“Σκοτεινή ντίβα – Οφειλή στην Ελένη Παπαδάκη”(2) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Η Γερμανική Κατοχή, από τον Απρίλιο του 1941 και εξής, θα είναι ιδιαίτερα σκληρή. Θα επιβληθεί παντού άτεγκτη λογοκρισία. Το Εθνικό θα κλείσει τρεις φορές με αστείες προφάσεις. Κάποια στιγμή, εν μέσω βομβαρδισμών, θα μεταφερθεί από το κτήριο της Αγίου Κωνσταντίνου στο γειτονικό «Παλλάς» της οδού Σταδίου, επειδή διέθετε υπόγειο καταφύγιο. Οι Γερμανοί παρεμβαίνουν στο ρεπερτόριο. Απαγορεύονται αυστηρά οι ρώσοι συγγραφείς, επιβάλλονται οι γερμανοί κλασικοί, όπως ο Γκαίτε, ο Σίλερ και ο Λέσινγκ ή ο Ιταλός Κάρλο Γκολντόνι. Μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας επιτρέπουν και το ανέβασμα μολιερικού έργου. Η επίσημη ελληνική κυβέρνηση έχει καταφύγει στην Αίγυπτο («…ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες»[1] θα καταγγείλει ο Σεφέρης). Ο στρατηγός Τσολάκογλου, δοτός πρωθυπουργός των Γερμανών, διορίζει διευθυντές του Εθνικού αρχικά το δημοσιογράφο Νίκο Γιοκαρίνη, κατόπιν τον Άγγελο Τερζάκη και τέλος τον ιστορικό του θεάτρου, Νικόλαο Λάσκαρη. Η πείνα θεριεύει, η λαϊκή δυσφορία εντείνεται, ο κλάδος των ηθοποιών πλήττεται από την ανεργία. Πολλοί εργαζόμενοι του Εθνικού συσπειρώνονται και εντάσσονται σε αντιστασιακές οργανώσεις. Η Αθήνα είναι ούτως ή άλλως χαώδης και σκληρή. Η πρωτεύουσα πεινάει και συνωστίζεται. Η επαρχία είναι κάπως πιο ήρεμη. Τουλάχιστον δύναται να αντιμετωπίσει όπως – όπως το οξύ βιοτικό πρόβλημα.
Θα ήταν παράλειψη εδώ να μην αναφερθεί και η αντιστασιακή δράση που ήδη είχε αρχίσει να σημειώνεται στην περιφέρεια. Στη διάρκεια του αντάρτικου αγώνα αναπτύχθηκε ένα είδος στρατευμένου θεάτρου, το «Θέατρο του Βουνού» που κυρίως υποστηρίχθηκε από κομμουνιστές ηθοποιούς με επικεφαλής το Βασίλη Ρώτα στη Θεσσαλία και τις παρυφές της Μακεδονίας και το Γιώργο Κοτζιούλα στην Ήπειρο και τη Ρούμελη. Στο κουκλοθέατρο αξιοσημείωτο έργο επιτέλεσε ο Γ. Ακίλογλου – Ακύλας. Οι καλλιτέχνες οργάνωναν εκδηλώσεις σε σπίτια, ψυχαγωγούσαν τους τραυματίες στα νοσοκομεία και το μέτωπο, διέθεταν τα έσοδα των παραστάσεων υπέρ της Εθνικής Αλληλεγγύης. Κάποιοι φυλακίστηκαν και υπέστησαν σωματικά βασανιστήρια, ενώ μερικοί στάλθηκαν όμηροι σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης[2].
Μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων τον Οκτώβριο του 1944 η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη. Δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί ποια θα είναι η διάδοχη κατάσταση. Οι μήνες που ακολουθούν με επίκεντρο τα Δεκεμβριανά είναι αδέκαστος παραλογισμός… Ορθότερα, εδώ πια μιλάμε για το ακαταλόγιστο των καιρών. Με όποιο όραμα, με όποιο τίμημα. Στη διάρκεια της Κατοχής έχουν διαμορφωθεί δύο κυρίως παρατάξεις στο χώρο των ηθοποιών με κριτήριο τον ιδεολογικό προσανατολισμό. Στην ομάδα των αριστερών ηθοποιών, που κατευθύνεται από το ΕΑΜ, συναντούμε, μεταξύ άλλων, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Τίτο Βανδή, το Μάνο Κατράκη, το Δημήτρη και τη Μιράντα Μυράτ, το Χρήστο Τσαγανέα, την Ασπασία Παπαθανασίου και την Αλέκα Παϊζη[3], το χορευτή Γιάννη Φλερύ, τη Ζωρζ Σαρρή, το Θόδωρο Μορίδη και την Τζόλυ Γαρμπή, το Σπύρο και τη Λέλα Πατρικίου, γονείς του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, από την επιθεώρηση την Καλή Καλό, φίλη του Γιάννη Ρίτσου, την Καίτη Ντιριντάουα[4]. Στη δεξιά παράταξη θα βρούμε ενεργά μέλη τη Μαρίκα Κοτοπούλη και τη μεγάλη της αντίζηλο, την Κυβέλη, την Κατερίνα Ανδρεάδη (γνωστότερη στο χώρο του θεάτρου και ως «Κυρία Κατερίνα»), τη Βάσω Μανωλίδου, το Δημήτρη Χορν, τη Μαίρη Αρώνη, το Βασίλη Αργυρόπουλο και το Βασίλη Λογοθετίδη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, την Έλσα Βεργή, το Χριστόφορο Νέζερ καθώς και όλα τα πρώτα ονόματα του ελαφρού επιθεωρησιακού θεάτρου της εποχής: την Άννα και τη Μαρία Καλουτά, τον Ορέστη Μακρή και το Βασίλη Αυλωνίτη, τη Μαρίκα Νέζερ, τον Πέτρο Κυριακό, τις τραγουδίστριες Κάκια Μένδρη και Κούλα Νικολαϊδου. Όλοι σημαίνοντες, με ιδιαίτερη ποιότητα και ταυτότητα. Ο καθένας και η καθεμιά άφησαν το στίγμα τους.
