Τρανσυλβανικές Άλπεις, κοιλάδα ποταμού Άνιες
Ο Ορχάν Μπερεκέτ κοίταξε δεξιά και αριστερά για να μπορέσει να διακρίνει κάποια κίνηση ανάμεσα στα δέντρα. Ο ήχος από τις οπλές των αλόγων στο χώμα ακουγόταν απόκοσμα δυνατός. Ο ήλιος σχεδόν είχε βασιλέψει, και εκείνος μαζί με άλλους 30 έφιππους δελήδες διέσχιζαν με κάθε προφύλαξη το πυκνόφυτο σκοτεινό δάσος στους πρόποδες των τρανσυλβανικών Άλπεων…
Μια απόκοσμη ομίχλη έκανε την εμφάνισή της. Ευτυχώς τα σύννεφα δεν ήταν πολλά και σε λίγο το ολόγιομο φεγγάρι θα τους επέτρεπε να βλέπουν καλά. Ο Ορχάν είχε ένα άσχημο προαίσθημα από την ώρα που ο Καϊμακάμης διοικητής του, έστειλε την ομάδα του για να ανιχνεύσει το δάσος και το ποτάμι Άνιες που το διασχίζει. Έπρεπε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και να κοιτάζουν για άνδρες της εμπροσθοφυλακής του εχθρού.
Ο Μπερεκέτ αφαιρέθηκε από τη θέα και τράβηξε απαλά τα χαλινάρια από το αραβικό λευκό του άτι, μειώνοντας τον καλπασμό του. Το ποτάμι, αν και Ιούνιος, κατέβαινε μανιασμένα από το βουνό. Δεξιά και αριστερά από τις όχθες του υψώνονταν, σχεδόν κάθετα, τεράστιοι ορεινοί δασωμένοι όγκοι. Κάπου εκεί θα πρέπει να κρύβεται ο άρχοντας Βλαντ, σκέφτηκε ο Οθωμανός στρατιώτης και ένιωσε τις τρίχες της κεφαλής του να σηκώνονται.
Η έφιππη ομάδα του συνέχισε να κατευθύνεται βόρεια. Με την άκρη του ματιού του ο Μπερεκέτ νόμισε πως έπιασε μια κίνηση στα δεξιά του, στις παρυφές του δάσους, ανάμεσα στα δέντρα. Κοίταξε καλύτερα, αλλά δεν είδε το παραμικρό. Ο ήχος του ορμητικού ποταμού τον εμπόδιζε να ακούσει καλά. Το άγχος άρχισε να φεύγει από το κορμί και την ψυχή του Οθωμανού δελή. Μέχρι στιγμής δεν είχαν βρει το παραμικρό ίχνος από τον εχθρό. Ύψωσε το χέρι του και οι περίφημοι Οθωμανοί ιππείς σαν ένας άνθρωπος σταμάτησαν τα άλογά τους. Η περιοχή ήταν καθαρή. Θα γύριζαν πίσω στο στρατόπεδό τους.
Όπως οι ακρίδες επιτίθενται στα σπαρτά, έτσι ξεπρόβαλλαν και όρμησαν από τα δέντρα οι άνδρες του εχθρού. Βλάχοι όλοι τους, με ασημένιες πανοπλίες που λαμποκοπούσαν απόκοσμα κάτω από το φως του φεγγαριού, χωρίς να φωνάζουν. Σαν τζίνια της κόλασης με τρομακτικές περικεφαλαίες, δίχως πρόσωπο, μόνο με δυο τρύπες για μάτια, σήκωναν και κατέβαζαν με ορμή τα τεράστια σπαθιά τους πάνω στους άτυχους δελήδες της ομάδας του Ορχάν. Οι Οθωμανοί δεν κατάλαβαν τι τους χτύπησε. Σε λίγα λεπτά ήταν όλοι τους νεκροί. Το αίμα τους έρεε στις όχθες και κοκκίνιζε το ποτάμι. Διακρινόταν καθαρά, κάτω από το φως του φεγγαριού. Ο Ορχάν αποφάσισε να πεθάνει τιμημένα. Τράβηξε το κυρτό σπαθί του και σπιρούνισε το άλογό του.
