“Μοντερνικά ρεύματα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία – Με αφορμή τρία ποιήματα”(Β) γράφει ο Αρ. Παπαγεωργίου
Όλα τα κινήματα της αισθητικής πρωτοπορίας του μοντερνισμού, παρά τις επιμέρους αποκλίσεις τους στη θέαση των πραγμάτων και την ερμηνεία του κόσμου, συγκλίνουν τουλάχιστον σε μία κοινή αναγωγή: αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα ως ασφυκτική και αδιέξοδη κατάσταση. Οι προτάσεις τους δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά απόπειρες για μία – ελπιδοφόρα ή/και απέλπιδα – απαγκίστρωση. Μάλλον εδώ ανιχνεύεται η συνάφεια προς το έργο του Μποντλέρ και το πνεύμα του ρομαντισμού ευρύτερα.
Τα τρία ποιήματα
Φίλιππο Τομμάζο Μαρινέττι
ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΣΟ ΜΟΥ
Ορμητικέ θεέ, μιας ατσάλινης φυλής,
μεθυσμένο αυτοκίνητο του διαστήματος
που ποδοκροτείς και τρέμεις από αγωνία
ροκανίζοντας το χαλινάρι με τα δόντια να τρίζουν…
Φοβερό γιαπωνέζικο θεριό,
με μάτια σιδηρουργείου,
θρεμμένο με φλόγα
και λάδια ανθρακικά
που δεν χορταίνεις τους ορίζοντες, τις αστρικές λεηλασίες…
Ελευθερώνω την καρδιά σου που βροντά διαβολικά
ελευθερώνω τις γιγάντιες σαμπρέλες σου,
για το χορό που εσύ ξέρεις να χορεύεις
διασχίζοντας τους λευκούς δρόμους όλου του κόσμου!…
Χαλαρώνω επιτέλους
τα μεταλλικά σου ηνία,
κι εσύ ορμάς με ηδονή
μέσα στο Άπειρο, τον ελευθερωτή!
Στο ουρλιαχτό της δυνατής φωνής σου
ο ήλιος σ’ ακολουθεί στη δύση του
επιταχύνοντας στον ορίζοντα,
το αιμόφυρτο καρδιοχτύπι του…
Κοίταξε, πώς καλπάζει, πέρα, στα βάθη των δασών!…
Τι σημασία έχει, όμορφέ μου δαίμονα;
Εγώ είμαι στην εξουσία σου!… Πάρε με!… Πάρε με!…
Πάνω στην εκκωφαντική γη, κι ας δονείται σύγκορμη
από πολυφωνικούς ήχους·
κάτω απ’ τον τυφλωμένο ουρανό, κι ας είν’ γεμάτος άστρα,
πηγαίνω, ερεθίζοντας τον πόθο
και τον πυρετό μου,
μαστιγώνοντάς τους με δυνατά σπαθίσματα.
Και κάπου κάπου σηκώνω το κεφάλι
και νιώθω στο λαιμό
μαλακά να με σφίγγουν τα χέρια
χέρια έξαλλα στον άνεμο, δροσερά και βελούδινα…
Είναι τα χέρια τα δικά σου, μαγευτικά και μακρινά
που με τραβούν, κι ο άνεμος
είναι η πνοή σου, της αβύσσου η πνοή,
ω Άπειρο δίχως βυθό, που με χαρά μ’ απορροφάς!…
Α! Α! βλέπω ξάφνου ανεμόμυλους
μαύρους, βραδυκίνητους,
που μοιάζουν να τρέχουν στα πάνινα σπονδυλωτά φτερά τους
σαν σε μακριά πόδια…
Τα βουνά ετοιμάζονται να πετάξουν
στη φυγή μου μανδύες αργοσάλευτης δροσιάς,
εκεί, σ’ εκείνη την αποτρόπαια στροφή…
Βουνά! Τερατώδη αγέλη από Μαμούθ
βαριά καλπάζετε, σκύβοντας
τις πελώριες κορυφές σας,
προσπερνάτε, τυλιγμένα
στο γκρίζο κουβάρι της ομίχλης!
