“Δημοσιογραφικός λόγος και παιδαγωγική των Μ.Μ.Ε” (2) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Εκφάνσεις και λειτουργίες του δημοσιογραφικού λόγου – Η γλωσσική πραγματολογία της εφημερίδας
[Δεύτερο Μέρος]
Ο λόγος της δημοσιογραφίας, γραπτός (εφημερίδα, περιοδικές εκδόσεις, διαδίκτυο) ή προφορικός (ραδιόφωνο, τηλεόραση, επίσης διαδίκτυο), προσχεδιασμένος ή απροσχεδίαστος, επιτελεί υψηλή παιδαγωγική λειτουργία. Επιδρά και ενδυναμώνει το γλωσσικό αισθητήριο των ομιλητών μίας εθνικής γλώσσας. Ομοίως, συντελεί καθοριστικά και στη διαμόρφωση των συνειδήσεων. Πολιτεύεται και ταυτόχρονα πολιτικοποιεί. Επενδύει λεκτικά και επιβάλλει ποικίλα ιδεολογήματα δυνάμει της έντεχνης προπαγάνδας. Επιστρατεύει κάποτε και τη συνθηματολογία. Δημιουργεί και προβάλλει γλωσσικά πρότυπα, εισάγει νεολογισμούς και ιδιόλεκτα, αναδεικνύει τη στερεότυπη σχηματικότητα στην έκφραση. Επενεργεί ρυθμιστικά, ίσως και κανονιστικά στη γλωσσική κωδικοποίηση.
Η τηλεοπτική δημοσιογραφία, μάλιστα, καταφεύγει συχνά στην «προφορικοποίηση» του γραπτού λόγου. Η φράση π.χ «Ας βάλουμε εδώ μία άνω τελεία στη συζήτηση…» είναι ενδεικτική αυτής της τάσης. Χρησιμοποιώντας την επαναληπτικότητα παγιώνει την αισθητική των φρασεολογισμών ως μοντέλο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα media μυκτηρίζονται ενίοτε και για την καθιέρωση της γλωσσικής υβριδικότητας. Το γλωσσικό υβρίδιο εδώ – τόσο σύνηθες άλλωστε, ίσως και αναμενόμενο, στη γλώσσα της διαφήμισης – συνάδει με την αισθητική ύβρη. Σε αρκετές περιπτώσεις – ιδίως ο τύπος – αυτοκαθορίζει προτυπικά τη στάση του απέναντι στην ίδια τη γλώσσα και αναλόγως υπερθεματίζει.
Μια ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της λειτουργίας σχετίζεται και με τις κανονιστικές οδηγίες για την ορθή χρήση της γλώσσας. Προτείνονται συγκεκριμένες διορθωτικές πρακτικές, που ενσωματώνονται ως στήλες ή ως επιφυλλίδες σε διάφορες εφημερίδες και λοιπά έντυπα ευρείας κυκλοφορίας. Συμπεριλαμβάνονται επίσης και τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές ανάλογου χαρακτήρα (πχ το παλαιότερο και πολύ πετυχημένο «Ομιλείτε ελληνικά» ή «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» σε επιμέλεια του Γ. Μπαμπινιώτη, τα ραδιοφωνικά «γλωσσικά πεντάλεπτα» του Εμμ. Κριαρά κά). Ακόμη και σε δικτυότοπο του Internet εντάσσεται διορθωτική επιφυλλίδα («Ακηκόαμεν και απεκωφήθημεν» του Ν. Βασιλάκου στην πύλη in.gr). Πρόκειται για παρεμβατικές δράσεις γλωσσικού φορμαλισμού. Βασίζονται στη διάκριση των εννοιών «ορθό» και «εσφαλμένο» ή «κατάλληλο» και «ακατάλληλο», κατά την τρέχουσα αντίληψη. Αποσκοπούν στη «βελτίωση», τη ρύθμιση δηλαδή της γλωσσικής συμπεριφοράς των ομιλητών μίας γλώσσας, κυρίως στο γραπτό λόγο. Συνεπώς παράγουν, αναπαράγουν και καταξιώνουν τη γλωσσική τυποποίηση.
