Απόψεις Λογοτεχνία

Σημειωτικά ψυχαναλυόμενα… – Το δημοτικό τραγούδι της “Στάμνας”(2) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Θεόδωρος Βρυζάκης, Παραμυθία, 1847

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Άραγε πόσο μακριά ή πόσο κοντά σε αυτά τα δεδομένα βρίσκεται η σάτιρα του Λουκιανού κατά το 2ο μεταχριστιανικό αιώνα; Με πικρό χιούμορ και σκανδαλιστική διάθεση, με ελευθεριότητα αξιοσημείωτη υπογραμμίζει όψεις της κοινωνικής ζωής. Με διαφορετικό πνεύμα αλλά σε παρόμοια σκηνογραφία τοποθετεί το διάλογο ανάμεσα στη σκληρή υπολογίστρια Κρωβύλλη και την Κόριννα, την αφελή και κατευθυνόμενη κόρη της. Δύο γυναίκες από λαϊκό ταξικό στρώμα αντανακλούν τα δεδομένα της εποχής τους και αντιμετωπίζουν την καθημερινότητα με ωμό ρεαλισμό και ηθική έκπτωση. Στην ουσία η μάνα εξωθεί την κόρη στην εκλεπτυσμένη (;) εκπόρνευση… Φυσικά η σήμανση της κοινωνικής αξιοπρέπειας εδώ αλλάζει άρδην. Εξανεμίζεται μπροστά στο συμφέρον. Το ζήτημα όμως είναι ότι κοινωνικά πρόκειται για ευρύτερα αποδεκτή πρακτική, όπως τουλάχιστον προκύπτει από εσωτερικά γνωρίσματα του κειμένου. O! tempora, o! mores! Ο εν λόγῳ «Εταιρικός Διάλογος»[1] ας τεθεί ως ακροτελεύτια καταγραφή:

 Κρωβύλη

Είδες, Κόριννά μου, που δεν ήταν καθόλου φοβερό, όπως νόμιζες, να γίνεις από παρθένα γυναίκα; Το ’μαθες τώρα που κοιμήθηκες με εκείνον τον όμορφο το νεαρό και μου’ φερες τον πρώτο σου μισθό: μία μνα!  Θα σου κάνω δώρο ένα περιδέριαο.

Κόριννα

Αχ, ναι μανούλα!  Και να’ χει κόκκινες χάντρες, όπως αυτό της Φιλαινίδας…

Κρωβύλη

Ναι, τέτοιο θα είναι. Έλα όμως τώρα να σου πω τι θα κάνεις και πώς θα φέρεσαι στους άντρες.  Άλλο μέσο, για να ζήσουμε, δεν έχουμε. Είναι δυο χρόνια τώρα, που πέθανε ο πατέρας σου και ξέρεις τι τραβήξαμε. Όταν ζούσε εκείνος, είχαμε τα πάντα· ήταν γνωστός χαλκωματής στον Πειραιά και όλοι είχανε να λένε πως σαν το Φιλίνο άλλος τεχνίτης δε θα γίνει. Όταν, λοιπόν, πέθανε, πούλησα κι εγώ για δυο μνες το σφυρί του, το αμόνι του, τις μασιές του κι έτσι ζήσαμε!… Μετά κι εγώ η καημένη, τι να κάνω; Πότε ύφαινα, πότε έκλωθα το στημόνι, ε κι έτσι ζήσαμε!… Αλλά σε μεγάλωνα, βρε κόρη μου και ζούσα με την ελπίδα…

Κόριννα

Λες για τη μνα;

Κρωβύλη

Ποια μνα, μωρέ; Περίμενα, όταν μεγαλώσεις κι εσύ, να με θρέψεις κι εμένα. Αλλά κι εσύ δίχως κόπο να αποκτήσεις ολοπόρφυρα ρούχα, κοσμήματα, υπηρέτες!

Κόριννα

Πώς είπες μητέρα; Τι εννοείς;

 Κρωβύλη

Να!  Να κάνεις παρέα με όμορφους νεαρούς, να τους συντροφεύεις στα συμπόσια, να κοιμάσαι μαζί τους και να πληρώνεσαι.

Κόριννα

Όπως δηλαδή η Λύρα, η κόρη της Δαφνίδας;

Κρωβύλη

Ακριβώς, όπως η Λύρα.

Κόριννα

Μα αυτή είναι εταίρα.