Κι ακούω ν’ αντηχεί ακαθόριστος ο θόρυβος
που αποτυπώνουν στους δρόμους
οι μυθικές εφτά λεύγες μπότες
των κολοσσιαίων ποδιών σας…
Ω βουνά με τους δροσερούς γαλάζιους μανδύες !…
Ω ποτάμια όμορφα που αναπνέετε
ευτυχισμένα στο σεληνόφως!
Ω σκοτεινές πεδιάδες!… Σας προσπερνώ τρέχοντας!…
Πάνω στο ξέφρενο θεριό μου!
Αστέρια! αστέρια μου! ακούτε
τη βιασύνη των βημάτων του;…
Ακούτε τη φωνή του, που θρυμματίζει η οργή…
την εκρηκτική φωνή του, που ουρλιάζει, ουρλιάζει…
και τη βροντή των σιδερένιων πνευμόνων του
που καταρρέουν ορμητικά
ατέλειωτα;…
Δέχομαι την πρόκληση, ω άστρα μου!…
Πιο γρήγορα!… Ακόμη πιο γρήγορα!…
Χωρίς σταματημό, μήτε ανάπαυση!…
Άφησε τα φρένα! Δεν μπορείς;
Σπάστα, λοιπόν,
ώστε ο σφυγμός της μηχανής να εκατονταπλασιάσει την ορμή του!
Ζήτω! Μακριά απ’ αυτή την ακάθαρτη γη!
Ξεφεύγω, τέλος, κι ευκίνητα πετώ,
πάνω απ’ το μεθυστικό ποτάμι των άστρων
που πλημμυρίζει το μεγάλο κρεβάτι τ’ ουρανού!
Μετάφραση: Μαρία Στεφανοπούλου
Βαλερύ Λαρμπώ
ΩΔΗ
Δώσε μου το μεγάλο σου θόρυβο, το γλυκό μεγάλο σου βάδισμα
Το κύλισμά σου το νυχτερινό ανάμεσα στην πάμφωτην Ευρώπη,
ω τρένο πολυτελές! και την αγωνιώδη μουσική
που βουίζει κατά μήκος των φτιαγμένων από χρυσωμένο δέρμα διαδρόμων σου,
ενώ πίσω απ’ τις θύρες τις σκαλιστές με τις βαριές χάλκινες κλειδαριές
κοιμούνται οι εκατομμυριούχοι.
Κυκλοφορώ σιγανοτραγουδώντας στους διαδρόμους σου
κι ακολουθώ το τρέξιμό σου προς τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη
σμίγοντας τη φωνή μου με τις εκατό χιλιάδες φωνές σου
πολύβουη φυσαρμόνικα!
Της ζωής τη γλύκα την αισθάνθηκα πρώτη φορά
σε μια καμπίνα του Nord-Express ανάμεσα Wirballen και Pskow.
Κυλούσαμε μέσ’ σε λειμώνες, οι βοσκοί
στις ρίζες τεράστιων δέντρων όμοιων με λόφους
ήταν ντυμένοι με προβιές ρυπαρές κι ακατέργαστες
(η ώρα οχτώ του φθινοπωρινού πρωινού κι η όμορφη πριμαντόνα
με τα μενεξελιά μάτια μέσ’ στη διπλανή καμπίνα τραγουδούσε).
Κι εσείς αιώνιοι πάγοι που είδα ανάμεσά σας να διαβαίνει η Σιβηρία και του
Σάμνιου τα βουνά
η άγρια κι άνανθη Καστίλλη κι η θάλασσα του Μαρμαρά κάτω από μια
χλιαρή βροχή!
Δώσε μου, ω Orient-Express, Sud–Brenner–Bahn, δώστε μου
τους θαυμαστούς υπόκωφους θορύβους σας
και τις παλλόμενες γοητευτικές φωνές σας
δώστε μου την εύκολην κι ανάλαφρην ανάσα
των υψηλών οστεώδικων ατμομηχανών με τις άνετες κινήσεις
των ατμομηχανών που γοργές
χωρίς καμιά προσπάθεια σέρνουν πίσω τους τέσσερα βαγόνια κίτρινα
με γράμματα χρυσά
μέσ’ στις βουνίσιες ερημιές της Σερβίας
και πιο μακριά μέσα στο πλήθος των βουλγαρικών ροδώνων…
Α! τούτοι οι θόρυβοι και τούτη η κίνηση
πρέπει να μπούνε στα τραγούδια μου και να ιστορούν
για μένα, για τη ζωή μου την ανέκφραστη, την παιδική μου ζωή
που πια δε θέλει τίποτα να ξέρει, μόνο
σ’ αβέβαια πράγματα παντοτινά να ελπίζει.
