Απόψεις

“Επιστημονική Ημερίδα του ΥΠ ΕΞ για την Συμφωνία των Πρεσπών (Διεθνολόγοι – Ιστορικοί)” του Γιώργου Ουρσουζίδη

Γιώργος Ουρσουζίδης

Το Υπουργείο Εξωτερικών στις 19/7/2018 διοργάνωσε ημερίδα με θέμα τις νομικές πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών. Κλήθηκαν επιστήμονες με διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα να καταθέσουν ισότιμα τις απόψεις τους, προκειμένου να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο της Συμφωνίας και οι συνέπειες που παράγει για τους δύο λαούς και όχι μόνο.

Στο χρέος, να χυθεί άπλετο φώς σε κάθε πλευρά που αφορά στο «Μακεδονικό ζήτημα», προσπάθησα να μεταφέρω επακριβώς το πνεύμα των εισηγήσεων, με απώτερο σκοπό να καταλήξουν οι συμπολίτες μας σε ασφαλή, εμπεριστατωμένα και ωφέλιμα επιστημονικά συμπεράσματα για τους δύο εμπλεκόμενους λαούς,

Μετά τους καθηγητές ιστορίας κ.κ. Σφέτα (ΑΠΘ) και Χατζηβασιλείου (ΕΚΠΑ), παραθέτω τις εισηγήσεις δύο επίσης διακεκριμένων καθηγητών, του Διεθνολόγου κ. Ζάϊκου του ΠΑΜΑΚ και του Ιστορικού κ. Μιχαηλίδη του ΑΠΘ,   όπου αποσαφηνίζεται η αναγκαιότητα της συμφωνίας των Πρεσπών σε επίπεδο  Διεθνούς Δικαίου και της ιστορικής του εξέλιξης.

Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν οι θέσεις και άλλων διακεκριμένων διεθνολόγων και νομικών, που κατέθεσαν την άποψή τους ενώπιον ενός ακροατηρίου, στο οποίο ήταν παρόντες και συμμετείχαν διπλωμάτες και νομικοί.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΑΊΚΟΣ – ΑΝ/ΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜ.ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ, ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ https://www.youtube.com/watch?v=zqgt7N4LPXc (Επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη – 1997 Διδάκτωρ Νομικής, Τμήμα Νομικής, Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [Ομόφωνα Άριστα ] – 1993 Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου, Χάγη, Ολλανδία 1993 International Seminar on Conflict Resolution, Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα (Υποτροφία και Δίπλωμα) – 1993 Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη, Εκπαίδευση σε Θέματα Ευρωπαϊκού Δικαίου/ Μεταπτυχιακό Δίπλωμα (Διεθνές Δίκαιο), – Τμήμα Νομικής/ Τομέας Διεθνών Σπουδών, Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [ Άριστα ] – 1990 Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο, Γάνδη, Βέλγιο (Υποτροφία) – Ινστιτούτο Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, Θεσσαλονίκη)

Κύριο αίτιο: Ονοματική διαφορά – το όνομα “Makedonija” από γλωσσολογικής άποψης, ένα εξωνύμιο, του Ελληνικού Γεωγραφικού εσωνυμίου «Μακεδονία», με το οποίο επέλεξε να αυτοπροσδιοριστεί το γειτονικό Κράτος.

Η Ελλάδα επικαλείτο κυρίως την Ιστορία για να αποδείξει ότι το Ελληνικό όνομα είναι το μοναδικό όνομα, επιβίωσε από την αρχαιότητα έως σήμερα και παραπέμπει στον Ελληνικό χώρο και πολιτισμό.

Η πΓΔΜ δήλωνε, ότι το όνομα και τα παράγωγά του υποδηλώνουν ένα ανεξάρτητο κράτος, ένα ιδιαίτερο έθνος, με μία διεθνώς καταχωρημένη γλώσσα, το οποίο σύμφωνα με την επίσημη κρατική πολιτική αναγόταν στην αρχαία ιστορία της Μακεδονίας.

  • Συνεπώς, η ονοματική διαφορά είχε προεκτάσεις στο χώρο των ταυτοτήτων.

