ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Στο 36,5% η φτώχεια – Στο 27,5% η πραγματική ανεργία!
Ανεργία στο 27,5% και όχι στο 20,2% που δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, δραματική αύξηση του ποσοστού φτώχειας για μεγάλο τμήμα του εργαζόμενου πληθυσμού και ραγδαία επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, διαπιστώνει η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι άνεργοι κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθαν σε 970 χιλιάδες άτομα (20,2% του εργατικού δυναμικού) έναντι 1.092.589 ανέργων (22,6% του εργατικού δυναμικού) το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Ωστόσο στην έρευνα τονίζεται ότι παρότι τα στοιχεία δείχνουν μια τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα στην κοινωνία. Σύμφωνα με την έρευνα, χρησιμοποιώντας εναλλακτικούς δείκτες για την ανεργία, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους την ύπαρξη της υποαπασχόλησης, των αποθαρρημένων ανέργων και του εν δυνάμει πρόσθετου εργατικού δυναμικού, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται υψηλότερο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες (27,5%) από το επίσημο ποσοστό ανεργίας. Το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες και στους νέους ‒ακόμα και σ’ αυτούς με υψηλή ειδίκευση, καθώς και στις Περιφέρειες της Βόρειας και της Δυτικής Ελλάδας, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι ξεπερνούν το 70% του συνόλου των ανέργων.
Εξετάζοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρούνται επίσης σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά φύλο, ηλικία, γεωγραφική περιφέρεια και επίπεδο εκπαίδευσης.
Ειδικότερα, το ποσοστό ανεργίας στους άνδρες ανήλθε στο 16,5% έναντι 24,9% στις γυναίκες. Αντίστοιχα, υψηλότερη εμφανίζεται η ανεργία στις νεότερες ηλικίες, με τους νέους 15 έως 19 ετών να παρουσιάζουν ποσοστό ανεργίας 52,2% και τους νέους 20 έως 24 ετών ποσοστό ανεργίας 38,5%. Σημαντικά υψηλότερη του μέσου όρου είναι και η ανεργία στις ηλικίες 25 έως 29 ετών με ποσοστό 29%, ενώ αντίστοιχα χαμηλότερη του μέσου όρου εμφανίζεται στις ηλικίες πέραν των 30 ετών.
Μισθοί: Κάτω των 700 ευρώ λαμβάνει το 37,4% των εργαζομένων
Σχεδόν τέσσερις στους δέκα εργαζομένους της χώρας ζουν με μισθούς πείνας κάτω των 700 ευρώ. Ειδικότερα βάσει των στοιχείων στον ιδιωτικό τομέα το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, ανέρχεται σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009).
Την ίδια στιγμή αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ λαμβάνει το 23,5% (το 2017) από 27,3% (το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί δραστικά, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται μόλις σε 16,8% το 2017 (από 35,7% το 2009).
Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009).
Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2107 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009).
Το 92% των συλλογικών συμβάσεων είναι επιχειρησιακές
Όσον αφορά τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ), το 2017 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές ΣΣΕ εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ολιγάριθμες, ενώ για όγδοη χρονιά οι επιχειρησιακές ΣΣΕ υπερτερούν συντριπτικά.
Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2017 υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις, δηλαδή στα ίδια περίπου επίπεδα με τα προηγούμενα έτη.
Αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 244, αντιπροσωπεύοντας το 92% του συνόλου των ΣΣΕ.
Το 54,9 των εργαζομένων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης
Την ίδια στιγμή οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά, αφού μειώνεται η ποσοστιαία αναλογία τους από 79% το 2009 σε 45% το 2017, ενώ η ποσοστιαία αναλογία των νέων προσλήψεων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάζεται.
Ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2017 αντιστοιχούν στο 54,9%.
Ένας στους τρεις Έλληνες σε καθεστώς φτώχειας
Η περίοδος 2009-2016 συνοδεύτηκε από ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, όπως εκφράζονται από τους σχετικούς δείκτες φτώχειας και ανισότητας.
Σύμφωνα με την έρευνα ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξάνεται από 27,6% το 2009 σε 36% το 2014 για να μειωθεί ελαφρώς στο 35,6% το 2016 (διαθέσιμο εισόδημα 2015).
Παρόλο που το ποσοστό φτώχειας, σύμφωνα με την έρευνα, εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης στην ανοδική πορεία των προηγούμενων χρόνων, η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται το 2016 για όλες σχεδόν τις κατηγορίες καταναλωτικών αναγκών, ενώ η απόκλιση ως προς το επίπεδο διαβίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της περιόδου 2009-2016.
Από τις εκτιμήσεις της φτώχειας σε περιφερειακό επίπεδο για το 2016, τα υψηλότερα ποσοστά εντοπίζονται στις Περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδας, της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και της Θεσσαλίας.
Αντιθέτως, τις καλύτερες επιδόσεις εμφανίζουν οι νησιωτικές Περιφέρειες του Βορείου Αιγαίου, του Νοτίου Αιγαίου και των Ιονίων Νήσων. Τέλος, κατά τη διάρκεια της κρίσης προκύπτει όξυνση της οικονομικής ανισότητας με τάσεις αποκλιμάκωσης τα τελευταία χρόνια.
Όσον αφορά τις περιφερειακές ανισότητες, οι υψηλότερες εντοπίζονται στη Θεσσαλία, στην Αττική και στη Δυτική Ελλάδα, ενώ οι χαμηλότερες εντοπίζονται στη Δυτική Μακεδονία, στα Ιόνια Νησιά και στο Νότιο Αιγαίο.
Για το πλήρες κείμενο της Ετήσιας Έκθεσης πατήστε ΕΔΩ