Ανηφορίζοντας το φθινοπωρινό Πίνοβο για την χιονισμένη κορυφή Βίσογκραντ
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανασίος Συργιάννης
Αν κάποιος βρεθεί σε μια παρέα ανθρώπων που αγαπούν το περπάτημα στη φύση, που θέλουν να περιπλανώνται στους ορεινούς όγκους, που έχουν την ορειβασία στο…αίμα…τους, που αποζητούν το υψόμετρο, και αρχίσει η συζήτηση για το βουνό, τότε θα μπορέσει να ακούσει δεκάδες απόψεις.
Κάποιοι, θα μιλήσουν για τη θέα, που είναι καταπληκτική από ψηλά και πως η αίσθηση ελευθερίας στο βουνό είναι ανυπολόγιστη. Κάποιοι άλλοι, θα μιλήσουν για τον καθαρό αέρα και την άμεση επαφή με το μεγαλείο της φύσης.
Θα υπάρξουν φυσικά και εκείνοι που θα μιλήσουν για τα υψόμετρα, προβάλλοντας τις κατακτήσεις των κορυφών σαν διάκριση. Από μια τέτοια συζήτηση δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι αναφορές τους σε περιπέτειες που πέρασαν και στις εμπειρίες που απέκτησαν.
Εκείνο που θα κάνει τη συζήτηση ακόμη πιο ενδιαφέρουσα θα είναι η στιγμή που θα αρχίσουν τις περιγραφές των βιωμάτων τους, καθώς και την απαρίθμηση των εντυπώσεων του καθένα ξεχωριστά κατά την διάρκεια της περιπλάνησής του στους ορεινούς όγκους.
Από όλα τα παραπάνω, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς πως, αυτός που επιλέγει το τι θέλει να κάνει στο βουνό είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και τα «θέλω» του. Άλλος, μπορεί να θέλει, απλά, να βρεθεί στη φύση. Κάποιος άλλος, επιθυμεί να ζήσει την περιπέτεια. Και οι πιο τολμηροί να επιδιώξουν να ανηφορίσουν σε ακόμη μεγαλύτερα υψόμετρα.
Για μας, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», το βουνό αποτελεί το «καταφύγιο» από τους ρυθμούς της πόλης, τη «γωνιά διαφυγής» από την άχαρη καθημερινότητα. Έτσι, περιμένουμε πως και πως να κυλήσουν οι μέρες της κάθε βδομάδας και να φτάσουν τα πολυπόθητα διήμερα.
Περιμένουμε τα Σαββατοκύριακα που θα φορτωθούμε τα σακίδιά μας και θα εκδράμουμε προς το «καταφύγιό» μας, εκεί που ελεύθεροι πλέον θα ξεδιπλώσουμε τα «θέλω» μας απαλλαγμένοι από τα «πρέπει» της καθημερινότητας. Εκεί, που θα είμαστε εμείς και μόνο εμείς οι ρυθμιστές του χρόνου μέσα στο χρόνο της μέρας.
Όπως κάθε φορά, έτσι και την εβδομάδα που μας πέρασε, κάναμε όλες τις απαραίτητες προεργασίες για τον σχεδιασμό του προγράμματος της κυριακάτικής μας εξόρμησης στο βουνό. Αρχικά, «πέσανε» στο τραπέζι των συζητήσεών μας πολλές προτάσεις περιοχών και ορεινών όγκων.
Τα ακραία, όμως, καιρικά φαινόμενα που επικράτησαν κατά την διάρκεια της εβδομάδας στις περισσότερες περιοχές της χώρας και οι μετεωρολογικές προβλέψεις για επιδείνωση του καιρού τις υπόλοιπες μέρες, περιόρισαν κατά πολύ τον αριθμό των προτάσεων.
Την σχετική «έρευνα» ανέλαβε ο Θανάσης, ο «μετεωρολόγος» της ομάδας μας. Παρακολουθώντας, ιντερνετικά, τις μεταβολές των καιρικών συνθηκών από περιοχή σε περιοχή και μελετώντας εκείνες που προβλέπονταν για το διήμερο, κατέληξε στον ορεινό όγκο του βόρειου τμήματος του Νομού Πέλλας, εκεί δηλαδή που οι προβλέψεις της ΕΜΥ έδιναν για την Κυριακή κάπως καλύτερες συνθήκες.
