“Ντιπ επικοινωνιακή πολιτική;; Μα ούτε έναν γλυκούλη λόγο;!” γράφει η Τζωρτζίνα Αθανασίου
Είμαστε πολίτες, πολιτευόμαστε, μιλούμε πολιτικά, κάνουμε πολιτική, ασκούμε πολιτική κριτική, εκφράζουμε πολιτικό σχόλιο, είμαστε πολιτικά όντα, εκφέρουμε πολιτικό λόγο, αναφερόμαστε σε πολιτική κουλτούρα, και πολιτικό πολιτισμό, πολιτική ανάλυση, σε πολιτική και πολιτικές. Ενδόμυχα, μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε τους όρους, ακόμα και να δώσουμε λίγο ή πολύ σωστούς ορισμούς για το καθένα. Όλα τα παραπάνω, γίνονται αντικείμενο συζήτησης όταν μας περιβάλλουν, υπάρχει και μια άλλη πολιτική όμως, την οποία δε σχολιάζουμε παρά μόνο όταν απουσιάζει γιατί μας αρέσει. Και όπως ό,τι μας αρέσει και έχουμε εθιστεί σε αυτό, μας απασχολεί μόνο όταν μας λείπει. Αναφέρομαι στην επικοινωνιακή πολιτική.
Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω ότι, έτσι όπως την εννοώ, διαχωρίζω από αυτή το σκέλος που αφορά στην επικοινωνία της πολιτικής και που αφορά τόσο στο κατά πόσο γίνονται γνωστές οι κινήσεις, οι προθέσεις, τα έργα μιας Αρχής, μιας εταιρείας ή ενός προσώπου, όσο και τον τρόπο που αυτές γίνονται γνωστές. Θεωρώ πως σε ό,τι αφορά την επικοινωνία της πολιτικής, την παρουσίαση δράσεων, σκέψεων, προθέσεων γεγονότων, είμαστε τυχεροί, καθώς όπως έχω επαναλάβει, κατοικώντας στην Νάουσα έχουμε τη δυνατότητα να προσερχόμαστε στο δημοτικό συμβούλιο ή στις ενημερωτικές συναντήσεις που οργανώνονται, για να λαμβάνουμε γνώση των κοινών άμεσα, και στη συνέχεια να κρίνουμε μόνοι μας διαχωρίζοντας με σύνεση υπερβολές, κορώνες, αλήθεια, αποσιωπήσεις και να ερμηνεύονται κατάλληλα με ελεύθερη σκέψη.
Θα μου πείτε, ορθώς: «τότε τι μας ζαλίζεις;;; αφού τα μαθαίνουμε μόνοι μας, και αφού αν δεν τα μάθουμε, έχουμε τις εφημερίδες, άφησέ μας στην ησυχία μας.» Επικοινωνιακή πολιτική είναι, που όταν δεν μας κάνουν τα ρούχα φταίει η μάρκα που έχει δήθεν στενό πατρόν, που από τη μια μέρα στην άλλη πέφτουμε νούμερο γιατί στην εταιρεία είχαν την ιδέα να βαφτίσουν το large, medium, που μετά από μια εβδομάδα διατροφής πειστήκαμε ότι παρά τα περιττά κιλά είμαστε όλες ίδιες με την Μόνικα (μη ρωτήσετε ποια Μόνικα. Ξέρετε). Γιατί θέλουμε να τα πιστεύουμε αυτά; Επειδή νομίζω αρεσκόμαστε απλά να μας ακούν και να γνέφουν ότι μας καταλαβαίνουν.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, η «επικοινωνιακή πολιτική» όπως την έχουμε συνηθίσει και όπως την αντιλαμβάνομαι, από την πλευρά αυτού που την ασκεί, περιορίζεται στο : «Δεν σου αρέσει η αλήθεια;; το θες το δούλεμά σου;;; πες το κι έγινε». Από την πλευρά αυτού που θα την προσλάβει, θα ήθελαν η σκέψη μας να περιστρέφεται γύρω από το λαϊκό άσμα «Γέλα μου κι ας είναι ψέμα μόνο γέλα μου» ή « Θέλω να τ’ ακούω να το λες, και από μένα ό,τι θες». Θα ήθελαν. Πότε πιάνει, πότε δεν πιάνει.
Έχουμε συνηθίσει βέβαια να μας παραμυθιάζουν. Έχουμε συνηθίσει στο ψέμα, έχουμε μάθει στο καλόπιασμα. Θέλουμε πάντα το «ναι» ακόμα και όταν ξέρουμε πως μας το λένε για να μας ξεφορτωθούν, το ξέρουμε πως στην πραγματικότητα είναι «όχι» αλλά δεν θέλουμε να το ακούσουμε. Η επικοινωνιακή πολιτική που έχει αναχθεί σε τέχνη συνδυάζοντας πολλές επιστήμες μαζί, έχει επιβάλει την αποστροφή στο «όχι» και στην αλήθεια. Δεν θέλουμε να ξέρουμε τι ισχύει, τι θα γίνει, τι μπορεί να γίνει. Διότι δεν θέλουμε ούτε να στεναχωρηθούμε, ούτε να πιεστούμε. Και ασφαλώς δεν αναγνωρίζουμε στο ειλικρινές αντικειμενικό «όχι» την ευκαιρία να κινηθούμε προς άλλη κατεύθυνση, να γεννηθεί ελπίδα για κάτι νέο που δεν είχαμε ως τώρα σκεφτεί. Ας το παραδεχτούμε, ποιος πείστηκε αληθινά ότι τα λεφτά υπήρχαν; κανείς! Απλά η επικοινωνιακή πολιτική εφηύρε την ατάκα της ελπίδας που έλειπε. Μετά ενημερωθήκαμε πως η ελπίδα μας έρχεται. Και τώρα, το ιντερνέτ έχει κατακλυστεί από χιουμοριστικές σίγουρα, αθώες καθόλου, φωτογραφίες με ευφάνταστα «πριν» και «μετά», στοχεύοντας στο να υποκαταστήσουν στην μαζική συνείδηση την ατομική ανάμνηση διαφόρων συγκυριών με κάτι ανάλαφρο και αντάξιο του «δε βαριέσαι».
Το είδα από δω, το είδα από κει…. μήπως τελικά πιο ειλικρινής και αποτελεσματικός είναι αυτός που εφαρμόζει πολιτική επικοινωνίας και όχι επικοινωνιακή πολιτική; Αυτός που αφήνει να μιλήσουν τα έργα του, αυτός που δεν ενδιαφέρεται για τις σκέψεις μας, όχι επειδή τις περιφρονεί, αλλά επειδή τις υπολογίζει και τις θέλει ελεύθερες; Και μήπως είναι αυτός που δεν καταδέχεται να υπαγορεύσει τι να σκεφτούμε επειδή μας υπολογίζει ως πολίτες;
Μάλλον, την επόμενη φορά που θα σκεφτώ «μα καθόλου επικοινωνιακή πολιτική;!», θα κοιτάξω καλύτερα, μήπως κάπου εκεί κρύβεται η ελευθερία.