Μετάφραση: Τάκης Σινόπουλος
Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι
H ΓEΦYPA TOY MΠPOYKΛIN (1925)
Eμπρός, ζητωκραύγασε, Coolidge!
Oύτε κι εγώ θα τσιγκουνευτώ τα λόγια μου
μπροστά σε τέτοια καλά έργα.
Nα κοκκινίσεις
από τον έπαινό μου,
να γίνεις κόκκινη σαν τη σημαία μας
όσο αμερικάνικη κι αν είσαι.
Όπως ένας αλλοπαρμένος πιστός
μπαίνει
σε μια εκκλησιά,
αποσύρεται
σ’ ένα κελί μοναστηριού
ασκητικός κι αποφασισμένος·
έτσι κι εγώ,
μέσα σε μια μουντή εσπερινή
καταχνιά,
ταπεινά πατώ
τη γέφυρα του Mπρούκλιν.
Όπως ένας κατακτητής πολιορκεί ασφυκτικά
μια πόλη
ήδη συντριμμένη,
με κανόνια που τα στόμιά τους
τεντώνονται ψηλά σαν καμηλοπαρδάλεις,
έτσι κι εγώ αναρριχώμαι περήφανα,
μεθυσμένος από την φαντασμαγορία,
ξέχειλος από ζωή,
στη γέφυρα του Mπρούκλιν.
Όπως ένας τρελαμένος ζωγράφος
προσηλώνει τη ματιά του,
διαπεραστική και παράφορη,
σε μια Mαντόννα σε κάποιο μουσείο,
έτσι κι εγώ
από αυτά εδώ τα ουράνια
σπαρμένα μ’ αστέρια,
ατενίζω
τη Nέα Υόρκη
πάνω στη γέφυρα του Mπρούκλιν.
H Νέα Υόρκη,
δυσκίνητη και πνιγηρή
μέχρι να βραδιάσει,
έχει ξεχάσει
τις κακουχίες
και τον ίλιγγό της·
και μονάχα
οι ψυχές των σπιτιών
υψώνονται
στη διάφανη λαμπρότητα των παραθυριών της.
Εδώ ψηλά
μόλις που ακούγεται ο βόμβος
από τα Υπέργεια Τρένα.
Και μόνο
το μαλακό μα επίμονο
μουρμουρητό τους
μας κάνει να τα νιώθουμε
ν’ αργογλιστρούν και να κροτούν
σαν πιατικά
καθώς ταχτοποιούνται στο ντουλάπι.
Kι όταν
κάποιος μαγαζάτορας μεταφέρει ζάχαρη
από μια φάμπρικα
η οποία μοιάζει ν’ αναδύεται
απ’ το νερό―
τότε, τα κατάρτια
περνώντας κάτω από τη γέφυρα
δείχνουν
όχι μεγαλύτερα από καρφίτσες.
Είμαι περήφανος
γι’ αυτό εδώ
το ατσάλινο μίλι·
πάνω του,
τα οράματά μου παίρνουν ζωή, ορθώνονται―
εδώ δόθηκε αγώνας
για μαστόρικη κατασκευή
κι όχι για στυλάκι,
μια λιτή διάταξη
από μπουλόνια
και ατσάλι.
Αν
συμβεί
το τέλος του κόσμου―
και το χάος
διαλύσει τον πλανήτη μας
σε κομματάκια,
κι αν ό,τι απομείνει
θα είναι
αυτή
η γέφυρα
να υψώνεται πάνω απ’ τον κουρνιαχτό του ολέθρου·
τότε,
όπως κάτι τεράστια παμπάλαια ερπετά
με κόκαλα πιο λεπτά κι από βελόνα
ντυμένα λίγη πέτσα
ξαναστήνονται σαν πύργοι ψηλά
στα μουσεία,
έτσι,
κι από τη γέφυρα αυτή,
κάποιος παλαιοντολόγος
θα καταφέρει
να αναπλάσει
την εποχή μας.
