“To Δημοτικό μας τραγούδι στην Ελληνική Επανάσταση του 1821” γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος
«Καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ΄κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση» (Οδυσσέας Ελύτης)
To θέμα είναι τεράστιο και είναι δύσκολο να αναπτυχθεί πλήρως μέσα στα πλαίσια ενός σύντομου σημειώματος. Έτσι θα αρκεστούμε σε μια σκιαγράφηση, επισημαίνοντας τα σπουδαιότερα του στοιχεία.
Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι είναι η ποιητική και μουσική έκφραση της λαϊκής ψυχής των Ελλήνων διαμέσου των αιώνων και κατέχει ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική πνευματική δημιουργία. Ήταν το μέσο έκφρασης των πόνων, των καημών, των πόθων και των πολεμικών-ηρωικών κατορθωμάτων ενός ολόκληρου λαού. Εκτός από το καλλιτεχνικό του ύψος, τη λογοτεχνική του ευφυΐα, τη διαύγεια του, και την εκπληκτική οικονομία του, το δημοτικό τραγούδι χαρακτηρίζεται για την δικαιοσύνη του, την αμεροληψία του, τη τιμιότητα του, τη βαθειά του συγκίνηση και την απλότητα του (όλα αυτά με μέτρο και αρμονία).
Αντίθετα από το έντεχνο τραγούδι, όπου συνήθως έτοιμος ποιητικός λόγος μελοποιείται από τον συνθέτη, στο δημοτικό τραγούδι μουσική και κείμενο γεννιούνται ταυτόχρονα. Επίσης ο λαός δεν απαγγέλει τα τραγούδια σε ένα πανηγύρι ή σε ένα γλέντι, αλλά τα συνοδεύει με μουσική και πολλές φορές και με χορό.
Το δημοτικό τραγούδι δεν είναι δημιούργημα του λαού στο σύνολό του, αλλά δημιούργημα από άτομα ή ομάδα ατόμων βγαλμένα μέσα από το λαό με ανεπτυγμένο μουσικό αίσθημα, που ξέρουν με επιδεξιότητα να βρίσκουν τα λόγια και να τα ταιριάζουν με τη μελωδία και τον ρυθμό. Για να καθιερωθεί ένα δημοτικό τραγούδι έπρεπε να γίνει αποδεκτό από το κοινωνικό σύνολο (κοινωνικά και ψυχικά). Αυτό μπορούσε κατόπιν να εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και ο καθένας το προσάρμοζε σύμφωνα με το δικό σου γλωσσικό και μουσικοχορευτικό ύφος. Έτσι δημιουργήθηκαν οι διάφορες παραλλαγές.
Οι αρχές του δημοτικού τραγουδιού είναι ένα πρόβλημα με πολλές αφώτιστες πλευρές και η προσπάθεια να ορίσουμε την εποχή της πρώτης τους σύνθεσης είναι και μάταιη και χωρίς επιστημονική σημασία. Κάποιοι λένε πως ανιχνεύονται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους (ορχηστικές, παντομιμικές παραστάσεις) και άλλοι, με περισσότερο αδιαμφισβήτητα πορίσματα, υποστηρίζουν πως οι χρονολογίες που σημαδεύουν την εξέλιξή του είναι η δημιουργία του ακριτικού τραγουδιού (9ος, 10ος αι.) στις άκρες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η άνθηση του ερωτικού τραγουδιού στα νησιά του Αιγαίου και της Κρήτης (15ος-16ος αι.) και η γέννηση του κλέφτικου τραγουδιού στην ηπειρωτική Ελλάδα μέσα στον 18ο αιώνα.
Ωστόσο, η επιμονή με την οποία ο λαός διατήρησε για χιλιάδες χρόνια τη γλώσσα, τα έθιμα και τις δοξασίες του, σε συνδυασμό με τις επιστημονικές και λαογραφικές μελέτες, ενισχύουν την άποψη ότι στον πυρήνα της ελληνικής δημοτικής μουσικής και του δημοτικού τραγουδιού επιβιώνουν αρκετά στοιχεία με υπερχρονικό χαρακτήρα που ανάγονται στην αρχαιότητα (π.χ. τα ριζίτικα Κρήτης, σύμφωνα με το διάσημο Eλβετό μουσικολόγο Samuel Baud Bovy). Δεν έχουμε τον απαραίτητο χώρο να παραθέσουμε τα άφθονα παραδείγματα. Άλλωστε, σύμφωνα με τους ειδικούς, η δημοτική μουσική αποτελεί λαϊκή έκφραση των Ελλήνων και θεωρείται συνέχεια και εξέλιξη της μουσικής της Αρχαιότητας και του Βυζαντίου, όπως αναδεικνύουν οι ομοιότητες των τρόπων, των ρυθμών κλπ.
