“Επαρήλθεν… και ο χρόνος – Μία ιστορία χρόνου” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
α. «Νόημα ή μέτρον τον χρόνον, ουχ υπόστασιν» (Ο χρόνος είναι επινόηση ή τρόπος μέτρησης και δεν υπάρχει κανονικά. Αντιφών ο Ραμνούσιος, Αρχαίος Αθηναίος πολιτικός).
β. «Ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι μία ανθρώπινη επινόηση και εξυπηρετεί ανθρώπινες ανάγκες» (Αϊνστάιν).
Καλοκαίρι και διακοπές σε ένα από τα πολλά ελληνικά νησιά. Μία παρέα ηλικιωμένων συζητά για τα περασμένα και σχεδιάζει τις καθημερινές συναντήσεις στην παραλία. Ήταν όλοι γνωστοί και κάθε χρόνο – μία παλιά συνήθεια – είχαν υποσχεθεί να βρίσκονται όλοι εκεί: Στο ίδιο νησί (τόπος καταγωγής), στην ίδια παραλία. Κανείς δεν έλειπε. Άφηναν τις έγνοιες στην Αθήνα (τόπος μόνιμης διαμονής) και προσπαθούσαν μέσα από την παρέα και τις ατελείωτες συζητήσεις να απαλλαγούν από το βάρος του χρόνου, που εμφανώς πια άρχισε να αφήνει το στίγμα του.
Στη φετινή, όμως, συνάντηση έλειπε ο πέμπτος της παρέας. Κάποιος από τους υπόλοιπους σχολίασε αυτήν την απουσία λέγοντας: «Επαρήλθεν, βέβαια, και ο καιρός – χρόνος». Το σχόλιό του εμπεριείχε και μία λαϊκή θυμοσοφία για την ιδιότητα του χρόνου να φθείρει και να δαμάζει εξουσιαστικά τον άνθρωπο. Το γραμματικό λάθος (παρήλθε…) δεν υποβάθμισε και το περιεχόμενο της «γνωμάτευσής» του.
Για λίγη ώρα η παρέα των υπολοίπων τεσσάρων ανδρών μελαγχόλησε και άρχισε να διερωτάται για την ευρηματικότητα των ανθρώπων να βρίσκουν λέξεις για να αποτυπώσουν μία αρνητική πραγματικότητα ή να ερμηνεύσουν ένα φαινόμενο χωρίς την αρωγή των επιστημονικών όρων.
Για το θάνατο, που ως έννοια τρομάζει, επινοήθηκαν τα: «ετελεύτησεν τον βίον», «έζησε τα χρόνια του», «ξόδεψε το χρόνο του», «συμπλήρωσε τον κύκλο του», «ήρθε η ώρα του» κι άλλα.
Όποια φράση, όμως, και αν απομονώσουμε στον πυρήνα της θα ανιχνεύσουμε την έννοια του χρόνου. Υπόρρητα, δηλαδή, δηλώνεται πως ο άνθρωπος ως υλική ύπαρξη υπόκειται απόλυτα στην φθοροποιό εξουσία του χρόνου που τα δαμάζει όλα (πανδαμάτωρ).
Αν και ο χρόνος δεν έχει αντικειμενική υπόσταση και είναι επινόηση του ανθρώπου, εν τούτοις η κίνησή του ούτε ελέγχεται αλλά και ούτε μπορούμε ως όντα να αμυνθούμε στην επέλασή του.
«Δυστυχώς το ρολόι δουλεύει, οι ώρες περνούν .Το παρελθόν αυξάνεται, το μέλλον υποχωρεί. Οι δυνατότητες μειώνονται, οι τύψεις συσσωρεύονται» (Haruki Murakami, Γιαπωνέζος συγγραφέας).
Κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα που ζούμε δεν μπορούμε να τα ξαναζήσουμε. Ο χρόνος είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος, όπως και το ιστορικό γεγονός. Γι αυτό και είναι λάθος η άποψη πως «η ιστορία επαναλαμβάνεται» Ο Ηράκλειτος ήταν κατηγορηματικός και απόλυτος σε αυτό. Στο αποφθεγματικό «τα πάντα ρει» ενυπάρχει και η έννοια του χρόνου. Τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως πριν.
Στο σημείο αυτό έγκειται και η διαφορά του χώρου με το χρόνο. Στον ίδιο χώρο μπορείς να υπάρχεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, στον ίδιο χρόνο, όμως, αυτό είναι ανέφικτο. Το χώρο μπορείς να τον ξαναχρησιμοποιήσεις, όχι όμως και το χρόνο. Ο χώρος καθίσταται αντιληπτός με τη βοήθεια των αισθήσεων (όραση, αφή …..). Το χρόνο αδυνατούμε να τον συλλάβουμε – αισθανθούμε ως υλικές υπάρξεις, αν και υφιστάμεθα τις συνέπειες από το «πέρασμά» του. Στο χώρο μπορούμε να επέμβουμε, να τον διαμορφώσουμε, να τον αλλάξουμε ή να τον προσαρμόσουμε στις ανάγκες μας. Στο χρόνο κάθε σκέψη ή και προσπάθεια για αντίσταση χαρακτηρίζεται ως παραλογισμός. Ο χρόνος έχει μία αυτονομία και καμία εξωγενής δύναμη δεν μπορεί να τον διευθετήσει. Ούτε να τον επιβραδύνουμε, ούτε να τον επιταχύνουμε μπορούμε.
