Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου “Έλαβον” – Ποιήματα του απολογισμού και της απόδρασης
Δήμητρα Σμυρνή
Μετά από τρεις ποιητικές συλλογές και συμμετοχές σε συλλογικά έργα, ο Δημήτρης Παπαστεργίου, ιδρυτικό και ενεργό μέλος του «Ποιητικού Πυρήνα» της Βέροιας, φέρνει στο φως την τέταρτη συλλογή του με τίτλο «Έλαβον», εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
Χωρισμένη η συλλογή σε πέντε ενότητες με τον αμφίσημο τίτλο «Έλαβον», που παραπέμπει από τη μια σε πρόσληψη ερεθισμάτων από τον έξω κόσμο που μετατρέπονται σε ποίηση κι από την άλλη σ’ έναν εκ βαθέων προσωπικό απολογισμό, αποτελεί μια σοβαρή ποιητική κατάθεση.
Ματιά άλλοτε τρυφερή και άλλοτε σκληρά αποκαλυπτική γίνεται ποιητικός λόγος που χρησιμοποιεί για όχημα τον ελεύθερο στίχο αλλά και το παραδοσιακό μέτρο με επιτυχία, χωρίς να το θεωρεί παρωχημένο.
Χαράζοντας έναν κύκλο μέσα στον οποίο κλείνει τα ποιήματα όλης της συλλογής, ξεκινά με την «Απόδραση», για να καταλήξει στα «Χρώματα του τέλους», όπου οι τελευταίοι στίχοι των δύο ποιημάτων παίζουν με το «ελκύω» και το «εκλύω», ρήματα ταυτισμένα με την ποιητική πράξη, ως έμπνευση και καταγραφή της.
………………………..
Πρέπει σκληρά
να εξασκηθώ να ελκύω το Ωραίο. («Απόδραση»)
……………………….
Πρέπει σκληρά
να εξασκηθώ να εκλύω το Ωραίο. («Τα χρώματα του τέλους»)
Πρόσληψη έμπνευσης από τα μηνύματα του έξω κόσμου με το «ελκύω», καταγραφή τους με το «εκλύω». Και βέβαια και τα δύο με σκληρή εξάσκηση. Άλλωστε αυτό δεν είναι η ποίηση; Ένας αγώνας σύλληψης του αόρατου και της εναγώνιας αποτύπωσής του. «Η ποίηση είναι αερικό» είπε η Κική Δημουλά και ποιος μπορεί εύκολα να φυλακίσει ένα αερικό στις λέξεις;
Αυτόν τον αγώνα του καταθέτει για τέταρτη φορά ο Δημήτρης Παπαστεργίου με την καινούργια του συλλογή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και ευστοχία.
Αντιδιαστέλλοντας το ποιητικό εγώ με τον κόσμο των πολλών γράφει:
…………………………
μια νύχτα σαν τον Εμπειρίκο θ’ αποδράσω
αχάραγα
διαβαίνοντας από τα κούφια οράματα των ξένων
των πολλών,
όπως σκουλήκι που από κούφιο κόκκαλο διαβαίνει»
…………………… («Απόδραση)
Ο ποιητής λειτουργεί στη νέα του συλλογή ως αποδέκτης των σημάτων που εκπέμπει ο σημερινός κόσμος, κόσμος απρόσωπος, σκληρός και ισοπεδωτικός και στη συνέχεια μετατρέπεται σε πομπό σκληρής κριτικής και πικρού σαρκασμού.
Είμαστε στίχοι στο ποίημα της ανάγκης
Χωρίς πολλά σημεία στίξης μα με στίγματα
………………………
Είμαστε στίχοι στου αφεντικού το ποίημα («Του εργοδότη»)
Άλλοτε με προφητική ενόραση που τρομάζει:
Θα ‘ρθει μια μέρα
που δε θα μας τρομάζει το παγωμένο πέλαγος
αλλά τα παγωμένα βλέμματα των ανθρώπων
……………………………….
Τι με κοιτάτε;
Πρόσφυγες είμαστε όλοι,
από τώρα δε με αναγνωρίζετε; («Ο πλανήτης των προσφύγων»)
Κι άλλοτε φωτίζοντας την πολιτική αλλοτρίωση:
Ενθάδε κείται
ο εγγονός του αντάρτη καπτάν Φαλκίδα
γιος του μελανοχίτωνα Τάρταρου
ο χαμαιλέων της μεταπολίτευσης
Γιάγκος Τ.