Θα πει:
―Aυτή η ατσάλινη
πατημασιά
κάποτε ένωνε
θάλασσες, λιβάδια κι ερήμους·
από αυτό το σημείο,
η Ευρώπη ξεχυνόταν στη Δύση,
σκορπώντας
στον άνεμο
Ινδιάνικα φτερά.
Αυτό το ισχίο
θυμίζει
κάποιο μηχανισμό―
φανταστείτε,
κάμποσα χέρια, σε γερή λαβή,
με το ατσάλινο πέλμα
γερά πακτωμένο
στο Mανχάτταν,
να τραβούν γερά
από τα χείλη
το Mπρούκλιν προς τη μεριά τους!
Άδω πλάι στα καλώδια
από τα ηλεκτρικά νήματα,
αναγνωρίζω
την εποχή που διαδέχτηκε
την εποχή του ατμού―
εδώ
οι άνθρωποι
ξεφώνιζαν
απ’ τα ραδιόφωνα.
Εδώ
οι άνθρωποι
πετούσαν
μ’ αεροπλάνα.
Για κάποιους,
η ζωή
εδώ
δεν είχε έγνοιες·
για άλλους,
ήταν ένα παρατεταμένο
πείνας ουρλιαχτό.
Από αυτό το σημείο,
οι άνεργοι
βουτούσαν
με το κεφάλι
στον Xάντσον.
Όμως τώρα
τίποτα δεν εμποδίζει
τη θέα μου
μια πλεξούδα από καλώδια που εκτείνεται
μέχρι τους πρόποδες των αστεριών.
Oρώ:
εδώ
στάθηκε ο Mαγιακόβσκι,
ορθός,
συνέθεσε ποίηση, συλλαβή με συλλαβή.
Aτενίζω
όπως ένας Eσκιμώος χάσκει στη θέα ενός τρένου,
γαντζώνομαι πάνω σου
όπως το τσιμπούρι κολλάει στ’ αυτί.
Γέφυρα του Mπρούκλιν―
ναι…
Είσαι κάτι το σπουδαίο!
Μετάφραση: Σάκης Σερέφας
Επισημάνσεις
Καταρχάς και στα τρία ποιήματα το πνεύμα του φουτουρισμού διαχέεται αμιγές και ευανάγνωστο. Η αισιοδοξία για τα επιτεύγματα του βιομηχανικού πολιτισμού δεσπόζει.
Ο Μαρινέττι εμφορείται από ενθουσιασμό για το νέο Πήγασο, το αεροπλάνο. Είναι αξιοπρόσεχτη μία ιδιάζουσα σημειολογία, που εμφαίνεται στον τίτλο του ποιήματος: αφενός χρησιμοποιείται ένα μυθικό σύμβολο, ο φτερωτός Πήγασος, που ήδη από την αρχαιότητα τονίζεται η διττή του φύση, καθώς είναι φτερωτό θηλαστικό. Η αμφισημία ως προς την επιλογή του συμβόλου μάλλον δεν είναι τυχαία… Αφετέρου εντυπωσιάζει η οικειοποίηση του σημείου από τον ίδιο τον ποιητή. Η κτητική αντωνυμία («Στον Πήγασό μου») δεν αποτελεί μία εγωκεντρική δήλωση. Αντιθέτως συνδηλώνει μία εμπρόθετη επισήμανση. Ο δημιουργός είναι ανεξάρτητος και δυνητικά εκφράζεται με τη δέουσα αυτοτέλεια.
