Απόψεις Λογοτεχνία

Σημειωτικά ψυχαναλυόμενα… – Το δημοτικό τραγούδι της “Στάμνας”(1) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Το δημοτικό τραγούδι αποτυπώνει – εάν δεν επαναδιατυπώνει συνάμα – την κοινωνική πραγματικότητα, που το εκκόλαψε. Ο ανώνυμος λαϊκός δημιουργός ως παντογνώστης αφηγητής καταθέτει με τη δέουσα αποστασιοποίηση τα τεκταινόμενα. Κάποτε όμως η αφήγηση μεταβαίνει στο πρώτο πρόσωπο και τότε ο δραματοποιημένος πλέον αφηγητής γίνεται ταυτόχρονα και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Καταλήγει αδιάφορο για τις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη, εάν πρόκειται για μυθοπλασία ή αληθινό περιστατικό.

Στην παρούσα περίπτωση, στο γνωστό δημοτικό τραγούδι «Πάει η στάμνα»[1], η ηρωίδα περιγράφει το πάθημά της. Έσπασε τη στάμνα της, καθώς μετέφερε το νερό από τη δημόσια βρύση στο σπίτι – ή και ανάστροφα πηγαίνοντας στην κρήνη, για να γεμίσει το κανάτι. Τώρα προσπαθεί να κατευνάσει την οργή της εξαγριωμένης μάνας. Επιχειρεί να δικαιολογηθεί για το σφάλμα της – το πραγματικό ή ηθικό της ολίσθημα(;).  Απολογούμενη δηλώνει με ειλικρίνεια απερίφραστη:

Μη με δέρνεις καλέ μάνα
που  
̕ σπασα καινούργια στάμνα
κι η βαρέλα ας είν̕
 καλά
και θα πιούνε τα παιδιά

Με πειράξανε στο δρόμο
πάει η στάμνα από τον ώμο
κι η βαρέλα ήταν βαριά
μου την ̕ ρίξαν τα παιδιά
Κι όλοι με πειράζουν μάνα
και μου λένε πάει η στάμνα·
δεν αντέχω πια η δόλια
για να ακούω τέτοια λόγια

Πες μου τώρα τι να κάνω
και στη βρύση που θα πάω
δίχως στάμνα και βαρέλα
μάνα μου θα μου ̕ ρθει τρέλα

 

Εννοιολογικά η διαύγεια των στίχων εντυπωσιάζει. Δε λείπει τίποτε, δεν περισσεύει κάτι. Η λιτότητα εκφραστικών μέσων οδηγεί στην απρόσκοπτη ανάγνωση, στην αδιαμεσολάβητη πρόσληψη του προφανούς. Ως προς τη μορφή υιοθετείται η αναμενόμενη στερεοτυπία. Αισθητικά δείχνει να συγκεράζεται το απλοϊκό με το ευανάγνωστο: τέσσερις στροφές, ρυθμική οντότητα στη μετρική του ανάπαιστου, ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή, στίχοι επί το πλείστον οκτασύλλαβοι. Παρατηρούνται συνιζήσεις, προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία ηχητική ομοιογένεια. Οι διασκελισμοί στα ημιστίχια είναι ισχνοί, γεγονός που, σε ένα μέτρο, επιτρέπει συντακτικά την εφαρμογή της διαδοχικής υπόταξης.

Πέρα όμως από τις όποιες φορμαλιστικές επισημάνσεις, σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, προκύπτει το αυτονόητο συμπέρασμα: μία κοπέλα πηγαίνοντας προς ή επιστρέφοντας από τη βρύση του χωριού, επειδή είναι απρόσεχτη και ενδίδει στα πειράγματα που της κάνουν, σπάει τη στάμνα. Όταν επιστρέφει, δηλώνει τα καθέκαστα. Η αντίδραση της μάνας, μόλις πληροφορείται τι έχει συμβεί, είναι θυελλώδης. Φτάνει σε τέτοιο σημείο οργής, ώστε δέρνει την ασυνείδητη!