Τα κρατικά ονόματα, και τα τοπωνύμια γεννιούνται, ζουν, πεθαίνουν και ενίοτε αναβιώνουν. Έχουν υπάρξει πολλές αυτόβουλες μετονομασίες κρατών και ακόμη περισσότερες αλλαγές των επισήμων ονομάτων των κρατών, όπως οι περιπτώσεις της Γερμανικής Αυστρίας μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, της Ταϊβάν και της Ροδεσίας.

  • Συνεπώς, δεν ήταν καθόλου πρωτότυπη και μεμονωμένη υπόθεση όπως πολλοί επικαλεστήκαν.

Η δημόσια συζήτηση για το νέο Μακεδονικό ζήτημα στην Ελλάδα διολισθαίνει σε συναισθηματικούς ή κομματικούς όρους. Επικρατεί ένας μανιχαϊσμός και μια σύγχυση σχετικά με τη διάκριση υπογραφής, επικύρωσης και κύρωσης. Οι ανακρίβειες αυτές οφείλονται σε τεράστια άγνοια του Διεθνούς Δίκαιου ή σε κομματικούς λαϊκισμούς, που δε θα έπρεπε να έχουν θέση στη δημόσια συζήτηση για Εθνικά θέματα.

  • Υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ της προσωπικής επιθυμίας και του επιτρεπτού κατά το Διεθνές Δίκαιο ή του εφικτού κατά τη Διεθνή Πολιτική σε σημείο που να διερωτώμαι,… εάν όντως τα πιστεύουν αυτά που λένε.

Η αξιολόγηση της Συμφωνίας εξαρτάται από τις ιδέες και τις προσδοκίες του καθενός, από την άποψη αυτή, όποιο κι αν ήταν το περιεχόμενο της, δε θα επέσυρε την απόλυτη πολιτική επιδοκιμασία.

Η κρίση μας θα πρέπει να διαμορφωθεί με βάση τη διεθνή πολιτική πραγματικότητα πριν από την κατάρτιση της Συμφωνίας και τη νέα ονοματική νομιμότητα την οποία εισάγει η συγκεκριμένη Συμφωνία.

  • Η συμφωνία ΔΕΝ αναγνωρίζει Έθνος.

Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία Έθνους, είναι ανεξάρτητη από την αναγνώριση των επιμέρους κρατών, όπως δείχνει άλλωστε και η περίπτωση του έθνους του κράτους του Ισραήλ.

  • Η γλώσσα αναγνωρίζεται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας των κρατών, οπότε ανεξάρτητα από που μεθοδεύτηκε η επίσημη γλώσσα είναι κωδικοποιημένη από το 1945 και αμέσως μετά άρχισε να διδάσκεται σε Πανεπιστήμια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η γλώσσα αυτή ως “Macedonia” είναι αναγνωρισμένη από τον Διεθνή οργανισμό τυποποίησης, ο οργανισμός αυτός ορίζει τα πρότυπα τα οποία θα πρέπει να χρησιμοποιούμαι σε κάθε τομέα του επιστητού.
  • Στο επίπεδο των διμερών διπλωματικών σχέσεων, αν οι επαφές αποτύγχαναν, θα οδηγούμασταν σε μία ισοπεδωτική πραγματική κατάσταση με αποτέλεσμα τη γενικευμένη χρήση του επιθέτου “Macedonian” αλλά και του προσδιορισμού των κατοίκων της Βόρειας γείτονος ως “Macedonians”, ακόμη και από Κράτη τα οποία δεν αναγνώριζαν τη FYROM με το συνταγματικό όνομά της.

 Αν οι επαφές αποτύγχαναν και αυτή τη φορά, τότε θα οδηγούμασταν σε μια ισοπεδωτική πραγματική κατάσταση η οποία θα αναιρούσε τη σημασία κάθε περαιτέρω διαπραγμάτευσης. Το κύμα των αναγνωρίσεων του Συνταγματικού ονόματος της Βόρειας Γείτονος, κοντά στα 140 κράτη που ήδη έχουν αναγνωρίσει το συνταγματικό όνομα, θα συνεριζότανε, με αποτέλεσμα να επιβληθούν πολιτικά τα εξωνύμια: Macedonianκαι Macedonians, χωρίς κανένα περεταίρω προσδιορισμό για το όνομα του κράτους αυτού.