Τα εκφραστικά μέσα είναι πολυποίκιλα και τα διαπερνά ένας τόνος ρωμαλέου οπτιμισμού. Έμφαση δίνεται στο μετωνυμικό φορτίο των λέξεων. Καταγράφονται εικόνες και προσωποποιήσεις με βασικό γνώρισμα τη συγκινησιακή ανάταση («Φοβερό γιαπωνέζικο θεριό…που δε χορταίνεις τους ορίζοντες, τις αστρικές λεηλασίες…», «κάτω απ’ τον τυφλωμένο ουρανό…ερεθίζοντας τον πόθο και τον πυρετό μου…με δυνατά σπαθίσματα»). Ο ποιητής είναι ταυτόχρονα και ο ενεργός παρατηρητής, ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Ο ενθουσιασμός του καταλήγει παράφορος. Εμμένει στην ταχύτητα και την ηχηρότητα, τον εξαίσιο θόρυβο, που τόσο εύγλωττα συνάδει με τον τεχνικό πολιτισμό («ουρλιαχτό της δυνατής φωνής σου», «η φωνή που θρυμματίζει την οργή…», «βροντή των σιδερένιων πνευμόνων του», «πάνω στην εκκωφαντική γη κι ας δονείται σύγκορμη από πολυφωνικούς ήχους»). Είναι ο κραδασμός της ανατροπής, της ρήξης με το παρελθόν αλλά και της πρωτοπορίας. Πρόκειται για κοινό τόπο στους περισσότερους εκφραστές του μοντερνικού πνεύματος. Η παντοδυναμία της μηχανής μεταφράζει την ευδαιμονία του μέλλοντος. Η θέση του ανθρώπου μοιάζει αναπόδραστη. Δεν έχει περιθώρια επιλογής. Οφείλει να υποταχθεί στον «όμορφο δαίμονα», στην τεχνογνωσία και σε ό,τι αυτή θα συνεπάγεται στο άδηλο μέλλον («και κάπου κάπου σηκώνω το κεφάλι και νιώθω μαλακά να με σφίγγουν τα χέρια, χέρια έξαλλα στον άνεμο, δροσερά και βελούδινα»).
Σε ανάλογες συντεταγμένες εγγράφονται και τα σημαινόμενα στην «Ωδή» του Λαρμπώ. Και εδώ έχουμε μία θερμή επίκληση προς τη μηχανή, τον αξεπέραστο ενθουσιασμό του ποιητή για το νέου τύπου σιδηρόδρομο, με τα υπερπολυτελή τρένα (πχ το Εξπρές Οριάν), που τότε είχε αρχίσει να δεσπόζει στον παγκόσμιο χάρτη των μαζικών συγκοινωνιών (ΥΠ.Ε.Π.Θ 1998, 142). Είναι εμφανείς οι κοσμοπολίτικες καταβολές του αστού Λαρμπώ («πίσω από τις θύρες τις σκαλιστές…κοιμούνται οι εκατομμυριούχοι»). Αναφέρεται σε πρωτεύουσες (Βιέννη, Βουδαπέστη), που υπήρξαν το επίκεντρο της κοσμικής ζωής κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής belle époque. Παραπέμπει ακόμη στις όψεις μιας ζωής (πχ η όπερα «η όμορφη πριμαντόνα με τα μενεξελιά μάτια…τραγουδούσε») που σχετίζονται με τις συγκείμενες του αστικού πολιτισμικού πλαισίου. Η δύναμη που εκπέμπει το μεταλλικό θηρίο, οι ήχοι του αλλά και η κομψότητα στη σχεδίασή του συνεπαίρνουν τον ποιητή(«ω τρένο πολυτελές! Και την αγωνιώδη μουσική που βουίζει…», «σμίγοντας τη φωνή μου με τις εκατό χιλιάδες σου πολύβουη φυσαρμόνικα!», «…και τις παλλόμενες γοητευτικές φωνές σας…βαγόνια κίτρινα με γράμματα χρυσά»). Η ανθρώπινη παρουσία σε αυτήν την πορεία δεν πρωτοστατεί∙ απλώς εκ των πραγμάτων (οφείλει να) συμπορεύεται.