Την Παπαδάκη, όπως ήταν αναμενόμενο, την κατέτασσαν στη δεξιά παράταξη. Προερχόταν από την παραδοσιακή άρχουσα τάξη. Η ίδια ήταν εξολοκλήρου απολιτικό ον. Ειδικά για την περίπτωσή της δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Τα γεγονότα, που ακολούθησαν, επισφράγισαν την τραγική της δολοφονία[5]. Άλλωστε η όλη κατάσταση έμοιαζε εκ προοιμίου με χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου[6]. Στις 20 Οκτωβρίου του 1944 το Διοικητικό Συμβούλιο του Σ.Ε.Η συνεδριάζει εκτάκτως. Η σύνθεσή του είναι αμιγώς αριστερή. Θέμα ημερήσιας διάταξης «η διαγραφή ελλήνων ηθοποιών που πρόδωσαν τον ιερό εθνικό ελληνικό αγώνα». Θα διαγραφούν δεκαπέντε μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελένη Παπαδάκη. Στερούνται οριστικά του δικαιώματος εργασίας στο ελληνικό θέατρο. Τα ονόματα κοινοποιούνται την επομένη στον ημερήσιο τύπο υπό τον τίτλο «Οι προδόται ηθοποιοί». Το κλίμα ήταν πολεμικό. Φωτίζεται σήμερα από πολλές μαρτυρίες. «Κρέμασμα στους δωσίλογους», «Θάνατος στην πόρνη των Γερμανών»! Η Παπαδάκη δεν παρευρίσκεται στις εργασίες της συνεδρίασης. Η Μιράντα Μυράτ παρεκτρέπεται σε φθονερό υβρεολόγιο. Οι φίλοι της Γιώργος Παππάς, Τάκης Χορν και Ανδρέας Φιλιππίδης την υπερασπίζονται σθεναρά. Την παροτρύνουν, σχεδόν την πιέζουν, να αντιδράσει. Τελικά θα στείλει – τι άλλο; – πάλι επιστολή στο Προεδρείο του Σ.Ε.Η: «Παρακαλώ υμάς όπως ευαρεστηθήτε να μοι γνωρίσητε επί τη βάσει τίνων στοιχείων, μαρτυριών ή άλλων αποδείξεων ελήφθη η ανωτέρω απόφασις». Επιστολή διαμαρτυρίας θα απευθύνει το Νοέμβριο του ’44 και στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Εδώ το σύμπαν φλέγεται, τα Δεκεμβριανά καραδοκούν, οσονούπω καταφθάνει στην Αθήνα ο ίδιος ο Τσώρτσιλ και από την Αμερική ο Σκόμπυ, η Βάρκιζα και το δεύτερο αντάρτικο είναι προ των πυλών, η ισορροπία του πλανήτη μεταβάλλεται άρδην και η ντίβα με τρόπο πολύ σικ, μέσα στην αστική αβρότητα, ζητά «όπως ευαρεστηθώσι»… Και μάλιστα ποιοι; Και πότε;
Ουσιαστικά δεν υπερασπίζεται τον εαυτό της. Γιατί; Παραίτηση; Ενδόμυχη αποδοχή και ενοχή; Αδυναμία; Πεποίθηση ότι δεν ευθύνεται για κάτι και συνεπώς δεν έχει να απολογηθεί για τίποτε; Μέσα της γνωρίζει. Και βλέπει πού οδηγούν τα πράγματα. Δρυός πεσούσης… Προφανώς το είχε αντιληφθεί, το είχε διαισθανθεί καιρό πριν. Ποια ήταν εν τέλει η συμπεριφορά της Παπαδάκη, που τη στιγμάτισε, κατά το διάστημα της Κατοχής. Πού και πώς εδραιώνεται ένα τόσο δριμύ «κατηγορώ»; Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν υπήρξε κατάσκοπος, καταδότρια, μαυραγορίτισσα, ηθική ή φυσική αυτουργός εγκλημάτων. Ίσως τότε και να είχε γλιτώσει. Τουλάχιστον αυτό απέδειξε η πικρή ιστορική πείρα για αρκετούς πρώην συνεργάτες του κατακτητή, εξασκημένους στην πολιτική διαπλοκή και τη διαφθορά. Πάντως η εθνική μειοδοσία συνεπάγεται έσχατη καταδίκη.