Ένα βέλος τρύπησε τη βάση του λαιμού του. Δεν είδε από πού ήρθε. Δεν πονούσε, ένιωσε απλά το στόμα του να πλημμυρίζει και να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Πνιγόταν στο ίδιο του το αίμα. Ένα δεύτερο βέλος καρφώθηκε με ορμή στην πανοπλία στο στέρνο του και τον πέταξε κάτω από το άλογό του. Ήξερε ότι πέθαινε. Δάκρυσε. Σκέφτηκε τη γυναίκα του την Αϊσέ πίσω στην Κόνια. Είδε ένα ζευγάρι μεταλλικές μπότες να τον πλησιάζουν αργά, όπως κειτόταν ανάσκελα στο χώμα. Λίγο πριν το κεφάλι του αποχωριστεί από το σώμα του, του φάνηκε πως τα δακρυσμένα του μάτια αντίκρισαν έναν άνδρα του εχθρού να κρατάει μια σημαία που κυμάτιζε κάτω από το φεγγάρι. Ένας δράκος που κρεμόταν από έναν σταυρό. «Ντρακούλ» σκέφτηκε και τα πάντα κοκκίνισαν. Το άγριο ουρλιαχτό ενός λύκου μέσα στο δάσος δεν έφτασε ποτέ στα αυτιά του. Νύχτωνε η 17η Ιουνίου του 1462, λίγο έξω από τη Βαλάχια της Ρουμανίας…
Βλαχία, Ιούνιος 1462
Ο σουλτάνος Μεχμέτ είχε φτάσει πια τα 30. Δεν ήταν πλέον ο νεαρός που εννιά χρόνια πριν, πάτησε το πόδι του στην Πόλη των πόλεων. Ήταν ο πεπειραμένος δημιουργός μιας νέας αυτοκρατορίας. Μιας αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Περσία μέχρι την κεντρική Ευρώπη. Τους τελευταίους μήνες, όμως, στην περιοχή της Ρουμανίας, από το Βελιγράδι μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, υπήρχε έντονη αναταραχή. Όχι, δεν έφταιγε η πανούκλα που θέριζε τη βρόμικη και απολίτιστη Ευρώπη.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του μετά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο Ούγγρος ιππότης Ιωάννης Ουνιάδης, ήταν και αυτός νεκρός. Τότε ποιος έχει κάνει τους μπέηδές του στην περιοχή να τρέμουν και να μην ξεμυτίζουν τα βράδια. Ποιος ευθυνόταν που σταμάτησαν να έρχονται στα θησαυροφυλάκιά του οι φόροι από τη Βλαχία και τη Μολδαβία; Ήθελε πάρα πολύ να πιστέψει τις φήμες… Ο Βλαντ Ντρακούλ, ο νεαρός που μεγάλωσαν μαζί σχεδόν σαν αδέρφια, στην αυλή του πατέρα του, του σουλτάνου Μουράτ, αλλά ποτέ δεν συμπάθησε, κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Θα του έδινε ένα καλό μάθημα.
Ο Μεχμέτ αποφάσισε μια και καλή να τελειώσει με το θέμα των εξεγέρσεων στα Βαλκάνια και τους προηγούμενους μήνες συγκέντρωσε έναν τεράστιο στρατό που ξεπερνούσε τους 60.000 άνδρες και ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη για να καταστήσει σαφές ποιος είναι η «σκιά του θεού πάνω στη γη». Και εάν ο Ντρακούλ ήταν υπεύθυνος για όλα αυτά, με χαρά θα του έκοβε το κεφάλι…
Ο Μεχμέτ χτύπησε τα χέρια του και αμέσως στην είσοδο της σκηνής του εμφανίστηκε ένας kapikulu, έσκυψε το κεφάλι και ρώτησε τον πολυχρονεμένο πατισάχ τι θα ήθελε. «Τον αιχμάλωτο. Φέρτε τον εδώ στη σκηνή μου. Θέλω να του μιλήσω προσωπικά».