Κρωβύλη

Και σάμπως τι μ’ αυτό; Είναι τίποτα φοβερό; Βρε θα πλουτίσεις, όπως αυτή και θα αποκτήσεις και ένα μάτσο εραστές. Τι στενοχωριέσαι και κλαις, Κόριννα; Δε βλέπεις τι σπουδαίες είναι οι εταίρες και πόσα χρήματα βγάζουν; Τη Δαφνίδα την ήξερα εγώ· κουρέλια βρε φορούσε, μέχρι να μεστώσει η κόρη της… Τώρα όμως τη βλέπεις, λουλουδάτα φουστάνια, στολίδια ολόχρυσα και τέσσερις υπηρέτες!

Κόριννα

Και πώς τα απέκτησε η Λύρα όλα αυτά;

Κρωβύλη

Πρώτα – πρώτα, στολίζεται ωραία, προσέχει τους τρόπους της και δε χαχανίζει με το παραμικρό, όπως συνηθίζεις να κάνεις εσύ. Είναι μ’ ένα χαμόγελο γλυκό, γοητευτικό. Έπειτα είναι και έξυπνη: δεν κορορϊδεύει τους άντρες που την περιτριγυρίζουν κι ούτε τους φορτώνεται.  Ε, κι αν την προσκαλέσει κάποιος το βράδυ για δείπνο, τότε δε μεθάει – αυτό είναι ξεφτίλα και το σιχαίνονται οι άντρες – και δεν πέφτει σα λιμασμένη στο φαγητό και πιάνει την τροφή με την άκρη των δαχτύλων της και δεν μπουκώνει το στόμα της. Κι όταν πίνει, πίνει γουλιά γουλιά κι όχι μονορούφι κι αηδίες…

Κόριννα

Ακόμη κι αν τύχει, μαμά, και διψάει;

Κρωβύλη

Κι αν τύχει να διψάει, ακόμη και τότε έτσι κάνει, Κόριννα. Κι έπειτα δε μιλάει πολύ και δεν κοροϊδεύει αυτούς που είναι στο τραπέζι και τα μάτια της στυλωμένα σ’ αυτόν που πληρώνει. Κι αν κάποιος της ζητήσει να κοιμηθεί μαζί του, δε δείχνει ούτε ξαναμμένη ούτε ξεδιάντροπη, αλλά ούτε και ψυχρή. Μόνο φροντίζει να τον πλανέψει και να τον κάνει εραστή της. Αχ!  Αν τα κάνεις αυτά, θα δούμε και εμείς μιαν άσπρη μέρα! Κι εδώ που τα λέμε, βρε πιο λαχταριστή είναι η Λύρα από σένα;

 Κόριννα

Και δε μου λες, μαμά, όλοι οι άντρες που θα με πληρώνουν είναι σαν τον Εύκριτο, που κοιμήθηκα χτες μαζί του;

Κρωβύλη

Ε! όχι και όλοι! Μερικοί είναι ομορφάντρες. Είναι όμως κι άλλοι, που έχουν, βρε παιδί μου, το κακό τους το χάλι.

Κόριννα

Και τι; Θα πρέπει να κοιμάμαι με τέτοιους;

Κρωβύλη

Καλέ, με τέτοιους πρέπει να κοιμάσαι. Αυτοί πληρώνουν τα πιο πολλά. Γιατί οι μορφονιοί δε σκέφτονται τίποτε άλλο από την ομορφιά τους. Εσένα όμως το μυαλό σου θα είναι πάντα στα περισσότερα. Και άμα θέλεις κάποια στιγμή να σε δείχνουν και να λένε «Δείτε την Κόριννα, την κόρη της Κρωβύλης, τι λεφτά έχει μαζέψει και πόσο ευτυχισμένη είναι η μάνα της», τότε έτσι πρέπει να κάνεις. Τι λες; Θα το κάνεις; Μπράβο!  Άντε, τώρα, τράβα να πλυθείς, γιατί είπε ο Εύκριτος ότι θα έρθει και σήμερα. Το υποσχέθηκε.

 

 Το πρωτότυπο κείμενο

Κρωβύλη

ὦ Κόριννα, ὡς μὲν οὐ πάνυ δεινὸν ἦν, ὅ ἐνόμιζες, τὸ γυναῖκα γενέσθαι ἐκ παρθένου, μεμάθηκας ἤδη, μετὰ μειρακίου μὲν ὡραίου γενομένη, μνᾶν δὲ τὸ πρῶτον μίσθωμα κομισαμένη, ἐξ ἧς ὅρμον αὐτίκα ὠνήσομαί σοι.