Το διορθωτικό αυτό μοντέλο παρουσιάζει μία οριακή αντινομία. Εν ονόματι της κοινής νεοελληνικής γλώσσας – και εντός των ορίων της – διαμορφώνονται σχήματα διακριτότητας. Το λεκτικό και φρασεολογικό πρότυπο ανταποκρίνεται στην απόπειρα για (μορφωτική, κοινωνική, αισθητική…) διάκριση μέσα από τη ορθή, την προσεγμένη χρήση της γλώσσας. Αποσκοπεί στη σώρευση του «γλωσσικού κεφαλαίου» (παραπέμποντας στον/και παραφράζοντας τον Bourdieu), καθώς αποτελεί ένα θησαυρό λεκτικών τρόπων προς χρήση, ιδίως στο γραπτό λόγο. Όσο μάλιστα επεκτείνεται αυτή η διορθωτική τακτική, τόσο αυξάνεται το διαθέσιμο συμβολικό κεφάλαιο. Προβάλλει αδήριτα ως διακριτό και διακριτικό γνώρισμα (signe de distinction) του «μορφωμένου», του «γνώστη και καλού χειριστή της γλώσσας», αυτού που «ξέρει καλά ελληνικά».
Συναιρώντας αυτά τα δεδομένα εκτιμάται ότι, για να μελετήσει κανείς την υλική υπόσταση της γλωσσικής ιδεολογίας (Louis Althusser), εκκινεί από το σημείο εκείνο, όπου η ιδεολογία μετασχηματίζεται σε κανονιστική πρακτική, παρεμβαίνει, για να διορθώσει ή να τροποποιήσει τον κοινό τρόπο γραφής και ομιλίας. Πρόκειται για το σημείο, όπου η ιδεολογική μεταγλώσσα (ο λόγος για τα ελληνικά) τείνει να μετατραπεί σε γλώσσα καθαυτή («τα σωστά ελληνικά»)[1]. Όπως συμβαίνει με το εκπαιδευτικό σύστημα, που αποσκοπεί στην ομογενοποίηση του μορφωτικού αγαθού για τον πληθυσμό, αντιστοίχως και ο λόγος της δημοσιογραφίας τείνει δυνητικά προς τη γλωσσική ομοιογένεια. Συνεπώς, διαπαιδαγωγεί άμεσα ή έμμεσα τους αποδέκτες των εκπεμπόμενων μηνυμάτων του.
Στην αυτή συνεκδοχή εμπίπτει και η δέουσα συμβολή του δημοσιογραφικού λόγου στην εξουσιαστική λειτουργία του τύπου. Ο τύπος έχει δικαιολογημένα αποκληθεί ως η τέταρτη εξουσία. Η παρούσα διαπίστωση ισχύει τουλάχιστον για τις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες. Τεκμηριωμένα δύναται να διαδραματίσει ρόλο ομόλογο και σχεδόν ισοδύναμο με εκείνον των λοιπών καταστατικών εξουσιών, της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής. Υπό το πρίσμα αυτής της οπτικής ο δημοσιογραφικός λόγος, όντας το κυρίαρχο σημειωτικό σύστημα του τύπου, καθίσταται τελικά και λόγος της εξουσίας. Καταρχάς παράγεται και υποστηρίζεται από τους φορείς της καθεστηκυίας τάξης, καθώς και από τους επικεφαλής της πολιτικής και της θρησκευτικής ηγεσίας. Η εξουσιαστική χροιά αναμφίβολα τείνει να περιβάλλει και το εκάστοτε πολιτισμικό υπόβαθρο.
Η κουλτούρα της εξουσίας αποτελεί το εποικοδόμημα ενός στιβαρού μηχανισμού μαζικής προπαγάνδας. Σημαίνει και ταυτόχρονα σημαίνεται από τα Μ.Μ.Ε ως αναγκαία τους προϋπόθεση. Ο λόγος της δημοσιογραφίας στρέφεται και αναζητεί την ποιοτική του ακεραίωση εκ των ένδον, επειδή ακριβώς διέπεται από εσωτερικά χαρακτηριστικά. Γράφεται ή εκφωνείται από εντεταλμένο εκπρόσωπο της εξουσίας. Εξάλλου ο δημιουργός του έχει πρόσβαση στους μηχανισμούς χειρισμού και δημοσιοποίησης της πληροφορίας. Ταυτόχρονα, παρωθεί το δέκτη σε σιωπηρή συναίνεση ως προς την εσωτερίκευση και τον ενστερνισμό των μηνυμάτων. Σε αυτήν την περίπτωση η σιωπή είναι η άλλη όψη του πειθαναγκασμού ή και της υποταγής. Συχνά συνθηματολογεί και προπαγανδίζει, μολονότι επικαλείται την αντικειμενικότητα.