Μία μέρα πριν την ορειβατική μας εξόρμηση συγκεντρωθήκαμε για μια μίνι σύσκεψη με τον Τοτό, τον αρχηγό της ομάδας και αφού λάβαμε υπ’όψη μας τα στοιχεία της «έρευνας» του Θανάση, αποφασίσουμε να εκδράμουμε στο βουνό Πίνοβο (φωτ. 1).
Έτσι, την Κυριακή 19-11-2017, φύγαμε με το σκοτάδι από τη συννεφιασμένη Βέροια με προορισμό το ορεινό χωριό Αετοχώρι Αριδαίας. Η οδική μας διαδρομή: Βέροια – Σκύδρα – Μαυροβούνι – Νέα Ζωή – Ξιφιανή – Αριδαία.
Σε όλη την διαδρομή μας, προσπαθούσαμε να δούμε, έχοντας έτοιμες τις φωτογραφικές μας μηχανές, τον ήλιο να ανατέλλει για να τον αποθανατίσουμε με τα πρώτα του απερίγραπτα χρώματα. Μάταια, όμως. Ο συννεφιασμένος ουρανός δεν μας έκανε αυτή τη χάρη. Αρκεστήκαμε μόνο στο αντίκρισμα μιας κατακόκκινης γραμμής που κάποια στιγμή εμφανίστηκε μέσα από τα σύννεφα και πέρα στο βάθος του κάμπου της Αλμωπίας.
Φτάνοντας στην πλατεία της Αριδαίας, ακολουθήσαμε τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Εξαπλάτανο. Λίγα χιλιόμετρα πριν το χωριό στρίψαμε αριστερά και ακολουθήσαμε τον ασφαλτόδρομο προς Ριζοχώρι – Φιλώτεια – Θηριόπετρα.
Φτάνοντας στην Θηριόπετρα συναντήσαμε πυκνή ομίχλη. Η οδήγηση προσεκτική, δεν μπορούσαμε να δούμε πέρα από τα 20 μέτρα. Βγαίνοντας από το χωριό και ανηφορίζοντας για το Αετοχώρι το σκηνικό από λεπτό σε λεπτό άλλαζε. Η ομίχλη ολοένα και υποχωρούσε. Έτσι, μπορούσαμε να δούμε όλο το τοπίο που απλωνόταν στο πέρασμά μας.
Μπροστά μας το βουνό Πίνοβο, Πλάτσα ή Μπλάτσα όπως αλλιώς ονομαζόταν. Ένας ορεινός όγκος που βρίσκεται στα βόρεια του Νομού Πέλλας με το ένα τμήμα του να αποτελεί μέρος του φυσικού συνόρου που χωρίζει την Ελλάδα από τα Σκόπια (FYROM).
Όταν τον παρατηρεί κανείς από μακριά, εντυπωσιάζεται βλέποντάς τον να ορθώνεται επιβλητικά στο τέλος του κάμπου της Αλμωπίας και πάνω από τα ορεινά χωριά της περιοχής (φωτ. 2).
Στα δυτικά του έχει το βουνό «Καϊμακτσαλάν» (Βόρα) και στα ανατολικά του την «Μικρή Τζένα».
Δεν κάναμε παραπάνω από 30 χλμ από την Αριδαία και φτάσαμε στο ορεινό χωριό Αετοχώρι, που είναι κτισμένο σε πλαγιά και περιτριγυρισμένο από πανέμορφα μεικτά δάση ( φωτ. 3)
Φτάνοντας στην πολύ όμορφα διαμορφωμένη πλατεία του χωριού, αποφασίσαμε να αφήσουμε τα αυτοκίνητά μας δίπλα στον υπεραιωνόβιο πλάτανο και κοντά στο κτίριο που στεγάζει τον Πολιτιστικό Σύλλογο Αετοχωρίου «Το Πίνοβο» (φωτ. 4).
