Life

Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός”. “Ανεβαίνοντας για την ‘μοιρασμένη’ μεταξύ δύο κρατών κορυφή Βίσογκραντ”

Περιγραφή:  Αλέξανδρος  Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος,  Αθανασίος Συργιάννης

Η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη από βουνά, που το καθένα από αυτά έχει την δική του ξεχωριστή ιστορία «χαραγμένη» στους γκρεμούς, στα βράχια, στις ρεματιές του. Ιστορίες που αναφέρονται σαν θρύλοι, με τους θεούς του κάθε βουνού, τα στοιχειά και τις νύμφες του.

Υπάρχουν, όμως και οι άλλες. Οι ιστορίες του παρελθόντος και οι ακόμη πιο πρόσφατες, που τις έχουν γράψει τόσο οι πολεμιστές, οι αγωνιστές, οι ιστορικοί, όσο και οι περιηγητές, οι περιπατητές. Ένα από τα πολλά πιο πάνω βουνά της Ελλάδος είναι και το Πίνοβο.

Το βουνό που ήταν για ακόμη μια φορά η επιλογή των μελών της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός» για την κυριακάτικη ορειβατική εξόρμησή της. Το Πλάτσα ή Μπλάτσα, όπως αλλιώς ονομαζόταν το Πίνοβο, είναι ο ορεινός όγκος που βρίσκεται στα βόρεια του Νομού Πέλλας με το ένα τμήμα του να αποτελεί μέρος του φυσικού συνόρου που χωρίζει την Ελλάδα από τα Σκόπια (FYROM). Απλώνεται δυτικοανατολικά έχοντας στα δυτικά του το βουνό «Καϊμακτσαλάν» (Βόρα) και στα ανατολικά του τη «Μικρή Τζένα».

Όταν τον παρατηρεί κανείς από μακριά, εντυπωσιάζεται βλέποντάς τον να ορθώνεται επιβλητικά στο τέλος του κάμπου της Αλμωπίας προς βορά και πάνω από τα ορεινά χωριά της περιοχής.

Εμείς, τα μέλη της ομάδας, επιλέξαμε για την κυριακάτική μας δραστηριότητα την ανάβαση με χιόνια στη δεύτερη σε ύψος κορυφή του ορεινού όγκου, το «Βίσογκράντ». Η ψηλότερη σε υψόμετρο κορυφή του Πίνοβου είναι η «Κορφούλα» (υψ. 2.156 μ.) και ακολουθούν: το «Βίσογκραντ» ( υψόμετρο που πλησιάζει τα 2.150 μ. [για την ακρίβεια έχει υψ. 2.145 μ.]), η «Μύτη» ( υψ. 2.066 μ.), ο «Καλόγερος» ( υψ. 1.873 μ.).

Η μοιρασμένη, επειδή βρίσκεται ακριβώς πάνω στην συνοριακή γραμμή, μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων κορυφή «Βίσογκραντ» είναι η λιγότερο «μπαρουτοκαπνισμένη» από εκείνη τη πολύ γνωστή σε όλους «Κορφούλα». Ο λόγος ένας και μοναδικός. Η θέση της κορυφής με τα εντυπωσιακά γκρέμια και με τις διάφορες μορφολογικές κλήσεις που συναντά κανείς από όλες τις πλευρές της.

Έτσι, την Κυριακή 05-02-2017 πρωϊ, φύγαμε από τη Βέροια με προορισμό το Αετοχώρι Αριδαίας. Οδικώς η διαδρομή μας ήταν: Βέροια-Σκύδρα-Μαυροβούνι-Νέα Ζωή-Ξιφιανή-Αριδαία. Φτάνοντας στην πλατεία της Αριδαίας, ακολουθήσαμε τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Ριζοχώρι-Φιλώτεια-Φούστανη για να φτάσουμε τελικά στον προορισμό μας, το  Αετοχώρι. Ένα ορεινό χωριό που απέχει 30 χλμ. από την Αριδαία. Κτισμένο σε πλαγιά, σε υψόμετρο 680 μέτρων και περιτριγυρισμένο από πανέμορφα μεικτά δάση.

