Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι οργής ατρύγητο.
Τι αμόλυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα που δεν έγινε.
Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ’ τη θλίψη και
ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο, γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή
για τα ναυάγια που επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα
στα όνειρα.
Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του
πάναγνου έρωτα˙ του πάναγνου έρωτα. Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι,
εξαργύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.
Από κείνη τη νύχτα ό,τι κι αν πω, φωνάζει σαν αίμα
“Το ερπετό που ξυπνάει”
Ηλίας Γκρης 17 Νοέμβρη 1989
Συννεφιασμένο πρωινό του Νοέμβρη. Το τηλέφωνο στο σπίτι της Χαράς χτυπάει ασταμάτητα. Σαν, στην άλλη άκρη της γραμμής, κάποιος να ήθελε απεγνωσμένα να μιλήσει. Η Χαρά σταμάτησε το ξεφύλλισμα των παλιών εφημερίδων και σηκώθηκε.
«Θα πάμε στην πορεία για το Πολυτεχνείο, Χαρά;» ακούστηκε η φωνή από την άλλη άκρη.
Ένα αγκάθι κέντησε την καρδιά της Χαράς. «Ο Γιάννης, σκέφτηκε.»
Στο μυαλό της ήρθαν εικόνες από εκείνες τις τραγικές μέρες του Νοέμβρη του ’73.
Πρωτοετής φοιτήτρια η Χαρά, συνεπαρμένη από τα ιδανικά και το δίκιο του αγώνα των φοιτητών, έχοντας την άγνοια του κινδύνου, τριγυρνούσε μαζί με άλλους νέους στους δρόμους, διαδηλώνοντας και μοιράζοντας προκηρύξεις. Λεπτοκαμωμένη, με τα κοντά μαλλιά της και τα εκφραστικά καστανά μάτια της, αέρινη, στροβιλίζονταν μέσα στο πλήθος των άγνωστων ανθρώπων, κάτω από το άγρυπνο και σκοτεινό βλέμμα των αστυνομικών.
Ξαφνικά ένα δυνατό χέρι απλώνεται και προσπαθεί να την αρπάξει από τα μαλλιά. Γλίτωσε χάρη στα κοντοκουρεμένα «αγορέ» μαλλιά της. Την ίδια στιγμή ένα άλλο χέρι, πιο δυνατό και πιο αποφασιστικό, αρπάζει το δικό της και αρχίζουν και οι δυο μαζί να τρέχουν. Ακολουθούσε τον άγνωστο σαν υπνωτισμένη, χωρίς να ξέρει ούτε πού πήγαιναν, ούτε γιατί, ώσπου χάθηκαν στους γύρω δρόμους. Σταμάτησαν μόνον όταν ήταν σίγουροι ότι κανένας δεν τους ακολουθούσε. Μπήκαν σ’ ένα μικρό καφέ, κρυμμένο μέσα σ’ έναν κήπο με άσπρα και κόκκινα χρυσάνθεμα, εκεί στο τέλος του δρόμου. Έτσι γνώρισε η Χαρά τον Γιάννη.
Ήταν φοιτητής στο τέταρτο έτος. Ψηλός, δυνατός, με καθαρή, σίγουρη ματιά. Μαλλιά ατημέλητα και μια μαύρη γενειάδα που θύμιζε παλληκάρια αλλοτινών εποχών. Γνωρίστηκαν, μίλησαν γι’ αυτούς και το τι συνέβαινε στη χώρα, για ώρα πολλή. Πριν χωριστούν συμφώνησαν να συναντηθούν το απόγευμα, εδώ στο μικρό καφέ.
Η Χαρά γύρισε σπίτι της. Ανεξήγητος ενθουσιασμός και μεγάλη αισιοδοξία γέμισε την ψυχή της, ότι όλα θα άλλαζαν. Τα λόγια του βέλη που τρύπησαν την καρδιά και το μυαλό της, κι ήθελε να ξαναβγεί στους δρόμους, να ξαναφωνάξει «Κάτω η Χούντα» ή «απόψε πεθαίνει ο Φασισμός». Η καθαρή ματιά του Γιάννη και η αποφασιστικότητά του ήταν καθοριστικά γι’ αυτό.
Τα σπίτι ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τα συναισθήματά της. Από νωρίς το απόγευμα βγήκε και περιπλανήθηκε στους κεντρικούς δρόμους , πριν πάει στον τόπο συνάντησής τους. Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος, κινητικότητα μεγάλη από τους αστυνομικούς, πάθος και από τις δύο πλευρές. Αργά, αλλά με σταθερό βήμα, ακολούθησε τη διαδρομή μέχρι το μικρό καφέ με τα άσπρα και κόκκινα χρυσάνθεμα. Κάθισε στο ίδιο τραπεζάκι κι έριχνε ανυπόμονες ματιές στο δρόμο, περιμένοντας τον Γιάννη. Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά. Το μυαλό της έλεγε ότι δεν θα έρθει, η καρδιά της όμως δεν ήθελε να το πιστέψει και τα πόδια της δεν υπάκουαν στην προσταγή του μυαλού.
Από τους κεντρικούς δρόμους ακούγονταν δυνατές φωνές και φασαρία. Αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονταν, διαταγές, φρεναρίσματα και ανατριχιαστικοί θόρυβοι από το σύρσιμο μέταλλου πάνω στην άσφαλτο. Και ο Γιάννης δεν είχε φανεί.
Απογοητευμένη και με θλίψη να σκεπάζει τα μάτια της, αποφάσισε να πλησιάσει προς τα εκεί. Οι εικόνες που αντίκρισε ήταν από ταινία του σινεμά βγαλμένες. Προβολείς που φώτιζαν κτίρια, αστυνομικοί που έτρεχαν, στρατιώτες με τα όπλα τους, στρατιωτικά αυτοκίνητα με τα φώτα τους αναμμένα, και παιδιά, πολλά παιδιά ανεβασμένα στα κάγκελα και στην ταράτσα να φωνάζουν συνθήματα και να τραγουδούν τον Εθνικό ΄Υμνο. Και ίσως εκεί κάπου, κρυμμένο, στο μισοσκόταδο του δρόμου να είδε… Δεν ήθελε να το πιστέψει. Η καρδιά της σφίχτηκε, τα μάτια της έκλεισαν θέλοντας να διώξουν αυτές τις εικόνες, αλλά η δυνατή και άγρια διαταγή που ακούστηκε την επανέφερε στην πραγματικότητα.
Τη διαταγή ακολούθησαν κι άλλες κι άλλες και τρεχαλητά και βρισιές και κρότοι δυνατοί, σαν πυροβολισμοί ακούστηκαν, και αστυνομικοί που έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις, και φαντάροι, και τα παιδιά εκεί πίσω από τα κάγκελα ατρόμητα τους χαιρετούσαν και τους φώναζαν «αδέρφια μας…».
Τρομαγμένη από όλα αυτά η Χαρά, έφυγε τρέχοντας. Χωρίς να το καταλάβει τα βήματά της την οδήγησαν στη γωνιά της, τη γωνιά του μικρού καφέ, που όμως τώρα ήταν κλειστό. Έσπρωξε την πόρτα του κήπου και μπήκε μέσα. Από μακριά οι θόρυβοι γίνονταν ολοένα και πιο δυνατοί, πιο απειλητικοί, και οι διαταγές και τα τρεχαλητά και τα ανατριχιαστικά συρσίματα δημιουργούσαν πίνακα ήχων αποκρουστικό και τρομακτικό και κραυγές σπαρακτικές πόνου και αγωνίας έσκιζαν το νυχτερινό αέρα, όπως οι αστραπές τον συννεφιασμένο ουρανό. Σκιές που έτρεχαν άρχισαν να ξεπροβάλλουν στο δρόμο. ΚΙ από πίσω τους κι άλλες σκιές κι άλλες που τους ακολουθούσαν και θόρυβοι, θόρυβοι εκκωφαντικοί, αλλόκοτοι και απόκοσμοι και ο πιο δυνατός από όλους μ’ ένα σύριγμα, σαν από παραμύθι τρομακτικό βγαλμένοι. Έντρομη τρύπωσε μέσα στα άσπρα και κόκκινα χρυσάνθεμα με μάτια κλειστά, αλλά με την ακοή της σε υπερένταση…
Ξημέρωνε… Απόλυτη σιγή απλώνονταν παντού. Μόνο κάπου-κάπου θόρυβος από βαριά οχήματα έσκιζε το πέπλο της απόλυτης σιωπής.