Ο πλάτανος και ο Πολιτιστικός είναι τα δύο χαρακτηριστικά της πλατείας. Στο σημείο υπάρχει και ένα πετρόχτιστο οίκημα, που διαμορφώθηκε τα 2-3 τελευταία χρόνια περιμένοντας τους καλοφαγάδες επισκέπτες του χωριού (φωτ. 5).
Το χωριό ακόμη κοιμόταν.
Προπολεμικά το Αετοχώρι ήταν μεγάλο, είχε 1300 περίπου κατοίκους. Σήμερα αριθμεί λίγες μόλις δεκάδες που μένουν στο χωριό. Βγαίνοντας από τα αυτοκίνητά μας αισθανθήκαμε την πρωϊνή ψυχρούλα στα 680 μέτρα υψόμετρο.
Παντού σιωπή, απόλυτη ησυχία. Μας «υποδέχτηκαν» με το γάβγισμά τους τα 3-4 ξαφνιασμένα, από την απρόσμενη παρουσία μας, σκυλιά. Η θερμοκρασία κοντά στους 5 βαθμούς Κελσίου. Ο ουρανός με λιγοστά συννεφάκια.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε ( φωτ. 6).
Τα τετράποδα τρέχανε γύρω μας κουνώντας τις ουρές τους και παρακολουθώντας την κάθε μας κίνηση.
Φορτώσαμε τα σακίδιά μας με τα πολύ απαραίτητα και αφού ετοιμαστήκαμε ξεκινήσαμε την πορεία μας με κατεύθυνση προς τα σημάδια που είδαμε στο παλιό πέτρινο τοίχο απέναντι ακριβώς από το κτίριο του Πολιτιστικού Συλλόγου (φωτ. 7).
Στο τοίχο εκείνο υπάρχει, πέρα από τα κίτρινα και κόκκινα σημάδια, και μία ενημερωτική πινακίδα που έχει τοποθετηθεί από τον Ορειβατικό Σύλλογο Αριδαίας με πληροφορίες για τις κορυφές και τις ώρες ανάβασης σε κάθε μία από αυτές (φωτ. 8).
Μας ακολούθησαν και τα τέσσερα τετράποδα, μετά την αρχική αναστάτωση που προκάλεσαν μέσα στην απόλυτη ησυχία και αφού μας «επεξεργάστηκαν» όσο διάστημα εμείς ετοιμαζόμασταν.
Προχωρώντας λίγο πιο πάνω, προς την έξοδο του χωριού, συναντήσαμε μια άλλη μεταλλική πινακίδα που έχει τοποθετηθεί εκεί απο τον Δήμο Αλμωπίας (φωτ. 9).
Τα πρώτα μέτρα τα περπατήσαμε πάνω σε χωμάτινο δρόμο του χωριού μέχρι να συναντήσουμε την πέτρα με το κίτρινο βέλος της σήμανσης που μας οδήγησε σε μονοπάτι (φωτ. 10).
Βαδίζαμε μέσα σε θάμνους και βελανιδιές ( φωτ. 11).
Το μονοπάτι αυτό ανηφορικό και σύντομο. Μας έβγαλε σε ένα άλλο φαρδύ χωματόδρομο που συνδέει το Αετοχώρι με τις ορεινές βοσκές, που βρίσκονται ψηλά στο βουνό.
Στο σημείο εκείνο υπάρχει, στα δεξιά του δρόμου, ένα μισογκρεμισμένο κτίσμα. Θα ήταν, μάλλον, ένα παλιό φυλάκιο.
Πήραμε τον χωματόδρομο με πορεία προς τα αριστερά. Λίγο πιο πάνω συναντήσαμε μια μεταλλική μπάρα που θα χρησίμευε κάποτε για τον έλεγχο των διερχόμενων από το κομμάτι εκείνο αυτοκινήτων, είτε από τους στρατιώτες φρουρούς των συνόρων, είτε από τις Υπηρεσίες του Δασαρχείου (φωτ. 12 ).
Ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια φτάσαμε στο βραχώδες κομμάτι της διαδρομής εκεί που υπάρχει ένας χαρακτηριστικός βράχος τριγωνικού σχήματος με μια διαμπερή σπηλιά (φωτ. 13, 14).