Υπό αυτήν την οπτική ο ειδησεογραφικός πλουραλισμός επί της ουσίας καταστέλλεται. Οι δογματικές αλήθειες του ενσυνείδητα προβάλλονται ως θέσφατα. Σήμερα μάλιστα όσοι στοχεύουν στον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο των Μ.Μ.Ε και κατ’ επέκταση στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης φαίνονται πιο ισχυροποιημένοι από ποτέ.
Σε αυτήν την κατεύθυνση οδηγεί τα πράγματα καταρχάς η απλή σχέση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση. Εφόσον ο ανταγωνισμός είναι ανελέητος, τελικά η ενημέρωση ποδηγετείται από τους σημαίνοντες οικονομικούς παράγοντες, τους ισχυρούς της αγοράς. Από την άλλη η πολυφωνία εκ των πραγμάτων αμβλύνεται. Παρατηρείται εδώ μία επικίνδυνη αντίφαση. Ενώ τα ηλεκτρονικά μέσα λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη πλέον βάση, ωστόσο διαπιστώνεται ότι οι ειδήσεις αντλούνται από περιορισμένες πηγές. Συχνά καταγράφεται η (ανα)μετάδοση της ίδιας είδησης – ακόμη και στον τύπο. Συνεπώς η αυθεντική ενημέρωση φαλκιδεύεται, επειδή ακριβώς δεν προκύπτει από γνήσια σύνθεση των ειδήσεων και κριτικό επανέλεγχο.
Πάντως, ανεξάρτητα από τις εκφάνσεις της παθολογίας του, ο δημοσιογραφικός λόγος, θεματικά, γλωσσικά και υφολογικά, διαρκώς ανατροφοδοτείται[2] (ανατροφοδοτική λειτουργία). Στην ειδησεογραφία, για παράδειγμα, η ιεράρχηση με γνώμονα συγκεκριμένα διακριτικά στοιχεία ενισχύει τη γλωσσική πολυμέρεια, την ποικιλομορφία στην έκφραση αλλά και τη νοηματική ευρύτητα. Ο ίδιος ο λόγος, με τα όσα αποκαλύπτει ή συνειδητά αποσιωπά, ανασημαίνεται και συντελεί στη διαμόρφωση στάσεων. Αξιολογικά το προβαλλόμενο γεγονός προσεγγίζεται με ορθολογιστικά κριτήρια. Το ενδιαφέρον στρέφεται προς την επικαιρότητα που παρουσιάζει, την εγγύτητά του σε σχέση με τη γεωγραφική αναφορά του αναγνώστη, τη σπουδαιότητα, ακόμη και τη σπανιότητά του. Συγκαταλέγονται επίσης και παράμετροι με χροιά συναισθηματική, όπως είναι η εκρηκτικότητα, η συγκίνηση, η εκκρεμότητα αλλά και οι συνέπειες[3]. Όταν η είδηση απηχεί συγκρούσεις, αγωνίες ή ανθρώπινο ενδιαφέρον, έστω και κατ’ επίφαση, η αναγνωστική θυμικότητα διεγείρεται. Στο ίδιο πεδίο μελετώνται και οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στην προβολή του γεγονότος από την ειδησεογραφία.
Ουσιαστικά, η οικονομία της πληροφορίας καθίσταται πολυεπίπεδη, πολυπρόσωπη, μαζική και ταυτόχρονα εξατομικευμένη. Η διαπίστωση αυτή ισχύει αμετάκλητα και για την περίπτωση του διαδικτύου. Το Internet ως παγκόσμιο μέσο είναι εξαιρετικά ευλύγιστο. Μεταβάλλει δραματικά την επικοινωνιακή διαδικασία. Την κατευθύνει σε νέες προοπτικές δημιουργικής αναζήτησης. Τα αντικείμενα προσέγγισης υπόκεινται διαρκώς σε επαναδιαπραγμάτευση. Η ελαστικότητά του έγκειται στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες αναζητούν την πληροφορία στον κυβερνοχώρο ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις τους. Το περιεχόμενό του μπορεί να αλλάζει κατά τη διάρκεια της μετάδοσης, να εμπλουτίζεται και να αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τις ανάγκες των χρηστών[4].