Σε ελάχιστα λεπτά μια συνοδεία πέντε τεράστιων γενίτσαρων μετέφερε στη σκηνή τού Πορθητή έναν νέο άνδρα που δεν ξεπερνούσε τα 25 χρόνια. Το πρόσωπό του δεν διακρινόταν. Ήταν μια άμορφη μελανιασμένη μάζα κρέατος και κοκάλων. Τα μέλη του ήταν σπασμένα σε κάθε κλείδωση, ενώ από το ημίγυμνο κορμί του έρεαν ποταμοί αίματος. Οι γενίτσαροι τον υποβάσταζαν. Ο Μεχμέτ πρόσταξε να του δώσουν νερό να πιει. «Ώστε ανήκεις στο τάγμα των ιπποτών του Δράκου», είπε ο σουλτάνος. «Μίλησέ μου για τον άρχοντά σου. Για την οικογένειά του. Πού βρίσκεται; Πόσοι τον ακολουθούν;».
Το χαμόγελο του αιχμάλωτου πάγωσε τον σουλτάνο. Τα τραβηγμένα χείλη του έκαναν να φανεί το στόμα του. Μια μάζα από ματωμένα ούλα. Ο ιππότης του τάγματος του Δράκου ψέλλισε με δυσκολία: «…Προτιμώ ό,τι μου κάνεις εδώ, παρά να μαρτυρήσω τον άρχοντά μου και να το μάθει. Αυτά που τα σκυλιά σου κάνουν, είναι παιχνιδάκια μπροστά σε αυτά που κάνει ο άρχοντας Ντρακούλ στους προδότες. Όσο πιο ψηλό το παλούκι τόσο πιο μεγάλη θέση στην κοινωνία έχει αυτός που παλουκώνεται. Και εσύ θα έχεις το υψηλότερο παλούκι και θα πεθάνεις μετά από μέρες μόνος και αβοήθητος…».
Τα λόγια πάγωσαν στον αέρα. Ένας γενίτσαρος με κουρεμένο κεφάλι, από την προσωπική φρουρά του σουλτάνου, με δυο δρασκελιές βρέθηκε κοντά στον αιχμάλωτο ιππότη, ξεγύμνωσε το τεράστιο σπαθί του και με ασύλληπτη ταχύτητα το κατέβασε στον ματωμένο λαιμό του ανθρώπου. «Η ασέβεια, πατισάχ μου, έχει και τα όριά της», είπε και γονάτισε. Το πρόσωπό του άγγιξε το παχύ χαλί της σκηνής και με το χέρι του ξεγύμνωσε τον λαιμό του. Ήταν και εκείνος ασεβής την ώρα που μιλούσε ο σουλτάνος του και θα το πλήρωνε…
Ο Μεχμέτ δεν είχε κουράγιο να διατάξει να σκοτώσουν και τον «αυθάδη» φρουρό που υπερασπίστηκε την τιμή του. Εξάλλου ο αιχμάλωτος δεν επρόκειτο να μιλήσει και να προδώσει τον άρχοντά του… Η παράνοια και ο τρόμος στο βλέμμα του έκανε τον Πορθητή να νιώσει άβολα. Οι βεζίρηδες αλλά και οι άλλοι αξιωματικοί, στη μεγάλη σκηνή του, κοιτούσαν αποσβολωμένοι τα όσα διαδραματίστηκαν. Ο βεζίρης Ισάκ έσπασε την παγερή σιωπή. Έπεσε στο έδαφος, γονάτισε και με χαμηλωμένο βλέμμα ξεκίνησε να μιλάει: «Ο αφέντης δεν έχει να φοβάται τίποτε. Ο Ντρακούλ δεν θα επιτεθεί ποτέ κατά του στρατού μας. Δεν μπορεί να το κάνει. Σε μια μάχη δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα. Είμαστε τα παιδιά του Μεγάλου Οσμάν. Κανείς στρατός δεν μπορεί να μας κερδίσει. Εξάλλου…», συμπλήρωσε και κοίταξε γύρω του στη μεγάλη σκηνή, «η σκηνή του πατισάχ μας είναι ακριβώς στη μέση του στρατοπέδου και για να φτάσει κάποιος μέχρι εδώ θα πρέπει να μας σκοτώσει όλους και να περάσει από τα πτώματά μας».
