Οι “Εκκλησιάζουσες” του Αλέξανδρου Ρήγα στη Βέροια. Μια εμπνευσμένη παράσταση που εντυπωσίασε
Ο Αριστοφάνης κάθε καλοκαίρι διασχίζει όλη την Ελλάδα και την κάνει αποδέκτη των κωμωδιών του, μεταφέροντας μέσα από την πολιτική τους σάτιρα τα αιώνια προβλήματα του Ελληνισμού αλλά και της ανθρώπινης φύσης, που κάνουν τα έργα του πάντα επίκαιρα.
Οι θίασοι, που τα ανεβάζουν και τα ξανανεβάζουν, επιμένουν συνήθως στον υπερτονισμό των ηχηρών κα αθυρόστομων λέξεων που είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της γραφής του, παρεμβαίνοντας κατά κόρον στο κείμενο, ντύνοντάς το με ατάκες της δικής μας πολιτικής επικαιρότητας. Συνήθως οι παρεμβάσεις αυτές είναι τόσο κακές, που ο γνήσιος Αριστοφάνης σχεδόν εξαφανίζεται και παραμένει ένα κακέκτυπό του. Πολλά τα παραδείγματα!
ΟΙ «Εκκλησιάζουσες» του Αλέξανδρου Ρήγα, που έφερε με τη γραφή του στο ελληνικό θέατρο και την τηλεόραση μια άλλη αίσθηση της κωμωδίας γενικά, όχι μόνο ξέφυγαν από την πεπατημένη αλλά κυριολεκτικά δημιούργησαν ένα έργο και μια παράσταση, όπου η σύγχρονη θεατρική ματιά της κωμωδίας όχι μόνο δεν παραχάραξε την αριστοφανική αλλά τουναντίον την ανέδειξε.
Οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη είναι μια καθαρά πολιτική σάτιρα, γραμμένη στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. εποχή παρακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, με τα κακώς κείμενα της εποχής να θυμίζουν τα αντίστοιχα δικά μας.
Ο «Εκκλησιάζουσες», λοιπόν, είναι οι γυναίκες της Αθήνας, που αποφασίζουν να μπουν με πονηριά, μεταμφιεζόμενες σε άντρες, στην Εκκλησία του Δήμου, διεκδικώντας και πετυχαίνοντας τελικά ανατρεπτικές αλλαγές, όπως την οικονομική και ερωτική ισότητα και κοινοκτημοσύνη.
Κι εδώ παρεμβαίνει ο Αλέξανδρος Ρήγας και μετατρέπει τη μαχητική ομάδα από καθαρά αθηναϊκή σε πανελλαδική, πλάθοντας έτσι σπαρταριστούς χαρακτήρες γυναικών, που με τη ντοπιολαλιά αλλά και την κατά τόπους ιδιοσυγκρασία τους συνθέτουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μωσαϊκό.
Ο θεατής δέχεται ευχάριστα τη θεατρική σύμβαση της ύπαρξης μιας τσιγγάνας ή μιας πόντιας γυναίκας στον 4ο π.Χ. αιώνα, καθώς το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τέτοιες παρεμβάσεις, μιας και ο στόχος της διασκευής του Ρήγα είναι να δείξει τη σύγχρονη πανελλαδική εικόνα.
Με μια καταπληκτική έμμετρη μετάφραση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, που τη χαιρόσουν κυριολεκτικά, ο Αλέξανδρος Ρήγας, που διασκεύασε το κείμενο και σκηνοθέτησε την παράσταση, ξεπέρασε κάθε προσδοκία! Κίνησε όλους τους ηθοποιούς του με τέτοια μαεστρία, που εξαφάνισε σχεδόν τις αποστάσεις, κάνοντάς τους όλους πρωταγωνιστές. Ρυθμός, χρώμα, ήχος, κίνηση, όλα σε θαυμαστές αναλογίες, ξαφνιάζοντας κάθε στιγμή ευχάριστα το θεατή.
Ξέραμε τις δυνατότητες του Ρήγα, το αποτέλεσμα όμως της δουλειάς του αυτήν τη φορά ξεπέρασε κάθε προσδοκία!
Οι ηθοποιοί του, όλοι άντρες –πλην ενός, της Σοφίας Μουτίδου- να υποδύονται γυναικείους ρόλους, όπως συνέβαινε στην Αρχαιότητα, που μόνο άντρες συμμετείχαν στις παραστάσεις, ήταν πραγματικά έξοχοι, αποδίδοντας με τις λεπτότερες αποχρώσεις τους ρόλους τους.