Γιατί όμως; Επρόκειτο για τόσο σοβαρή  ζημιά; Ασφαλώς τα αγγεία ήταν πολύτιμα χρηστικά αντικείμενα και συνάπτονταν με την οικιακή οικονομία. Στα σπίτια τότε, όταν δε διέθεταν πηγάδι στην αυλή, μετέφεραν το νερό από μακριά. Άρα η στάμνα συνδέεται με τη ζωτική  ανάγκη για πόσιμο νερό, με τη λάτρα στο νοικοκυριό και εν γένει με τη στοιχειώδη υγιεινή. Συνεπώς η απώλειά της επιβάρυνε τον πενιχρό οικονομικό προϋπολογισμό της αγροτικής οικογένειας.

Αλλά και πάλι, πρόκειται μόνο για αυτό; Αρκεί μια σπασμένη στάμνα να προκαλέσει τόσο μένος; Εστιάζοντας στη θεματική του τραγουδιού υπό διαφορετική οπτική, με γνώμονα δηλαδή το ηθικό πρίσμα, τα σημαινόμενα διαφοροποιούνται, αν δεν ανατρέπονται ολοκληρωτικά. Η εποπτεία τότε αποκτά άλλο σημασιολογικό βάθος. Επιστρέφουμε και εδώ στη γνώριμη πλαισίωση του πολιτισμού της ενοχής[2], στο ηθικό επίχρισμα που η μεσαιωνική, χριστιανοκεντρική κουλτούρα επιβάλλει και τα κλειστά κοινωνικά περιβάλλοντα ενστερνίζονται. Η σημειολογία των στίχων παραπέμπει ευθέως σε δύο κρίσιμα ζητούμενα, που στο δεκαεξάστιχο αυτό κείμενο φαίνεται να συλλειτουργούν σε επαλληλία. Αφενός πρόκειται για την απώλεια της αγνότητας μιας έφηβης και τις συνδηλώσεις καθαυτές του γεγονότος. Εάν η παρθενία ιδεολογικά και κυριολεκτικά επισφραγίζει την τιμή ενός κοριτσιού, τότε η απώλειά της κατ’ ανάλογο τρόπο την αποσφραγίζει. Η αξιοπρέπεια της πατρικής οικογένειας αυτομάτως διακυβεύεται. Το πρόβλημα ογκώνεται, κυρίως όταν η ίδια η κοπέλα δεν αντιστέκεται σθεναρά. Η φύση την παρασύρει και τελικά συναινεί στην ερωτική συνεύρεση με το άλλο φύλο· Αφετέρου το τραγούδι αναφέρεται στο κόστος, ηθικό και ψυχικό, από τις κοινωνικές επιπτώσεις μίας τέτοιας ενέργειας ή/και επιλογής.

Οι στίχοι εμπεριέχουν αλήθειες προαιώνιες και αποκαλύπτουν συναισθηματική αναστάτωση. Ειδικότερα:

         «έσπασα καινούργια στάμνα»: η διάρρηξη του παρθενικού υμένα. Σημειωτικά το βάρος πέφτει στο επίθετο «καινούργια», άρα άμωμη, ανέγγιχτη.

        «η βαρέλα ήταν βαριά/μου την ρίξαν τα παιδιά»: πολυσημία. Η φύση είναι άγρια και αχαλίνωτη, ακριβώς επειδή είναι φύση. Απαιτεί τιθάσευση και αυτοεγκράτεια. Το «είναι» εκ φύσεως υπερισχύει του «πρέπει» αλλά το «πρέπει» οφείλει κοινωνικά να προτάσσεται του «είναι». Επιπλέον πόσο πιο εύληπτα μπορεί να αποσυμβολιστεί, να αποκωδικοποιηθεί σημειωτικά η ερωτική πράξη από αυτό το δίστιχο; Η γενική «μου» και προπάντων το ρήμα «̕’ρίξαν» είναι τόσο αυθεντικά, που αντικειμενικά δε διαβάζονται ως χυδαία υπονοούμενα[3]· εξόν εάν πρόκειται για εμπρόθετο εκχυδαϊσμό στην πρόσληψη των σημαινομένων, δηλαδή για ενσυνείδητα πονηρή προδιάθεση ή προκατάληψη κατά την αναγνωστική διαδικασία.

