Λογοτεχνία

“Το δεντράκι που δεν ήθελε να στολιστεί” (3) παραμύθι της Πόπης Φιρτινίδου

Οι άνθρωποι λέτε πως όλα συνηθίζονται και όλα ξεχνιούνται. Δεν συμφωνώ.

Πέρασαν χρόνια. Μπορεί και πολλά.

Το αγόρι δεν ψήλωνε πια, και η φωνή του ήταν η φωνή ενός δυνατού νεαρού άντρα. Άλλοτε τον συνέπαιρναν τα γράμματα, άλλοτε ξεμυαλιζόταν με τις αγάπες. Μα ό,τι κι αν γινόταν στη ζωή ή στην ψυχή του, πάντα έβρισκε τρόπο να έρχεται για την κουβέντα μας. Τα φύλλα μου κρατούσαν τα μυστικά του όπως κρατούσαν τις στάλες της βροχής που φυλακιζόταν ανάμεσά τους, και μετά, όταν έλαμπε ξανά ο ήλιος, μ’ ένα φύσημα του αέρα, πουφ!, τα σκόρπιζαν σαν μαγική χρυσόσκονη.

Μα όταν πλησίαζαν οι μέρες για να ξανάρθουν τα φορτηγά και τα λαίμαργα πριόνια που κουβαλούσαν, ο φίλος μου χανόταν. Εγώ στην ακρούλα μου, αυτός στην άλλη του ζωή, και ο πόλεμος στο χωράφι. Σήκωνα τα κλαδιά μου ψηλά, τα ένωνα πάνω απ’ την κορυφή μου και παρακαλούσα όσο πιο δυνατά μπορούσα τον ουρανό να μην ξαναδώ δέντρα ξαπλωμένα πάνω στα φορτηγά. Μα ο ουρανός, ό,τι κι αν κρυβόταν εκεί πάνω, μού γυρνούσε την πλάτη κάθε δώδεκα μήνες ακριβώς. Ένιωθα ανάμικτα φόβο και μοναξιά.

Το αφεντικό δεν αλαφροπατούσε πια σαν λαγός μέσα στο χωράφι. Περπατούσε αργά και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε για βοήθεια ένα μεγάλο ξύλο. Και όλο και συχνότερα στηριζόταν στο μπράτσο του φίλου μου.

  • Θυμάσαι που σου έλεγα όταν ήσουν μικρός πως μια μέρα όλα αυτά που βλέπεις θα είναι δικά σου; Ε, το βλέπω πια πως η μέρα αυτή δεν θ’ αργήσει πολύ. Το βουνίσιο κρύο μου φαίνεται όλο και πιο αβάσταχτο και φοβάμαι πως σύντομα θα είμαι ένας γέρος ταιριαστός μόνο με μια πολυθρόνα, μη σου πω θα είμαι άλλη μια πολυθρόνα βαριά και δυσκίνητη μέσα στο σπίτι.

Το παλληκάρι δεν μιλούσε.

  • Έβαλα στο μάτι μια έκταση καινούρια στην άλλη πλευρά του βουνού. Θα το νοικιάσω και θα ξεκινήσουμε. Μαζί. Το χωράφι αυτό δεν έχει και πολλά να δώσει πια. Ακόμα φέτος και μετά τέρμα. Την άνοιξη θα πρέπει να το αφήσουμε. Το χώμα έχει ανάγκη να ξεκουραστεί για να μπορέσει να δώσει καινούρια φυτά σε λίγα χρόνια. Και τώρα που το σκέφτομαι, αυτό το δικό σου, εκεί πάνω στα σκουπίδια, σωστό δέντρο το έκανες. Γιατί δεν το πουλάς; Σε καναδυό βδομάδες που θα έρθουν οι έμποροι, έλα να δεις πώς γίνονται τα παζάρια. Όχι πως θα πιάσει και πολλά, μα όσο να πεις…
  • Το δέντρο μου; Το δεντράκι μου; Να πουλήσω το δεντράκι μου;
  • Γιατί; Τι το φρόντιζες τόσο καιρό; Τι άλλο σκοπό έχει ένα τέτοιο δέντρο;
  • Έχει, να μου μιλάει και να με ακούει.

Αυτή ήταν η απάντηση του νέου, μα δεν την άκουσε κανείς γιατί δεν βγήκε από τα χείλη του, αλλά από την κλειστή καρδούλα του. Μ’ αυτήν την κλειστή καρδιά ήρθε να με συναντήσει.

  • Ο πατέρας λέει πως αυτός είναι ο σκοπός της ζωής σου, να στολιστείς κι εσύ σαν όλα τα δέντρα.
  • Και τι θα σημαίνει αυτό για μένα;
  • Θα σε ντύνουν γιρλάντες σαν γυαλιστερές αράχνες.
  • Με ντύνουν πραγματικές αράχνες με τους ιστούς τους που είναι πιο πυκνοί και με ζεσταίνουν μια χαρούλα.
  • Θα έχεις στολίδια στα κλαδιά.
  • Δεν τα χρειάζομαι τα πλαστικά, ούτε τα ψεύτικα. Έχω τα κουκουνάρια μου στα κλαδιά μου.
  • Θα κρέμονται παιχνιδένια ζωάκια από τα κλαδιά σου.
  • Ανεβοκατεβαίνουν στα κλαδιά μου πραγματικά ζώα, καθόλου δεν έχω ανάγκη τα ψεύτικα.
  • Θ’ ακούγεται μουσική παντού γύρω σου.
  • Κελαηδάνε τα πουλιά τα χαράματα, και ωραιότερη μουσική δεν υπάρχει απ’ αυτήν.
  • Θα σε φωτίζουν πολύχρωμα λαμπάκια.
  • Έχω τα αστέρια να με φωτίζουν. Κι αυτά βγαίνουν όλες τις νύχτες του χρόνου, κι όχι μόνο αυτές που εσείς λέτε γιορτινές. Γιατί δεν με ακούς; Δεν θέλω να φύγω από δω.

