Κων. Χατζόπουλος 1910: Το δίκιο δεν το ζητιανεύουν το αρπάζουν με βία απ’ όποιους το κρατούν
“Αν η νίκη δε στεφανώνει κάθε αγώνα, η αντίσταση και ο πόλεμος ενάντια στο αμαρτωλό καθεστώς είναι καθήκον και για την τέχνη και για τη ζωή”, σημείωνε ο Χατζόπουλος στο τελευταίο φύλλο του πρωτοποριακού περιοδικού “Τέχνη”, που εξέδιδε ο ίδιος αποκλειστικά στη δημοτική, αναδεικνύοντας μια απαιτητική και ασυμβίβαστη ιδιοσυγκρασία που τον έφερνε αντιμέτωπο με όλες τις συμβατικές παραδοχές του καιρού του.
Και μάλιστα αυτές οι επαναστατικές θέσεις για τη ζωή και την τέχνη ήταν διατυπωμένες το 1899, πολύ πριν έρθει σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, πολύ πριν ενστερνισθεί τη σοσιαλιστική ηθική και γίνει ιδεολογικός υπέρμαχος του μετασχηματισμού της κοινωνίας. Στη Γερμανία, όπου είχε εγκατασταθεί μόνιμα έως την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στα 1906 ή αρχές του 1907 πραγματοποιείται η κοσμοθεωρητική μετάβασή του στον μαρξισμό και τον σοσιαλισμό, που τους μετακενώνει στην ελληνική κοινωνία με τα δοκίμιά του από τις στήλες του «Νουμά» και της εφημερίδας «Εργάτης» του Βόλου. Το 1909 ιδρύει τη Σοσιαλιστική Δημοτικιστική Ένωση προκειμένου να ενωθούν σε αυτή οι σοσιαλιστές δημοτικιστές «για να προπαγαντίσουμε, όπως μ όλο το πάθος της ψυχής του ζητούσε, κι άλλους και να πετάξουμε τη γλωσσική ιδέα σε πλατύτερο γλωσσικό κύκλο». «Σοσιαλιστική κίνηση – έγραφε – δίχως τη γλώσσα του λαού, είναι κοπανιστός αέρας. Όταν πάρουμε και το σοσιαλισμό και τη δημοτική γλώσσα για πολιτικές ανάγκες του τόπου μας, θάμαστε ασυνεπείς και φοβητσιάρηδες αν τις χωρίσουμε…” Η δημοτική γλώσσα για τον Χατζόπουλο ήταν λειτουργικό όργανο επικοινωνίας, διαφώτισης και πολιτικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Βασισμένος στη «μαρξιστική υλιστική αντίληψη της Ιστορίας», ο Χατζόπουλος υποστηρίζει ότι τα «κοινωνικά καθεστώτα» δεν είναι παντοτινά καθώς υπόκεινται σε διαρκή μεταβολή κατά το «ξετύλιγμα» της Ιστορίας. Η άποψή του είναι, πως αργά ή γρήγορα η πάλη των τάξεων, ως επακόλουθο και «αναγκαία» συνέπεια της ολόπλευρης πίεσης που ασκεί το κεφάλαιο στην εργασία αλλά και ως ιστορική νομοτέλεια, θα οδηγήσει στο ξέσπασμα της «προλεταριακής επανάστασης» και στην καθυστερημένη χώρα μας. Γι αυτό και προπαγανδίζει μαζί με τις ιδέες του σοσιαλισμού και την ανάγκη οργάνωσης του ελληνικού προλεταριάτου. Η δύσκολη ζωή των Ελλήνων εργατών της Γερμανίας δεν τον αφήνει αδιάφορο. Γνωρίζει από κοντά τα προβλήματά τους και συνδέεται με την «Ελληνική Εργατική Ένωση Βερολίνου» προσφέροντας τη βοήθειά του με συγγραφή φυλλαδίων και μεταφράσεις κειμένων κοινωνιστικού περιεχομένου. Με τον Νίκο Γιαννιό γίνεται συνιδρυτής του «Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών» και μεταφράζει για πρώτη φορά στα ελληνικά το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και το βιβλίο του Marx «Μισθωτή εργασία και Κεφάλαιο». Έχοντας συνεργασία με το «Εργατικό Κέντρο Βόλου» αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Εργάτης», καθώς και στο περιοδικό “Σοσιαλισμός”, στο οποίο δημοσιεύεται η περίφημη μελέτη του : “Τί θέλει και τί είναι ο Σοσιαλισμός”. Ανάλογη είναι η συμβολή του και στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Κέντρου Κερκύρας» με τον φίλο και μαθητή του Κων. Θεοτόκη. Ενισχύει, επίσης, το εργατικό συνδικάτο «Άμυνα», καθώς και το «Εργατικό Κέντρο Πειραιώς», ενώ έχει διασυνδέσεις και με τη Federation Socialiste της Θεσσαλονίκης.