Κόριννα

ναί, Μαννάριον. ἐχέτω δὲ καὶ ψήφους τινὰς πυραυγεῖς οἷος ὁ Φιλαινίδος ἐστίν.

Κρωβύλη

ἔσται τοιοῦτος. ἄκουε δὲ καὶ τἆλλα παρ᾽ ἐμοῦ ἅ σε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅπως προσφέρεσθαι τοῖς ἀνδράσιν· ἄλλη μὲν γὰρ ἡμῖν ἀποστροφὴ τοῦ βίου οὐκ ἔστιν, ὦ θύγατερ, ἀλλὰ δύο ἔτη ταῦτα ἐξ οὗ τέθνηκεν ὁ μακαρίτης σου πατήρ, οὐκ οἶσθα ὅπως ἀπεζήσαμεν; ὅτε δὲ ἐκεῖνος ἔζη, πάντα ἦν ἡμῖν ἱκανά· ἐχάλκευε γὰρ καὶ μέγα ἦν ὄνομα αὐτοῦ ἐν Πειραιεῖ, καὶ πάντων ἐστὶν ἀκοῦσαι διομνυμένων ἦ μὴν μετὰ Φιλῖνον μηκέτι ἔσεσθαι ἄλλον χαλκέα. μετὰ δὲ τὴν τελευτὴν τὸ μὲν πρῶτον ἀποδομένη τὰς πυράγρας καὶ τὸν ἄκμονα καὶ σφῦραν δύο μνῶν, ἀπὸ τούτων διετράφημεν· εἶτα νῦν μὲν ὑφαίνουσα, νῦν δὲ κρόκην κατάγουσα ἢ στήμονα κλώθουσα ἐποριζόμην τὰ σιτία μόλις· ἔβοσκον δὲ σέ, ὦ θύγατερ, τὴν ἐλπίδα περιμένουσα.

Κόριννα

τὴν μνᾶν λέγεις;

Κρωβύλη

οὔκ, ἀλλὰ ἐλογιζόμην ὡς τηλικαύτη γενομένη θρέψεις μὲν ἐμέ, σεαυτὴν δὲ κατακοσμήσεις ῥᾳδίως καὶ πλουτήσεις καὶ ἐσθῆτας ἕξεις ἁλουργεῖς καὶ θεραπαίνας.

Κόριννα

πῶς ἔφης, μῆτερ, ἢ τί λέγεις;

Κρωβύλη

συνοῦσα μὲν τοῖς νεανίσκοις καὶ συμπίνουσα μετ᾽ αὐτῶν καὶ συγκαθεύδουσα ἐπὶ μισθῷ.

Κόριννα

καθάπερ ἡ Δαφνίδος θυγάτηρ Λύρα;

 Κρωβύλη

ναί.

Κόριννα

ἀλλ᾽ ἐκείνη ἑταίρα ἐστίν.

 Κρωβύλη

οὐδὲν τοῦτο δεινόν· καὶ σὺ γὰρ πλουτήσεις ὡς ἐκείνη καὶ πολλοὺς ἐραστὰς ἕξεις. τί ἐδάκρυσας, ὦ Κόριννα; οὐχ ὁρᾷς ὁπόσαι καὶ ὡς περισπούδαστοί εἰσιν αἱ ἑταῖραι καὶ ὅρα χρήματα λαμβάνουσι; τὴν Δαφνίδα γοῦν ἐγὼ οἶδα, ὦ φίλη Ἀδράστεια, ῥάκη, πρὶν αὐτὴν ἀκμάσαι τὴν ὥραν, περιβεβλημένην· ἀλλὰ νῦν ὁρᾷς οἵα πρόεισι, χρυσὸς καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ θεράπαιναι τέτταρες.

Κόριννα

πῶς δὲ ταῦτα ἐκτήσατο ἡ Λύρα;