Τελευταίος πρωθυπουργός της δωσίλογης κυβέρνησης των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων υπήρξε ο Ιωάννης Ράλλης. Πολιτικός καριέρας, κάποτε Μακεδονομάχος, με ευρωπαϊκή κουλτούρα και σταθερά γερμανόφιλος, θα αμαυρώσει το παρελθόν του με αυτήν την επιλογή συνεργασίας με τους ναζί. Ο Ράλλης ήταν ένας κουίσλιγκ. Μετά την απελευθέρωση θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί για εθνική αναξιότητα, ήτοι προδοσία. Στη δίκη του θα προσπαθήσει να τον υπερασπιστεί ο γιος του, μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης. Θα αποβιώσει στη φυλακή ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1946.
Η οικογένεια Παπαδάκη με τους Ράλληδες διατηρούσε στενή φιλική σχέση για μακρό χρονικό διάστημα. Ο διορισμένος πρωθυπουργός εκτιμούσε βαθιά την Ελένη Παπαδάκη. Ήταν θερμός θαυμαστής της. Μοιράζονταν τα ίδια πνευματικά ενδιαφέροντα, είχαν κοινές προσλαμβάνουσες. Ποια ήταν η φύση της σχέσης τους και εάν μετεξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό παραμένει ασαφές. Εκ των πραγμάτων θα πρέπει να θεωρηθεί απίθανο. Ο Ράλλης ήταν πολύ μεγαλύτερος της, κοντά εικοσιπέντε χρόνια, και ήδη παντρεμένος. Η τρίτη σύζυγος του ήταν νεαρή και όμορφη. Η Παπαδάκη είχε μακροχρόνια σχέση, μάλλον ήταν αρραβωνιασμένη, με το εβραίο αρχιμουσικό της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Σαμ Μπράντενμπουργκ. Η Δέσπω Διαμαντίδου, που ήταν στενή τους φίλη, πάντα σε συνεντεύξεις της απέκλειε κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο. Η ηθοποιός όλο αυτό το διάστημα έδινε παραστάσεις στο Εθνικό μέσα σε ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Οι στρατευμένες εφημερίδες υποδαυλίζουν την απαξίωση, σιγοντάρουν την απόρριψη, εκμεταλλευόμενες τη λαϊκή αγανάκτηση. Όπως ήταν επόμενο η σχέση με το Ράλλη προκαλούσε και επέτεινε το μίσος. Θεωρήθηκε η μέλλουσα κυρία πρωθυπουργού, που λάμβανε εν μέσω Κατοχής και εξαθλίωσης πανάκριβα δώρα. Άλλοι της χρέωναν ήδη κρυφό γάμο. Ο λαϊκισμός εκτοξεύεται. Διαβάζουμε: «Η «ψευδοκυβέρνησις» των Αθηνών δεν λαμβάνει κανένα μέτρο αντιμετωπίσεως της ακρίβειας και προστασίας του λαού, περιοριζομένη στους έρωτες του προέδρου της Γιάννη Ράλλη προς γνωστήν πρωταγωνίστριαν του θεάτρου. Ας σημειωθεί ότι ο Ράλλης […] εδώρισε προς γεροντικόν του έρωτα μία ζώνη από πλατίνα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων» [δηλ. σε κατοχικό πληθωριστικό χρήμα. Πάντως η πλατινένια ζώνη ποτέ δε βρέθηκε]. Επίσης: «Διεδόθη τις τελευταίες μέρες ότι ο Γιάννης Ράλλης κατόρθωσε – δημοσιεύων ειδικό νόμο – να τελέση τον τέταρτο γάμο του, νυμφευθείς την Ελένη Παπαδάκη. Η πληροφορία δεν είναι ακριβής. απλώς , όπως ήδη γράψαμε, ο σχετικός νόμος είναι «στα σκαριά». Αφορά δε μόνο τέταρτο πολιτικό και όχι θρησκευτικό γάμο»[7].
Και δεν είναι μόνο αυτό. Της καταμαρτυρούσαν σχέσεις με Γερμανούς. Είναι γεγονός ότι τόσο η γερμανόφωνη Παπαδάκη, όσο και αρκετοί άλλοι καλλιτέχνες του Εθνικού, της πρώτης κρατικής σκηνής της χώρας, συγχρωτίζονταν με άτομα της γερμανικής εποπτείας που σύχναζαν στο Θέατρο με σκοπό την προώθηση της πολιτιστικής τους προπαγάνδας. Διευθυντές, στελέχη, πρωταγωνιστές είναι υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται σε γεύματα και δεξιώσεις, που κυρίως διεξάγονται στο κτήριο του Εθνικού ή στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας». Εκτίθενται πολλαπλά. Την ίδια εποχή η Παπαδάκη εμφανίζεται σε κοσμικά σαλόνια της Αθήνας με γερμανό αξιωματικό, γνώστη της ποίησης και του θεάτρου, που υπηρετούσε τη θητεία του στην Ελλάδα[8]. Της τον είχε συστήσει ο Άγγελος Σικελιανός. Οι σχέσεις αυτές, όπως και με το Ράλλη, είναι προσωπικές και δεν αποδεικνύουν πολιτικά ελατήρια. Δε συζητείται καν το γεγονός ότι σε τέτοιους καιρούς στιγματίζουν.