Ο παγκόσμιος ιστός προσφέρει βασικές υπηρεσίες ως μέσο έρευνας για την αναζήτηση της πληροφορίας (μηχανές και «μεταμηχανές» αναζήτησης, ψηφιακοί τόποι και δικτυακές πύλες) και τις τεχνικές οργάνωσης και αξιολόγησής της. Στην προκειμένη περίπτωση η αλήθεια των αριθμών είναι καταιγιστική. Το ποσοστό των ηλεκτρονικών υπολογιστών που χρησιμοποιούνται στις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξάνεται περίπου κατά 10% ετησίως. Το 1999 υπήρχαν σχεδόν 93 εκατομμύρια computers στην Ε.Ε, ενώ το 2003 είχαν ήδη ξεπεράσει τα 200 εκατομμύρια ή το 50% του πληθυσμού της. Ταυτόχρονα ο αριθμός των ιστοσελίδων αυξάνεται κατά 30% κάθε χρόνο[5]. Το διαδίκτυο διαμορφώνει ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων. Θα ήταν τουλάχιστον ανεδαφική η παράκαμψη της ευρείας του συμβολής στη μαζική επικοινωνία. Επιβάλλεται θεαματικά, αν και οι λειτουργικές του προοπτικές είναι ακόμη άδηλες.
Στη μεταβιομηχανική κοινωνική οργάνωση με την ανάπτυξη της τεχνοψηφιακής επικοινωνίας ο τύπος δέχεται πλήγμα συντριπτικό. Οι εφημερίδες υπήρξαν γνήσιο πολιτισμικό προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας και του εγγράμματου περιβάλλοντος. Η κυκλοφορία τους όμως διολισθαίνει, τα έσοδα από τις διαφημιστικές επενδύσεις είναι ισχνά, ενώ οι περισσότερες από τις νέες εκδοτικές απόπειρες δεν τελεσφορούν. Για αρκετά από τα καθιερωμένα έντυπα τίθεται πλέον ζήτημα επιβίωσης. Ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα ο Marshal Mc Luhan είχε προβλέψει το θάνατο της εφημερίδας. Εκτιμούσε ότι η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας θα σηματοδοτούσε μία νέα ιστορική φάση. Ο προβληματισμός για το μέλλον του τύπου είναι βάσιμος.
Καταβάλλονται αντισταθμιστικές προσπάθειες για ένα εναλλακτικό μοντέλο στην έντυπη ενημέρωση. Ένα τέτοιο εγχείρημα πχ είναι οι δωρεάν εφημερίδες – εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1995 στη Σουηδία. Καθιερώθηκαν και εξακολουθούν να γνωρίζουν αύξουσα επιτυχία∙ σαφώς η δημοτικότητά τους οφείλεται στη διάρθρωση και την παρουσίαση του υλικού – αισθητική συμφυής με τις επιταγές του life style, ροπή προς το μοντερνικό και το ευφάνταστο, γλωσσική δομή ιδιότυπη, που εμμένει στην παρατακτική σύνταξη και το μικροπερίοδο λόγο, υιοθετεί τη συνθηματικότητα στην εκφορά, τις συνδηλώσεις, τους φρασεολογισμούς αλλά και τα ιδιόλεκτα. Φυσικά επιδρά και το γεγονός ότι διανέμονται δωρεάν αλλά και το ότι προσεγγίζεται ως target group ένα κοινό νέο και νεαρό σε ηλικία. Όμως και οι δωρεάν εφημερίδες έχουν μεγάλη ανάγκη από ρευστότητα διαθέσιμων πόρων, προκειμένου να υποστηριχτεί και να συνεχιστεί η ταχεία ανάπτυξή τους. Ενδεχομένως θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν τον τύπο σε μία νέα κρίση.