Ο Πορθητής χαμογέλασε ειρωνικά και την επόμενη στιγμή συμπλήρωσε: «Μπορεί κάποιος να φτάσει μέχρι τη σκηνή μου Ισάκ, και με άλλο τρόπο… Να είναι ο ίδιος ο γιος του Διαβόλου…».
Στρατόπεδο Βλαντ Ντρακούλ
Μέσα στο πυκνόφυτο δάσος, δίπλα από τον ποταμό Άνιες, η ομίχλη καλύπτει τα πάντα. Καλύπτει ακόμη και τους πυρσούς που ανάβουν κάποιοι πολεμιστές σε ένα πρόχειρα στημένο στρατόπεδο. Οι περισσότεροι είναι ιππότες σιδερόφραχτοι και σαν έμβλημά τους έχουν έναν δράκο που κρέμεται από έναν σταυρό. Κάτω από τον δράκο αναγραφόταν: «Societas Draconistrarum» (Το τάγμα του Δράκου)… Οι ιππότες δεν ήταν και λίγοι. Και μαζί με τους άλλους στρατιώτες αλλά και τους χωρικούς που τους ακολουθούσαν, άγγιζαν τους 10.000 άνδρες…
Στη μέση του στρατοπέδου, κάτω από το φως λίγων πυρσών που έκαναν τη νύχτα να μοιάζει απόκοσμη, ένα πολεμικό συμβούλιο έφτανε στο τέλος του. Ανάμεσα σε μια ομάδα σιδερόφραχτων αξιωματικών βρισκόταν ένας μάλλον όχι ψηλός άνθρωπος. Είχε φαρδιές πλάτες, χοντρό λαιμό και στιβαρά μπράτσα. Το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο και είχε ένα παχύ μουστάκι. Όμως εκείνο που δέσποζε στο παρουσιαστικό του ήταν το ψυχρό, αυστηρό, σκληρό και άγριο βλέμμα του.
Τα λόγια του ακούγονταν βαριά και οι αξιωματικοί πρόσεχαν ευλαβικά αλλά και με κάποιο τρόμο: «Έτσι έχει το σχέδιο. Η επίθεση θα γίνει όπως ακριβώς σας είπα. Θα τους πιάσουμε στον ύπνο. Δεν θα ξέρουν τι τους χτύπησε. Σας ξαναλέω. Προσοχή. Το στρατόπεδό του είναι χτισμένο κυκλικά. Η σκηνή του Τούρκου αφέντη βρίσκεται στο κέντρο για να τον προστατεύουν. Όπως έκαναν οι πρόγονοί τους οι Μογγόλοι στους χάνους τους, στα βάθη της Ασίας, έτσι χτίζουν ακόμη τα στρατόπεδα στις εκστρατείες τους. Όταν θα φτάσουμε στη σκηνή του θα το καταλάβετε. Είναι η μεγαλύτερη μαζί με αυτή των βεζίρηδων. Προσέξτε, η σκηνή του σουλτάνου έχει απέξω ένα κοντάρι και πάνω σε αυτό έχει έξι ουρές αλόγων. Είναι οι ιππουρίδες του, το έμβλημά του στις εκστρατείες. Εάν δείτε το κοντάρι με λιγότερες ουρές, τότε δεν είναι ο σουλτάνος, αλλά κάποιοι βεζίρηδες. Ξεκινάμε».