Το άνοιγμα της εισόδου στη σπηλιά μεγάλο, στο εσωτερικό της χωράνε δεκάδες άτομα και στο τέρμα της έχει ένα μικρό άνοιγμα που βλέπει προς τον κάμπο της Αλμωπίας ( φωτ. 15).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε βαδίζοντας πάνω στο δασικό δρόμο. Περάσαμε από ένα στένωμα που στα δεξιά του έχει ένα απότομο βράχο που ορθώνεται επιβλητικά και σχεδόν κάθετα πάνω από το δρόμο και στα αριστερά υπάρχει ένα περιφραγμένο κομμάτι με μία ψηλή περίφραξη ( φωτ. 16).
Στο σημείο εκείνο κατηφορίσαμε. Η κατηφόρα σύντομη και λίγο πιο κάτω, στη στροφή του δασικού δρόμου, περάσαμε ένα ρυάκι. Βρισκόμασταν σε ένα τμήμα του ρέματος «Παραμαγούλα ρέμα».
Περνώντας το τρεχούμενο νερό, αφήσαμε τον δασικό δρόμο και μπήκαμε στο ανηφορικό μονοπάτι, στα δεξιά μας, ακολουθώντας την ένδειξη του κόκκινου βέλους της σήμανσης που υπάρχει πάνω σε ένα βράχο.
Το μονοπάτι ανηφορικό. Το πέρασμά μας μέσα από πυκνή βλάστηση ενός μεικτού δάσους. Κέδρα, θάμνοι, πανύψηλες φτέρες, φυτικά τούνελ. Πραγματική ζούγκλα (φωτ. 17, 18).
Οι ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου με δυσκολία διαπερνούσαν τα πυκνά κλαδιά με τα λιγοστά φύλλα τους.
Χαμηλά, το πολύχρωμο χαλί των πεσμένων φύλλων από λογής-λογής δένδρα (φωτ. 19, 20 ).
Απερίγραπτες εικόνες, ασύλληπτη η φαντασία του δημιουργού όλου αυτού του καταπληκτικού σκηνικού. Η φύση όταν έχει κέφια… δημιουργεί και όταν δημιουργεί κάνει… θαύματα. Προχωρούσαμε μέσα από τα στενά περάσματα της πυκνής βλάστησης ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια.
Όσο ανηφορίζαμε, τόσο αντικρίζαμε στο πέρασμά μας και κάτι το διαφορετικό. Βήμα με βήμα το σκηνικό άλλαζε. Ξεχώριζε από το προηγούμενο και πιο πάνω μας περίμενε ένα άλλο που όμοιό του δεν θα συναντούσαμε πουθενά αλλού.
Ανηφορίζοντας, το μεικτό δάσος το διαδέχτηκε ένα άλλο με τις πανύψηλες οξυές (φωτ. 21).
Παντού απόλυτη ησυχία. Αυτή η σιωπή του δάσους μας έκανε να θέλουμε να βλέπουμε μόνο και να μη μιλάμε.
Στο διάβα μας πατούσαμε πάνω στα πεσμένα υγρά φύλλα (φωτ. 22).
Αισθανόμασταν την έντονη υγρασία του δάσους και η μυρωδιά της βρεγμένης γής έφτανε μέχρι τις μύτες μας. Η ατμόσφαιρα ψυχρή και πεντακάθαρη μας δρόσιζε τα σπλάχνα και μας ξυπνούσε το νού. Οι κουβέντες μας λιγόστευαν, καθώς το πνεύμα γαλήνευε και συντονιζόταν με το περιβάλλον του δάσους.
Ήμασταν μακριά από το κάθε τι της πόλης και θέλαμε να χαρούμε αυτό που ζούσαμε εκείνη τη στιγμή. Απαλλαγμένοι από το βάρος των σκέψεων της άχαρης καθημερινότητας και ζώντας όλο αυτό που μας περιτριγύριζε δεν αισθανόμασταν βάρος στα πόδια μας και ας ανηφορίζαμε εδώ και ώρα.
Κάποια στιγμή ο ήχος των τρεχούμενων νερών άρχισε να διακόπτει τη σιωπή του δάσους. Μετά από πορεία μιας ώρας, από το Αετοχώρι, φτάναμε στο ρέμα με τα αφρίζοντα στο πέρασμά τους νερά του, που τα διακρίναμε στα αριστερά μας και μέσα από τους κορμούς των πανύψηλων δένδρων ( φωτ. 23).
