“Νοηματικές ανατροπές” γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Ιδού μια πρόσφατη σοδειά, που δείχνει ότι το «ελέω» απαντά με τη νέα σημασία σε κάθε είδους μέσα: «Στα σκουπίδια η “γκολάρα” του Παγέτ ελέω… Μήτρογλου» (αχρείαστα τα εισαγωγικά στην γκολάρα, είναι όμως της μόδας). «Συνεχίζονται οι αποχωρήσεις από τους Οικολόγους Πράσινους ελέω κυβερνητικών παλινωδιών». «Ακριβότερα φθαρτά και φρούτα ελέω Πάσχα, λένε οι φρουταριούχοι» (κυπριακό αυτό). «Ραγδαία αύξηση ενοικίων ελέω Airbnb». «Αφαίρεση τριών βαθμών από τον ΠΑΣ ελέω Τσάβες». «“Θορυβημένος” ο Αδ. Γεωργιάδης, ακύρωσε όλες τις εκδηλώσεις ελέω… ΠΑΟΚ» (περιττά και του «θορυβημένος» τα εισαγωγικά). «Η τουρκική λίρα καταρρέει ελέω Ερντογάν». «Η Ν.Δ. αναβάλλει το συνέδριο ελέω Σαμαρά». «Ομαδικές βαπτίσεις ελέω κρίσης». «“Βουτιά” μετοχών ελέω εμπορικού πολέμου Δύσης – Ρωσίας» (ο φόβος της μεταφοράς προσθέτει και εδώ αχρείαστα εισαγωγικά). Κι άλλα πολλά.
Η στάση των λεξικών: Στη β΄ έκδοση του Λεξικού Μπαμπινιώτη το «ελέω» έχει την παραδοσιακή σημασία: «χάρη σε κάποιον, επειδή κάποιος επέτρεψε, ευνόησε (κάτι)». Στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη η τρίτη ερμηνεία μοιάζει μεταιχμιακή: «ελέω [eléo] επίρρ.: α. στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ Θεού. […] β. σε περιπτώσεις που η στενή σχέση με ισχυρά πρόσωπα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ευνοϊκή αντιμετώπιση. […] γ. σε περιπτώσεις που επικαλούμαστε κπ. ή κτ., για να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας: “~ εκδημοκρατισμού των ενόπλων δυνάμεων προχώρησε σε μαζικές αποστρατείες αξιωματικών”». Το Λεξικό της Ακαδημίας, πιο σύγχρονο, δίνει και τη νέα χρήση: «ελέω: χάρη σε κάποιον ή εξαιτίας μιας αρνητικής κατάστασης, συγκυρίας: “Οι τιμές έπεσαν ~ (=λόγω) μειωμένης ζήτησης”». Αλλά τα λεξικά καταγράφουν. Δεν κανονίζουν. Ελέω χρήσης λοιπόν.