Συζητούσαμε, μα δεν πλησιάζαμε. Εγώ έτρεμα όλο και περισσότερο, τα κλαδιά μου έτρεμαν σαν να φυσούσε δυνατά και μικρές μικρές στάλες αλμυρής υγρασίας έβγαιναν από μέσα τους. Αλλά κι εκείνος μιλούσε χωρίς να με κοιτάζει, η φωνή του ήταν σαν σκονισμένο φύλλο, άκουγα τις λέξεις, μα ούτε χρώμα, ούτε γυαλάδα ξεχώριζα.

  • Αυτό θέλεις να κάνεις για όλη σου τη ζωή; Να μεγαλώνεις όμορφα, καταπράσινα δέντρα και μετά να τα παζαρεύεις σαν να είναι από πλαστελίνη;
  • Αυτό περιμένουν οι άλλοι από μένα.
  • Εσύ; Τι θέλεις να κάνεις εσύ;

Ο νέος δεν μίλησε. Κι έτσι συνέχισα να μιλώ εγώ. Γιατί έτσι κάνουν οι πραγματικοί φίλοι. Κάποιες φορές κάνουν λέξεις τις σκέψεις των φίλων τους.

  • Οι άνθρωποι δίνετε μεγάλη αξία στην ελευθερία σας, μα δεν σας νοιάζει και πολύ για την ελευθερία των άλλων. Μιλάτε με περηφάνια για τους αγώνες σας και διαφημίζετε το θάρρος σας σαν να θέλετε να το πουλήσετε, σαν να είναι η πιο γλυκιά σοκολάτα ή το πιο γρήγορο αυτοκίνητο. Γράφετε βιβλία γι’ αυτήν, και βγάζετε λόγους. Λοιπόν μάθε κάτι από μένα: δεν χρειάζεται και πολλή λεβεντιά για να κόψεις απ’ τη ρίζα ένα δέντρο που δεν μπορεί να τρέξει για να ξεφύγει. Εσύ έχεις πόδια. Μπορεί να σου φαίνονται δυνατά και γρήγορα και ικανά να σε ταξιδέψουν στην άκρη του κόσμου, ή να νομίζεις πως είναι λιανά σαν τσάκνα και πως θα λυγίσουν στην πρώτη δυσκολία. Μα έχεις πόδια και είναι δικά σου. Εγώ; Πού μπορώ να πάω εγώ; Τι να κάνω; Εγώ έχω ρίζες. Αυτές είναι που με τρέφουν, βέβαια, αλλά αυτές οι ίδιες είναι που με κολλάνε εδώ ακίνητο, έτοιμο να με κάνει όποιος θέλει μια χαψιά. Στέκομαι εδώ και περιμένω ανήμπορο την απόφασή σου. Και η απόφαση αυτή θα γίνει η μοίρα μου.

Έγινε σιωπή. Μα ήταν μια σιωπή που έλεγε πολλά, πάρα πολλά.

  • Ένα μόνο θα σε ρωτήσω: γιατί με έσωσες όταν ήμουν ένα μικρό βλασταράκι που οι άλλοι με έλεγαν παράσιτο; Γιατί δεν έδωσες μια με το παιδικό σου χεράκι να με ξεριζώσεις τότε και να με πετάξεις μαζί με τ’ άλλα σκουπίδια; Γιατί να μου δώσεις μια ζωή, αν η ζωή αυτή δεν είναι δική μου;

Πέρασε ώρα πολλή χωρίς να λέμε τίποτα. Και σε λίγο σηκώθηκε ήσυχα ήσυχα και με βήματα ελαφριά σαν πρωινή πάχνη έφυγε. Δεν τον ξαναείδα ποτέ.

4.

Από τότε πέρασαν χρόνια. Μπορεί και πολλά. Εγώ είμαι ακόμα εδώ και σας μιλώ. Δεν ξέρω τι έγινε ο φίλος μου, ούτε αν το καινούριο χωράφι έγινε η δουλειά του κι αν ζει κόβοντας δέντρα που στολίζονται για λίγες μέρες τον χρόνο. Καμιά φορά, όμως, όταν οι νύχτες γίνονται φωτεινές καθώς γεμίζει το φεγγάρι, ονειρεύομαι πως τα βήματά του ανοίγουν τον δικό του δρόμο, τον κατάδικό του δρόμο και πως στο τέλος του υπάρχει μόνο καλοσύνη και ομορφιά. Και παρακαλάω το φεγγάρι να τον προσέχει.

Γιατί έτσι κάνουν οι φίλοι.

Σχετικά με την εκδήλωση λόγου και μουσικής του Δημοτικού Ωδείου Βέροιας, για  “Το δεντράκι που δεν ήθελε να στολιστεί” μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