Σε όλη την οδική διαδρομή μας, προσπαθούσαμε να δούμε, έχοντας έτοιμες τις φωτογραφικές μας μηχανές, τον ήλιο να ανατέλλει για να τον αποθανατίσουμε μαζί με τα απερίγραπτα πρωϊνά του χρώματα. Ο καιρός, όμως, δεν μας έκανε αυτή τη χάρη. Συννεφιασμένος ο ουρανός σε ολόκληρη την περιοχή, μας προβλημάτιζε στη θέα του.

Διάφορες σκέψεις και υποψίες για τις συνθήκες που μπορεί να επικρατούσαν στο κομμάτι της προγραμματισμένης μας διαδρομής. Φτάνοντας στην πλατεία του Αετοχωρίου με το χαρακτηριστικό υπεραιωνόβιο πλάτανο, την βρήκαμε διαμορφωμένη. Ήταν πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες φορές που την είχαμε δεί επισκεπτόμενοι το χωριό.

Άρχισε να ψιχαλίζει, κάτι που μας ανάγκασε να τροποποιήσουμε κάπως το αρχικό  μας πρόγραμμα. Αποφασίσαμε να μη σταθμεύσουμε τα αυτοκίνητά μας κοντά στην πλατεία, αλλά να ακολουθήσουμε τον χωματόδρομο με κατεύθυνση προς «Τα Πευκάκια».

Σκεφτήκαμε να ανεβούμε ακόμη ψηλότερα, με σκοπό να βραχούμε όσο το δυνατόν λιγότερο σε περίπτωση βροχής κατά την διάρκεια της πορείας μας. Όσο ανεβαίναμε ο χωματόδρομος βρεγμένος μας δυσκόλευε και τα πρώτα χιόνια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Στα 1.050 μέτρα υψόμετρο, το χιόνι στους 30 πόντους δυσκόλεψε κατά πολύ την διέλευση των αυτοκινήτων μας. Αποφασίσαμε να τα σταθμεύσουμε στο σημείο εκείνο και να μη το διακινδυνέψουμε άλλο.

Η προετοιμασία για την ορειβατική μας εξόρμηση γινόταν κάτω από ψιλόβροχο. 6 άνδρες και μία γυναίκα, η Φωτεινή, αφού πρώτα φορέσαμε τα αδιάβροχά μας, αρχίσαμε να φορτώνουμε τους σάκους μας με τα πιο απαραίτητα για τις επικρατούσες συνθήκες. Η βροχή, ο αέρας, η ποσότητα και η ποιότητα του χιονιού, η μορφολογία του ορεινού όγκου με τις πολλές μεγάλες κλήσεις του, ήταν οι λόγοι που κάνανε τα σακίδιά μας βαριά.

Αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε την ανηφορική πορεία μας περπατώντας πάνω στο χιονισμένο δασικό δρόμο που περνούσε μέσα από ένα μεικτό δάσος Οξιάς και Δρυός. Όσο ανεβαίναμε βλέπαμε ολόκληρο το γύρω τοπίο ντυμένο στα λευκά. Η βροχή σταμάτησε.

Για να γλυτώσουμε τα μεγάλα πέταλα που σχημάτιζε ο χωματόδρομος στις στροφές του, δημιουργούσαμε δικές μας διαδρομές μπαίνοντας μέσα στο δάσος και περνώντας από σημεία με πολύ μεγάλες κλήσεις, που έφταναν ακόμη και μέχρι τις 40 μοίρες. Ο ήλιος δειλά-δειλά άρχισε να κάνει την εμφάνισή του μέσα από τα σύννεφα που κατά διαστήματα αραίωναν.

Χρειαστήκαμε 65 λεπτά πορείας για να φτάσουμε στο σημείο που ο δρόμος περνά μέσα από ένα στένωμα που σχηματίζουν οι δύο πλαγιές που βρίσκονται από τα αριστερά και τα δεξιά του. Βγαίνοντας από το στένωμα αντικρίσαμε πανέμορφες εναλλασσόμενες εικόνες τοπίου.