Φτάνοντας στο σημείο με τα ορμητικά νερά, έπρεπε να τα περάσουμε υποχρεωτικά προκειμένου να συνεχίσουμε την πορεία μας. Ήθελε πολύ προσοχή στα πατήματά μας για την αποφυγή μιας ανεπιθύμητης πτώσης. Πατούσαμε πάνω σε κάποιες πέτρες που προεξείχαν και πάνω σε βρεγμένα κλαδιά που είχαν συγκεντρωθεί ( φωτ. 24).
Περάσαμε και αυτό το φυσικό εμπόδιο και συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε. Βρισκόμασταν ακόμη μέσα στο δάσος οξυάς. Η πορεία μας σχεδόν παράλληλη με τα τρεχούμενα νερά του ρέματος που τα είχαμε, αυτή τη φορά, στα δεξιά μας. Από κάποια ανοίγματα μπορέσαμε να δούμε τμήματα κορυφών – βράχων ( φωτ. 25).
Σε κάποια σημεία της διαδρομής οι σαλαμάντρες μας «έκοβαν» το δρόμο. Τις φωτογραφίζαμε και τις προσπερνούσαμε (φωτ. 26).
Ανηφορίζοντας συναντήσαμε έναν άλλον δασικό δρόμο. Στρίψαμε αριστερά και προχωρώντας 200 περίπου μέτρα ξαναμπήκαμε στο μονοπάτι στα δεξιά μας. Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα πορείας, από το ρέμα με τα τρεχούμενα νερά, και φτάσαμε σε ένα ξέφωτο με σάρα και μια πλαγιά με μεγάλη κλίση.
Στο σημείο εκείνο το υποχρεωτικό πέρασμά μας ήθελε πολύ προσοχή, γιατί το μονοπάτι που περνούσε από το απότομο κομμάτι της πλαγιάς ήταν πολύ στενό και οι πέτρες υποχωρούσαν σε κάθε πάτημα ( φωτ. 27).
Περάσαμε και αυτό το φυσικό εμπόδιο και ξαναμπήκαμε σε δάσος οξυάς. Συντροφιά μας ο ήχος των νερών ενός άλλου ρέματος, από τα δεκάδες της περιοχής, που το είχαμε στα αριστερά μας. Το πέρασμά μας στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής ήταν σύντομο.
Το δάσος άρχισε να αραιώνει, τα δένδρα να λιγοστεύουν και οι πρώτοι βράχοι να ξεπροβάλλουν υπενθυμίζοντάς μας πως από δώ και πέρα μπαίναμε στο βασίλειο των βράχων, των αλπικών λιβαδιών και των ανέμων (φωτ. 28).
Από ένα σημείο του μονοπατιού μπορέσαμε να δούμε, στα αριστερά μας, ένα τμήμα της κορυφογραμμής του ορεινού όγκου του Πίνοβου με κατεύθυνση προς την ψηλότερη κορυφή του, την «Κορφούλα», με υψόμετρο 2.156 μ. ( φωτ. 29)
Αφήνοντας πίσω μας το δάσος οξυάς και προχωρώντας ψηλότερα το σκηνικό άλλαζε. Δεν ξέραμε προς τα που να κοιτάξουμε, τι να πρωτοθαυμάσουμε. Οι φωτογραφικές «πήραν» φωτιά και τα «κλικ» των λήψεων ασταμάτητα.
Όσο πλησιάζαμε προς την αλπική ζώνη του βουνού, ένα κατάμαυρο θεόρατο βράχινο τοίχος στο βάθος άρχιζε να ορθώνεται επιβλητικά μπροστά μας. Ήταν ο «Μαύρος Βράχος», που μας εντυπωσίαζε στη θέα του τόσο με τον όγκο του, όσο και την κάθετη βραχώδη πλαγιά του ( φωτ. 30 ).