Η Παπαδάκη δε θα εκμεταλλευτεί αυτή τη συγκυριακή θέσης ισχύος[9] μέσα στο ζόφο για καλλιτεχνική προβολή ή εκδίκηση. Αντιθέτως σήμερα είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι πολλοί θα την πλησιάσουν – και από τις δύο παρατάξεις – για παντοειδείς εξυπηρετήσεις[10]. Μεταξύ αυτών και κάποιοι από το Προεδρείο του ΣΕΗ που θα τη διαγράψει και θα την καταδικάσει… Θα ασκήσει λοιπόν την επιρροή και θα αξιοποιήσει τις γνωριμίες της, παλαντζάροντας μεταξύ νομιμότητας και συγκαλυμμένης παρανομίας, για να σώσει αντιστασιακούς από το θάνατο ή τα κολαστήρια της Μέρλιν.
Εκ των πραγμάτων ο δρόμος αυτός είναι ανεπίστρεπτος. Υπήρξε αφελής; Μάλλον όχι. Ήταν ανυποψίαστη; Ενδεχομένως. Περαιτέρω αναλύσεις δεν έχουν νόημα. Είναι μάταιες. Το τέλος θα έρθει φριχτό και αδυσώπητο μες στα Δεκεμβριανά. Σκέφτομαι ωστόσο ότι η Ελένη Παπαδάκη ήταν τελικά ένα εύκολο, ένα «βολικό» θύμα. Γυναίκα βαθιά ελεύθερη και χειραφετημένη[11] τη δεκαετία του ’20 και του ’30, με δυνατή προσωπικότητα και αμφιλεγόμενη προσωπική ζωή, ταλαντούχα, μορφωμένη και πολύγλωσση, που ήταν χορτάτη από το σπίτι της, που έκανε ό,τι ήθελε, κάπνιζε, γύριζε με αυτοκίνητο, δε συμβιβαζόταν με ό,τι δεν ενέκρινε η δική της κοσμοαντίληψη και αισθητική έδινε ούτως ή άλλως εύκολα στόχο. Μάλλον ήταν πολύ ραφιναρισμένη, πολύ Ευρωπαία αστή για τα εδώ δεδομένα. Πάντως σίγουρα όχι ιδιοτελής. Δε διέθετε στέρεα ερείσματα ούτε καν στο φυσικά δικό της ιδεολογικό χώρο. Πόσω μάλλον μέσα στη μαχόμενη και σκληροπυρηνική Αριστερά; Πολλοί και πολλές θα φθονούσαν δυνάμει αυτή την ελευθερία. Κάποιοι, πιο στενόμυαλοι ίσως, θα τη μετέφραζαν σε ελευθεριότητα. Τέθηκε λοιπόν στο στόχαστρο. Η αντεκδίκηση δε θα αργούσε να έρθει.
Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944 ξεσπούν στην Αθήνα τα Δεκεμβριανά. Η Παπαδάκη διαμένει τότε στο τέρμα Πατησίων. Ο Δημήτρης Μυράτ, γραμματέας του ΕΑΜ θεάτρου και γείτονάς της, την προτρέπει να φύγει το συντομότερο από εκεί. Λοιποί συνάδελφοι, που τη νοιάζονται, την παροτρύνουν να καταφύγει στο «προστατευμένο» Κολωνάκι μακριά από τη ζώνη δράσης του ΕΛΑΣ. Αρνείται. Ένα ακόμη λάθος της. Ίσως και δεν τη νοιάζει πια. Ατρόμητη δηλώνει ότι δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Λίγα τετράγωνα πιο πέρα είναι εγκατεστημένη η ΟΠΛΑ, η Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα. Πρόκειται για τη λαϊκή αστυνομία του ΚΚΕ. Επικεφαλής ένας εικοσιτριάχρονος με «κομματική μόρφωση», ο επονομαζόμενος καπετάν Ορέστης. Κάθε πολιτοφυλακή, αιρετή ή αυτόκλητη, σε κάθε καθεστώς επιτελεί έργο επισφαλές και αμφιλεγόμενο. Την Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου νωρίς το απόγευμα έχει βγει από το σπίτι. Λεπτομέρεια ουσίας. Σαν έτοιμη από καιρό ή προβάροντας την (τελευταία) παράσταση είναι φρεσκολουσμένη, άψογα μακιγιαρισμένη, φορά το γούνινο παλτό της. Επισκέπτεται τη φιλική οικογένεια Μυράτ εκεί κοντά. Θα τη ρωτήσουν με απορία για την τόσο περιποιημένη της εμφάνιση. «Je suis prête pour toute éventualité» (είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο) θα απαντήσει. Θα τη συλλάβουν στο φιλικό σπίτι λίγο αργότερα. Υποτίθεται ότι θα την οδηγούσαν στην ΟΠΛΑ για μια εξονυχιστική εξέταση και τίποτε