Το δημοτικό τραγούδι έχει παρακμάσει στις ημέρες μας, αλλά δεν εκτοπίστηκε ολότελα. Συνεχίζει να ζει, να συγκινεί και να προβάλλεται γιατί αποτελεί τη πιο γνήσια έκφραση της λαϊκής ψυχής.
Η επικρατέστερη ταξινόμηση των δημοτικών τραγουδιών είναι η γενική διάκρισή τους με βάση τις περιστάσεις που τραγουδιούνται: α) της τάβλας (καθιστικά κλπ), β) της στράτας (δρομικά) και γ) χορευτικά. Βέβαια, έχουμε και άλλες ταξινομήσεις: Ανάλογα με το περιεχόμενο (ιστορικά, κλέφτικα, ακριτικά, της αγάπης, του γάμου, νανουρίσματα, μοιρολόγια, περιγελαστικά, εργατικά κλπ) ή ανάλογα με άλλα κριτήρια (κυρίως άσματα, αφηγηματικά, στο κύκλο του χρόνου και της ζωής, θρησκευτικά, οικογενειακά, παιδικά, λυρικά, κοινωνικά κ.ά.).
Η αξία του δημοτικού τραγουδιού έχει αναγνωριστεί από κορυφαίους Έλληνες και ξένους μελετητές, λογοτέχνες και διανοούμενους. Οι ευρωπαίοι ήταν οι πρώτοι που τη διαπίστωσαν τον 18ο και 19ο αι. και που άρχισαν το πρώτο τους ενδιαφέρον και τις πρώτες καταγραφές: Sismonde de Sismondi (1804), ο μέγιστος πνευματικός ηγέτης της Γερμανίας, Γκαίτε, (1815), Claude Fauriel (πρώτος δημοσιεύσας, 1824), Brunetde Presle, Voutier (1826), Th. Kind (1827), Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν (1935) J. M. Firmenich (1840) N. Tommaseo (1842), D. Sanders (1844), Le Compte de Marcellus (1851), Arnoldus Passow (1860), Ch. Gidel (1866), Em. Legrand (1876), Mich. Deffner, W. Wagner (1879 & 1881), J. Lamber (1881),
ομαδική εργασία των M. J. Garnett, Stuart Stuart και J. Glennie (1888).
Είναι φυσικό να έχουμε και συλλογές Ελλήνων όπως των: Ευλαμπίου (1843), Α. Μανούσου (1850), Ζαμπέλιου (1852) Α. Ιατρίδη (1859),), Χασιώτη, (1866), Μ. Πελέκου (1867), Κ. Σάθα (1868), Μαυροφρύδου (1868) Γιανναράκη (1876), Π. Αραβαντινού (1880), Διονύσιου Σολωμού, Εμμ. Βαρβίδη (1888) κ.ά. Στα μετέπειτα χρόνια έχουμε πολλούς κορυφαίους Έλληνες μελετητές που ασχολήθηκαν με το θέμα και οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στα Μοναστήρια μας υπάρχουν συλλογές πολύ παλιών δημοτικών τραγουδιών (π.χ. στην Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους υπήρχε συλλογή 13 ελληνικών δημοτικά τραγούδια του 16ου αιώνα).
Το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι κυρίως αναφέρεται στα ηρωϊκά επαναστατικά κατορθώματα και περιστατικά των κλεφτών και αρματολών πριν την Ελληνική Επανάσταση του ΄21 (από το 16ο αιώνα και μετά), κατά τη διάρκεια αυτής και μετά από αυτήν. Τα κλέφτικα τραγούδια (κατά κύριο λόγο) και τα ιστορικά (κατά δεύτερο λόγο) είναι εκείνα που κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στη μελέτη της Επανάστασης του ΄21 και συντροφεύουν τις γιορτές/επετείους αυτής.
Ο E. Legrand παρατηρεί: «τα κλέφτικα άσματα ήταν για τους αρματωλικούς πολέμους, ότι είναι σήμερον τα δελτία των μαχών. Άμα τη λήξει της μάχης και υπό το κράτος έτι των εντυπώσεων αυτής, ο κλέφτης έρχεται συνθέτων το άσμα αυτού». Ωστόσο, αυτά τα τραγούδια, μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση (η ιστορική πραγματικότητα δεν καταγράφεται πλήρως σε αυτά) η μετάβαση από τη μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα και σε πολλά τραγούδια γίνεται διάλογος μεταξύ προσώπων με συμβατικές εικόνες (λ.χ. ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά). Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί.