Κρωβύλη

τὸ μὲν πρῶτον κατακοσμοῦσα ἑαυτὴν εὐπρεπῶς καὶ εὐσταλὴς οὖσα καὶ φαιδρὰ πρὸς ἅπαντας, οὐκ ἄχρι τοῦ καγχάζειν ῥᾳδίως καθάπερ σὺ εἴωθας, ἀλλὰ μειδιῶσα ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν, εἶτα προσομιλοῦσα δεξιῶς καὶ μήτε φενακίζουσα, εἴ τις προσέλθοι ἢ προπέμψειε, μήτε αὐτὴ ἐπιλαμβανομένη τῶν ἀνδρῶν. ἢν δέ ποτε καὶ ἀπέλθῃ ἐπὶ δεῖπνον λαβοῦσα μίσθωμα, οὔτε μεθύσκεται, — καταγέλαστον γὰρ καὶ μισοῦσιν οἱ ἄνδρες τὰς τοιαύτας — οὔτε ὑπερεμφορεῖται τοῦ ὄψου ἀπειροκάλως, ἀλλὰ προσάπτεται μὲν ἄκροις τοῖς δακτύλοις, σιωπῇ δὲ τὰς ἐνθέσεις οὐκ ἐπ᾽ ἀμφοτέρας παραβύεται τὰς γνάθους, πίνει δὲ ἠρέμα, οὐ χανδόν, ἀλλ᾽ ἀναπαυομένη.

Κόριννα

κἂν εἰ διψῶσα, ὦ μῆτερ, τύχοι;

Κρωβύλη

τότε μάλιστα, ὦ Κόριννα. καὶ οὔτε πλέον τοῦ δέοντος φθέγγεται οὔτε ἀποσκώπτει ἔς τινα τῶν παρόντων, ἐς μόνον δὲ τὸν μισθωσάμενον βλέπει· καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνοι φιλοῦσιν αὐτήν. καὶ ἐπειδὰν κοιμᾶσθαι δέῃ, ἀσελγὲς οὐδὲν οὐδὲ ἀμελὲς ἐκείνη ἄν τι ἐργάσαιτο, ἀλλὰ ἐξ ἅπαντος ἓν τοῦτο θηρᾶται, ὡς ὑπαγάγοιτο καὶ ἐραστὴν ποιήσειεν ἐκεῖνον· ταῦτα γὰρ αὐτὴν ἅπαντες ἐπαινοῦσιν. εἰ δὴ καὶ σὺ ταῦτα ἐκμάθοις, μακάριαι καὶ ἡμεῖς ἐσόμεθα· ἐπεὶ τά γε ἄλλα παρὰ πολὺ αὐτῆς … ἀλλ᾽ οὐδέν, ὦ φίλη Ἀδράστεια, φημί, ζώοις μόνον.

Κόριννα

εἰπέ μοι, ὦ μῆτερ, οἱ μισθούμενοι παντες τοιοῦτοί εἰσιν οἷος ὁ Εὔκριτος, μεθ᾽ οὗ χθὲς ἐκάθευδον;

Κρωβύλη

οὐ πάντες, ἀλλ᾽ ἔνιοι μὲν ἀμείνους, οἱ δὲ καὶ ἤδη ἀνδρώδεις, οἱ δὲ καὶ οὐ πάνυ μορφῆς εὐφυῶς ἔχοντες.

 Κόριννα

καὶ τοιούτοις συγκαθεύδειν δεήσει;

 Κρωβύλη

μάλιστα, ὦ θύγατερ· οὗτοι μέν τοι καὶ πλείονα διδόασιν· οἱ καλοὶ δὲ αὐτὸ μόνον καλοὶ θέλουσιν εἶναι. καὶ σοὶ δὲ μελέτω ἀεὶ τοῦ πλείονος, εἰ θέλεις ἐν βραχεῖ λέγειν ἁπάσας ἐνδειξάσας σε τῷ δακτύλῳ, Οὐχ ὁρᾷς τὴν Κόρινναν τὴν τῆς Κρωβύλης θυγατέρα ὡς ὑπερπλουτεῖ καὶ τρισευδαίμονα πεποίηκε τὴν μητέρα; τί φής; ποιήσεις ταῦτα; ποιήσεις, οἶδα ἐγώ, καὶ προέξεις ἁπασῶν ῥᾳδίως. νῦν δ᾽ ἄπιθι λουσομένη, εἰ ἀφίκοιτο καὶ τήμερον τὸ μειράκιον ὁ Εὔκριτος· ὑπισχνεῖτο γάρ.

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου    

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

Σημείωση Φαρέτρας: Το  3ο και τελευταίο μέρος της εργασίας θα αναρτηθεί το ερχόμενο Σάββατο 15 Ιουλίου

[1]               Luciani Samosatensis Opera, Vol III, Karl Jacobitz, in aedibus B. G. Teubneri. Leipzig. 1896. Προηγείται η νεοελληνική μετάφραση και ακολουθεί το πρωτότυπο κείμενο.

banner-article

Ροη ειδήσεων