Ο άνδρας που μιλούσε βγήκε από την ομάδα και ζήτησε να του ετοιμάσουν το άλογό του. Ανέβηκε και τράβηξε το σπαθί του. «Για την τιμή της Χριστιανοσύνης», φώναξε «Για τον άρχοντα Βλαντ», ούρλιαξαν με μια φωνή οι 10.000 στρατιώτες και ξεχύθηκαν στο δάσος να συναντήσουν τους Τούρκους…
Οθωμανικό στρατόπεδο, το ίδιο βράδυ
Οι διπλοβάρδιες των φρουρών στο οθωμανικό στρατόπεδο, που το είχε ζώσει η ομίχλη, ούτε που κατάλαβαν τι συνέβη. Μια θάλασσα 10.000 σιδερόφραχτων τους χτύπησε από όλες τις πλευρές. Δεν υπήρχε σημείο του, που να μην δεχτεί επίθεση. Σαν να ηχούσαν οι σάλπιγγες της Αποκάλυψης, εκατοντάδες μεταλλικά σκεύη, πνευστά και κρουστά, ούρλιαζαν δημιουργώντας ένα σκηνικό που έκοβε το αίμα. Σαν να άνοιξαν οι τάφοι και οι νεκροί να ορμούσαν από την κόλαση πάνω στους έντρομους Οθωμανούς. Οι Βλάχοι του «γιου του Διαβόλου» πετσόκοβαν τους πάντες. Κανένας οίκτος. Οι έφιπποι ιππότες έριχναν τους πυρσούς τους πάνω στις σκηνές που «λαμπάδιαζαν» αμέσως. Το φως έμοιαζε με τις φλόγες της κολάσεως…
Οι Οθωμανοί υποχωρούσαν πετσοκομμένοι. Μια ομάδα ιπποτών έφτασε στο κέντρο του στρατοπέδου. Εντόπισε τις δύο τεράστιες σκηνές που ξεχώριζαν. «Την αριστερή», ακούστηκε μια φωνή και οι γεμάτοι με αίματα στις πανοπλίες τους άνδρες εισέβαλαν μέσα. Σε ελάχιστα λεπτά όλα είχαν τελειώσει. Όποιος ήταν στην αριστερή σκηνή είχε κατακρεουργηθεί με λύσσα και κειτόταν νεκρός…
Μέσα στη δεξιά σκηνή 30 θεόρατοι γενίτσαροι είχαν δημιουργήσει έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από τον σουλτάνο. Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν ένας προς έναν παρά να αφήσουν τους άπιστους να αγγίξουν τον πατισάχ τους. Δεν μιλούσαν. Κρατούσαν την ανάσα τους. Είχαν ξεγυμνώσει τα σπαθιά τους και περίμεναν. Ο Μεχμέτ έσφιξε στο ιδρωμένο από αγωνία χέρι του το εγχειρίδιό του. Σε λίγη ώρα ήξερε ότι ο Αγάς των Γενιτσάρων θα επενέβαινε με τους χιλιάδες αήττητους στρατιώτες του και θα ανέτρεπε την κατάσταση… Αν ζούσε… αν και ο ίδιος ήταν τυχερός…
Έξω από τη σκηνή άκουσε τη βαριά φωνή του Βλαντ Ντρακούλ, του ηγέτη των Βλάχων, που τον ονόμαζαν γιο του Διαβόλου, να ουρλιάζει: «Σας είπα να δείτε τις ιππουρίδες έξω από τις σκηνές. Κάνατε λάθος σκηνή. Τι να κάνω δυο νεκρούς βεζίρηδες. Εκείνον ήθελα. Εκείνον!».