άλλο. Συμπεριλαμβάνεται στη λίστα με τα ονόματα των «αντιδραστικών» της περιοχής. Το ίδιο βράδυ θα οδηγηθεί στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ στο Γαλάτσι. Ο Ορέστης της έχει αρπάξει τη γούνα και την αφήνει μισόγυμνη με το μεσοφόρι. Στέλνει κόσμο στο σπίτι της να του φέρουν τα – υποτίθεται – αμύθητης αξίας κοσμήματά της. Δε βρίσκουν τίποτε. Στρέφει πιστόλι εναντίον της. Κάτι τον κρατάει. Διστάζει. Δεν αντέχει τις σπαρακτικές κραυγές της. «Ἤν δ’ ἐγγύς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνήσκειν» έγραφε ο Πλάτωνας. Φυσικός αυτουργός θα γίνει ο συνεργάτης του Βλάσσης Μακαρώνας, ένας μπακάλης από τη Νέα Φιλαδέλφεια. Της καταφέρει χτυπήματα με μαχαίρι στο λαιμό και τσεκούρι στο σώμα. Η Ελένη Παπαδάκη σωριάζεται νεκρή. Έξοδος της τραγωδίας χωρίς κάθαρση. Ουσιαστικά χωρίς κατηγορητήριο, χωρίς σύννομη διαδικασία, χωρίς καταγγελία, χωρίς η υπόθεση να ακολουθήσει στοιχειωδώς τη δικαστική ατραπό. Στο ρόλο του λαϊκού δικαστή οι παλικαράδες – και τι λεβέντες αλήθεια – της ΟΠΛΑ. Τι ηρωισμός να σκοτώσεις μια άοπλη κι αδύναμη γυναίκα! Φρίκη. Η βία είναι βία. Το έγκλημα δεν έχει ούτε χρώμα ούτε απόχρωση. Θα εκτελεστούν, ορθότερα θα σφαγιαστούν, πολλοί εκείνη την ημέρα στο διυλιστήριο.
Μια εβδομάδα αργότερα στις 28 Δεκεμβρίου ο Ορέστης και ο Μακαρώνας συλλαμβάνονται μαζί με τους συνεργάτες και τις ερωμένες τους. Αφού περάσουν από Λαϊκό Δικαστήριο θα εκτελεστούν από τον ΕΛΑΣ για την εγκληματική τους δράση. Ο Μακαρώνας δήλωσε μετανιωμένος όχι για τη δολοφονία αλλά γιατί πρόλαβε ο Ορέστης και πήρε ως λεία το ακριβό παλτό της Παπαδάκη και όχι ο ίδιος. Ψυχρός δήμιος με ήθος υπόκοσμου. Το Κόμμα, έπειτα από παρακολούθηση, τείνει να υιοθετήσει την εκδοχή ότι αυτά ειδικά τα άτομα είχαν ενταχθεί στις γραμμές του, ως εντεταλμένοι της Intelligence Service, προκειμένου να φθείρουν το κίνημα και να εκθέσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα στον ελληνικό λαό. Στα απομνημονεύματά της και η Ολυμπία Παπαδούκα θα υποστηρίξει την αιρετική εκδοχή ότι τελικά η Παπαδάκη εκτελέστηκε με εντολή της Intelligence Service. Τίποτε δεν έχει αποδειχθεί έως τώρα. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια πολύ «βολική» αλήθεια για όλους. Πιθανότατα διανοίγεται εδώ νέα προοπτική στο πεδίο έρευνας, καθώς τα αρχεία αυτά είναι πλέον προσιτά στο μελετητή. Το ΚΚΕ θα τραβήξει διαχωριστικές γραμμές και ο Ζαχαριάδης με δήλωσή του θα παραδεχτεί ότι η εκτέλεση της Παπαδάκη ήταν λάθος καταδικαστέο.
Λίγους μήνες πριν, 2 Μαρτίου 1944
Καλλιτεχνικός φθόνος, ιδεολογική αντιπαράθεση, ανθρώπινες αδυναμίες, δόλια εκμετάλλευση των καιρών για να εκτονωθεί η προσωπική εμπάθεια, σκοπιμότητα ή πολιτική αλητεία εκτός ορίων; Ο ύποπτος ρόλος των Μυράτ λίγο πριν το τέλος; Δεν παρευρέθηκαν αργότερα ούτε στην κηδεία. Όλα αυτά και τίποτε συγκεκριμένο. Ίσως τελικά το όποιο κατηγορητήριο δεν έχει νόημα· αυτοαναιρείται[12]. Μέσα στην τύρβη της ιστορικής ανακολουθίας φαντάζει ψήγμα ελάχιστο. Κονιορτοποιείται. Μια ματαιότητα χωρίς αντίκρισμα, με θλιβερούς νικητές και αξιοθρήνητους ηττημένους. Μοιάζει με τυχαίο συμβάν, παροξύτονη υποσημείωση στο πικρό χρονικό μιας εποχής. Δεν παύει όμως ποτέ να είναι ύβρις.
