Γύρω στα 1830… Έντγκαρ Άλαν Πόε 1809 –1849 και Γρηγόρης Α. Περδικάρης – Gregory A. Perdicaris 1808-1872
Ο Αλέξης Παράσχος, κατέγραψε την εξαιρετικής σημασίας έρευνα του πατέρα του καθηγητή Εμμανουήλ Παράσχου ”Αναζήτησης των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στη Βοστώνη (Boston) ΗΠΑ Αμερικής” και λέει για τον Γρηγόρη Α. Περδικάρη:
Ο Gregory A. Perdicaris, 1808-1872, γεννήθηκε στη Νάουσα Ημαθίας, στην Ελλάδα, σπούδασε στο Ινστιτούτο Mt. Pleasant Classical Institute του Κολεγίου Amherst, δίδαξε αρχαία Ελληνικά στο Harvard και διορίστηκε Πρόξενος της Αμερικής στην Αθήνα από το 1837 ως το 1947. Επέστρεψε στο Boston (Βοστώνη) το 1866 με σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα μαζί με τον S.G. Howe για την επανάσταση της Κρήτης. Έγραψε το βιβλίο «The Greece of the Greeks» (Η Ελλάδα των Ελλήνων) το 1845 (βλ. φωτογραφία). Ένα χρόνο μετά μετακόμισε στο Trenton, N.J., όπου συνεργάστηκε με την εταιρεία Trenton Gas Co. Ο γιος του Ίων απήχθηκε στο Μαρόκο από τον περιβόητο ληστή Raisouli το 1904, κι έτσι δημιουργήθηκε το «Ζήτημα Περδικάρη» (Perdicaris Incident) μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μαρόκο σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. T. Roosevelt (Ρούσβελτ) έστειλε ένα μια μοίρα στόλου στο Tangiers απαιτώντας την απελευθέρωσή του. Η κυβέρνηση του Μαρόκο πλήρωσε τα λίτρα και έτσι ο Ίων απελευθερώθηκε.
Ο Πυθαγόρας Ιερόπουλος εν Βερροία, δικηγόρος, στο εβδομαδιαίο φύλλο ” Η άλλη άποψη ” τεύχος 440, 19/12/2016 Βέροιας, καταγράφει, έστω επιγραμματικά, τη σχέση των δυο ανδρών στις ΗΠΑ, τόσο ενδιαφέρουσα, αποκαλυπτική και άκρως παρθένα σχολίαση του γεγονότος!!!
” Όταν ο κορυφαίος αμερικανός ποιητής Έντγκαρ Άλαν Πόε διευθύνει το περιδικό ” Σάουδερν Λιτεράρι Μασαχουσέτης ” , δημοσιεύει σε ένα τεύχος του άρθρο, γραμμένο από τον Στέφεν Μπίλφολντ, αφιερωμένο στον Περδικάρη και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε θα γράψει στον Μπίλφολντ: ” Ένα δημοτικό τραγούδι γραμμένο από τον Περδικάρη και μεταφρασμένο από σένα, τι διαμάντι ανεκτίμητο και πως θα γινόταν να έρθει στα χέρια μας το βιβλίο του – Η Ελλάδα στους Έλληνες ” και λαχτάρισα θυμούμενος τον Κ.Π. Καβάφη, στο ποίημα ” Πάρθεν ” και βέβαια δεν έχω στα χέρια μου το δημοτικό ποίημα του Γρηγόρη Α Περδικάρη, μέχρι στιγμής…
Σε ένα άλλο άρθρο του, στο περιοδικό”Sutheth Literaraz Messange ” , o Έντγκαρ Άλαν Πόε αναφέρει: ” Είμαι βέβαιος για τις ικανότητες του Περδικάρη και ιδιαίτερα για το κριτικό του πνεύμα στα Αρχαία Ελληνικά κείμενα, Είμαστε ευτυχείς που δημοσιεύουμε γραφτά του Περδικάρη από τη Νάουσα της Μακεδονίας ”.
Ο Ιερόπουλος και δεν γνωρίζω γιατί, γράφει ” από τη Βέροια της Μακεδονίας ” και παρακαλώ με ένα -ρ- τότε γράφονταν με δυο ρρ και χρήζει διορθώσεως! Στις φωτογραφίες ο ποιητής, ο υιός του Γρηγόρη, Ίων Περδικάρης και το εξώφυλλο του βιβλίου ” Η Ελλάδα στους Έλληνες “.
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ — Μετάφραση Γ.Β.Ιωαννίδη
Δώδεκα έδειχνεν η ώρα, μεσονύχτι, όπως και τώρα
Κι ήμουν βυθισμένος ώρα σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μέσα από ένα θάμπος ύπνου να μου εφάνη, σάμπως
Κάποιος έξω από την πόρτα να χτυπούσε σιγανά.