Την ίδια στιγμή δεκάδες γενίτσαροι ξεπρόβαλλαν από παντού και η μάχη τώρα γινόταν σώμα με σώμα. Οι Βλάχοι υποχωρούσαν, οι Οθωμανοί πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος, αλλά ανασυντάχτηκαν και τώρα με τους γενίτσαρους απαντούσαν το ίδιο σκληρά. Ο Μεχμέτ ο Πορθητής από ένα καπρίτσιο της τύχης σώθηκε… Οι Βλάχοι ιππότες του Ντρακούλ υποχωρούσαν κάτω από το σφυροκόπημα των Οθωμανών, οι οποίοι μετά το πρώτο σοκ και αιφνιδιασμό τώρα δικαίωναν τον τίτλο του καλύτερου στρατού του κόσμου…
Οι «Δράκοι» του Βλαντ χάθηκαν έτσι όπως ξαφνικά χτύπησαν. Τους κατάπιε το σκοτάδι και η ομίχλη. Δεν ήταν χαρούμενοι. Είχαν αποτύχει. Ο σουλτάνος ήταν ζωντανός. Δεν τον είχαν πλησιάσει καν. Επί της ουσίας, όμως, το βράδυ της 17ης Ιουνίου είχαν νικήσει. Είχαν καταφέρει συντριπτικό χτύπημα στις δυνάμεις του σουλτάνου, είχαν αιφνιδιάσει τους πάντες, κατέστρεψαν την ψυχολογία του και άφησαν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς μέσα σε λίγη ώρα… Ο Μεχμέτ άφρισε. Έδωσε αμέσως εντολή να τους «καταδιώξουν ακόμη και μέχρι την κόλαση». Άφησε μια μικρή δύναμη να ξεστήσει το στρατόπεδο και με τον κύριο όγκο του αναρίθμητου στρατού του ξεκίνησε το κυνήγι του εχθρού…
Το δράμα των Οθωμανών
Το δράμα του σουλτάνου και του ανίκητου στρατού των Οθωμανών μόλις ξεκινούσε. Όσοι βίωσαν το «κυνήγι» των ανδρών του Ντρακούλ θα εύχονταν να είχαν πεθάνει στη μάχη παρά να δουν τα μάτια τους ό,τι αντίκρισαν… Μια τεράστια φάλαγγα στρατιωτών προχωρούσε στα τυφλά. Δεξιά και αριστερά της πομπής υψώνονταν θεόρατοι ορεινοί όγκοι. Το φως της ημέρας έφτανε με δυσκολία στον δρόμο και στα σημεία όπου τα βουνά σταματούσαν, οι δυνάμεις του Μεχμέτ έπρεπε να διασχίσουν ανήλεα σκοτεινά δάση. Η κούραση ήταν μεγάλη και κάθε λίγο οι ανιχνευτές ενημέρωναν τον σουλτάνο για τις κινήσεις του άρχοντα Βλαντ.
Ο Μεχμέτ, που είχε αποδείξει ότι ήξερε να διαβάζει τις συνθήκες μιας μάχης, ήταν σκεπτικός. Ο Βλάχος ηγεμών τον παρέσερνε σε μια ενδοχώρα άγρια και εφάρμοζε τέλεια την τακτική της καμένης γης. Ένιωθε να κινδυνεύει και ο ίδιος και ο στρατός του. Ύστερα από σκέψη αποφάσισε η καταδίωξη να γίνει μέχρι την πόλη Ταρκοβίστε.
Η πομπή προχωρούσε αργά, αλλά σταθερά. Στην κορυφή μιας ανηφόρας λίγο έξω από την Ταρκοβίστε, το αίμα των Οθωμανών πάγωσε.
Ένας τεράστιος δρόμος φιδογύριζε και χανόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Από τις δύο πλευρές του δρόμου ξεκινούσαν τα δέντρα ενός δάσους που κανείς δεν τολμούσε να μπει μέσα. Δεξιά και αριστερά του δρόμου, η ίδια η κόλαση φάνηκε να πήρε σάρκα και οστά. Χιλιάδες άνθρωποι, παλουκωμένοι, έμοιαζαν σαν συνέχεια των δέντρων του δάσους. Τα παλούκια ήταν καρφωμένα στο έδαφος, αλλά το ύψος τους διέφερε. Ο Μεχμέτ θυμήθηκε τα λόγια του αιχμαλώτου. Η πομπή προχώρησε. Η σιγή ήταν νεκρική. Μέχρι και τα άλογα σαν να αισθάνθηκαν τον θάνατο να πλανάται, δεν χλιμίντριζαν. Κάπου – κάπου ακουγόταν κάποιος στρατιώτης που δεν άντεχε και άδειαζε το στομάχι του.