Κοιτάζοντας δεξιότερα, είδαμε τη χιονισμένη κορυφή του προορισμού μας, του «Βίσογκραντ», να ξεπροβάλλει πίσω από το «Βράχο». Ανηφορίζαμε. Όσο προχωρούσαμε, τόσο τα αλπικά λιβάδια απλώνονταν γύρω μας. Εδώ, πλέον, δένδρα δεν υπάρχουν. Σε όλη την πλαγιά επικραεί η χαμηλή βλάστηση. Βλέπαμε νερά που τρέχανε παντού και ρυάκια που δεν ήταν αδύνατον να μετρηθούν. Το χορταριασμένο έδαφος ήταν υγρό και το χορταράκι ακόμη πράσινο ( φωτ. 31).
Εκείνο που έκανε τη διαφορά, στο κομμάτι εκείνο του βουνού, ήταν οι σκορπισμένοι παντού ογκόλιθοι διάφορων μεγεθών. Όλο το σκηνικό το συμπλήρωναν, με τη σειρά τους, και οι δεκάδες πανύψηλοι βράχοι που αντικρίζαμε γύρω μας.
Μπαίναμε στη «Κοιλάδα των Βράχων» με τη θέα του επιβλητικού ορεινού όγκου του Πίνοβου και της εντυπωσιακής κορυφογραμμής του μπροστά μας ( φωτ. 32).
Μια ολιγόλεπτη στάση για φωτογραφίες και συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια του μονοπατιού που οδηγούσε προς το ογκώδες και πανύψηλο σκουρόχρωμο βράχο με το χαρακτηριστικό τριγωνικό σχήμα του που βλέπαμε μπροστά μας ( φωτ. 33).
Πίσω από τον βράχο διακρίναμε ένα μικρό τμήμα της τρίτης σε ύψος κορυφής του ορεινού όγκου, του «Καλόγερου» ( υψ. 1.873 μ.).
Στη βάση του χαρακτηριστικού αυτού βράχου, εκεί που διασταυρώνεται το μονοπάτι μας με εκείνο που οδηγεί προς την τοπωνυμία «Πευκάκια», υπάρχει η τελευταία πηγή της αλπικής ζώνης ( φωτ. 34).
Ολιγόλεπτη στάση, γεμίσαμε τα παγούρια μας και συνεχίσαμε την πορεία μας ανηφορίζοντας την πλαγιά με τη μεγάλη κλίση. Αφήναμε στα δεξιά μας τον βράχο με την πηγή και τον «Καλόγερο» που ορθώνονταν ακόμη πιο δεξιότερα.
Στα αριστερά μας ο επιβλητικός «Μαύρος Βράχος» και λίγο δεξιότερά του η απότομη πλαγιά με τη σάρα που απλωνόταν κάτω από το «ζωνάρι» του «Βίσογκραντ» ( φωτ. 35).
Πίσω μας και χαμηλά δεν βλέπαμε τίποτα, γιατί το τοπίο το κάλυπτε η ομίχλη που ερχόταν απειλητική προς τη μεριά μας (φωτ. 36)
Ο καιρός άρχισε να μας κάνει παιχνιδάκια. Τον ηλιόλουστο ουρανό άρχισε να τον καλύπτει η ομίχλη που τη μια πύκνωνε και την άλλη αραίωνε κάνοντάς μας κάπου-κάπου τη χάρη να μπορέσουμε να δούμε το γύρω τοπίο. Προχωρούσαμε ακολουθώντας το μονοπάτι με τα κίτρινα σημάδια με κατεύθυνση το διάσελο κάτω από την κορυφή «Βίσογκραντ».
Στα 1.900 περίπου μέτρα υψόμετρο και λίγο πριν το διάσελο στρίψαμε αριστερά στην απότομη σάρα με κατεύθυνση προς τον αυχένα που βλέπαμε στο βάθος. Από τον αυχένα το κλασικό μονοπάτι συνεχίζει για την ψηλότερη κορυφή του Πίνοβου, την «Κορφούλα» (υψ. 2.156 μ.).
Βρισκόμασταν στο «ζωνάρι» και κάτω από την δεύτερη σε ύψος κορυφή του ορεινού όγκου, του «Βισογκραντ» ( υψ. 2.150 μ.). Από κάποιο σημείο της διαδρομής αφήσαμε το κλασικό μονοπάτι με τη κίτρινη σήμανση και ανηφορίσαμε προς τα πάνω με σκοπό να φτάσουμε στις «Πόρτες».