Η Πραξαγόρα, η μαχητική και μοναδική στις μηχανορραφίες αρχηγός των γυναικών, αποδόθηκε από τον εκρηκτικό Αντώνη Λουδάρο με χρώμα και φαντασία.
Δίπλα του ο Τάκης Βαμβακίδης, χυμώδης εκφραστής του ποντιακού αυθορμητισμού, ο πληθωρικός Δημήτρης Σταρόβας, γριά χήρα διψασμένη για έρωτα, η Σοφία Μουτίδου, πειστικότατη δηλητηριώδης πεθερά και ο βετεράνος Γιώργος Κωνσταντίνου στο ρόλο του «Έλληνα», ρόλος εμβόλιμος, που αποδόθηκε με την πρέπουσα στοχαστική διάθεση.
Άδικο βέβαια να μην ειπωθεί κάτι για τους υπόλοιπους ηθοποιούς, για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά πραγματικά, αφού δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό για 27 άτομα, μπορεί η φράση «όλοι τους ήταν υπέροχοι» να χαρακτηρίσει την απόδοσή τους χωρίς υπερβολή.
Έπαιξαν οι:
Μελέτης Ηλίας, Ησαΐας Ματιάμπα, Χάρης Γρηγορόπουλος, Ιβάν Σβιτάιλο, Γιάννης Κρητικός, Κωνσταντίνος Ζαμπάρας, Θανάσης Πατριαρχέας, Μάριος Δερβιτσιώτης, Δημήτρης Διακοσάββας, Τιμόθεος Θάνος, Γιώργος Καρατζιώτης, Γιάννης Κουκουράκης, Αστέρης Κρικώνης, Δημήτρης Κρίτας, Γιώργος Μπανταδάκης, Μάρκος Μπούγιας, Στέφανος Οικονόμου, Δημήτρης Παπαδάτος, Βασίλης Παπαδημητρίου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Θανάσης Τούμπουλης, Δημήτρης Τσέλιος και Γιώργος Φλωράτος.
Καθοριστική για το δέσιμο της παράστασης και τη γοητεία που εξέπεμψε ήταν η μουσική της, με κομμάτια διαφορετικού ύφους και καταγωγής, που όμως η επιλογή τους ήταν τόσο εύστοχη, ώστε κυριολεκτικά να παρασύρει το κοινό να τραγουδά ή να χτυπά ρυθμικά τα χέρια στο άκουσμά της. Και βέβαια καθοριστικοί και οι χοροί, που εκπροσωπούσαν τόπους της Ελλάδας και αποδόθηκαν εντυπωσιακά. Ειδικά στη Βέροια αποδόθηκαν από τοπικά συγκροτήματα της Ευξείνου λέσχης Βέροιας, του Συλλόγου Κρητικών και του Συλλόγου Βλάχων.
Μουσική διδασκαλία: Λία Βίσσυ, χορογραφίες: Ιβάν Σβιτάιλο, ενορχήστρωση τραγουδιών: Αποστόλης Στίκας.
Εξαιρετικά τα σκηνικά του Γιάννη Σπανόπουλου και τα κοστούμια της Έβελιν Σιούπη, με καταλυτικό ρόλο να παίζουν στην επιτυχία της παράστασης οι φωτισμοί του Θέμη Μερτύρη.
Αν θα έπρεπε να επισημάνει κάτι κανείς, με εποικοδομητική πάντα διάθεση, σε μια τόσο πλούσια και εξαιρετικά πετυχημένη παράσταση, θα ήταν η μεγάλη της διάρκεια -τρεις σχεδόν ώρες- και το εμβόλιμο κομμάτι του κειμένου, που αφορούσε το πρόσωπο του Έλληνα και του Ελληνισμού, το οποίο είχε μια έντονα διδακτική χροιά, αποδυναμώνοντας παρά ενισχύοντας την τελική εικόνα.
Και κλείνοντας, με κατάμεστο το Θέατρο Άλσους της Βέροιας, με τον κόσμο να έχει ένα μόνιμο χαμόγελο ικανοποίησης μετά το τέλος της παράστασης, έχουμε να πούμε πως είχαμε χρόνια να δούμε έναν τέτοιο Αριστοφάνη. Και για να αποδοθεί δικαιοσύνη, έναν Αριστοφάνη βγαλμένο από τα χέρια ενός ταλαντούχου και ιδιαίτερου ανθρώπου της Τέχνης, όπως ο Αλέξανδρος Ρήγας.
Φωτογραφίες: faretra.info