Οι επιφυλάξεις εκατέρωθεν είναι εύλογες και μοιραία προκαλούν απαισιοδοξία ή και αισιοδοξία, ανάλογα με την οπτική στη θέαση του προβλήματος. Εκείνο που προτάσσεται ως δεδομένο αφορά τη σύγκλιση των πληροφοριών και τη σύμφυση των επικοινωνιακών ειδών. Πρόκειται για ένα συγκερασμό, που δε φαίνεται να έχει επηρεάσει δραματικά το δημοσιογραφικό κόσμο. Προς το παρόν η δημοσιογραφία στο διαδίκτυο δε διαφέρει ως προς τα ποιοτικά της γνωρίσματα από εκείνη που έως τώρα παραγόταν στα λοιπά, παραδοσιακά Μ.Μ.Ε∙ ούτε πολύ περισσότερο δείχνει να την έχει αντικαταστήσει. Η συλλειτουργία των Μ.Μ.Ε είναι πολύ πιο πιθανή αλλά και θεμιτή προοπτική για το μέλλον από ό,τι ένας (ακόμη) «επικοινωνιακός πόλεμος»[6]. Εν κατακλείδι, έχει ορθά επισημανθεί ότι «η θεσμοθέτηση από τα Μ.Μ.Ε των πρακτικών εκείνων, οι οποίες θα επιτρέψουν τη γενίκευση της ανατροφοδοτικής λειτουργίας του δημοσιογραφικού λόγου, θα εμπλουτίσει τόσο τις πρωτογενείς όσο και τις δευτερογενείς λειτουργίες, θα μειώσει τη διόγκωση της εξουσιαστικής λειτουργίας του, θα αμβλύνει – αν δεν αποτρέψει – τον κίνδυνο μιας ρυθμιστικής – κανονιστικής κατεύθυνσης, στην οποία τείνει να εμπλακεί ο δημοσιογραφικός λόγος και, σε τελευταία ανάλυση, θα ανοίξει το δρόμο για μετατροπή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας» [7].
Σε επίπεδο γραμματισμού πάντως αυτή η διηνεκής ανατροφοδότηση (feed back) στη διαλεκτική της πληροφόρησης – μετάδοση, εσωτερίκευση, διαδραστική ανταπόκριση, γνωστικός και γλωσσικός εμπλουτισμός – είναι τουλάχιστον εποικοδομητικό. Η μετάβαση από την έντυπη σελίδα στην οθόνη επιβάλλει μία νέα γλωσσική πραγματικότητα. Αναδύεται επιτακτική πλέον η ανάγκη για την καλλιέργεια του τεχνολογικού ή ψηφιακού γραμματισμού (technological – digital literacy)[8].
Η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για τη διδασκαλία της γλώσσας ή την ανάδυση της κριτικής συνειδητότητας ως προς τα Μ.Μ.Ε δεν είναι μία απλοϊκή ή εύκολη διαδικασία. Ούτε φυσικά εξαντλείται στη δημιουργία ενός λογισμικού με παιγνιώδη χαρακτήρα, προκειμένου να υποστηριχθεί πχ η γλωσσική διδασκαλία εντός του σχολικού πλαισίου. Αντιθέτως, πρόκειται για σχεδιασμό σύνθετο και περίπλοκο. Περιστρέφεται γύρω από δύο άξονες. Αφενός αφορά στη διαμόρφωση μίας ενιαίας στρατηγικής για κάθε τομέα διερεύνησης. Αξιοποιεί το διεθνή επιστημονικό προβληματισμό και παρακολουθεί τις τρέχουσες εξελίξεις στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Καθίσταται σαφές ότι η σύνδεση της γλώσσας με τις τεχνολογίες της πληροφορίας είναι τελικά αδιαχώριστη. Η οργάνωση αυτής της λογικής είναι εργαλειακή. Αφετέρου απαιτείται η έγκυρη ομαδοποίηση όλων των επιμέρους δράσεων. Επιχειρείται η θεσμική κατοχύρωση μίας πολιτικής – πλαισίου, που θα συσσωματώνει όλες τις αναγκαίες συγκλίσεις: από το Πρόγραμμα Σπουδών του σχολείου και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στις νέες τεχνολογίες έως τις αλλαγές στο ισχύον διοικητικό καθεστώς[9].