Για δυο μήνες περίπου, μέσα στην πύρινη λαίλαπα της πρωτεύουσας, οι δικοί της την αναζητούν. Ο αδελφός της Μιχάλης Παπαδάκης και η γυναίκα του, ο Σαμ Μπράντενμπουργκ. Η Κοτοπούλη απευθύνεται εναγώνια στον Ελβετό Λαμπέρ, Διευθυντή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Την ψάχνουν στις λίστες των αγνοουμένων. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία. Μπορεί σήμερα κανείς να διαβάσει πολλές πηγές, να εντοπίσει πληθώρα μαρτυριών και τεκμηρίων. Κάποτε θα εντοπιστεί η εκατόμβη. Θα την εκταφιάσουν. Στις 25 Ιανουαρίου, Κυριακή πρωί, θα πραγματοποιηθεί η κηδεία στον Άγιο Γεώργιο Κυρίτση, πίσω από την Παλιά Βουλή. Έτσι η Ελένη Παπαδάκη καταλήγει η γυναίκα που πέθανε δύο φορές. Ο Άγγελος Σικελιανός θα αφιερώσει στο ανυποψίαστο θύμα το επίγραμμα:
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνη.
Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κ’ οι εννιά αδελφές εσκύψαν
να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι.
Ποιος θα μπορούσε να σημειώσει τον επίλογο σε όλα αυτά, για όλα αυτά; Ακροβασία μεταξύ φωτός και σκότους. Δυνατός προβολέας για λίγο στη σκοτεινή ντίβα. Θα φύγει, όπως έφυγε, πολύ νωρίς. Στα σαράντα ένα της χρόνια. Κλείνοντας σε σχήμα κύκλου, πιο ρομαντικά, ο λόγος και πάλι στη Λίνα Νικολακοπούλου[13]: «… η μοίρα κάθε Σταχτοπούτας να φεύγει δώδεκα παρά». Αυλαία.
Αυθόρμητα ξαναθυμόμαστε τώρα και πάντα το Νίκο Καζαντζάκη[14]: «Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν»…
Ο παραλογισμός μιας εποχής – Το χρονικό της αθλιότητας
Κατόπιν
————————————————————————-
[1] Γιώργος Σεφέρης «Ο τελευταίος σταθμός».
[2] Βλ. αναλυτικότερα όπ στο «Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών 1917 – 1997, 80 χρόνια Σ.Ε.Η» ιδίως Βαρβάρα Γεωργοπούλου «Εθνική και κοινωνική προσφορά των Ελλήνων Ηθοποιών – Β΄1940 – 1947» καθώς και Μάλλιου (2010, 172).
Μεταπολεμικά, περί το 1949, η Παϊζη μαζί με την πρωτοπόρο παιδαγωγό Ρόζα Ιμβριώτη και άλλες αγωνίστριες του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού θα βρεθούν έγκλειστες στη Μακρόνησο και κυρίως στο Τρίκερι. Εκεί θα πρωτοστατήσουν στο «Θέατρο της Εξορίας». Την Παϊζη την αγαπήσαμε μαζί με το Θανάση Βέγγο στις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» (1991) του Παντελή Βούλγαρη. Οι παλαιότεροι τη θυμόμαστε και στους τηλεοπτικούς «Πανθέους» του ΕΙΡΤ στο ρόλο της Χρυσοστόμης, πλάι στο Λυκούργο Καλλέργη.
[4] Η Ντιριντάουα (Αικατερίνη Οικονόμου) βρέθηκε πολλάκις στο στόχαστρο των μεταπολεμικών κυβερνήσεων. Ιδιόρρυθμη περίπτωση, αλλόκοτη. Στην Κατοχή είχε παντρευτεί το δωσίλογο Κώστα Πετρουτσόπουλο, που εκτελέστηκε στην Ιταλία. Έπειτα τάχθηκε υπέρ του ΕΑΜ. Συνεπώς στιγματίστηκε διπλά. Στα πέτρινα χρόνια, οι Χίτες κατέβαζαν διά της βίας «τη Βουλγάρα» από τη σκηνή μέσα σε πανδαιμόνιο. Πολλοί ηθοποιοί υπέστησαν, κατόπιν, ένα είδος επαγγελματικού bullying με κόστος οικονομικό και καλλιτεχνικό. Μέσα στη λαίλαπα των εξελίξεων χρεώθηκε την προδοσία και το διασυρμό της Παπαδάκη. Δε νομίζω όμως να διέθετε η Ντιριντάουα τέτοιο και τόσο κύρος επιρροής, ώστε να αγγίξει ένα μέγεθος σαν την Παπαδάκη. Από την άλλη σε τόσο χαλεπούς καιρούς, τίποτε δε θα μπορούσε να είναι απίθανο. Πάντως αργότερα παντρεύτηκε τον Κώστα Χατζηχρήστο, ο οποίος προσπάθησε να την προστατεύσει. Παρακάλεσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να είναι πιο ήπιες οι δεξιές εφημερίδες στις αναφορές τους στη γυναίκα του. Ο τελευταίος, προς τιμήν του, το επέβαλε. Πέθανε ξεχασμένη το 1996. Βλ. σχετικά και τη νεκρολογία στο «Ριζοσπάστη»: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3648057