Μπροστά μας το εντυπωσιακό γκριζωπό βραχώδες κομμάτι του ανατολικού τμήματος του ορεινού όγκου με την κορυφή «Ανώνυμη» στο ψηλότερο σημείο του. Δεξιότερα ένα τμήμα της κορυφής «Μικρή Τζένα». Χαμηλά το ρέμα μέσα σε δάση Οξιάς και από τις δύο μεριές του.

Αριστερά μας βλέπαμε την κορυφή «Καλόγερος» να ξεπροβάλλει πρώτο και πάνω από τις κορυφές των δένδρων, δίνοντας την εντύπωση πως ήταν πολύ κοντά. Και όμως, ήθελε πολύ ανηφορικό δρόμο ακόμη εκείνος που ήθελε να φτάσει στη βάση του.

Ο ήλιος άρχισε να φωτίζει όλο το σκηνικό. Ολόγυρα η φύση «ζωγράφιζε». Επιφωνήματα θαυμασμού. Θα ήταν μεγάλο λάθος εάν αυτό το έργο τέχνης της φύσης περνούσε έτσι, απαρατήρητο. Οι φωτογραφικές μας μηχανές ασταμάτητα αποτύπωναν όλες αυτές τις εντυπωσιακές εικόνες.

Χρειαστήκαμε άλλα 10 λεπτά πορείας πάνω στο χιονισμένο δασικό δρόμο για να φτάσουμε στη θέση «Τα Πευκάκια». Ολιγόλεπτη στάση για να συγκεντρωθούμε όλοι και συνέχεια της πορείας. Από τη θέση αυτή, μπαίναμε πλέον στο μονοπάτι με σήμανση, μία πολύ καλή δουλειά από τους Ορειβατικούς Συλλόγους της περιοχής.

Ακολουθούσαμε τα κίτρινα σημάδια που συναντούσαμε στους κορμούς των δένδρων, στους βράχους και στις πέτρες. Περάσαμε το πευκόδασος και μπήκαμε σε ένα πυκνό δάσος οξιάς. Η σήμανση πολύ καλή.

Μετά από 40 λεπτά πορείας, από «Τα Πευκάκια», δεν ακολουθήσαμε την υπόδειξη του βέλους της σήμανσης του μονοπατιού, αλλά στρίψαμε δεξιά προς το χιονισμένο λιβαδάκι που είχε ολόγυρά του δένδρα οξιάς.

Ολιγόλεπτη ξεκούραση. Νερό, μπάρες δημητριακών, σοκολάτα, μπισκότα, για ενέργεια και συνέχιση της πορείας. Στο σημείο αυτό εγκαταλείψαμε το κανονικό μονοπάτι με τη σήμανση και συνεχίσαμε την πορεία μας κάνοντας πλέον τη δική μας διαδρομή. Τη γνωστή στην ομάδα μας διαδρομή από  προηγούμενες παρόμοιες εξορμήσεις στην περιοχή.

Μετά το χιονισμένο λιβαδάκι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε την πλαγιά με μεγάλη κλήση μπαίνοντας μέσα σε ένα πυκνό δάσος με πανύψηλες οξιές. Η ανάβαση κουραστική, κοπιώδης, αλλά σύντομη.

Εάν ακολουθούσαμε κανονικά το μονοπάτι η διαδρομή μας θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη και θα χρειαζόμασταν περισσότερο χρόνο. Στα 1.400 μέτρα υψόμετρο το δάσος άρχισε να αραιώνει. Μπαίναμε, πλέον, στο γυμνό κομμάτι της διαδρομής. Όσο ανεβαίναμε περπατούσαμε στα υποαλπικά χιονισμένα λιβάδια.