Στην ατμόσφαιρα η μυρωδιά του σαπισμένου κρέατος και των ούρων έπνιγε την ανάσα. Όταν οι Οθωμανοί πλησίαζαν τους αναρίθμητους παλουκωμένους, συνειδητοποιούσαν ότι οι περισσότεροι ήταν συμπολεμιστές τους…
Τη νεκρική σιγή έσκιζαν κάποιοι ψίθυροι. Ήταν οι ικεσίες από τους παλουκωμένους που πολλοί από αυτούς ήταν ακόμη ζωντανοί. Ικέτευαν τους συντρόφους τους να τους απαλλάξουν από το μαρτύριο.
Ο οθωμανικός στρατός, που δεν γνώριζε τη λέξη «ήττα», δεν γνώριζε τη λέξη τρόμος, τώρα έμοιαζε με ασκέρι φοβισμένων χωρικών. Μέχρι και οι γενίτσαροι με την άρτια εκπαίδευσή τους έμοιαζαν με παιδάκια που δεν μπορούν να σηκώσουν το σπαθί. Τα χέρια τους έτρεμαν. Ο θάνατος δεν τους πτοούσε, ζούσαν με αυτόν. Όμως αυτό που έβλεπαν, άκουγαν και μύριζαν, γέμιζε με τρόμο τις καρδιές τους. Έπρεπε να φύγουν από εκείνο τον τόπο που κυβερνούσε ο σατανάς ο ίδιος…
Λίγο πριν φτάσουν στην πόλη ο Μεχμέτ δεν άντεξε. Έδωσε εντολή να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο και από εκεί να ετοιμαστούν να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη. Ο γιος του Διαβόλου δεν μπορούσε να νικηθεί μέσα στη χώρα του…
Η προδοσία και ο θάνατος
Ο Βλαντ Ντρακούλ πήρε το ψευδώνυμο Τέπες, που σημαίνει ο παλουκωτής. Στη χώρα του ακόμη θεωρείται εθνικός ήρωας. Κυβέρνησε με πυγμή, που όμοιά της δεν έχει υπάρξει ακόμη και σήμερα. Φίλοι, σύμμαχοι αλλά και εχθροί τον έτρεμαν. Ήταν απίστευτα σκληρός, αλλά ο ίδιος έλεγε ότι «μόνο έτσι θα καταλάβουν όλοι πως υπάρχουν νόμοι που εάν δεν τους τηρούν θα πρέπει να έχουν συνέπειες». Εφάρμοσε τέλεια τον ψυχολογικό πόλεμο. Πολλές φορές έφτανε και σε ακρότητες προκειμένου να διατηρήσει την εικόνα που είχαν όλοι για το πρόσωπό του.
Δολοφονήθηκε χρόνια μετά τον Δεκέμβρη του 1476, από δικούς του ανθρώπους. Κάποιες φήμες θέλουν τον Μεχμέτ να μην ξεχνάει την πανωλεθρία του στα βουνά της Βλαχίας και να παίρνει την εκδίκησή του με άλλα μέσα. Οι μηχανορραφίες ήταν ένα παιχνίδι που το ήξερε καλά. Και όταν ο καταλύτης είναι το χρήμα, όλοι εξαγοράζονταν. Ακόμη και οι φίλοι κάποιου δεν διστάζουν να τραβήξουν το μαχαίρι και να σκοτώσουν τον άρχοντά τους… Οι ίδιες φήμες θέλουν το κεφάλι του άρχοντα Βλαντ να μεταφέρεται πεσκέσι στον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη.
Κάποιοι ακόμη και σήμερα ψιθυρίζουν πως ο τάφος του άρχοντα Βλαντ τα βράδια αδειάζει. Μια σκιά ψάχνει εκατοντάδες χρόνια τώρα εκδίκηση… Μόλις πέσει ο ήλιος στην Τρανσυλβανία οι άνθρωποι στα χωριά κλείνονται στα σπίτια τους… Τα παιδιά δεν κυκλοφορούν μόνα τους και στις κουρτίνες των σπιτιών από την εξωτερική πλευρά έχουν ράψει σταυρούς… Σταυρούς σαν το έμβλημα του άρχοντα Βλαντ, μόνο που τώρα λείπει ο δράκος…