[5] Το αδόκητο τέλος της Ελένης Παπαδάκη στα Δεκεμβριανά και οι συνθήκες, υπό τις οποίες συνέβη, συγκίνησε, ήγειρε το ενδιαφέρον του κοινού και των ερευνητών, προκάλεσε αντεγκλήσεις ερμηνείας και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Οι μαρτυρίες αυξάνονται συν τω χρόνω. Όπως είναι φυσικό κάποτε συγκρούονται, εφόσον διαφοροποιείται η οπτική. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν πάντα και οι αυτοβιογραφίες ηθοποιών, που ως συνάδελφοι της Παπαδάκη, έζησαν εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα. Ποικιλότροπα φωτίζουν το παρελθόν. Εν προκειμένω:
√ Τίτος Βανδής «Κουβέντα με τους φίλους μου», Εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1999. Ο Βανδής πρωτοστάτησε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου στη διαγραφή της Παπαδάκη. Σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, έντυπες ή τηλεοπτικές, φαινόταν πιο επιθετικός και δογματικός. Σε υστερότερες φάσεις, πιο κοντά στο τέλος, αναδιπλώνεται και χειρίζεται το όλο θέμα πιο στοχαστικά. Βλ. αμέσως εν συνεχεία το τηλεοπτικό «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ του 2002. Έστω. Η ωριμότητα τονώνει την επιείκεια, την ενσυναίσθηση, τον ανθρωπισμό…
√ Βάσω Μανωλίδου «Βάσω Μανωλίδου», Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997
√ Ολυμπία Παπαδούκα «Το θέατρο της Αθήνας – Κατοχή, Αντίσταση, Διωγμοί» Εκδ. Σμπίλιας, Αθήνα χ.χ
√ Ασπασία Παπαθανασίου «Σελίδες μνήμης», Εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1996
√ Δημήτρης Ροντήρης «Σελίδες αυτοβιογραφίας», Επιμέλεια – Σχόλια Δ. Καγγελάρη, Εκδ. Καστανιώτης 2000
√ Αλέξης Σολωμός «Έλληνες ηθοποιοί της φθαρτής αθανασίας», Επιμέλεια Θ. Νιάρχος, Εκδ. Καστανιώτης 2006
Ο θάνατος της Ελένης Παπαδάκη εμπνέει και τη λογοτεχνία. Καταρχάς το Γιώργο Θεοτοκά στο μυθιστόρημά του «Ασθενείς και οδοιπόροι» του 1964, Εκδ. Εστίας, Αθήνα 2012. Η τηλεοπτική μεταφορά του έργου θα πραγματοποιηθεί από την ΕΤ1 την περίοδο 2002 – 03. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Bernhard Bettermann είναι έξοχο. Πιο πρόσφατα ο Μάνος Ελευθερίου θα μας δώσει τη «Γυναίκα που πέθανε δύο φορές», Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2012. Ειδικά για την έρευνα του Ελευθερίου πάνω στο θέμα πρβλ. τη συνέντευξη του συγγραφέα στην εκπομπή του Γιάννη Τζαννετάκου «Εξιστορείν και Ιστορείν»: https://www.youtube.com/watch?v=_d596EQDCkE.
Ομοίως σημαντική κατάθεση αποτελεί το αφιέρωμα στην Ελένη Παπαδάκη της τηλεοπτικής εκπομπής «Παρασκήνιο» σε σκηνοθεσία Ηλία Γιαννακάκη στην ΕΡΤ το 2002:
https://www.youtube.com/watch?v=KRsvvv7eiKE
και ιδίως https://www.youtube.com/watch?v=jZSHdRLjWRk.
Από τις διαδικτυακές πηγές ας αναφερθούν μόνο:
http://elenipapadaki.blogspot.gr/2011/11/blog-post.html και
Τέλος, για πρώτη φορά φέτος, το θεατρικό χειμώνα 2017–18, ανεβαίνει στην αθηναϊκή σκηνή ο μονόλογος του Μάνου Καρατζογιάννη «Για την Ελένη» με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κίτσου. Βλ. σχετικά: https://www.youtube.com/watch?v=nhvdN-exWb4.
[6] Η μεταπολεμική λογοτεχνία, πέρα από τη μυθοπλασία μεταφέρει ντοκουμέντα ατόφια – ανεξάρτητα από το ιδεολογικό τους φιλτράρισμα ή την όποια φιλολογική διαμεσολάβηση. Δεν τίθεται ζήτημα για τη συμβολή έργων εμβληματικών, όπως είναι «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου ή η «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού. Όμως την κατοχική και μετακατοχική ατμόσφαιρα στο αστικό περιβάλλον, την καταρρακωμένη όσο και αδίστακτη Αθήνα πριν και μετά τον Εμφύλιο, θα τη βρούμε πιο συμπυκνωμένη, σχεδόν θα τη «βιώσουμε» αποσπασματικά, σε μυθιστορήματα όπως «Το τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή, «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Ζέη και προπάντων η αριστουργηματική «Μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι – σε αυτό το σπουδαίο κείμενο, που, όποτε το ξαναδιαβάζω, με συνεπαίρνει, οφείλω κάποτε να επανέλθω!
