Απόψεις Λογοτεχνία

“Επιβάτης εδώδιμων αποικιακών στο όχημα της ποίησης” γράφει ο Βασίλης Δασκαλάκης

Μια προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου «ΕΛΑΒΟΝ»

(Σαιξπηρικόν 2017) σελ. 64

Όταν ένας ποιητής πρέπει να αποδράσει, βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση και άσκηση , τότε τα πράγματα περιπλέκονται σε παλιούς και σύγχρονους ιστούς.

Όταν ξεκινά ο Δ.Γ. Παπαστεργίου από ένα BLACKOUT που τον γεμίζει ευθύνες, ενοχές, φοβίες.

Όταν ντύνεται ζητιάνος που περιφρονεί τα χρήματά μας, γιατί είναι ήδη στον κόσμο των νεκρών.

Όταν δεν μπορεί να ξεφύγει από μια αδιάκοπη και επαναλαμβανόμενη σκληρή  πραγματικότητα και καθημερινότητα.

Όταν σπαρακτικά αρνείται να γίνει αρπακτικό για να τη «βολέψει» και να επιβιώσει ενώ ζητά δικαιοσύνη για όλους και τέλος όταν ο εργοδότης και ο άνεργος γίνονται στίχοι, ποιήματα, τότε έχουμε μια βαθύτατη πολιτική ποίηση, που πηγάζει από την αυθεντική φωνή του Δ.Γ. Παπαστεργίου. Έχουμε στίχους που ηχούν σαν ραπίσματα στους βαθουλωμένους καναπέδες της βόλεψης και μας καθιστά ασυγχώρητους και συνένοχους σε κοινά πλέον μυστικά.

Σε αντίθεση με τους καλούς χριστιανούς των ρωμαϊκών χρόνων, ο θεός γίνεται άγριος  ορυκτός κι ο θάνατος αγιάζεται και ελέησον ημάς…

Ο Δ.Γ. Παπαστεργίου στέκεται σθεναρά να κρατήσει ψηλά τις αξίες, φυλά τις Θερμοπύλες του έρωτα και η έμπνευσή του,  κοτσύφι ανέμελο στο χιόνι του θανάτου.

Δι’ ευχών των αγρίων Πατέρων ημών και προειδοποιεί, ότι όταν θα έρθει το Δ΄ Ράιχ οι πολύγραφοι στα υπόγεια της νέας κατοχής αντί για προκηρύξεις θα τυπώνουν ποιήματα. Με τις παλέτες του γεμάτες ποιητικό υλικό, θα τακτοποιεί το φάσμα της ποίησης διαρκώς και ο άνεμος θα εναποθέτει τα ποιήματα, όπως οι πελαργοί, τα ορφανά παιδιά που θα βρίσκουν μια νέα πατρίδα στα κατώφλια των σπιτιών μας.

Πώς ένας ποιητής γίνεται σκληρό καρύδι; Μα γίνεται με την μούσα στο πλευρό του, να του ψιθυρίζει λόγια μαγικά, μυστικά, που εκσφενδονίζονται από τα μύχια της ψυχής του, για να χτίσει μια φωλιά λυρική, απυρόβλητη.

Ποια θεραπεία βρίσκει ένας άνθρωπος στα 51 Μ.Χ. όταν ο έρωτας του κλείνει την πόρτα; Ο Δ.Γ. Παπαστεργίου μας οδηγεί στην αποικία και την χώρα του παντού στα μικρά παιδιά του, τα ποιήματα που γεννήθηκαν και σ’ αυτά που κυοφορούνται.   Βαδίζει αγέρωχος σε μια εποχή στην κόλαση, με βήματα στην πυρωμένη άσφαλτο κι ότι κι αν γίνει θα συνεχίσει τον μαραθώνιο της ποίησης μέχρις εσχάτων.

Είμαστε φυλακισμένοι κι εμείς στα ποιήματα του Δ.Γ. Παπαστεργίου είτε οριζοντίως, είτε καθέτως. Τα αόρατα τείχη που χτίζουμε γύρω μας, τι τραγικό ούτε τα βλέπουμε. Ο ίδιος, σύγχρονος Προμηθέας που η καθημερινότητα, (πόλη και εργασία) του τρώει τα σωθικά. Όσο κι αν κρύβεται σε μινωικό πιθάρι ξέρει κάποια στιγμή θα δει ουρανό. Εμείς για τον ποιητή δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά χωμάτινοι αντίλαλοι που δήθεν ζούμε, ασφυκτιούμε και πεθαίνουμε. Όσο και να περιπλανιόμαστε σε σταθμούς τρένων ή παραπλανιόμαστε  από μεγάλα λόγια, εμείς θα παραμένουμε οι ψήφοι και οι ψηφοφόροι σε αέναες εκλογικές αναμετρήσεις. Αναζητώντας την αρετή, σε στιγμές που όρισαν τις ζωές μας σε παλιούς ή νέους δρόμους, δεν θα γίνουμε το άλλοθι για κανένα.

Είμαστε η τροφή του Δ. Παπαστεργίου που μας αφομειώνει σαν φθινοπωρινά φύλλα. Μ’ αυτά και μ’ άλλα περνούν τα χρόνια,  βαστάζος του ενός, εμψυχωτής του άλλου, ενισχυτής κάποιου τρίτου, στο τέλος; Μόνος, λίγος, ελαφρύς.

Τα σπίτια κάποιων ποιητών είναι άνω κάτω όταν η μνήμη βαθέως γήρατος, στοιχειώνει. Ο Δ.Γ. Παπαστεργίου γίνεται ένα με τ’ ασπρόρουχα και τα κόκαλα της μάνας που ανασταίνεται από ένα κουταλάκι γλυκό κεράσι… Η μνήμη πότε σαν νοσταλγία, κάποτε σαν πίκρα στέκεται σαν ένα σύννεφο στο λιόγερμα βαθύ βιολετί συγκινημένο.  Και στο τέλος τι έλαβον; Μα ότι συ έδωκας. Η ιστορία ματαίως προσπαθεί να ντυθεί με τα κουρέλια της, φορά καθαρά εσώρουχα και έρχονται φωνές του παρελθόντος και του μέλλοντος, ακούγονται σαν χάδι ή σαν ριζίτικο τραγούδι. Κι όλα αυτά να προσπαθούν να φυτευτούν να ριζώσουν και να ανθίσουν μέσα σε άνυδρες ψυχές.

Όμως και πάλι θα έρθει μια μέρα που όλοι θα είμαστε πρόσφυγες, στα ποιήματα του Δ.Γ. Παπαστεργίου. Συμβουλή; Ειρωνεία; Αυτοσαρκασμός; Προτροπή; Στις επόμενες εκλογές να ψηφίσουμε μικρό κόμμα, και πάλι πίσω από το εκλογικό παραβάν θα είμαστε σαν λιοντάρια τσίρκου. Όσο για την κυρία Ιστορία, μια νέα με βιασμένες ιδέες.

 

 

 

Ο Δ.Γ. Παπαστεργίου είναι ένα μοναχικό ρόδο, στο πολύχρωμο ζόρι του κάμπου, ή ένα κυκλάμινο στις κορφές του Βερμίου όρους. Εύθραυστο, ώριμο ανθίζει εδώ κι αιώνες στη Μακεδονική γη και σε κατάσταση διαρκούς εξάσκησης, ταγμένος να ελκύει την ομορφιά.

Βασίλης Δασκαλάκης

(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Παρέμβαση», τεύχος 187)

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας