Πολιτισμός

“Κώστας Μουρσελάς: Έρωτας για τη ζωή” της Μαρίας Σκιαδαρέση

Χτύπησε το τηλέφωνο πρωί της Κυριακής, «πέθανε ο μπαμπάς μου», σπασμένη η φωνή της Κλεοπάτρας. Μ’ έπιασε ζάλη σαν από πλοίο σε φουρτούνα. Ναι, ήταν άρρωστος καιρό, περνούσε μέρες δύσκολες, όμως ποτέ δεν τον φαντάστηκα νεκρό. Ίσως γιατί αγαπούσε τη ζωή με πάθος, όχι με πάθη όπως αυτοί που την ξοδεύουν σπάταλα. Ο Κώστας προσκυνούσε το μεδούλι της ζωής, τον έρωτα, την κινητήρια δύναμή της που δίνει ρυθμό στα ανθρώπινα. Γι’ αυτό κι αγάπησε τον άνθρωπο, έσκυψε απάνω του, τον ένιωσε, οσμίστηκε τις ανάγκες του, τους πόνους, τις μικρότητές του, το μεγαλείο, την ανημπόρια του.

Στην τότε παρέα μας με τη σχεδόν ζουρ φιξ μία φορά την εβδομάδα, όταν ακόμα ζούσαν όλοι, μεσήλικες εκείνοι τότε, Μιγάδης, Μουρσελάς, Τσοκόπουλος, Μαρκάκης, νέοι εμείς, ο Σφακιανάκης, η Χουζούρη, εγώ, ψυχαγωγία αληθινή! Ανάμεσα στην ευφορία που φέρνει ένα τραπέζι φίλων σε ταβέρνα, ανάμεσα σε μεζέδες και σε γέλια, θέματα σοβαρά –πολιτική, πορεία της Ελλάδας, εικαστικά, θέατρο, μουσική, κόμποι που πάλευε ο καθένας μας να λύσει στην καθημερινή του δραστηριότητα, γράφοντας, ζωγραφίζοντας, συνθέτοντας. Ο πιο στοχαστικός πάντα ο Κώστας, ήρεμος, ουδέποτε ύψωσε φωνή να επιβληθεί στους άλλους, πάντα τα ανθρώπινα προείχαν κι εκείνος έτοιμος να ερμηνεύσει την όποια κίνηση του καθενός, γαλήνια. Η σκέψη του πρωτογενής, ποτέ μου δεν τον άκουσα να παραθέτει ιδέες άλλων, παρότι διάβαζε πολύ, αληθινός διανοητής και στοχαστής μαζί, είχε μια σκέψη καθαρή και μια προσέγγιση στα ανθρώπινα βαθιάς θυμοσοφίας. Άνθρωπος με υψηλή αίσθηση του χιούμορ, διασκέδαζε χωρίς γέλια πλατιά και ηχηρά, στα μάτια του φαινόταν περισσότερο η αρέσκεια ή απαρέσκειά του, τον ενοχλούσαν οι δυνατές φωνές και η αγοραία μουσική που βάζουν στα φαγάδικα και κλέβει πάντα κάτι απ’ τη μαγεία της συζήτησης. Αρκετές φορές κάλεσε τον σερβιτόρο για να του πει –προσεκτικά, ευγενικά, να μην τον θίξει– να χαμηλώσει λίγο την ένταση της μουσικής, «και χωρίς αυτήν καλύτερα θα είναι!» συμπλήρωνε σκάζοντας ένα παιδικό χαμόγελο. Η μουσική για κείνον ήταν μέθεξη, μυσταγωγία, λάτρης της κλασικής, χαιρόταν να τη χαίρεται μονάχος σ’ εκείνο τον μικρό, δικό του χώρο, στο κάτω μέρος του σπιτιού, η πολυθρόνα με το αυτοσχέδιο γραφειάκι του –μια απλή σανίδα που πάταγε στα μπράτσα του καθίσματος– έγραφε εκεί απομονωμένος ανάμεσα στη μυρωδιά του εσπρέσο από τη μηχανή του δίπλα και την αγαπημένη μουσική, υπόκρουση στη βάσανο της δημιουργίας.

Φίλος καλός, όποτε είχες την ανάγκη του πάντα έτοιμος να σε ακούσει –ένα απ’ τα πιο σπουδαία στοιχεία του χαρακτήρα του– αλλά και να μιλήσει, να εκφράσει γνώμη, όχι σαν συμβουλή με υψωμένο δάχτυλο, αλλά σε μια κουβέντα κατάθεσης εμπειριών και άντλησης από αυτές της όποιας λύσης. Αν είχες πρόβλημα και του το ομολογούσες, σου χάριζε γενναιόδωρα κομμάτι από τον χρόνο του –πολύτιμο για τον δημιουργό– με στόχο να λυθεί το ζήτημα που είχες. Ο Κώστας αγαπούσε τους ανθρώπους συνειδητά, ουσιαστικά. Λάτρευε την Κική του, σύντροφο της ζωής του, όταν μιλούσε για εκείνη το βλέμμα του έλαμπε, επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία πως είναι ο τρυφερότερος άνθρωπος που γνώρισε ποτέ. Λάτρευε τα παιδιά του και τα καμάρωνε σε κάθε τους επίτευγμα.

Βαθύς, στοχαστικός, διακριτικός, ευγενικός, άριστος παρατηρητής και σχολιαστής της ανθρώπινης ψυχής, ο Κώστας Μουρσελάς, εκτός από ένας σπουδαίος συγγραφέας, ήταν, για όσους τον έζησαν από κοντά, φίλος νηφάλιος και σοφός που στη χαρά σου θα χαιρόταν ανυπόκριτα και στο αδιέξοδό σου θα έβρισκε πάντα κάτι να σου πει για να γλιτώσεις την απελπισία.

Είμαι σίγουρη πως, στον κήπο των αγγέλων όπου τώρα πια βρίσκεται ο Κώστας, συνάντησε ήδη τους φίλους που έφυγαν πριν απ’ αυτόν, σφιχταγκαλιάστηκαν και πιάσαν να θυμούνται τα παλιά!

diastixo.gr

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