Ο τόνος του Μαγιακόφσκι στη «Γέφυρα του Μπρούκλιν» είναι σαφώς πιο λυρικός. Εφορμάται από το ίδιο πνεύμα ενθουσιασμού, από την αδημονία να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Εξαρχής δηλώνει την επαινετική του πρόθεση («Ούτε κι εγώ θα τσιγκουνευτώ τα λόγια μου μπροστά σε τέτοια καλά έργα»). Πιθανόν ο τόνος του να είναι υπαινικτικός, καθώς παραπέμπει σε μία ιδεολογική όσμωση, αν όχι αγκύλωση: ένας ένθερμος θιασώτης των μπολσεβίκων θα εξυμνήσει ένα τεχνικό έργο, που κοσμεί την πρωτεύουσα του παγκόσμιου καπιταλισμού, τη Νέα Υόρκη. Εν συνεχεία θα αναδιπλωθεί, καθώς οι αναφορές του στην πόλη θα είναι μάλλον αποθαρρυντικές («Η Νέα Υόρκη, δυσκίνητη και πνιγηρή μέχρι να βραδιάσει…»). Ο άνθρωπος μπροστά στο θαύμα της τεχνολογίας προβάλλεται ανίσχυρος και πεπερασμένος. Σε μία έξοχη παρομοίωση, με αναφορικό και δεικτικό μέρος, ο ποιητής αποφαίνεται ρητά («Όπως ένας αλλοπαρμένος πιστός…ταπεινά πατώ τη γέφυρα του Μπρούκλιν»). Αντιστοίχως, στο τέλος του ποιήματος υπερθεματίζει («Ορώ: εδώ στάθηκε ο Μαγιακόφσκι…Γέφυρα του Μπρούκλιν – ναι…Είσαι κάτι το σπουδαίο!»). Κοινά χαρακτηριστικά και εδώ ανιχνεύονται. Ο Μαγιακόφσκι σαφώς εντυπωσιάζεται με τον εναέριο σιδηρόδρομο («Εδώ ψηλά μόλις που ακούγεται ο βόμβος από τα Υπέργεια Τρένα»). Εκείνο που αισθητά τον διαφοροποιεί από το Μαρινέττι και το Λαρμπώ σχετίζεται με την κοινωνική του ευαισθησία, τον ιδεολογικό του προσανατολισμό, που είναι σύμφυτος με την πάλη των τάξεων. Ο άνθρωπος, θέλοντας και μη, θα υποταχθεί στον τεχνικό πολιτισμό. Η ανθρώπινη όμως παθογένεια και η κοινωνική αδικία, που τα πολιτικά συστήματα απεργάζονται, δεν εκλείπει («Για κάποιους η ζωή εδώ δεν είχε έγνοιες∙ για άλλους ήταν ένα παρατεταμένο ουρλιαχτό πείνας. Από αυτό το σημείο οι άνεργοι βουτούσαν με το κεφάλι (αυτοκτονούσαν) στον Χάντσον»). Τα απότοκα του μεγάλου κραχ (1929) και το θνησιγενές new deal, που ακολούθησε θα δικαιώσουν τραγικά αυτήν τη διαπίστωση.
Τελικά και τα τρία ποιήματα επαναπροσδιορίζουν τη σχέση του ανθρώπου με τις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Ο χώρος πλέον εγγράφεται σε διαφορετικό πεδίο ορισμού. Καθίσταται προσιτός, εφόσον ο άνθρωπος με τη δύναμη της τεχνικής μπορεί πλέον να τον προσεγγίζει, να τον μετατρέπει σε οικείο μέγεθος. Η σήμανση του χρόνου όμως είναι συνθετότερη. Ασφαλώς, η ταχύτητα χάρη στα νέα τεχνικά επιτεύγματα μειώνει τη χρονική διάρκεια π.χ ενός ταξιδιού. Η σημαντικότερη παράμετρος όμως αφορά το βιωμένο χρόνο. Παύει να είναι (μόνο) γραμμικός και γίνεται πλέον δομικός και πολυδιάστατος. Ταυτόχρονα εξωθεί τα πράγματα σε πρωτόγνωρη ανασφάλεια για το άρρητο μέλλον. Ο έξοχος αφορισμός του Λαρμπώ στην κατακλειδα της «Ωδής» είναι καταλυτικός («Α! Τούτοι οι θόρυβοι…σ’ αβέβαια πράγματα παντοτινά να ελπίζει»).