Ο Κλωντ Φωριέλ, που-όπως είπαμε-πρώτος δημοσίευσε συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, αναφερόμενος στο κλέφτικο τραγούδι σχολιάζει, μεταξύ άλλων, ότι ‘…αυτά τα βουνίσια τραγούδια ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα για το ρωμαλέο ύφος τους και για μια άγρια τόλμη…’.
Αυτό που χαρακτηρίζει το κλέφτικο τραγούδι είναι η αμεροληψία του, η οποία διατηρείται ακέραια ακόμα και στα χρόνια της Επανάστασης και μετέπειτα. Ο λαϊκός ποιητής, εκτός βασικά της ύμνησης των πολλών ομολογουμένως ανδραγαθημάτων των ηρώων για το έθνος και τη λευτεριά, δεν αποφεύγει να αναφερθεί και στις εμφύλιες συγκρούσεις (λ. χ. το τραγούδι για τη μάχη του Θοδωράκη Γρίβα με τον καπετάνιο Δημήτριο Μακρή στην Κατοχή Μεσολογγίου, το 1823), και στο πόνο του εχθρού (όπως στο τραγούδι για τον πάμπλουτο Κιαμήλμπεη που αιχμαλωτίστηκε στην άλωση της Τριπολιτσάς), και στις προσωπικές διαφορές και στις προδοσίες.
Πάντως, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, όπως συνέβη σε όλα δημοτικά τραγούδια, έτσι και στο κλέφτικο και ιστορικό τραγούδι, για διάφορους λόγους, έχουμε επεμβάσεις, αλλοιώσεις και δημιουργία πλαστών, ‘ευπρεπισμένων’ και νόθων τραγουδιών από τους λόγιους, από τον ίδιο το λαό (παραλλαγές κλπ), από τους συλλογείς και καταγραφείς τραγουδιών, από τους πολιτιστικούς συλλόγους κ.ά. Βέβαια, αυτό το θέμα είναι μεγάλο και απαιτεί την ανάλογη ανάλυση.
Υπάρχουν δε μελετητές, οι οποίοι θεωρούν ότι επιλέχθηκε το κλέφτικο τραγούδι από λόγιους με σκοπό τη κατασκευή εξιδανικευμένου μοντέλου του κλέφτη, ως υπόδειγμα για την αναζήτηση του νεοέλληνα και της εθνικής του ταυτότητας (ο κλέφτης-αρματολός ως ο επαναστάτης και ο ανυπόταχτος στο ζυγό και στο κατεστημένο). Πάντως, όπως και να έχει το θέμα, οι σύγχρονοι μελετητές, εθνολόγοι, ιστορικοί, φιλόλογοι, λαογράφοι κλπ οφείλουν να προσεγγίσουν επιστημονικά τη λαϊκή αυτή κληρονομιά, αφού λάβουν υπόψη τους την ιστορική και κοινωνιολογική διάσταση της εποχής που μελετούν.
Ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, Δρ. Κοινωνιολογίας της Ιστορίας και του Πολιτισμού της Οθωμανικής περιόδου, του Παντείου Πανεπιστημίου, μουσικολόγος και συγγραφέας στην εργασία του με τίτλο ‘Η ηθική και κοινωνική κατάσταση του γένους των Ελλήνων κατά την Οθωμανική περίοδο, μέσα από τους θρύλους και τα λαϊκά τραγούδια – η σύνδεση με τον αρχαίο κόσμο’, καταλήγει:
‘Επομένως και εν κατακλείδι, η ηθική και κοινωνική κατάσταση του γένους των Ελλήνων κατά την Οθωμανική περίοδο μέσα από τους θρύλους και τα λαϊκά τραγούδια, καταφανώς καταγράφει και αποδεικνύει την σύνδεσή του με τον αρχαίο κόσμο μέσα από ένα χωροχρονικό υφέν (ενωτικό σημείο)’.
Θεωρούμε ότι το αισθητήριο και το εσωτερικό μεγαλείο του απλού ανθρώπου, εκφραστή του λαϊκού μας πολιτισμού, ειδικότερα του δημοτικού τραγουδιού και εν προκειμένω του κλέφτικου τραγουδιού του ΄21, είναι αλάνθαστο, δίκαιο, ελεύθερο και ανυπόταχτο, παρά τις, φυσικά και λογικά, διάφορες και ποικίλες απόψεις και θεωρήσεις λογίων, ερμηνευτών, μελετητών και πολιτικών.