους».
Παραμένει ανοιχτό όχι μόνο επειδή στο Υπερταμείο έχει εκχωρηθεί το σύνολο της χώρας, αλλά και επειδή η εμπορευματική χρήση και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς εξακολουθεί να συνιστά στρατηγικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από αυτόν τον στόχο δεν έχει διαχωρίσει τη θέση της καμία κυβέρνηση, ούτε και η σημερινή.