Από εδώ και πέρα, όμως, αρχίζουν τα δύσκολα για τη μικρή μας ηρωίδα, ο παραλογισμός της καθημερινότητας… Διότι:

        «Κι όλοι με πειράζουν μάνα/και μου λένε πάει η στάμνα/δεν αντέχω πια η δόλια/για να ακούω τέτοια λόγια»: η κοινωνική κατακραυγή για την παραστρατημένη νέα προβάλλει ανελέητη. Οι κλειστές κοινωνίες δύνανται συγχρόνως αλλά και κατά περίπτωση να αποσιωπούν ερμητικά ή να καταγγέλλουν μεγαλοφώνως τα όποια «ένοχα» μυστικά των μελών τους. Με όση ευκολία μπορεί να εξαφανίζεται οτιδήποτε εκθέτει συλλογικά την κοινότητα (ας θυμηθούμε παρεμπιπτόντως την περίπτωση του χωριού Κωσταλέξι, λίγο έξω από τη Λαμία, το 1978), με άλλη τόση ευχέρεια, συχνά ανάμικτη με φθὀνο, μπορούν να ανοίγουν τα στόματα, για να καταγγείλουν ή να διασύρουν[4]. Ο συντηρητισμός  και η προσχηματικότητα, που τον περιβάλλει, είναι τελικά άτεγκτος. Το δύσμοιρο κορίτσι στιγματίζεται πλέον και βιώνει τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ενδεχομένως να την διαπόμπευσε, δρώντας ανώριμα και επιπόλαια, εκείνος, στα θέλγητρα του οποίου ενέδωσε. Το bullying μεταφράζεται παντοιοτρόπως σε απαξίωση («για να ακούω τέτοια λόγια»), περιφρόνηση και περιθωριοποίηση.

         «Πες μου τώρα τι να κάνω/ και στη βρύση που θα πάω»: Η μάνα εξαγριώνεται και αντιδρά θυμικά. Προφανώς τρομοκρατείται αναλογιζόμενη το δυσοίωνο μέλλον, μάλλον το μη μέλλον, που περιμένει την επιπόλαια κόρη της[5]. Η κοπέλα έχει επίγνωση της ενοχής της και νιώθει απελπισμένη. Η απόρριψη και η μοναξιά συνθλίβουν. Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, από τη διάπυρη ζώνη να ξαναβρεθεί στο απυρόβλητο. Η μάνα είναι πάντα το πιο οικείο πρόσωπο και σε αυτήν καταφεύγει πάλι, για να ζητήσει συμβουλή.

Όμως εδώ ακριβώς σημειώνεται η ανατροπή, καθώς «δίχως στάμνα και βαρέλα/μάνα μου θα μου ’ρθει τρέλα»: η πρωταγωνίστρια είναι αρκούντως συνειδητοποιημένη. Οι αγνές χωριατοπούλες δεν είναι πάντα ούτε τόσο αγνές, ούτε τόσο αθώες, όσο η εξιδανικευμένη ηθογραφική λογοτεχνία επιδιώκει να προβάλλει. Ο δρόμος που μόλις πήρε η κοπέλα, δεν έχει γυρισμό! Σε επίπεδο ψυχαναλυτικό δείχνει να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες της καταπιεσμένης ή ανενεργής σεξουαλικότητας. Με κριτήριο τη φροϋδική ερμηνεία, η βρύση λειτουργεί ως φαλλικό σύμβολο και η στάμνα ως ο υποδοχέας του. Άλλωστε απέναντι σε αυτό το θέμα, με εντυπωσιακή τολμηρότητα είχε ήδη τοποθετηθεί εξαρχής: «η βαρέλα ας είν’ καλά και θα πιούνε τα παιδιά»….