Πάντως, το πλέγμα άνθρωπος, χωροχρόνος, φύση, τεχνολογία παρουσιάζει αντινομίες εσωτερικές. Όταν η τεχνογνωσία τίθεται στην υπηρεσία του ανθρώπου, του πολίτη μίας συντεταγμένης κοινωνίας, τότε λειτουργεί ως παράγοντας προόδου. Εν προκειμένω όμως σκιαγραφούνται διαφορετικά προσδοκώμενα. Η φύση και ο άνθρωπος υποτάσσονται στη μηχανή αναπότρεπτα (πρβλ Μαρινέττι «Βουνά! Τερατώδη αγέλη…στο γκρίζο κουβάρι της ομίχλης», Λαρμπώ «Κι εσείς αιώνιοι πάγοι…χλιαρή βροχή», Μαγιακόφσκι «- Αυτή η ατσάλινη πατημασιά…Ινδιάνικα φτερά»). Όμως ο άνθρωπος υποτίθεται ότι θα αξιοποιήσει τα νέα επιτεύγματα, για να διευκολύνει την καθημερινότητά του και προπάντων για να αποδεσμευτεί από χρόνιους καταναγκασμούς. Είναι τελικά αυτή η καθολική προσδοκία εφικτή; Μήπως εν τέλει επαναλαμβάνεται και αναπαράγεται το υφιστάμενο καθεστώς; Ο Μαγιακόφσκι με υφέρπουσα ειρωνεία και πολιτική συνειδητότητα το υπαινίσσεται. Η τεχνολογία είναι το μέσο. Δε συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την αποδέσμευση από την κρατούσα νοσηρότητα. Η αθλιότητα, παρούσα και αδυσώπητη, διαπερνά τα πολιτικά συστήματα και οδηγεί στην κοινωνική αποδόμηση. Στα ποιήματα (και ιδίως στον ενθουσιώδη Μαρινέττι) τα «θαύματα» της τεχνολογίας προβάλλονται ως μέσο φυγής. Ο ίδιος ευαγγελίζεται και απεικονίζει μία φουτουριστική εκδοχή της. Ωστόσο σκιαγραφείται η άλλη (η πιο έγχρωμη και εντυπωσιακή αναμφίβολα) όψη της απόγνωσης. Το μέσο φυγής δε συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ούτε τη διαφυγή, ούτε την απελευθέρωση. Η φυγή προς την ελευθερία εκ προοιμίου καταδικάζεται, επειδή ακριβώς αυτοαναιρείται!
Βιβλιογραφία
- Benoit – Desausoy A. & Fontaine G. (επιμέλεια),(1999) Ευρωπαϊκά Γράμματα – Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμοι Β΄ & Γ΄, Μετάφραση Α. Ζήρας κά, Εκδ. Σοκόλη, Αθήνα
- Beardsley M., (1989) Ιστορία των αισθητικών θεωριών, Μετάφραση Δ. Κούρτοβικ & Π. Χριστοδουλίδης, Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα
- Γκότση Γ. & Προβατά Δ., (2000) Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας – Από τις αρχές του 18ου έως τον 20ο αιώνα, Τόμος Β΄, Εκδ. Ε.Α.Π, Πάτρα
- Preisendanz A., (19982) Ρομαντισμός – Ρεαλισμός – Μοντερνισμός, Μετάφραση Α. Χρυσογέλου – Κατσή, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα
- Russ J., (2005) Η περιπέτεια της ευρωπαϊκής σκέψης – Μια ιστορία των ιδεών της Δύσης, Επιμέλεια – Μετάφραση Κ. Κατσιμάνης, Εκδ. Τυπωθήτω – Παραφερνάλια, Αθήνα
- Tadié J – Y., (2001) Η κριτική της λογοτεχνίας τον εικοστό αιώνα, Μετάφραση Ι. Βασιλαράκης, Εκδ. Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός, Αθήνα
- Travers M., (2005) Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία – Από το ρομαντισμό στο μεταμοντέρνο, Μετάφραση Ι. Ναούμ & Μ. Παπαηλιάδη, Εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα
- Τζιόβας Δ., (1987) Μετά την αισθητική, Γνώση, Αθήνα
- ΥΠ.Ε.Π.Θ & Π.Ι & Κ.Ε.Γ, (19981) Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία – Ανθολόγιο μεταφράσεων, Β΄ Λυκείου (επιλογής), Επιμέλεια Βαγενάς Ν. & Καγιαλής Τ. & Πόλκας Λ. & Ταραράς Ν. & Φράγκογλου Γ., Εκδ. Ο.Ε.Δ.Β, Αθήνα
Το Α’ μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