  • Από τη στιγμή όμως που συμφωνήθηκε ένα νέο κρατικό όνομα, το όνομα αυτό θα επιτελεί πολλές και παράλληλες λειτουργίες στις διεθνείς και ιδιωτικές σχέσεις.

Τα παράγωγα κάθε κρατικού ονόματος υποδηλώνουν το σύνολο των πολιτών του Κράτους, ανεξάρτητα από την εθνική τους ταυτότητα. Υπάρχουν κράτη που οφείλουν το όνομά τους σε προϋπάρχοντα έθνη, στην περίπτωση αυτή, τα παράγωγα του κρατικού ονόματος δηλώνουν τόσο τους πολίτες, όσο και το Έθνος στο οποίο ανήκουν (κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα, θρησκεία, και το στοιχείο βέβαια του αυτοπροσδιορισμού).

Στην περίπτωση της ΠΓΔΜ το 64%, περίπου 1,3 εκατομμύρια, αυτοπροσδιορίζεται ως ιδιαίτερο έθνος με το όνομα «makedonsci», μία ομάδα δηλ. η οποία δηλώνει ότι συνδέεται με γλώσσα, συνείδηση και πίστη.

  • Επίσης είναι γνωστό, ότι όταν η ιστοριογραφία είναι κρατικά κατευθυνόμενη – ειδικότερα – συγκεκριμενοποιεί μία εκδοχή για την καταγωγή του έθνους η οποία και εντάσσεται στο εκπαιδευτικό σύστημα των κρατών.
  • Τόσο πριν, όσο και μετά την ανεξαρτητοποίηση της Βορείου γείτονος, η ιστοριογραφία συνάντησε την ιδιαίτερη δυσκολία, διότι όλα τα ιστορικά γεγονότα και οι προσωπικότητες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν Εθνική Ιστορία του Κράτους αυτού, ήταν ήδη ενταγμένα στις Εθνικές αφηγήσεις των όμορων κρατών.

Έτσι καταβλήθηκε μία ριζοσπαστική προσπάθεια να συνδεθεί ο Σλαβικός πληθυσμός με την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας, και κατ επέκταση, με ονόματα και σύμβολα που παραπέμπουν στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο ή βρίσκονταν στην επικράτεια του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους.

Μάλιστα, ο Σλαβικός πληθυσμός παρουσιάστηκε ως ο ένας και μοναδικός συνεχιστής της Αρχαίας Μακεδονικής Ταυτότητας στη σημερινή εποχή, παρά την εμφανή ιστορική αβασιμότητα και την έλλειψη νοήματος των Μακεδονικών τοπωνυμίων και ανθρωπονυμίων στην τοπική γλώσσα του κράτους αυτού. Σύμφωνα μάλιστα με την επίσημη κρατική γραμμή ως το 2016, υπήρχε βιολογική ενότητα μεταξύ των Αρχαίων Μακεδόνων και των σημερινών πολιτών της Βόρειας γείτονος.

  • Οι εθνικισμοί ανατρέχουν στο παρελθόν το οποίο διαπλάθουν για να δημιουργήσουν μία εντύπωση κοινής ταυτότητας και αδιαίρετης ιστορίας, χωρίς να υπάρχει, ούτε ιστορική βάση, ούτε ακαδημαϊκή εγκυρότητα, έτσι το πρώτο σύνταγμα της χώρας εισήγαμε διατάξεις με αλυτρωτικό περιεχόμενο, σημαία κ.λ.π.

Όλα αυτά τα στοιχεία, προκάλεσαν μία εκρηκτική αντίδραση στην Ελλάδα, ενώ από τους βόρειους γείτονές μας ερμηνεύθηκε η γνωστή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου του 2011, ως μία δικαίωση του λεγόμενου εξαρχαϊσμού της εθνικής της πολιτικής. Ερμηνεύτηκε ότι … ξέρετε, ΔΕΝ μας λέει τίποτε η Ενδιάμεση Συμφωνία, δε λέει τίποτε για την αρχαία ιστορία, άρα εμείς παίρνουμε ό,τι θέλουμε από αυτήν. Η απόφαση αυτή θεωρήθηκε ότι δικαίωνε το μεγαλεπήβολο σχέδιο «ΣΚΟΠΙΑ 2014», το οποίο προέβλεπε την ονομασία δημόσιων χώρων με αρχαία Ελληνικά ονόματα, την ανέγερση γιγαντιαίων πολυάριθμων μνημείων κ.λπ.