Το τραγούδι «Της στάμνας» σαφώς είναι  πολύπτυχο. Απογυμνώνει ήθη και καυτηριάζει συμπεριφορές. Παρά το σκωπτικό του χαρακτήρα – ίσως όμως και για αυτό, επειδή δηλαδή κινείται με όχημα την παρωδία – καταλήγει να εικονογραφεί ικανοποιητικά την κοινωνική υποκρισία και τα ηθικά της συμφραζόμενα. Πάντα βέβαια η σχέση μάνας και κόρης ενέχει πολλαπλότητα, αντιθέσεις, συγκρούσεις, εσωτερικότητα, συνοχή.

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου    

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

Σημείωση Φαρέτρας: Το  2ο μέρος της εργασίας θα αναρτηθεί το ερχόμενο Σάββατο 8 Ιουλίου

 

[1]               Συνειδητά δεν υπεισέρχομαι στις αρβανίτικες καταβολές του σκωπτικού αυτού  άσματος. Διασώζεται και σήμερα με τον τίτλο «Τσάιτα βούτσενε μόι μέμα» (= «Έσπασα τη στάμνα, μάνα»). Είναι δημοφιλές και εξακολουθεί να τραγουδιέται στα Μεσόγεια της Αττικής, στην Κορινθία, στη Βοιωτία, στα νησιά του Αργοσαρωνικού, ακόμη και στην Ήπειρο αλλά και σε άλλες περιοχές, όπου διαβιούν αρβανίτικοι πληθυσμοί. Οι στίχοι του είναι: «Çajta bucënë moj mëmë Çajta bucënë moj mëmë Çë ujë do pimë prëmë Si e bëre kallogre Bucëza kata e re Thashë të vërvitesha Rash edhe do vritesha E lirov(a) këpucënë Rash e çajta bucënë Psho moj mëmë mos më sha Nani bucëza u ça Varelan e kam sevda Do na i dredh një pa para». Δισκογραφικά η παλαιότερη και αρτιότερη εκτέλεση του τραγουδιού αποδίδεται στη σπουδαία ερμηνεύτρια Γεωργία Μηττάκη. Πιο πρόσφατα ηχογραφήθηκε από την, επίσης Αρβανίτισσα, Χάρι Αλεξίου και συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο της «Τα τραγούδια της γης μου». Προφανώς  στην πορεία του χρόνου ο μουσικός σκοπός παρέμεινε ο αυτός, ενώ η στιχουργία εξελληνίστηκε.

Βλ. https://www.youtube.com/watch?v=ZBd-eLxkd4k, όπως επίσης και  https://www.youtube.com/watch?v=qkJbsdVz3_M.

Πρβλ. σχετικά  https://www.youtube.com/watch?v=AP0d4rUWUM0  αλλά και https://www.youtube.com/watch?v=BNjbIZLVF80.

[2]               Πρβλ. Doods «Οι Έλληνες και το παράλογο» (1977), Καρδαμίτσας, Αθήνα, ιδίως κεφάλαιο ΙΙ «Από τον πολιτισμό ντροπής στον πολιτισμό ενοχής», σελ. 41 κε.

[3]               Δεν αντιλαμβάνομαι να προκύπτει εν προκειμένῳ η περίπτωση κακοποίησης ή,  ακόμη περισσότερο, το ενδεχόμενο βιασμού. Μάλλον η κοπέλα έπραξε ό,τι έπραξε οικειοθελώς και αυτοβούλως, υπακούοντας στο ορμέμφυτο ερωτικό κέλευσμα. Η απειρία της θεωρείται δεδομένη. Την επικαλείται ως δικαιολογία («Με πειράξανε στο δρόμο, πάει η στάμνα από τον ώμο») αλλά δεν πείθει ιδιαίτερα. Περισσότερο εικάζεται ως δυνητική εκδοχή.