Είναι γεγονός ότι η χρήση του διαδικτύου στη γλωσσική διδασκαλία παρωθεί τη βιωματική μάθηση και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών, κινητοποιεί το ενδιαφέρον των εκπαιδευομένων, συντελεί στην ενίσχυση και τη βελτίωση των επιδόσεών τους. Ταυτόχρονα παρέχει τη δυνατότητα για αξιοποίηση του αυθεντικού υλικού στη μελέτη. Διασφαλίζει τη διαδραστικότητα, εφόσον επενδύει τις – και στις – πρακτικές γραμματισμού, ενώ παράλληλα δεν αγνοεί την εξατομικευμένη μάθηση[10]. Καθώς η παράθεση των πληροφοριών δεν είναι γραμμική, η όποια γνώση δεν προσεγγίζεται μονοδιάστατα. Αντιθέτως, η πρόσβαση του μαθητικού πληθυσμού στα ενσωματωμένα υπερκείμενα των ιστοσελίδων είναι ευχάριστη αλλά και ανατροφοδοτική.
Η διαδικτυακή μάθηση (web based learning) με την πλοήγηση στους ιστοτόπους εξοικειώνει το μαθητή με τις συνιστώσες του τεχνολογικού αλφαβητισμού. Επιπλέον πολλές ιστοσελίδες είναι κατά τέτοιον τρόπο σχεδιασμένες, ώστε να ενεργοποιούν τις πολυμεσικές εφαρμογές. Η ταυτόχρονη επαφή με τη γλώσσα, την εικόνα (οθονικό περιβάλλον, video) και τον ήχο προσφέρει μία απτή εφαρμογή της πολυτροπικότητας. Η δημιουργική αφομοίωση εκκινεί από την ίδια τη διδακτική διαδικασία. Κεντρίζεται το ενδιαφέρον και προξενείται η αίσθηση ότι η μάθηση είναι μία πράξη ενεργητικής συμμετοχής. Συνεπώς, πραγματώνεται η επικοινωνιακή αλληλεπίδραση. Η ίδια η έννοια της επικοινωνίας μετατρέπεται σε αντικείμενο θεωρητικής αλλά και λειτουργικής αναδιαπραγμάτευσης.
Σταδιακά εδραιώνεται στους εκπαιδευομένους η πεποίθηση ότι (μπορούν και οφείλουν να) είναι πολίτες του κόσμου. Η εμπλοκή τους σε αυτά τα projects ευνοεί την ανάπτυξη όχι μόνο γλωσσικών δεξιοτήτων αλλά ευρύτερα την κατάκτηση πρακτικών γραμματισμού (life skills). Η απρόσκοπτη πρόσβαση σε γνωστικούς πόρους ποικίλης θεματικής ενεργοποιεί και ευαισθητοποιεί τις προσλαμβάνουσες των παιδιών. Παράλληλα καταξιώνει έμπρακτα την αυθεντικότητα του γλωσσικού υλικού. Τα διαθέσιμα κείμενα από τις ηλεκτρονικές εφημερίδες και τα περιοδικά του διαδικτύου είναι προσιτά για διδακτική αξιοποίηση. Χωρία βιβλίων και άλλες γραμματειακές πηγές περνούν πλέον εύκολα στη σχολική τάξη. Η γνώση καθίσταται ολιστική και οι μαθητές συλλαμβάνουν την οικουμενικότητα του μορφωτικού αγαθού. Τέλος, η εξατομίκευση σε αυτήν τη λογική διδακτικής οργάνωσης είναι αποτελεσματική. Ο εκπαιδευόμενος εργάζεται συνειδητά, για να ανταποκριθεί στην περάτωση της δραστηριότητας∙ όλα αυτά όμως υλοποιούνται ευχάριστα και με το δικό του ρυθμό, χωρίς να κατακλύζεται από το ελάχιστο άγχος ή και τη ρουτίνα της τυποποιημένης επανάληψης. Αντιθέτως, επιτελείται η συνεργατική μάθηση. Συνεπώς, η χρήση των νέων τεχνολογιών, με τις δημιουργικές αναζητήσεις στον κυβερνοχώρο, συμπληρώνει και αναβαθμίζει τη διδακτική πράξη επί της ουσίας.
Σημείωση Φαρέτρας: Το ερχόμενο Σάββατο, 18 Φεβρουαρίου, θα δημοσιευτεί το τρίτο από τα τέσσερα μέρη της σειράς.
[1] Οι εκτιμήσεις αυτές είναι άκρως διαφωτιστικές. Επισημαίνονται από το Μοσχονά (2001, 49-68). Πρβλ. και Bourdieu (1999). Έχει προβληθεί σχεδόν ως καταστατική αρχή η προτεραιότητα του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού. Τα κριτήρια αυτής της θεώρησης – φυλογενετικά, οντογενετικά, μαθησιακά – γνωστικά και δομικά – απορρεέουν από εμπειρικές γενικεύσεις και τελικά επέχουν θέσεις επιχειρημάτων. Η γραφή είναι σημειωτικό σύστημα εξαρτημένο και δευτερογενές (πρβ σχετικά και την αφοριστική εκτίμηση του Saussure: «Ο μόνος λόγος ύπαρξης της γραφής είναι να παραστήσει τη γλώσσα!»). Εν τούτοις η γλωσσική τυποποίηση αφορά κατεξοχήν το γραπτό λόγο∙ περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός γραφόλεκτου (μία «κοινής γραφόμενης» ή/και μίας «φιλολογικής» γλώσσας) καθώς και τη θέσπιση ορθογραφικών συμβάσεων. Άλλωστε και στο εκπαιδευτικό σύστημα η κοινή νεοελληνική εξακολουθεί να διδάσκεται στη γραπτή της μορφή σύμφωνα με την κανονιστική ενός εγχειριδίου. Επιπλέον η λειτουργικότητα της σύγχρονης εγγραμματοσύνης και τα νέα δεδομένα που επιβάλλουν τα Μ.Μ.Ε συνυφαίνονται με το γραπτό λόγο. Το θεώρημα για τον εγγράμματο και τον προφορικό πολιτισμό αντίστοιχα παραπέμπει σε δύο συλλογικά διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Συνδέεται αναπότρεπτα με το «γραμματισμό δράσης».
[2] Η ανατροφοδοτική λειτουργία του δημοσιογραφικού λόγου, τουλάχιστον ως προς τα δομικά της χαρακτηριστικά, είναι συναφής με το μοντέλο της λεκτικής επικοινωνίας. Βλ. και Αθανασίου (2003, 101 κε). Ιδίως η εφημερίδα ως αυθεντικό υλικό στη διδακτική διαδικασία και την επικοινωνιακή πρακτική είναι πρόσφορη για την πολυμερή αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων, την κατανόηση, την ερμηνεία και την τελική τους αξιολόγηση.
[3] Πρβλ. Πασαλάρης ό.π (1984, 45 κε). Πρόκειται για τα λεγόμενα «αστέρια» της είδησης, που αξιολογικά και κατά περίπτωση την οριοθετούν. Ομοίως επέρχεται και η διαφοροποίηση στην προβολή των ειδήσεων (πχ η θέση κατάταξής τους σε μία εφημερίδα ή η σειρά μετάδοσής τους σε ένα ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό δελτίο, ακόμη και η τοποθέτησή τους στη σελίδα ενός ιστολογίου). Σχετίζεται πάντα με τη βαρύτητα που φέρει το δημοσιοποιούμενο γεγονός στο χώρο (πχ εφημερίδα τοπικής, πανελλήνιας ή διεθνούς εμβέλειας) και το χρόνο (πχ καθημερινή, εβδομαδιαία ή περιοδική έκδοση).
[4] Σε σχέση με τα λοιπά, παραδοσιακά Μ.Μ.Ε οι εφημερίδες είναι εκείνες που πλήττονται εντονότερα (και) από την καταιγιστική επέλαση του Internet. Η κυκλοφορία πτοείται, οι θέσεις εργασίας στον τύπο συρρικνώνονται και η εμπορευσιμότητά τους καταρρέει, καθώς η διαφημιστική επενδυτικότητα μετακυλίεται αδιαλείπτως προς το Διαδίκτυο. Εκτιμάται ότι η κοινωνική αποστολή των έντυπων μέσων σταδιακά αποσυντίθεται. Ενδεχομένως πρόκειται για πολιτισμική αλλαγή, για ένα είδος ενημερωτικής «αποκέντρωσης». Ο νεανικός πληθυσμός – σε όλο και υψηλότερα ποσοστά – επιλέγει κατεξοχήν τον κυβερνοχώρο για την «πλοήγησή» του στην τρέχουσα επικαιρότητα. Επειδή πλέον έχει προκύψει ζωτικό πρόβλημα για την επιβίωση των εφημερίδων, καθίσταται αναγκαία η προσέλκυση νέων αναγνωστών – καταναλωτών. Η συστηματική χορήγηση αντικειμένων εν είδει προσφορών (πχ μουσικά CDs και DVDs με κινηματογραφικές ταινίες κά) είναι ακατάσχετη∙ αναμφίβολα συνιστά ένα παρακμιακό φαινόμενο. Προφανώς αλλάζει το υφιστάμενο status quo στην αγορά της πληροφορίας. Πρβλ. και το πρόσφατο άρθρο της “Economist” (αναδημοσιευμένο στην «Καθημερινή» της 3–9–2006 υπό τον τίτλο «Ποιος σκότωσε την εφημερίδα;»).