Στην αέναη πάλη με το Χρόνο ο άνθρωπος μετρά μόνο ήττες. Το μόνο που πέτυχε είναι ο τεμαχισμός του χρόνου σε υποδιαιρέσεις του τύπου: Δευτερόλεπτα, ώρες, ημέρες, μήνες…… Κι αυτό γιατί νόμιζε πως θα μπορούσε έτσι να τον δαμάσει. Ο χρόνος, όμως, είναι ενιαίος και ο «τεμαχισμός» του είναι μία φενάκη.
«Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ χρόνου και χώρου είναι ότι δεν μπορείς να ξαναχρησιμοποιήσεις το χρόνο» ( Merrick Furst).
Εν τω μεταξύ η παρέα των τεσσάρων ηλικιωμένων μετά τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του χρόνου επέστρεψε στην καθημερινότητα της ζωής. Μια ζωή που άλλοι παραπονούνται για την απουσία ελεύθερου χρόνου, άλλοι για την έλλειψη εργάσιμου χρόνου (άνεργοι) και πολλοί άλλοι αναζητούν τρόπους χρήσης του χρόνου. Κι αυτό γιατί η διαχείρισή του προκαλεί αμηχανία στον άνθρωπο, αφού δεν γνωρίζει πώς να αποθηκεύσει ένα αγαθό που του δίνεται δωρεάν αλλά ταυτόχρονα και δεν του ανήκει.
Όσο είμαστε μικροί αναζητούμε την επιτάχυνση του χρόνου, όταν μεγαλώσουμε την επιβράδυνσή του. Ο χρόνος, όμως, είναι σκληρός και δίκαιος απέναντί μας. Έτσι πολλές φορές το δώρο του χρόνου καταντά βάρος, αφού με το πέρασμά του μάς αδυνατίζει και στο τέλος μάς λυγίζει. Γι αυτό κάποιοι θεώρησαν πως ο χρόνος και ο θάνατος είναι συγκάτοικοι και ορίζουν τα ανθρώπινα.
«Ο χρόνος είναι δωρεάν, αλλά είναι ανεκτίμητος. Δεν σου ανήκει, αλλά μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις. Δεν μπορείς να τον αποταμιεύσεις, αλλά μπορείς να τον ξοδέψεις. Και από τη στιγμή που τον χάσεις, δεν μπορείς να τον πάρεις πίσω» (Harvey Mackay Αμερικανός συγγραφέας)
Ένας από την παρέα των τεσσάρων ηλικιωμένων για να βοηθήσει και τους άλλους να απελευθερωθούν από την λύπη και την κατάθλιψη – εξαιτίας της απουσίας του πέμπτου – πρότεινε να χαρούν την παρούσα στιγμή γιατί όπως είπε «Αυτό που μας ανήκει είναι το τώρα και το εδώ». Βέβαια δεν γνώριζε τη σχετική θεωρία του Αϊνστάιν, αλλά ένιωθε πως ο άνθρωπος ορίζεται απόλυτα από το χώρο και το χρόνο.
Και πριν ανανεώσουν το ραντεβού τους στο σεργιάνι του χρόνου μετά το «επαρήλθεν και ο χρόνος» ο πιο νέος της παρέας τούς θύμισε την προτροπή του Βούδα: «Να μη βυθίζεσαι στο παρελθόν, να μην κάνεις όνειρα για το μέλλον, να επικεντρώνεις τη σκέψη σου στην παρούσα στιγμή».
Η αποθέωση του «παροντισμού» (presentism) ως βιοθεωρία ή η αποδοχή μιας πραγματικότητας; Tο παρελθόν και το μέλλον είναι φανταστικές έννοιες. Tο παρελθόν επιβιώνει μέσα από τη μνήμη, ενώ το μέλλον κατανοείται ως μέγεθος μέσα από την ελπίδα. Ο παρoντισμός ως θεωρία αντιμάχεται τη θεωρία της αιωνιότητας “eternalism”.
H παρέα ανανέωσε το ραντεβού για την άλλη ημέρα, αλλά ακόμα στο χώρο δίπλα στο θόρυβο των κυμάτων ηχούσε ακόμα το
«Επαρήλθεν….. και ο χρόνος».
-
Η παραπάνω ιστορία της παρέας των ενηλίκων είναι πραγματική. Η λογοτεχνική παρέμβαση κρίθηκε αναγκαία για να καταστεί η ιστορία δημοσιεύσιμη.