…..
-Δε νυστάζω, αποκρίθηκα, θα μείνω. Είναι η τελευταία βραδιά που περνούμε μαζί.
-Μα ίσια ίσια γι αυτό πρέπει να τελειώνουμε σύντομα, φώναξε ο Ζορμπάς…..
Να έτσι όπως οι καλοί άντρες κόβουν το τσιγάρο, το κρασί, το ζάρι. Παλικαρίσια. Ο πατέρας μου πρέπει να ξέρεις, ήταν παλικάρι με ουρά. Μη με κοιτάζεις εμένα. Εγώ ‘μαι ξεφυσίδι. Χαρτωσιά δεν πιάνω μπροστά του. Αυτός ήταν από τους παλιούς Έλληνες που λένε. Έπιανε τη χέρα σου και σου ‘σπαζε τα κόκκαλα…
Αυτός λοιπόν είχε όλα τα πάθη. Μα τα ΄κοψε όλα, με το σπαθί. Κάπνιζε σα φουγάρο. Ένα πρωί σηκώθηκε, πήγε στο χωράφι ν΄αλετρίσει, έφθασε, ακούμπησε στο φράχτη, έχωσε, θεριακλής όπως ήταν, με λαχτάρα το χέρι του στη ζώνη, να βγάλει την καπνοσακούλα, να στρίψει ένα τσιγάρο πριν πιάσει δουλειά. Τραβάει την καπνοσακούλα, άδεια, πανί με πανί. Είχε ξεχάσει να τη γεμίσει στο σπίτι.
Άφρισε από το κακό του, μούγκρισε, και μονομιάς μ΄ένα πήδο, στράφηκε πίσω κι άρχισε να τρέχει κατά το χωριό. Τον είχε, βλέπεις, κυριέψει το πάθος. Μα ξαφνικά, εκεί που ΄τρεχε – ο άνθρωπος σου λέω είναι μυστήριο – στάθηκε, ντράπηκε, έβγαλε την καπνοσακούλα, την έκανε με τα δόντια του χίλια κομμάτια και την τσαλαπάτησε λυσσασμένος.
– Άτιμη, άτιμη! μούγκριζε. Πουτάνα! Και από την ώρα εκείνη, σε όλη του τη ζωή, δεν έβαλε τσιγάρο στο στόμα του.
Έτσι κάνουν τα παλικάρια αφεντικό. Καληνύχτα!
Ν. Καζαντζάκης – “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”