Από την ηθογραφία στην κοινωνική καταγγελία
Πολυσχιδής προσωπικότητα ο Χατζόπουλος μοιρασμένη σε πολλούς πνευματικούς τομείς εγκαινίασε στο κατώφλι του 20ου αιώνα νέα ξεκινήματα στα ελληνικά πνευματικά δεδομένα της εποχής του. Άνθρωπος με βαθιά μόρφωση – ο πιο διαβασμένος, ίσως απ’ τους συγχρόνους του μετά τον Παλαμά – καλλιεργημένος, ευαίσθητο δέκτης των καινούργιων μηνυμάτων, ανήσυχος, παρατηρητικός, οξύνους, φύσει ειλικρινής και αυστηρός, πολέμησε με αυταπάρνηση και πάθος ό, τι εκείνος πίστευε πώς καθυστερεί ή διαστρέφει την πνευματική ζωή του τόπου αφιερώνοντας στον αγώνα αυτό όλες του τις δημιουργικές δυνάμεις.
Και πού δε δοκίμασε το ταλέντο του! Ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, πολιτικός διανοούμενος. Κανένα είδος της τέχνης του ο Χατζόπουλος δεν αντιμετώπισε ως πάρεργο. Η σκέψη του, η ευαισθησία του, οι ενθουσιασμοί και οι απογοητεύσεις του, οι πειραματισμοί και οι εξαντλητικές αναζητήσεις του μέσα από ιδέες και αισθητικά δόγματα σ’ όλα τα πνευματικά πεδία, έδωσαν σπουδαία δείγματα γραφής δημιουργώντας έργο-τομή στη νεοελληνική λογοτεχνία. Πρόδρομος του Μοντερνισμού, με την έννοια της διερεύνησης της υποκειμενικότητας του ατόμου στο ψυχολογικό και πνευματικό του πεδίο, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του συμβολισμού στην Ελλάδα. Από την καθαρή ηθογραφία των πρώτων του διηγημάτων περνάει γρήγορα στο ρεαλισμό και στην κοινωνική καταγγελία. Δεν αρκείται στο να παρουσιάζει τα ήθη και τα έθιμα ακόμα και τη νοοτροπία που βασίζεται σ αυτά. Το χωριό και η κλειστή του ασάλευτη ζωή, η παράδοση με την ασφάλεια του συντηρητισμού της έγινε γρήγορα φυλακή για το ανήσυχο πνεύμα του. Οι αλλαγές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, η ελπίδα και η πάλη για το νέο γεννιούνται και παίρνουν σάρκα και οστά στην πόλη. Εκεί χτυπάει η καρδιά του αύριο. Γι αυτό και οι ήρωές του μετακομίζουν κάποια στιγμή από την επαρχία με το αυστηρό και απαραβίαστο πρωτόκολλό της, την πνευματική μακαριότητα και την αδιέξοδη ψυχική νωθρότητα των ανθρώπων της στην πόλη με τον κοχλασμό των προβλημάτων και των ιδεών, με την πάλη για την απελευθέρωση από τα δεσμά της κοινωνικής συμβατικότητας, με την αναζήτηση μιας άλλης ζωής καλύτερης για όλους. Ειδικά μετά το ταξίδι του στη Γερμανία και τη γνωριμία του με τις σοσιαλιστικές ιδέες η ζωή και το έργο του Χατζοπούλου παίρνει άλλη δυναμική και στόχευση. Τα διηγήματά του γίνονται πυκνά, κατάφορτα από αλήθειες κι από πείρα ζωής που δε χάνουν σημασία και αξία όσος χρόνος κι αν έχει από τότε περάσει.