Τι είχε συμβεί; Τι ήταν αυτός ο χαλασμός; Τι έγιναν τα παιδιά πίσω από τα κάγκελα; Κι ο Γιάννης;
Μ’ αυτές τις σκέψεις η Χαρά αποφάσισε να γυρίσει σπίτι της. Αποφεύγοντας τους κεντρικούς δρόμους, μέσα από στενά που περπατούσε πρώτη φορά, κατάφερε να φτάσει σπίτι της, αποκαμωμένη, αναστατωμένη, τρομαγμένη. Από το ραδιόφωνο προσπάθησε να μάθει, να καταλάβει τι είχε συμβεί! Ο φόβος φώλιασε μέσα της. Έκανε καιρό να βγει από το σπίτι της. Μάταια περίμενε τηλέφωνο από τον Γιάννη, για να μάθει νέα του.
Μέρες αργότερα αποφάσισε να πάει στη σχολή του, μήπως και καταφέρει να μάθει νέα του. Τίποτα. Πρόσωπα τραβηγμένα από την αγωνία, προβληματισμένα, φοβισμένα ήταν αυτά που συναντούσε.
Στη δική της σχολή κανένας δεν μιλούσε. Οι ματιές όμως και το σφίξιμο των χεριών τα έλεγαν όλα. Κι εκεί που ο φόβος έδινε τη θέση του στην αγωνία τον είδε. Ήταν εκεί και την περίμενε. Πόνος μεγάλος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του. Η Χαρά δεν μπορούσε να πει κουβέντα. Τον άκουσε όμως να της λέει, ότι θα ήταν καλύτερα ή μάλλον πιο ασφαλές για εκείνην, να μην συναντηθούν για κάποιο χρονικό διάστημα. Και πριν προλάβει να τον ρωτήσει πού ήταν, τι είχε συμβεί, αυτός έφυγε αθόρυβα όπως είχε έρθει.
Συναντήθηκαν ξανά με την πτώση της Χούντας, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Οι ματιές τους ανταμώθηκαν και το χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη τους. Πιασμένοι σφιχτά, φώναζαν δυνατά μαζί με τους υπόλοιπους νέους συνθήματα, τραγούδησαν, συγκινήθηκαν, έκλαψαν, γέλασαν. Δώσανε υπόσχεση για την επόμενη χρονιά. Κι αυτό συνεχίζονταν και τα επόμενα χρόνια. Η ίδια αποφασιστικότητα, σταθερότητα, μαχητικότητα.
Ο Χρόνος, που αλλοιώνει και δαμάζει συναισθήματα, ιδέες και αξίες είχε κι εδώ τον δικό του ρόλο. Ο Γιάννης δεν φάνηκε ξανά στις πορείες. Μάταια η Χαρά προσπαθούσε να τον βρει μέσα στο πλήθος των διαδηλωτών. Τριγυρνούσε ανάμεσα στους νέους που φώναζαν συνθήματα, τραγουδούσαν, ήθελε να φωνάξει, να τραγουδήσει κι αυτή. Η φωνή της όμως κόβονταν και μόνο κάτι ψίθυροι έβγαιναν από το στόμα της.
Τα παιχνίδια της μοίρας όρισαν ξανά μια συνάντηση για τον Γιάννη και τη Χαρά σε μια στάση λεωφορείου. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Κι εκεί ο Γιάννης άρχισε να της λέει, με φωνή που δεν της θύμιζε τίποτα, «Ξέρεις Χαρά, τα πράγματα άλλαξαν… τίποτα δεν είναι όπως τότε… έχουν γίνει…», σαν απάντηση στην ερώτηση που δεν του έκανε ποτέ η Χαρά. Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της κι ένας κόμπος που δεν τον άφησε να βγει… Τον κοίταξε… κι έφυγε.
Με τα μάτια της ψυχής της «έβλεπε» τους δυο τους στις πορείες, στις καθιστικές διαμαρτυρίες να φωνάζουν «έξω οι βάσεις του θανάτου», ή να τρέχουν στις μπουάτ για να ακούσουν τον Τζαβέλα με το «Λημέρι» του να τραγουδά. Όλα άλλαξαν, ήταν διαφορετικά.
Στο δρόμο που χάραξαν τότε τα νέα παιδιά, άλλοι χάθηκαν, άλλοι συμβιβάστηκαν και άλλοι αντάλλαξαν τους αγώνες τους με πρόσκαιρη δόξα και τιμές. Κι άλλοι έμειναν πιστοί σ’ εκείνα τα οράματα, τα ιδανικά και τις αξίες. Και συνεχίζουν.
Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, η γνώριμη, σταθερή αλλά και πολύ ανυπόμονη φωνή, σταμάτησε το ταξίδι του νου της.
«Τι λες, Χαρά, θα πάμε στην πορεία για το Πολυτεχνείο;»