Το ενδιαφέρον είναι η απήχηση που είχε το συγκεκριμένο πρόγραμμα στη διεθνή δημόσια συζήτηση. Θα αναφέρω το έργο που εκδόθηκε το 2010, από μεγάλο διεθνή εκδοτικό οίκο του εξωτερικού, στο οποίο συμβάλλουν διακεκριμένοι επιστήμονες από το χώρο της ιστορίας, της γλωσσολογίας, της αρχαιολογίας, της γεωγραφίας, της ανθρωπολογίας, και του οποίου ο βασικός κορμός είναι, ότι η Αρχαία Μακεδονία ΔΕΝ συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον επιμελητή του τόμου αυτού, στην εισαγωγή λέει το εξής: παρατηρείται μία δραματική αλλαγή στο επίκεντρο της Αρχαίας Ελληνικής ιστορίας κατά το τελευταίο ήμισυ του αιώνα, για τους περισσότερους επιστήμονες του 19 ου και των αρχών του 20ου ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Έλληνας – μια πιο κριτική άποψη του μεγάλου κατακτητή παρουσιάζεται σε αυτό το βιβλίο. Επιχειρείται να γίνει αποσύνδεση οτιδήποτε αρχαίο Μακεδονικό, από τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο.

Η ανυπαρξία επίσης κάποιας γλωσσικής σχέσης μεταξύ της Αρχαίας Μακεδονίας και της Βορείου Γείτονος είναι φανερή, όμως ο ισχυρισμός ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ανήκουν στον Ελληνικό κόσμο, θα είχε ως λογική συνέπεια, ότι η Βόρεια Γείτονας να εδικαιούτο να οικειοποιηθεί όλη την πολιτιστική κληρονομιά της Αρχαίας Μακεδονίας.

Στο επίπεδο των διμερών σχέσεων, ο εξαρχαϊσμός αποτέλεσε μία πολιτική πρόκληση κατά της Ελλάδας με αλλεπάλληλες παραβιάσεις της ενδιάμεσης Συμφωνίας – Γι αυτό ακριβώς χρειαζόταν μία ειδική ρύθμιση.

Αν μία κριτική θα μπορούσα να ασκήσω στη Συμφωνία, αυτή είναι ότι δε χρησιμοποιεί τα ονόματα και τα παράγωγα στην τοπική γλώσσα της Βορείου Γείτονος. Οι σύγχρονοι διεθνείς κανόνες για την ονοματοδότηση, αντιμετωπίζουν τα γεωγραφικά ονόματα ως ιστορικά στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς και προκρίνουν λύσεις με βάση την χρήση των εσωνυμίων.

Τα άρθρο 7 της Συμφωνίας πετυχαίνει την πολυπόθητη διάκριση, μεταξύ της Μακεδονίας και της ιστορίας της, από τη χρήση της ίδιας λέξης στο πλαίσιο της Βόρειας Γείτονος. Από την άποψη αυτή, το ζωντανό ονοματικό στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι για εμάς το όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», ενώ για την ΠΓΔΜ είναι το εξωνύμιο «MACEDONJA». Ελπίζω, ότι η Ελλάδα θα είναι επιμελέστερη και σχολαστικότερη απέναντι σε ονοματικές παραβιάσεις σε σχέση με το παρελθόν.

  • Το 2018 σε ανοικτό ακροατήριο η πΓΔΜ αποποιήθηκε το αρχαίο Μακεδονικό παρελθόν, με την ίδια αποφασιστικότητα την οποία το διεκδίκησε.
  • Στο εξωτερικό αντιλαμβάνονται πλέον, ότι η πΓΔΜ και η αρχαία Μακεδονία, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα.-
  • Η προηγηθείσες μονομερείς αναγνωρίσεις των 140 κρατών της Βόρειας Γείτονος με το όνομα Μακεδονία, εφόσον η Συμφωνία τεθεί σε ισχύ… θα ανήκουν στην «ιστορία».

 Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα ιστορικό κείμενο, έχει ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο για τα κρατικά ονόματα στο Διεθνές Δίκαιο.

ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ  ΙΑΚΩΒΟΣ  – ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΛΟΓΙΑΣ  ΑΠΘ https://www.youtube.com/watch?v=jet-3tUMyJE ( Από το 2014 υπηρετεί ως Αναπληρωτής Καθηγητής  Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.  Είναι προϊστάμενος του Ερευνητικού Κέντρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Κέντρου Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα της Θεσσαλονίκης, της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, της Εθνικής Χαρτοθήκης, του «Commission of History of International Relations». Συμμετέχει επίσης στο ευρωπαϊκό θεματικό δίκτυο ιστορίας Clioh / Cliohnet.)

Θα προσπαθήσω να τοποθετήσω τις πρόσφατες εξελίξεις μέσα στην ευρύτερη ιστορία του «Μακεδονικού» ζητήματος. Ένα ζήτημα που έχει διάρκεια περίπου 150 ετών, ξεκίνησε το 1870 με τη σύσταση τότε της Βουλγαρικής εξαρχίας και συνεχίζεται έως τις μέρες μας. Κατά την άποψή μου, η οποία εδράζεται στις θέσεις που πρώτος διατύπωσε σε μια σειρά εμβληματικών μελετών του ο ιστορικός και εμπειρογνώμονας του Υπουργείου των Εξωτερικών Ευάγγελος Κωφός, διανύουμε σήμερα την τέταρτη φάση του Μακεδονικού Ζητήματος.

Η πρώτη φάση του ξεκινά το 1870 και τελειώνει με το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1919. Είναι η περίοδος όπου το Μακεδονικό Ζήτημα νοείται πρωτίστως ως Ελληνοβουλγαρική διαμάχη για την απόκτηση του χώρου της γεωγραφικής Μακεδονίας, η οποία τα χρόνια αυτά βρίσκεται ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία. Πρόκειται για μία διαμάχη, η οποία λύνεται σε μεγάλο βαθμό με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και, παρά την προσπάθεια της Βουλγαρίας να ανατρέψει τα εδαφικά κεκτημένα των Βαλκανικών Πολέμων, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ουσιαστικά οριοθετεί και παγιώνει τον διαχωρισμό αυτό.

  • Συνιστά λοιπόν, ένα ζήτημα γεωπολιτικής και ανταγωνισμού επί εδάφους το Μακεδονικό Ζήτημα κατά την πρώτη περίοδό του.

Η δεύτερη περίοδος του Μακεδονικού ζητήματος, είναι η περίοδος του μεσοπολέμου ξεκινά το 1919 και τελειώνει το 1939 με την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου. Τα χρόνια αυτά του μεσοπολέμου σηματοδοτούν μία περίοδο ειρήνης η οποία διήρκησε 20 χρόνια. Την περίοδο αυτή παγιώθηκαν τα σύνορα, αν και η ηττημένη Βουλγαρία εξακολούθησε να εργάζεται για αναθεώρηση των τετελεσμένων στα πεδία των μαχών.

Για την Ελλάδα η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της γεωγραφικής έκτασης της Μακεδονίας, περίπου το 51%, στάθηκε μια πρόκληση στενά συνυφασμένη με την παραγωγική ενσωμάτωση των Μικρασιατών προσφύγων  και  τον  εκσυγχρονισμό  της  χώρας.

Ταυτόχρονα η αποχώρηση περίπου 100.000 σλαβόφωνων από την Ελληνική Μακεδονία με προορισμό την Βουλγαρία, με βάση τη συνθήκη του Νεϊγύ όσοι στερούνταν Ελληνικής συνείδησης το έπραξαν οικειοθελώς. Αυτή η ανταλλαγή στην πράξη ακύρωσε κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης στο εξής της Ελληνικής κυριαρχίας στις βόρειες επαρχίες. Ήταν το τέλος της κλασικής εποχής του Μακεδονικού ζητήματος, εκείνης που το προσδιόριζε ως μια παραδοσιακή Ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση σε διάφορα επίπεδα.