Η σκληρή δουλειά, η κάθε λογής στέρηση, ο άνθρωπος που μέσα στις δοσμένες κοινωνικές συνθήκες δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι βιώνοντας την τραγικότητα μιας ύπαρξης αλλοτριωμένης και μιας επιβίωσης, που υπολείπεται κατά πολύ από το να λέγεται ζωή, αποτελεί το περιεχόμενο των καλύτερων έργων του.
Στην “Τάσω”, στο “Σκοτάδι”, στον “Μπαρμπαντώνη” και στη “Ζωή” γίνεται αισθητός ο ιδεολόγος Χατζόπουλος, ο σοσιαλιστής που θέλει να υπερασπίσει το δικαίωμα σε μιαν άλλη ανθρωπινότερη ζωή που μπορεί να υπάρξει μόνο σε μιαν άλλη κοινωνία, φτιαγμένη απ τους πολλούς για τους πολλούς. Κι αυτό το πετυχαίνει χωρίς να καταφεύγει σε αφορισμούς και κηρύγματα. Αφήνει τους αναγνώστες να κρίνουν, να δικάσουν και να καταδικάσουν. Σπουδαία έργα του που και σε επίπεδο περιεχομένου αλλά και γραφής ακόμα διδάσκουν “Ο Πύργος του Ακροποτάμου” και “Το Φθινόπωρο”.
Ο λαός όχι ραγιάς και ζήτουλας
Με την Οχτωβριανή Επανάσταση που κάνει πράξη πια τα ιδεολογικά του πιστεύω ξαναζεί τον παλιό επαναστατικό του ενθουσιασμό. Την μακρόσυρτη ποιητική μπαλάντα σαν «Παραμύθι», που απηχεί τον πόνο του για την κατάντια του λαού, την αγωνία του για το μέλλον του αλλά και την ακλόνητη άποψη ότι ο δρόμος της αντίστασης και της εξέγερσης είναι η μόνη υπαρκτή και ρεαλιστική έξοδος που υπάρχει, την είχε γράψει και πρωτοδημοσιεύσει το 1910. Στίχοι από αυτό το ποίημα απαγγέλλονταν για χρόνια στις εργατικές συγκεντρώσεις σκορπώντας ρίγη συγκίνησης και ενθουσιασμού. Ποιος μέχρι και σήμερα ακόμα διαβάζοντας ή ακούγοντάς τους εύκολα μπορεί να πιστέψει ότι γράφτηκαν πριν από εκατό και πάνω χρόνια; Καταγγελία της παθητικότητας ενός λαού που αισθάνεται ραγιάς στον τόπο του, που ζητιανεύει το ψωμί και τη ζωή που του ανήκει, που αναθέτει στο δυνάστη του την ελπίδα της σωτηρίας του. Ο Χατζόπουλος από τότε καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί και να γκρεμίσει τους καταπιεστές του. Επίκαιροι ως τα σήμερα και πάνα επίκαιροι μέχρι να γίνουν οι στίχοι πράξη.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι
κι άγρια φωνάζουν κι έξω με ζητούν;
ο βασιλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι
γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.
Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται.
«Τι θέλουν είπα;» ξαναλέει με ορμή
ο ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται
από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.»
«Ψωμί; και το γυρεύουν από μένα!
δεν έχουν χέρια;» — «Ακαμάτης λαός»,
ψιθύρισε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα
ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός.»
«Γιαυτό θέλω κι εγώ να τον πλατύνω,
και μη άλλο τι πασχίζω ολημερίς;—
Στο μεγαλείο του τόπου μας το πίνω!»
— «Βασιλιά μας, χιλιόχρονος να ζης!»
Και τα ποτήρια υψώθηκαν· εσβήσαν
σιγά στη σάλα οι κρυσταλένιοι αχοί.
Μα οι φωνές πάλι κάτωθε βουίσαν:
«Ο βασιλιάς, ο αφέντης μας να βγη!»
Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη,
το βασιλιά όλοι κοίταξαν δειλά.
«Να τους σκορπίσουν», είπε και σηκώθη
και βγήκε· και οι αρχόντοι όλοι κοντά.
Στον κήπο κάτω ανάδευε το αέρι
μύριους κλώνους, χιλιάδες ευωδιές·
η βάρκα καρτερούσε να τους φέρη
σε πιο όμορφες αντίκρυ ακρογιαλιές.
Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα
που ο αφέντης σας ζητά ν’ αναπαυθή·
για σας κοπιάζει τόσα χρόνια τώρα,
για να κάμη τη χώρα σας τρανή.
Ντροπή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—;
Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός
έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος.
«Ψωμί, ψωμί», τον έκοψε ο λαός.
—«Ψωμί! απ το βασιλιά το καρτεράτε;
τα χωράφια το δίνουν το ψωμί.»
— «Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε·
όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχή,
τάκαψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν·
πεινούμε· γύμνια δέρνει τα κορμιά»,
βραχνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν.
«Σκορπισθήτε! μη θέλετε με βιά
να σας σκορπίσουν», ο άρχοντας προστάζει
και φεύγει· στη ματιά του αστράφτει οργή.
«Η πείνα, η δυστυχία δε σας σπαράζει;
Λεήστε μας! δεν είστε χριστιανοί;»
βογκά ο λαός· κι άλλος τα χέρια δένει,
άλλος πέφτει στη γη γονατιστός·
μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει
κι ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.
Η όψη του χλομή, αυστηρή· το μάτι
σαν απόκοσμη λάμψη του φωτά·
σα χήτη λιονταριού μακριά στην πλάτη
του χύνονται τα ολόμαυρα μαλλιά.
«Απάνω! ορθοί όλοι! αλίμονο που χάρη
του τυράννου γυρεύει, του ληστή,
και το δικό του δε χιμά να πάρη
και την πόρτα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,
μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι
και βροντερή του αντήχησε η λαλιά—
καθώς στο λόγκο όταν κοπή το αέρι,
όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά.
«Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος
δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς;
μπροστά σ’ έναν και τρέμει τόσο πλήθος;»
Σκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις
και κάποιοι ανανοήθηκαν πιο πέρα
και μαζεύτηκαν γύρω του δειλά
κάποια κεφάλια νέα· και τον αέρα
γεμίσαν οι φωνές: «Στο βασιλιά!»
«Ποιο βασιλιά;» αγριεμένα ο νέος βρυχήθη.
— «Τον άρχοντά μας θέλομε να βγη,
τον πόνο μας να δη», βούισαν τα πλήθη.
«Ποιον άρχοντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!
Ξύπνα μονάχα απ το αποκοίμισμά σου,
μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς,
τρίζε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου,
σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.
Ρίχνε ό τι κόβει την ορμή σου, χίμα
σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά·
κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα
ας πέση απ τη γερή σου τη γροθιά.
Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερίζουν άλλοι ό τι εσύ σπέρνεις,
αργούς να τρέφης στάζοντας ιδρό;
Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης,
να τους υψώνης σκύβοντας στη γη,
και συ να λαχταράς, να μη χορταίνης
και το πικρό σου, το ξερό ψωμί!»
«Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί», ξεχύθη
κραυγή βραχνή, βοή βαρεία, βαθειά,
σα να στενάξαν χίλια μύρια στήθη
από της γης τα πέρατα πλατιά.
Και με ολόρθο κορμί το παλικάρι,
στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή:
«Ήρθε ο καιρός», ξανάκραξε, «να πάρη
το δίκιο του καθένας στη ζωή.
Το δίκιο αυτό όμως δεν το ζητιανεύουν
με ψηλά το κεφάλι το ζητούν
και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν,
το αρπάζουν με βια απ όποιους το κρατούν.
Την πόρτα αν δεν ανοιή τη σπουν σας είπα·
τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα
και κέρδισε μονάχος το ψωμί.
Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει
και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά,
κοντά μου ! Κάτω ας πέση ό τι σηκώνει
γαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστά!»
Και με ματιά άγρια, άγια πυρωμένη
ώρμησε· ακολουθήσαν λιγοστοί,
περσότερα παιδιά· το πλήθος μένει
βουβό, μαρμαρωμένο τον θωρεί.
Πώς στο ακρογιάλι ένα κύμα μονάχο
απ τα μάκρη φερμένο φουσκωτό,
ορμά να ρίξη σύντριμμα το βράχο
κι έξαφνα σβήνει μ’ έναν κούφιο αχό,
έτσι κι ο νέος σταμάτησε γυρνώντας
κατά το πλήθος θλιβερή ματιά:
«Δεν ανασαίνει», ρώτησε βογκώντας,
«στα στήθη κανενός γερή καρδιά;
Σας την έχει η σκλαβιά τόσο αρρωστήσει,
κάθε αναφτέρωμα έλειψε από σας;
Τα σίδερα, λαέ, έχεις συνηθίσει,
τη λεημοσύνη μόνο λαχταράς;
Ξέρει το δάκρυ μοναχά το μάτι,
να το φλογίση δεν μπορεί η οργή;
το σκύψιμο γνωρίζει μόνο η πλάτη,
το χέρι δεν τολμά να σηκωθή;
Ντροπή, γενιά νεκρή, ξεφυλισμένη,
σα σερπετό να σέρνης την κοιλιά,
να σε πατούν και συ ευχαριστημένη
τη φτέρνα να φιλής που σε πατά.
Ντροπή να γλύφης το άπραγο το χέρι,
ζωές να τρέφης άχρηστες, λαέ,
να προσκυνάς αρχόντους κι ας μην ξέρη
ο κόσμος άλλον άρχοντα από σε»,
είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει,
αχός σκορπά πλασιά σα στεναγμός.
-Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει
εκείνον που διώρισε ο θεός»,
ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει
κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά:
-«Ποιος είν’ αυτός που αδιάντροπα πλανάει
τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά;»
-Ένας πιστός σε νόμο πιο μεγάλο,
σε δύναμη στον κόσμο πιο τρανή.»
-Εδώ ο τόπος δεν ‘ξέρει νόμον άλλο
παρά του βασιλιά την προσταγή»,
είπε ο άρχοντας, «κι αυτή είναι – » Στο νόημά του
ο νέος κλείστηκε μέσα στα σπαθιά·
οι συναγμένοι πριν ολόγυρά του
μέσα στο πλήθος σκόρπισαν γοργά.
«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν»,
τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος·
το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν,
κάτω: «ψωμί, ψωμί!» βογκά ο λαός.
«Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει,
και στους γονατισμένους τα σπαθιά
χιμούν, χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει,
γεμίζουν τον αέρα βογκητά.