Το κομμάτι τραχύ και απότομο. Κάθε πάτημά μας απαιτούσε συγκέντρωση και πολύ προσοχή στα λιθάρια που υποχωρούσαν κάτω από το βάρος στο πέρασμά μας. Από δω και πέρα ήμασταν εκτεθειμένοι. Δεν υπήρχε πια τίποτε που θα μπορούσε να μας προστατέψει.
Δεν υπάρχουν θάμνοι για να πιαστεί κανείς και ούτε χορτάρι για να πατήσει στα μαλακά. Ευτυχώς δεν φύσαγε. Οι άνεμοι εδώ, όταν φυσάνε, είναι δυνατοί και αλλάζουν αστραπιαία τον καιρό αδιαφορώντας για τους επισκέπτες.
Όσο βρίσκεται κανείς στο σημείο αυτό διαπιστώνει πως, στο κομμάτι αυτό του βουνού δεν μετράνε οι τίτλοι και η ζωή κανενός. Εδώ, μετράει μόνο η σωστή εκτίμηση των επικρατουσών συνθηκών, η αξιολόγηση των δυνατοτήτων, η δύναμη και η ικανότητα του καθένα.
Πριν φτάσουμε στο βραχώδες και με μεγάλη κλίση στενό πέρασμα, στις «Πόρτες», πατήσαμε το πρώτο χιονάκι ( φωτ. 37, 38 ).
Ολιγόλεπτη σύσκεψη. Αφού εκτιμήσαμε την ποσότητα του χιονιού και αξιολογήσαμε την ποιότητά του, αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε από το στενό εκείνο πέρασμα με προορισμό την κορυφή «Βίσογκραντ».
Στις «Πόρτες» φτάσαμε μετά από μια συνεχή ανηφορική πορεία 3 ωρών και 40 λεπτών από το Αετοχώρι.
Πριν αρχίσουμε την δυσκολότερη ανάβασή μας διώξαμε τα σκυλιά, που μας ακολουθούσαν από το χωριό, γιατί μπαίνοντας ανάμεσά μας θα μπορούσαν να σπρώξουν πέτρες που θα μας προκαλούσαν ανεπιθύμητους τραυματισμούς.
Η ανηφόρα επίπονη και απαιτητική. Μπροστά ο Τοτός, ο αρχηγός μας, να ανοίγει πατήματα και τελευταίος εγώ να «καταγράφω» με τη φωτογραφική μου την κάθε στιγμή του περάσματος της ομάδας ( φωτ. 39, 40, 41).
Χρειαστήκαμε λιγότερα από 15 λεπτά για να βγούμε από τις «Πόρτες». Βγαίνοντας από το στενό κομμάτι της διαδρομής, το χιόνι που πατούσαμε έφτανε μέχρι τους 30 πόντους ( φωτ. 42).
Συνεχίζαμε και η ομίχλη μας ακολουθούσε (φωτ. 43).
Φτάσαμε επιτέλους στην κορυφογραμμή. Περπατούσαμε πάνω στα Ελληνοσκοπιανά σύνορα. Από τα αριστερά μας η Ελλάδα και από τα δεξιά μας τα Σκόπια (φωτ. 44, 45)
Το χιόνι σε πολλά σημεία έφτανε μέχρι τους 50 πόντους. Η ομίχλη δεν μας επέτρεπε να δούμε την γύρω θέα από ψηλά. Προχωρούσαμε. Συντροφιά μας και πάλι τα 4 σκυλιά του χωριού. Πλησιάζαμε το πρώτο τσιμεντένιο κολωνάκι των συνόρων (φωτ. 46).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε για την κορυφή (φωτ. 47, 48).
Περπατούσαμε, κυριολεκτικά, πάνω στην κόψη της κορυφογραμμής. Από τα δεξιά μας και τα αριστερά μας οι απότομες πλαγιές που δεν επέτρεπαν καμία χαλάρωση (φωτ. 49).
Πλησιάζαμε στον προγραμματισμένο προορισμό μας. Μετά από 4 ώρες και 40 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας φτάναμε στην δεύτερη σε ύψος κορυφή του Πίνοβου, το «Βίσογκραντ» (φωτ. 50).