Άλλα την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν νέες παράμετροι που έθεσαν τις βάσεις για τη μετεξέλιξή του, στη διάρκεια της τρίτης περιόδου που ξεκινά με την έκρηξη το B΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ποιες ήταν όμως οι αλλαγές που συμβαίνουν στον μεσοπόλεμο, επρόκειτο για τη διάχυση της κουμμουνιστικής ιδεολογίας στα Βαλκάνια, από την οποία το Μακεδονικό αντιμετωπίστηκε ως καταλύτης για μια γενικευμένη επανάσταση εναντίον της αστικής κοινωνίας.

Η κομμουνιστική Διεθνής υπήρξε μάλιστα ο καθοριστικός παράγοντας που επέτρεψε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 την ωρίμανση των αποσπασματικών – συχνά μάλιστα ετερόκλητων στοιχείων – που οδήγησαν τελικά το 1934 στη γέννηση ενός νέου έθνους που αυτοκλήθηκε – και φυσικά και από την komintern – ως « Μακεδονικό».

Αυτή η «Μακεδονική» ενδογένεση του μεσοπολέμου θα οδηγήσει έκτοτε σε μια μακρά πορεία αναζήτησης μιας εθνικής εστίας. Η πορεία αυτή θα συμπαρασύρει στο διάβα της κατεστημένες πρακτικές και αντιλήψεις δεκαετιών, οδηγώντας κατά τη δεκαετία του 1940 σε πλήρη σχεδόν ανατροπή των μέχρι τότε υφιστάμενων ισορροπιών.

Η Τρίτη φάση του Μακεδονικού ξεκινά με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οποία διαρκεί έως τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991. Σ αυτή τη περίοδο έχουμε την αποδυνάμωση της Βουλγαρίας ως βασικού παράγοντα από τις σλαβικές χώρες, πρωτοστατεί πλέον η Γιουγκοσλαβία υπό τον στρατάρχη Τίτο, έναν ηγέτη και ήρωα της αντίστασης. Η Γιουγκοσλαβία λοιπόν θα αποτελέσει τον καταλύτη τα επόμενα χρόνια του Μακεδονικού ζητήματος.

       Το 1944 αυτό το «Μακεδονικό» έθνος το οποίο είχε συσταθεί από την κομμουνιστική διεθνή το 1934 θα αποκτήσει την εθνική του εστία, με την ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» εντός της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας.

Για την Ελλάδα η 3η αυτή περίοδος θα οδηγήσει σε μετεξέλιξη του ζητήματος, όχι πια σε απόκτηση εδαφών – αυτά έχουν παγιωθεί ήδη με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου- αλλά σε ζήτημα ασφαλείας. Καθώς, ο από βορά κίνδυνος που εκδηλώθηκε έντονα και απροκάλυπτα τη δεκαετία του 1940 συντηρήθηκε και συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, είτε ως υπαρκτός κίνδυνος, είτε ως μοχλός πίεσης κυρίως από την πλευρά του Βελιγραδίου για απόκτηση ανταλλαγμάτων σε άλλα θέματα, όπως π.χ. η ελεύθερη ζώνη Θεσσαλονίκης, αλλά και εσωτερική κατανάλωση.

Έτσι περνούμε στην Τετάρτη φάση, αυτή που ζούμε σήμερα, η οποία ξεκινά το 1991 με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου πια κράτους, μετά από δημοψήφισμα, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας         (πΓΔΜ). Από το 1991 και εξής η διαμάχη για το Μακεδονικό Ζήτημα θα αναβαπτιστεί, θα αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά και θα μετεξελιχθεί κυρίως ως ένα πρόβλημα ταυτοτήτων.