…………………….. («Επιτύμβιο»)
Προχωρεί σε χώρους πιο προσωπικούς, όπως η μορφή της μάνας, που γι αυτόν είναι σημείο αναφοράς και σε προηγούμενες συλλογές του, με τόνους έξοχου λυρισμού.
Η μάνα του πότε του μιλά, κάνοντας τις επιθυμίες της ευχή:
…………………………………
-Να ‘σαι γερός, να ‘χεις δουλειά, να ‘χεις και μιαν αγάπη
Να βγεις σημαιοστόλιστο της Παναγιάς καράβι
Σ’ αυτά τα χρόνια δεν ποθώ ούτε ένα παραθύρι
………………………………… («Μητέρας φάσμα»)
Πότε η απουσία της γίνεται βασανιστική:
……………………..
Κανείς δεν είναι πια στο σπίτι σαν γυρίζω
λίγη χαρά ή στεναχώρια να μου πάρει
σαν το φαρμάκι του φιδιού από τη φλέβα
Πόσο σου μοιάζει το ολόγιομο φεγγάρι…
Μητέρα, που όλοι σε φωνάζαν Κατερίνα
κι εγώ από μέσα μου σε έλεγα Ζωή
…………………… («Ζωή»)
Από τις καλύτερες σελίδες της συλλογής τα ποιήματα που αναφέρονται στην ποίηση.
Η ποίηση ως σύμβολο ελευθερίας κρυμμένο καλά και πολύτιμο:
Τη μηχανή κοπής ποιημάτων
Στο υπόγειο να την έχετε
Σαν πολύγραφο της Κατοχής
………………………… («Μηχανή κοπής ποιημάτων»)
Η ποίηση και η γοητεία της για τον αιχμάλωτο ποιητή:
……………………………
Ό,τι θελήσει ο ποιητής γίνεται στο πλευρό σου:
Τρανός και δίκαιος βασιλιάς κι εσύ είσαι το ρηγάτο
……………………
Κι άμα ρωτάς του λόγου μου μαζί σου τι πασχίζω:
Χτίζω – πουλάκι λυρικό – με σφαίρες τη φωλιά μου
……………………… («Ωδή στην ποίηση»)
Το πορτρέτο των ίδιων των ποιητών δίνεται χαρακτηριστικά σ’ ένα από τα πιο ολοκληρωμένα ποιήματα της συλλογής:
Τα σπίτια κάποιων ποιητών είν’ ακατάστατα
Το πάτωμα σκονισμένο
Αράχνες στο ταβάνι
Στοίβες πιάτα στο νεροχύτη
Είναι γιατί συνήθως λείπουνε
Σε σαφάρι λέξεων:
Στο Τότε και στο Τώρα
Στη Σμύρνη ή στο Μιστρά
Στην Κόλαση ή στον Παράδεισο
Στη Χαρά και στη Λύπη
Οπόταν επιστρέφουν δεν έχουν πολύ καιρό
Συγυρίζοντας ακόμη, εμπνέονται κι εργάζονται
καταρρακωμένοι
Ξεπλένοντας ένα κουταλάκι λάμπει το σιρόπι της νεκρής
μητέρας
Ξεπλένοντας ένα πιάτο ανασταίνεται το δείπνο ενός
χωρισμού…
(«Τα σπίτια κάποιων ποιητών»)
Η τέταρτη συλλογή προχωρεί ακόμη περισσότερο σε σχέση με τις προηγούμενες και ως προς τη δυνατότητα εικονοπλασίας και ως προς την ωριμότερη χρήση εκφραστικών μέσων και ως προς τη μεγαλύτερη ποικιλία θεματικών κέντρων.
Εικόνες και σχήματα λόγου όπως:
Απάνω στη μοσχοβολιά που τα ψωμιά υφαίνουν
Γλιστρούν τις παντοφλίτσες τους νοικοκυρές παιδούλες
Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στην τράτα που επιστρέφει
ή
Οικοδόμος ξένων μύθων
χωρίς ένσημα και δώρα
ή
Κι εμείς θα μεταλάβουμε ξανά την Αρετή μας
αποτελούν μικρές πινελιές που συμπληρώνουν χαρισματικά ένα χαμηλόφωνο ποιητικό σύμπαν, προσβάσιμο στον αναγνώστη, που αποπνέει, πέρα από την έμπνευση, σοβαρότητα και σεμνότητα, πράγματα που χαρακτηρίζουν και τον ίδιο τον ποιητή ως άνθρωπο.
(Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο ανήκουν στον Καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ και καλλιτέχνη φωτογράφο, Γιώργο Τσιλιγκιρίδη.)