Στα 2.150 μέτρα υψόμετρο δεν καθυστερήσαμε πολύ. Ήταν ανώφελο, αφού δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα από ψηλά. Μια ομαδική φωτογραφία και στη συνέχεια πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής (φωτ. 51).
Η απόφασή μας ήταν να κατηφορίσουμε από την κορυφή κάνοντας διαφορετική διαδρομή από εκείνη που κάναμε ανηφορίζοντας ( φωτ. 52, 53).
Ο προορισμός μας αυτή τη φορά ο αυχένας.
Σε κάποιο σημείο της κορυφογραμμής, αφήσαμε την συνορογραμμή και κάναμε αριστερά κατηφορίζοντας την απότομη χιονισμένη πλαγιά, για να κόψουμε δρόμο και να κερδίσουμε χρόνο. Ήταν μια δική μας διαδρομή.
Στο κατέβασμα μας βοήθησε πολύ η ποιότητα του χιονιού (φωτ. 54, 55, 56).
Χρειαστήκαμε μόλις 30 λεπτά για να κατηφορίσουμε από την κορυφή και να φτάσουμε στον αυχένα (φωτ. 57)
Στο κλασικό μονοπάτι που περνά από το «ζωνάρι» του «Βίσογκραντ» σταματήσαμε να ξεκουραστούμε και να κολατσίσουμε Συντροφιά μας και τα τετράποδα που μας ακολουθούσαν από την αρχή (φωτ. 58).
Αφού ξεκουραστήκαμε φορτωθήκαμε και πάλι τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας. Ακολουθούσαμε το κλασικό μονοπάτι με την κίτρινη σήμανση. Περάσαμε δίπλα από ορύγματα και κάποια απομεινάρια πολέμων. Λίγο πριν το διάσελο στρίψαμε δεξιά ακολουθώντας τα σημάδια.
Από δω και πέρα το μονοπάτι γνωστό και τα περάσματα γνώριμα. Τα περπατήσαμε ανηφορίζοντας. Όσο κατηφορίζαμε η ομίχλη πύκνωνε. Πλησιάζοντας στο χωριό ο καιρός μουντός, ο ουρανός συννεφιασμένος. Το πήγαινε για βροχή. Στην πλατεία φτάσαμε μετά από κατηφορική πορεία 3 ωρών και 30 λεπτών.
Είχε αυτοκίνητα. Είχαν έρθει οι καλοφαγάδες για να απολαύσουν τα μεζεκλίκια του μοναδικού μαγαζιού του Αετοχωρίου. Φτάνοντας στα αυτοκίνητά, άλλη μία κυριακάτικη ορειβατική εξόρμησή μας έφτανε στο τέλος της.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την οδική επιστροφή μας. Όλα πήγαν καλά. Καταφέραμε να ολοκληρώσουμε το πρόγραμμά μας έτσι όπως το είχαμε σχεδιάσει. Μας βοήθησε και ο καιρός. Ο «μετεωρολόγος» της ομάδος μας, ο Θανάσης, ήταν σωστός στις προβλέψεις του.
Πριν επιβιβαστούμε στο αυτοκίνητό μας, χαϊδέψαμε τα σκυλιά του χωριού, που μας ακολουθούσαν σε όλη μας την διαδρομή , για να τα ευχαριστήσουμε.
Με αμέτρητες εικόνες «αποθηκευμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας και με εκατοντάδες «αποτυπωμένες» φωτογραφίες στις μνήμες των ψηφιακών μας μηχανών πήραμε το δρόμο της επιστροφής για την πόλη της Βέροιας.
Απολογισμός:
Διαδρομή: Αετοχώρι (υψ. 680 μ.) – «Κοιλάδα Βράχων» – κορυφή «Βίσογκραντ»
(υψ. 2.150 μ.) – επιστροφή
Υψομετρική διαφορά: 1.518 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα, ένδειξη GPS)
Απόσταση: 16 χλμ. ( ένδειξη GPS)
Χρόνος: 8 ώρες και 10 λεπτά ( συνολικός χρόνος)