Δεξιά μας ορθωνόταν, δείχνοντας το μπόϊ της, η τέταρτη σε ύψος κορυφή του Πίνοβου, ο «Καλόγερος» ( υψ. 1.873 μ.) και μπροστά μας λίγο πιο πάνω ο αυχένας του. Ο «Κλόγερος» από τη μια μεριά του, όπως το βλέπαμε ανεβαίνοντας, γυμνός από χιόνια. Φαινόταν το άγριο σκουρόχρωμο απότομο βραχώδες τμήμα του.

Από την άλλη, όλη η πλαγιά του ολόλευκη, καλυμμένη από χιόνι. Φτάνοντας στον αυχένα, η εικόνα που αντικρίζαμε φανταστική. Μπροστά μας στο βάθος, ουάου, ένα κατάμαυρο θεόρατο τείχος να ορθώνεται επιβλητικά πάνω από τα δάση οξιάς που ήταν φυτρωμένες στη βάση του.

Είναι ο «Μαύρος Βράχος» που εντυπωσιάζει στη θέα του τόσο με τον όγκο του, όσο  και την κάθετη βραχώδη πλαγιά του. Κοιτάζοντας δεξιότερα, βλέπαμε την χιονισμένη κορυφή του προορισμού μας, του «Βίσογκραντ», να ξεπροβάλλει πίσω από τον «Μαύρο Βράχο». Ακόμη πιο δεξιά ο χιονισμένος αυχένας «Βισογκραντ»-«Καλόγερου».

Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας αριστερά, ακολουθώντας την κορυφογραμμή, βλέπαμε το δυτικό τμήμα του ορεινού όγκου του Πίνοβου μέχρι την ψηλότερη κορυφή του, την «Κορφούλα» ( υψ. 2.156 μ.), που κρυμμένη στο βάθος δεν φαινόταν από τη θέση που βρισκόμασταν.

Κατευθύνοντας το βλέμμα μας χαμηλά, βλέπαμε χιονισμένη την «Κοιλάδα των Βράχων». Μια πλαγιά με διάσπαρτους ογκόλιθους διάφορων διαστάσεων, καθώς και με διάσπαρτους ογκώδης εντυπωσιακούς βράχους. Ένας από αυτούς, χαμηλά στα δεξιά μας, εκείνος με το χαρακτηριστικό πυραμιδοειδές σχήμα του που στη βάση του υπάρχει πηγή με τρεχούμενο νερό να δεσπόζει στο κέντρο περίπου της «Κοιλάδας των Βράχων».

Άλλες εποχές η εικόνα στο σημείο είναι απερίγραπτη. Τα ρυάκια με τα τρεχούμενα νερά τους, το καταπράσινο αλπικό λιβάδι με την πολυχρωμία των λουλουδιών της εποχής, οι σκόρπιοι ογκόλιθοι και οι βράχοι, η σάρα, όλα αυτά συνθέτουν ένα φανταστικό σκηνικό που δεν μπορείς να βρείς λόγια να το περιγράψεις.

Πίσω μας χαμηλά, δάση οξιάς και ακόμη χαμηλότερα ο κάμπος της Αλμωπίας να απλώνεται φτάνοντας μέχρι τους πρόποδες του Πάϊκου που φαινόταν στο βάθος. Φωτογραφίες, απόλαυση της θέας από ψηλά και συνέχεια κατηφορίζοντας προς την πηγή που βρίσκεται στη βάση του χαρακτηριστικού τριγωνικού βράχου.

Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 30 λεπτά πορείας, από τη σημείο που αφήσαμε τα αυτοκίνητά μας, για να φτάσουμε στο τρεχούμενο νερό. Ολιγόλεπτη στάση, εφοδιασμός με νερό και συνέχεια μπαίνοντας στο κλασικό πλέον μονοπάτι για τις κορυφές. Ο καιρός άρχισε να χαλάει. Ο ουρανός συννεφιασμένος.