Το δροσερό ανοιξιάτικον αέρα
που πνιγμένος σε μύριες ευωδιές
το βασιλιά και τους αρχόντους πέρα
σε πιο όμορφες τους φέρνει ακρογιαλιές.
Κάθε άεργο, ζητιάνο, κλέφτη, αλήτη
γύρω απ τη χώρα έχει μαζέψει εδώ,
από καλύβι γύρισε σε σπίτι
κι ερέθισε τον κόσμο το φτωχό.
Όποιους πεινούνε κι όποιους γυμνητεύουν
τους άναψε τα λίγα τα μυαλά,
τους είπε αν δεν τους δίνουνε να κλέβουν
και να σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά.
Να γδύνουν όσους πλούτισαν με κόπο,
κάθε άρχοντα και αφέντη να χτυπούν,
να κάψουν, να ρημάξουνε τον τόπο,
να ρίξουν τις αρχές που κυβερνούν.
Να κάμουν μετερίζι κάθε δρόμο
κι αρματωμένοι να χυθούν παντού
σκοτώνοντας, σκορπίζοντας τον τρόμο
στα πλήθη του πιστού σου του λαού.
Κι έτσι τους έφερε άγριος, αφρισμένος
εδώ ίσια με το θρόνο σου μπροστά
και χίμησε σαν τίγρης μανιωμένος
να βάλη στο παλάτι σου φωτιά.
Καλούσε το λαό να τον βοηθήση,
τον έκραζε μαζί του να χυθή·
δεν άφησε υψηλό να μη το βρίση
και την πατρίδα αρνήθη την ιερή.
Την αρχοντιά φοβέριζε θα πνίξη,
δε σεβάστηκε μήτε το θεό,
και το πιο μέγα: τόλμησε να γγίξη
το σεβαστό όνομά σου το τρανό.
Πρόσταξε, βασιλιά, τι θες να γίνη.»
-«Να κρεμαστή», με μια είπανε φωνή
οι τριγύρω στο ρήγα καθισμένοι,
μα σκυμμένος ο ρήγας δε μιλεί.
Ένας αλήτης απ’ αυτούς που ζούνε
κεντώντας και συμπώντας το λαό
όσα έχει απ το θεό να μη του αρκούνε
και του κηρύττουν άγριο σηκωμό,
και ρίξιμο και σύντριμμα όσων στέκουν
βαλτά απ τον ουρανό τόσο σοφά,
και στο φτωχό του νου το μύθο πλέκουν
πως αδικία τον κόσμο κυβερνά.
Μέγας κίνδυνος είναι τέτοιοι πλάνοι·
που τους σαρώνει απ τη θωριά της γης
για το καλό της έργο μέγα κάνει·
βασιλιά, να προστάξης μην αργής!»
«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει,
μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά
και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη
ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά!
Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη
ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό·
το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη,
να βάλη πιο ψηλά σου το λαό.
Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη,
στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή·
ό τι στεριώθη μ’ αίμα δεν το αφίνει
από δούλους κανείς να πατηθή.
Βασιλιά, μη διστάζης να προστάξης,
προστάζει με το στόμα σου ο θεός,
που σ’ έχει εδώ σταλμένο να φυλάξης
ό,τι έχει μέγα θεμελιώσει αυτός.
Το έργο χρόνια που ακολουθάς με κόπο
λαμπρότερο στον κόσμο να στηθή,
το θρόνο σου να υψώσης και τον τόπο,
να κάμης την πατρίδα μας τρανή.»
Κι ένεψε ο βασιλιάς—
Την άλλη μέρα
σα φώτισε η αυγή τον ουρανό,
το κορμί του νέου σειόταν στον αέρα
στου πλατάνου τους κλώνους κρεμαστό.
Χήτη νεκρή στις πλάτες απλωμένα
τα μακρυά κατάμαυρα μαλλιά,
τα μάτια άγρια κοιτάζουν πεταγμένα,
φριχτή τρομάζει, μελανή η θωριά.