Είναι μία αντιπαράθεση ταυτοτήτων όχι τόσο ανάμεσα σε Σλαβομακεδόνες και Βούλγαρους, διότι αυτή η σύγκρουση οριοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με τη «μακεδονοποίηση» και την ταυτόχρονη αποβουλγαροποίηση ολόκληρου του θεσμικού στοιχείου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά μια σύγκρουση ταυτοτήτων κυρίως ανάμεσα στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Ελλάδα.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα εμφανιστεί και ο εξαρχαϊσμός του ιστορικού παρελθόντος, ο οποίος δεν υπήρχε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η επίσημη ιστορία του «Μακεδονικού έθνους», όπως αναγραφόταν, αντλούσε και έφτανε στο ιστορικό παρελθόν έως τη μεσαιωνική περίοδο, κεφάλαιο για την αρχαία περίοδο του «Μακεδονικού έθνους» δεν υπήρχε – και δεν υπάρχει μέχρι σήμερα. Έχουν ξεκινήσει στο πανεπιστήμιο των Σκοπίων τέτοιες προσπάθειες «Μακεδονοποίησης» σε επιστημονικό επίπεδο.

Πάμε τώρα στη Συμφωνία των Πρεσπών, που εντάσσεται στην 4η περίοδο.

  • Η Συμφωνία απαντά κατά βάση θετικά στο ερώτημα, αν θέλουμε να υπάρχει ως κράτος η πΓΔΜ – όσο κι αν η απάντηση φαντάζει αυτονόητη, κατά τη γνώμη μου δεν είναι.

Πολλοί συμπολίτες μας που απαντούν θετικά, θεωρούν για παράδειγμα πως θα ήταν εφικτός ένας συμβιβασμός με την πΓΔΜ , όπου ο όρος «Μακεδονία» δεν θα υπήρχε καθόλου. Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι ο «Μακεδονισμός» είναι σύμφυτος με αυτό το κράτος, και αν θέλουμε να τον εξαλείψουμε οριστικά μέσω της κρατικής ονομασίας, της γλώσσας ή της εθνότητας, να ξέρουμε ότι οδηγούμε το κράτος αυτό σε στραγγαλισμό. Είναι και αυτό βέβαια μια επιλογή, θα πρέπει ωστόσο να ξέρουμε πιο είναι το κόστος της… και να το αναλάβουμε.

  • Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να αναζητά η Ελλάδα – και το κάνει η Συμφωνία – είναι να ελέγξει τους βασικούς κρατικούς μοχλούς που παράγουν, διοχετεύουν και αναπαράγουν τον αλυτρωτισμό, ελπίζοντας πως ο 21ος αιώνας και η σταδιακή βελτίωση των διμερών σχέσεων, μέσω βεβαίως μιας καλά σχεδιασμένης ελληνικής κρατικής πολιτικής, στην πράξη θα ακυρώσουν κάθε αλυτρωτική συμπεριφορά.

Το πιο κρίσιμο σημείο στη συμφωνία είναι η ίδια η εφαρμογή της. Τα επόμενα 5 με 10 χρόνια η Ελλάδα θα πρέπει να συστήσει αυστηρούς μηχανισμούς ελέγχου των συμφωνηθέντων – αυτό προϋποθέτει μία μίνιμουμ πολιτική συνεννόηση. Οι επιτροπές που ασχοληθούν με τα επιμέρους ζητήματα της συμφωνίας θα πρέπει να αποδειχθούν ευέλικτες και αποτελεσματικές.

Προσωπικά είμαι πολύ επιφυλακτικός, αν ως κράτος και κοινωνία παραμείνουμε προσηλωμένοι στο στόχο, γι αυτό και κάνω έκκληση να μην υπάρξει ολιγωρία, όταν τα φώτα της επικαιρότητας απομακρυνθούν από το Μακεδονικό.

Το κακό προηγούμενο της εφαρμογής της ενδιάμεσης συμφωνίας, όπου παρά τις κατά συρροή παραβιάσεις από την πλευρά των Σκοπίων, ποτέ αυτές δεν καταγγέλθηκαν, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και να ταπεινωθούμε από την απόφαση, θα πρέπει να γίνει ένα διδακτικό μάθημα.

       Η συμφωνία είναι ένα νομικό και πολιτικό κείμενο, θα πρέπει όμως να υιοθετηθεί  και  από την κοινωνία των πολιτών.