[4]              Σε αυτό το πεδίο διερεύνησης, δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας αποτελούν αντιστοίχως το μυθιστόρημα «Η ξεπάρθενη» της Λιλίκας Νάκου (1932), εκδ. Δωρικός, Αθήνα και πιο πρόσφατα (2003) η μυθιστορηματική βιογραφία της Ελένης Τζήκα «Σσς… μας ακούει ο κόσμος», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα. Στο βιβλίο της Τζήκα, που έχει το χαρακτήρα μίας οικογενειακής τοιχογραφίας κατά τον 20ο αιώνα, περιγράφεται με σπαρακτική ωμότητα η δημόσια διαπόμπευση των γυναικών που διαπιστωνόταν ότι δεν ήταν παρθένες την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Τις κάθιζαν πάνω σε γάιδαρο ανάποδα, δηλαδή με το κεφάλι να «βλέπει» τα οπίσθια του ζώου, τις περιέφεραν στο χωριό και τις παρέδιδαν στη δημόσια χλεύη. Γεωγραφικά μεταφερόμαστε εδώ στη Μακεδονία, στα χωριά του ορεινού συγκροτήματος των Πιερίων.

[5]               Πρβλ. και τα αποσπάσματα από τη «Λυγερή» του Ανδρέα Καρκαβίτσα, που καταχωρίζεται στο Παράρτημα της εργασίας. Η νεαρή γυναίκα δε δύναται να αποφασίσει ποτέ για το μέλλον της και δεν έχει κανένα δικαίωμα επιλογής. Πρωτίστως οφείλει να περιφρουρεί τις ηθικές αξίες της ανατροφής της. Να ξαναθυμηθούμε εδώ επίσης τη φοβερή «σιόρα Επιστήμη» από τη νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη «Η τιμή και το χρήμα»: «Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κ’ έχασες, ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη, σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε κανένα μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!». Αλλά και στον ελληνικό κινηματογράφο, σε ταινίες που αναπαράγουν την ηθογραφική τυπολογία, επανέρχεται το ίδιο μοτίβο. Στο ακόλουθο στιγμιότυπο από το «Σωφεράκι» (1953), σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, ο διάλογος της οργισμένης μάνας με την ερωτευμένη κόρη της είναι ενδεικτικός:

Μάνα:   Άκουσε, παιδί μου, γιατί η στιγμή είναι σοβαρή και κρέμεται η ευτυχία ή η δυστυχία            του παιδιού μου. Ο κύριος Δημοσθένης, ο δικεόρος, που ήταν προ ώρας εδώ…

Κόρη:    Καλά, το ξέρω πως έτρεξε να σ’ τα προφτάσει, σα γυναικούλα…

Μάνα:   Σκασμός! Λοιπόν, ο κύριος Δημοσθένης, ο δικεόρος, άνθρωπος καθώς πρέπει και    σοβαρός, με δουλειά στρωμένη, με γραφείο δικό του και με δύο σπίτια στην Αθήνα,   μου ζήτησε το χέρι σου για τελευταία φορά και την άλλη    Κυριακή να κάνουμε τους       γάμους σου.

Κόρη:    Ο παλιόγερος! Με θέλει κιόλας που με είδε εκδρομή με τον άλλονε…

Μάνα: Σε θέλει, γιατί είναι άνθρωπος μυαλωμένος κι όχι παιδαρέλι και λέει ότι αυτά είναι ανοησίες της νεότης, εφόσον δεν είναι σοβαρά, καταλαβαίνεις τι εννοώ σοβαρά… 

Κόρη:    Ε, όχι! Δεν τον παίρνω τον παλιόγερο για όλο το χρυσάφι του κόσμου! Πρώτον, γιατί             δεν είναι άντρας, δεύτερον, γιατί τον σιχαίνομαι και τρίτο και κυριότερο, γιατί αγαπώ                το Βάγγο…

Μάνα:   Ε, τότε κόρη μου δε θα βρεθεί άνθρωπος, να μου πει ότι άφησα το παιδί μου να πάει              κατά διαβόλου! Θα σε κλειδώσω μέσα και δεν πρόκειται να δεις τον ήλιο, μέχρι να             πεις το «Ναι» για τον κύριο Δημοσθένη. Κι αν πεις «Όχι», θα φύγεις από την Αθήνα.   Στο χωριό του πατέρα σου θα σε στείλω, κακομοίρα μου, στη θεια σου την Κοντύλω,               την καλόγρια, στο μοναστήρι.

Πρβλ.  https://www.youtube.com/watch?v=GC0O5VrwwOk , 1.15.57 και εξής.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