[7] «Ελληνικόν Αίμα». Οι δημοσιεύσεις στα φύλλα της 15ης Οκτωβρίου και της 6ης Δεκεμβρίου 1943 αντίστοιχα.
[8] Σε αυτήν ακριβώς τη σχέση, μέσα από τη μυθοπλασία, θα εστιάσει ο Γιώργος Θεοτοκάς το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματός του «Ασθενείς και οδοιπόροι».
[9] Βλ. σχετικά Πολύβιος Μαρσάν όπ,2001, 295: «Αυτή και η οικογένειά της πέρασε τις ίδιες στερήσεις, όπως όλοι, μια αβιταμίνωση μάλιστα είχε επιφέρει σοβαρές επιπλοκές στο ένα της μάτι λόγω και της μυωπίας της και βρισκόταν σε συνεχή παρακολούθηση στον καθηγητή Γιάννη Χαραμή. Κι αν είχε τέτοιαν επιρροή στον Ράλλη θα μπορούσε να παίξει επιτέλους ρόλους που ονειρευόταν να τους παίξει από χρόνια. Τρία μόνο καινούργια έργα έπαιξε στο Εθνικό σ’ όλο το διάστημα της Κατοχής από το 1941 έως το 1944: την «Ιφιγένεια», το «Μισάνθρωπο» και την «Εκάβη».
[10] Μεταξύ των ατόμων που της ζήτησαν όλο αυτό το διάστημα να μεσολαβήσει στους ιθύνοντες αναφέρονται οι Άγγελος Σικελιανός, Δημήτρης Χορν, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Λιλίκα Νάκου, Αιμίλιος Βεάκης κά Ο Βεάκης συμμετείχε λίγο αργότερα στο Προεδρείο που την καταδίκασε!… Πρβλ. όπ Μάλλιου (2010, 174).
[11] Πρβλ. τη «Νέα γυναίκα», μια από τις μεγαλύτερες και τρόπον τινά «φεμινιστικές» επιτυχίες της επιθεωρησιακού θεάτρου στο μεσοπόλεμο. Βλ. σχετικά:
https://www.youtube.com/watch?v=La6UgMHuZWc αλλά και
https://www.youtube.com/watch?v=6etalJ5SGu8
[12] Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν πολλά αμβλύνθηκαν. Ταυτίζομαι απολύτως με τη συνολική θεώρηση που επιχειρεί η φίλη και συνάδελφος Μαρία Μάλλιου – Καρδάση, συνοδοιπόρος κάποτε στη Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συμπτωματικά από τα ιδρυτικά στελέχη του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βέροιας το 1983:
«Η ευθύνη της δολοφονίας της Παπαδάκη, όπως ήταν επόμενο αποδόθηκε στο ΚΚΕ, εφόσον οι φυσικοί αυτουργοί ανήκαν στην ΟΠΛΑ. Ωστόσο η ηγεσία του Κόμματος ήταν ουσιαστικά αμέτοχη στο φόνο της Παπαδάκη και καταδίκασε το κακούργημα. Ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης στην εισήγησή του στη 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής στις 25 Ιουνίου 1945, δήλωσε: «Φυσικά οι πράξεις που κάναν τα μέλη του Κόμματος δημιουργούν ευθύνες και για το ίδιο. Μα μια που το ΚΚΕ δεν έδωσε τέτοια γραμμή, και αυτούς που έκαναν υπερβασίες και τις υπερβασίες τις ίδιες αποκήρυξε και τις αποκηρύσσει». […] Οι κατηγορίες του Σ.Ε.Η δεν υιοθετήθηκαν ποτέ από το Κόμμα και τα μέλη του μιλούσαν πάντα με θαυμασμό για την τέχνη της· αναφέρονταν με σεβασμό στο πρόσωπό της, επαινώντας την προσφορά της στη σωτηρία πολλών μελών του Κόμματος.
Η Δεξιά για πολλά χρόνια εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη δολοφονία της Παπαδάκη, κυρίως στις επετείους των Δεκεμβριανών [να θυμίσουμε εδώ και το Σύνταγμα Μακρυγιάννη στο Κτήριο Βάιλερ δίπλα από το σημερινό Μουσείο Ακρόπολης], αγνοώντας στην ουσία την καλλιτεχνική της προσφορά.
Αργότερα η Αριστερά, στην προσπάθειά της να αμυνθεί για τις ευθύνες, που της αποδίδονταν υιοθέτησε την εκδοχή της υπαιτιότητας της Ιντέλλιτζενς Σέρβις, στηριζόμενη κυρίως στα απομνημονεύματα ηγετικών στελεχών της Αριστεράς». Βλ. σχετικά Μάλλιου ό.π, 2010, 168.
[13] Νικολακοπούλου & Κραουνάκης, όπ: https://www.youtube.com/watch?v=i1KCI2sGoLQ
[14] Ν. Καζαντζάκης «Αναφορά στον Γκρέκο»
Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