  • Κρίνεται επιβεβλημένη η εκπόνηση μιας συνετής πολιτικής απέναντι στο γειτονικό κράτος σε διάφορα επίπεδα, η οποία θα εδράζεται στις βασικές αξίες του Ελληνικού πολιτισμού, που δίχως άγχος, αυταρέσκεια και μεγαλόστομες εθνικιστικές κορώνες, είχε κατορθώσει τον 19ο αιώνα να επηρεάσει πολιτισμικά τους υπόλοιπους Βαλκανικούς λαούς.
  • Τα ολέθρια σφάλματα της δεκαετίας του 1990 με την εξαγωγή της ελληνικής υποκουλτούρας στα βαλκάνια, δεν θα πρέπει να επαναληφθεί. Σε αυτή την κατεύθυνση, ανεκτίμητης αξίας μπορεί να αποδειχθεί η συμβολή ιδρυμάτων και εθνικών ευεργετών, ας μην τα περιμένουμε όλα από την πολιτεία.
  • Η συμφωνία όμως προσβλέπει και στον ευρύτερο εκδημοκρατισμό των δυτικών Βαλκανίων και στην Ευρωπαϊκή τους πορεία – ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα – είμαι δυστυχώς αρκετά επιφυλακτικός ως προς αυτό.

Σε όλα τα Δ. Βαλκάνια από το τη Βοσνία και το Μαυροβούνιο μέχρι το Κόσσοβο και την πΓΔΜ, οι ελλειμματικοί θεσμοί έχουν δημιουργήσει παθογενείς καταστάσεις με φαινόμενα διαφθοράς, κακοδιοίκησης και ανομίας.

Δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή που ο λαϊκισμός απειλεί να σαρώσει όχι μόνο στη γειτονιά μας, αλλά και στην Ευρώπη τις κατακτήσεις της κοινωνίας των πολιτών. Σε τέτοιες περιπτώσεις αυτοί που πρώτοι πληρώνουν το τίμημα είναι τα αδύναμα κράτη, ας ελπίσουμε να μη συμβεί στη δική μας περίπτωση, αφού σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο – με ή χωρίς συμφωνία -το κόστος θα είναι βαρύ για όλους. Θεωρώ ότι τους επόμενους μήνες και χρόνια θα κορυφωθούν οι αντιδράσεις και στις δυο χώρες.

        Στην Ελλάδα θα έχει κυρίως λαϊκιστικά χαρακτηριστικά με τη δράση ατόμων και φορέων που αντιτίθενται στη συμφωνία, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να την ακυρώσουν ή να την εκμεταλλευτούν. Δεν υπονοώ βεβαίως ότι όλοι όσοι ασκούν κριτική στη συμφωνία συμπράττουν με το λαϊκισμό, πολλές κρητικές φωνές εδράζονται σε λογικά επιχειρήματα. Όλοι πρέπει να συμβάλουμε να αποφευχθεί ένας νέος εθνικός διχασμός με άξονα ένα εθνικό ζήτημα.

       Στην πΓΔΜ όμως, φοβάμαι ότι η αντίδραση μπορεί να λάβει ακραίες εκφράσεις, δεδομένου ότι ο επαναστατικός ακτιβισμός στην περιοχή συχνά λάμβανε την μορφή της τρομοκρατικής δράσης.

Έχω την ελπίδα ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα κλείσει το κεφάλαιο αυτής της διαφιλονικίας γύρω από το όνομα και τα παραγόμενα από αυτό. Το πιο πιθανό όμως είναι, ότι δεν θα βάλει οριστικά τελεία σε ένα ζήτημα που διαμορφώνει τις ισορροπίες στη νότια Βαλκανική για σχεδόν 150 χρόνια. Θα μας απασχολεί και στο μέλλον με άλλη μορφή.

      Ως ισχυρή Δημοκρατία θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό, με γνώμονα το πατριωτικό καθήκον, την πίστη στις αρχές της καλής γειτονίας  και  στις  αξίες  της  κοινωνίας  των  πολιτών.

 

Βέροια 15/11/18                                          Ουρσουζίδης Ν. Γιώργος

Βουλευτής Ημαθίας του ΣΥΡΙΖΑ

*   Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν εισηγήσεις των  Διεθνολόγων, Συρίγου ΕΚΠΑ, Κοπά ΕΚΠΑ, Περράκη ΔΠΘ, Παμπούκη ΕΚΠΑ, Τσούκα ΕΚΠΑ, Μπρεδήμα  ΕΚΠΑ (ΔΠΘ).

banner-article

Ροη ειδήσεων