Τα αραιά σύννεφα άρχισαν να δίνουν χώρο στα πυκνά και τα σκουρόγκριζα που κουβαλούσαν το βαρύ φορτίο της βροχής ή του χιονιού. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε την χιονισμένη επικλινή πλαγιά ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια που συναντούσαμε στου βράχους. Προσπεράσαμε από αριστερά το βράχο με την πηγή στη βάση του.

Άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας. Τα μποφόρ πολλά, πήγαινε να μας ρίξει. Σε κάποιο σημείο, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το κλασικό μονοπάτι για να γλυτώσουμε έτσι το μεγάλο πέταλο που σχηματίζεται, λίγο πιο πάνω δεξιά, στη στροφή του προς το «ζωνάρι» του «Βίσογραντ».

Πήραμε την απότομη πλαγιά, ανεβαίνοντας το δύσκολο σημείο με τη μεγάλη σάρα που αυτή την εποχή ήταν καλυμμένη με χιόνι. Ανηφορίζαμε με κατεύθυνση προς τις «Πόρτες» αντιμετωπίζοντας την μεγάλη κλήση, το χιόνι και τον πολύ δυνατό αέρα. Τα βήματά μας βαριά, οι ανάσες μας ακόμη βαρύτερες.

Κι, όμως, συνεχίζαμε. Μετά από ανηφορική πορεία μιας ώρας, φτάσαμε στο κλασικό μονοπάτι που περνά από το «ζωνάρι» του «Βίσογκραντ» και καταλήγει στις διάφορες κορυφές του βουνού Πίνοβο.

Βρισκόμασταν στα 1.930 μέτρα υψόμετρο και λίγο πιο κάτω από την είσοδο στις «Πόρτες». Η θέα από ψηλά όμορφη. Θα μπορούσε να ήταν φανταστική, εάν δεν είχε συννεφιά και ο δυνατός αέρας δεν μας εμπόδιζε να την χαρούμε. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε σε ένα μέρος. Τα πολλά μποφόρ πήγαιναν να μας ρίξουν κάτω.

Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη στο σημείο που βρισκόμασταν. Αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε προς την κορυφή λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών . Σκεφτήκαμε, για την δική μας σωματική ακεραιότητα, να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Αυτό και έγινε.

Προλάβαμε να βγάλουμε όλοι μαζί μια αναμνηστική φωτογραφία και ξεκινήσαμε. Πήραμε το κατηφορικό πλέον μονοπάτι προς την πηγή. Στη βάση του βράχου με το τρεχούμενο νερό κάναμε τη στάση μας για κολατσιό. Συζήτηση, αστειάκια, φωτογραφίες και συνέχεια της πορείας επιστροφής ακολουθώντας τα πατήματα που είχαμε κάνει ανηφορίζοντας.

Στην διαδρομή όλα μας θύμιζαν γνωστά. Οι εικόνες, όμως, από διαφορετική γωνία φωτισμού. Μετά από 3 ώρες πορείας, από το «ζωνάρι» του «Βίσογκραντ», φτάσαμε στα αυτοκίνητά μας. Στο σημείο εκείνο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.

Ήταν η στιγμή που είχαμε ολοκληρώσει το μεγαλύτερο κομμάτι της προγραμματισμένης μας δραστηριότητας στο βουνό Πίνοβο. Δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε με τους δυνατούς αέρηδες που φυσούσαν με μανία στα ψηλότερα σημεία του ορεινού όγκου. Προείχε η ασφάλειά μας και η σωματική μας ακεραιότητα.

Απολογισμός:

Διαδρομή:  λίγο πιο πάνω από το χωριό Αετοχώρι (υψ. 1.050μ.)–θέση «Τα Πευκάκια»-

«Κοιλάδα των Βράχων»-«ζωνάρι» του «Βίσογκραντ» (υψ. 1.930 μ.)–επιστροφή

Ομάδα: 6 άνδρες και μία γυναίκα.

Υψομετρική διαφορά: 1.000 μ. ( με τα σκαμπανεβάσματα)

Απόσταση: 11 χλμ.

Χρόνος: 6 ώρες και 35 λεπτά ( συνολικός χρόνος)

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