[Είναι γνωστό πως ούτε η απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους τηρείται σωστά, ούτε γίνεται με σωστό τρόπο η προσέγγιση στους καπνιστές, ώστε να το διακόψουν.]
Αρκετά χρόνια μετά την ψήφιση του νέου, αυστηρότερου, αντικαπνιστικού νόμου, η κατάσταση όσον αφορά το κάπνισμα στην Ελλάδα δεν είναι ξεκάθαρη. Έγκυρα στατιστικά στοιχεία δεν υπάρχουν, ώστε να μπορεί να γίνει σοβαρή αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του νόμου και των υπόλοιπων μέτρων που έχουν εφαρμοστεί.
Από έμμεσα στοιχεία προκύπτει μία μείωση του αριθμού των καπνιστών την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας, που όμως εξακολουθεί να κρατά τα σκήπτρα ανάμεσα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Είναι γνωστό πως ούτε η απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους τηρείται σωστά, ούτε γίνεται με σωστό τρόπο η προσέγγιση στους καπνιστές, ώστε να το διακόψουν.
Σε αυτή την εποχή της εκτεταμένης πληροφόρησης, οι άνθρωποι γνωρίζουν τις βλαπτικές επιδράσεις του καπνίσματος στην υγεία. Μια εκστρατεία, επομένως, που βασίζεται σε αυτές δεν είναι η καταλληλότερη. Αν η προσπάθεια αυτή ήταν από μόνη της αποτελεσματική, δε θα μπορούσε να πωληθεί ούτε ένα πακέτο τσιγάρων, από αυτά που είναι γεμάτα με εικόνες τραχειοστομιών, θωρακοτομών και απογοητευμένων εραστών. Ούτε θα έβγαιναν άνθρωποι, κουβαλώντας τον ορό τους, στα μπαλκόνια των νοσοκομείων για να καπνίσουν.
Θα πρέπει ταυτόχρονα να υποδείξουμε στον κόσμο τους πολλούς τρόπους που υπάρχουν πλέον ώστε να βοηθηθεί κάποιος να κόψει το κάπνισμα, κάτι που βαθιά μέσα του γνωρίζει ήδη πως πρέπει να κάνει. Φυσικά, η αποφασιστικότητα του καπνιστή να διακόψει παραμένει το σημαντικότερο στοιχείο και η απαραίτητη μαγιά.
Σήμερα, ωστόσο, διαθέτουμε και μια σειρά από φαρμακευτικά και μη φαρμακευτικά μέσα για την υποστήριξη του ανθρώπου σε αυτή του την προσπάθεια. Όπως επίσης και ένα οργανωμένο δίκτυο ιατρείων διακοπής καπνίσματος στα δημόσια νοσοκομεία, τα οποία παρέχουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.
Ένα γεγονός που πρέπει, επίσης, να τονιστεί είναι το μεγάλο όφελος για την υγεία από τη διακοπή του καπνίσματος -για ορισμένες παθήσεις ο κίνδυνος εξαλείφεται εντελώς- αλλά και η βελτίωση της ποιότητας ζωής που μπορεί κανείς να αναμένει.
Όσο για τις καταθλιπτικές διαταραχές ή τα οικονομικά προβλήματα, αιτίες που αρκετοί εντοπίζουν πως τους ωθούν στο κάπνισμα, πρέπει να γίνει σαφές πως μόνο κέρδος θα έχουν και στα δύο από τη διακοπή. Σε αυτές τις βασικές κατευθύνσεις οφείλουμε να επιδιώξουμε τα μεγάλα ανταποδοτικά πλεονεκτήματα ως κοινωνία και όχι μόνο στην επένδυση σε νέες (και ακριβές) τεχνολογίες και καινοτόμα φάρμακα.
* O Νίκος Κοσμάς είναι Ειδικευόμενος Καρδιολογίας