Και μέρες κρεμαστός εκεί για τρόμο
να μένη έχει προστάξει ο βασιλιάς·
κάθε πιστός αλλάζει εκείθε δρόμο,
«προδότη», λέει, «καλά να τα τραβάς.»
Σαν άνομο καθένας το κοιτάζει
ως τρέμει στον αέρα το κορμί,
και μόνο καμιάς κόρης δάκρυ στάζει:
«Κρίμα σε τόση νιότη ευγενική.»
Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος
σ’ ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός,
αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος
πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός.
«Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότη
— παράδειγμα λαέ, να σου γενή —
που τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη
νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,
κι ενάντια σε κείνους να τη γυρίση
που αφέντες μας τους έβαλε ο ουρανός,
την έχθρα στην καρδιά να σου φυσήση
σ’ ό τι νόμος του κόσμου είναι τρανός.
Λαέ, φθαρτά αγαθά μη σε δολώνουν,
λαέ, ποτέ η ψυχή σου μην ξεχνά
όσα μονάχα τη ζωή σηκώνουν:
τα έργα τα τρανά και δυνατά.
Λαέ, στοχάσου· τι σε περιμένει,
γύρω πολλοί σε ζώνουν φθονεροί,
πρέπει να πέσουν όλοι ντροπιασμένοι
οι μιαροί της πατρίδας μας εχθροί.
κι όλοι χάμω γειρτοί να προσκυνήσουν
το βασιλιά μας τον τρανό βαθιά,
κι όλα της γης τα πέρατα να ηχήσουν:
Δόξα στον αντρειωμένο βασιλιά!»
«Δόξα στο βασιλιά», έκραξε κοντά του,
«δόξα στο βασιλιά», κάποια λαλιά,
«δόξα στο βασιλιά», το πήραν κάτου
το πλήθη του λαού μακριά πλατιά.
«Αυτό θέλει η βουλή που βασιλεύει
ψηλά και κυβερνά ουρανό και γη
και στέλνει εδώ τον έναν να δουλεύη
κι άλλον όσους δουλεύουν να οδηγή.
Το λόγο να ρωτούμε εδώ σταλμένοι
δεν είμαστε, και χρέος μας ιερό
|είναι στο έργο που είμαστε βαλμένο
να κοπιάζωμε δίχως βογκητό.
Άλλοι σκλάβοι, άλλοι αφέντες ως μας έχει
η βουλή Του διορίσει εδώ στη γης·
αλί σε κείνον που μωρά παντέχει
πως θ’ αλλάξη το δρόμο της ζωής.
Αλί σ’ όποιον ο νους του το χωρέσει
το θέλημα ν’ αλλάξη τ’ ουρανού!»·
Κι έδειξε ο διαλεχτός κατά τη θέση
που σειόταν το κορμί του αντάρτη νιου.
«Αλί του, αλί του», αλάλαξαν τα πλήθη·
|και κράζει ο διαλεχτός πιο βροντερά:
«Οργή δεινή θεού τον εκδικήθη
μ’ αυτή την προσταγή του βασιλιά.
Χιλιόχρονο ο θεός να τον φυλάη
τους προδότες βαριά να τιμωρή !»
-«Χιλιόχρονος ο ρήγας μας», βογκάει
σα θάλασσα ο λαός με μια φωνή.
Και η βοή στο γαλάζιο φεύγει αέρα
και σμίγει με τις μύριες ευωδιές
που ευφραίνουν βασιλιά κι αρχόντους πέρα
σε ολόχλωρα νησιά και ακρογιαλιές.
Του κρεμασμένου μόνο ως να σπαράζουν
τα χείλη με χαμόγελο πικρό,
μα τα μάτια άγρια ασάλευτα κοιτάζουν
προς κάποιο όνειρο μέγα μακρινό.
Κων. Χατζόπουλου 1910