[5] Τα στατιστικά στοιχεία προέρχονται από τη μελέτη του M.Ottens “Internet usage by individuals and enterprises” και συμπεριλαμβάνονται στη θεματική ‘Statistics in focus’ του περιοδικού ‘Theme’ (τεύχος 16, 2004). Τα παραθέτει αυτούσια ο Παπαθανασόπουλος (2005, 66).
[6] Παπαθανασόπουλος ό.π (2005, 64-65 και 371 κε).
[7] Χατζησαββίδης, ό.π (2000, 247).
[8] Πάντως ο γλωσσικός γραμματισμός επιτελείται εξίσου αποδοτικά είτε πρόκειται για την έντυπη είτε για την ηλεκτρονική – ψηφιακή μορφή του κειμένου. Παρά τα όσα αποθαρρυντικά έχουν διαπιστωθεί για την πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων είναι γεγονός ότι το κοινό στρέφεται προς το διαδίκτυο αλλά και προς τον τύπο, επειδή έχει πλέον απογοητευτεί από τη μονοσημαντότητα της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας (μονοθεματικά δελτία ειδήσεων, τηλεοπτικά «παράθυρα», στοιχεία show off, μεροληψία, εκφυλισμός, περιρρέων κιτρινισμός και επιδερμική προσέγγιση της πληροφορίας, «δικατορία» των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων τηλεθέασης πχ από την AGB).
[9] Κουτσογιάννης (2002, 41). Επικρίνονται συλλήβδην οι απόπειρες «μεταφύτευσης» ξένων μοντέλων στο γλωσσικό γραμματισμό (με βάση πχ τα αμερικανικά ή τα βρετανικά πρότυπα κά). Πρόκειται για ανούσιες αντιγραφές χωρίς κριτική προεργασία. Ο κοσμοπολιτισμός, που ευαγγελίζονται, είναι τελικά ρηχός και κίβδηλος. Η σχεδίαση ενός εκπαιδευτικού λογισμικού αποτελεί σύνθετη διαδικασία και προϋποθέτει συνειδητότητα. Ειδικότερα για τη λειτουργική διδασκαλία της γλώσσας προϋποθέτει γνωστική επάρκεια και παιδαγωγική ευαισθησία, οξυδέρκεια και ευελιξία.
[10] Βίγκλας (2003). Πρβλ Κανελλόπουλος (2005) και Κασκαντάμη (2002). Ο υπολογιστής όντας ένα άριστο διεπιστημονικό εργαλείο συντελεί στην ανάπτυξη των επικοινωνιακών δεξιοτήτων. Η διδακτική χρήση των πολυμεσικών εφαρμογών συνδέεται τόσο με την ολιστική παρουσίαση της πληροφορίας και την πρόσκτηση γνώσεων, όσο και με τη δημιουργική διαχείριση του ελεύθερου χρόνου. Μάλιστα και ο Γ. Μπαμπινιώτης (σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» της 3-12-2000 υπό τον τίτλο «Νέες τεχνολογίες και ποιοτική Παιδεία») συναινεί με την πληροφορική προσέγγιση της ποιητικής παραγωγής: «…τα πολιτισμικά ή εθνικά επιτεύγματα μίας χώρας μπορούν πλέον να διδαχθούν μέσα από νέες, ελκυστικές ανανεωμένες και ουσιαστικές προσεγγίσεις, που προσιδιάζουν στα ενδιαφέροντα του ακροατηρίου». Για την αναπτυσσόμενη «ρητορική» εντός των ορίων του κυβερνοχώρου τόσο στη γλωσσική διδασκαλία όσο και στην παιδαγωγική των Μ.Μ.Ε βλ. και Lam (2004).