Επισκέπτης, είπα, θά’ ναι και χτυπάει σιγανά
Τούτο θά ‘ναι μοναχά.
Α, θυμάμαι, έπεφτε χιόνι και του κρύου Δεκέμβρη οι τόνοι
Σκούζαν μες στο παραγώνι και στοιχειώναν στη φωτιά.
Η νυχτιά με στενοχώρα κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
Νά’ βρω τη γλυκειά Λεωνόρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λεωνόρα που οι αγγέλοι της κρατάνε συντροφιά
Και δική μας ποτέ πια.
Κάθε θρόισμα στο μετάξι της κουρτίνας είχε αλλάξει
Κι έρχονταν να με ταράξει ο άγριος φόβος που τρυπά .
Κι έλεγα , για να πάρω θάρρος και να διώξω αυτό το βάρος :
– Επισκέπτης , δίχως άλλο , θάναι τούτος που χτυπά ,
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης , που για νάμπει μου χτυπά
Τούτο θάναι μοναχά.
Ξάφνου ως νάντριωσε η ψυχή μου και παρά την ταραχή μου
– Κύριε , φώναξα , ή κυρία , συγχωρέστε με , έστω αργά
Στα χαρτιά μου ήμουν σκυμένος κι ίσως μισοκοιμισμένος
Δε σας άκουσα ωρισμένως να χτυπάτε έτσι σιγά .
Με τα λόγια τούτα ανοίγω τα πορτόφυλλα γοργά .
΄Εξω η νύχτα μοναχά.
Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας έμεινα εκειδά απορώντας
Κάθε τόσο ανασκιρτώντας μέσα σ’ όνειρα αλγεινά .
Κράτησε ησυχία για ώρα κι άξαφνα απ’ τα βάθη τώρα,
Μια φωνή να λέει Λεωνόρα σα ν’ ακούστηκε βραχνά .
Εγώ φώναξα «Λεωνόρα» και τη φέρνει η ηχώ ξανά,
΄Ετσι θάναι μοναχά.
Μπήκα στο δωμάτιο πάλι , μ’ άνω κάτω το κεφάλι ,
Μα μέσα απ’ αυτή τη ζάλη , δυνατήν ακούω χτυπιά .
– Α , στο παραθύρι θάναι, λέω ευθύς, και με ζητάνε ,
Ας ιδώ τώρα ποιος νάναι, φτάνει το μυστήριο πια,
Η καρδια μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια
Θάναι ο αγέρας μοναχά.
Τότε τα παντζούρια ανοίγω , όμως μια κραυγή μου πνίγω
Καθώς βλέπω ένα κοράκι μες στο δώμα να περνά .
Η ευγένεια δεν το νοιάζει κι ούτε που με λογαριάζει ,
Μα γαντζώνει στο περβάζι της εσώπορτας στερνά .
Μα γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
Και κυττάζει μοναχά.
Πως ανάπνευσα στ’ αλήθεια και γελώντας απ’ τα στήθεια ,
Λέω , από παλιά συνήθεια , στ’ όρνιο με τη κρύα ματιά :
– Κι αν σου κόψαν το λοφίο κι αν σ’ αφήκαν έτσι αστείο
Μαυροπούλι άλλοτε θείο , που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό είναι τάχα τ’ όνομά σου μες την άραχνη νυχτιά;
Και μου λέει : – Ποτέ πια !
Θάμασα πολύ μου ακόμα τόρνιο , που είχε ανθρώπου στόμα ,
Μα τα λόγια του όλο σκώμα δε μου μάθανε πολλά .
Γιατί αλήθεια , είναι σπουδαίο και περίεργο και μοιραίο ,
Αν μια νύχτα , σας το λέω , δείτε κάπου εκεί ψηλά
Κουρνιασμένο ένα κοράκι στην Παλλάδα, να μιλά
Και να λέει : Ποτέ πιά !
Τ ‘ όνομά του θα μου κράζει , σκέφτηκα , μα τι με νοιάζει ,
΄Ισως πάλι να νυστάζει και τα λόγια του ξεχνά .
΄Ομως τούτο ούτε σαλεύει κι είναι ως κάτι να γυρεύει
Και του κρίνουμαι : – Περσεύει κι άλλος τόπος εδωνά ,
Την αυγή θα φύγεις πάλι σαν ελπίδα που περνά .
Και μου λέει : Ποτέ πια !
Τρόμαξα στ’ αλήθεια μου , όντας , μου δευτέρωσε μιλώντας ,
– Δίχως άλλο , είπα σκιρτώντας , τούτο ξέρει μοναχά .
Κάποιος πρώην κύριός του , θάκλαψε πολύ , ο καϋμός του
΄Ισως νάγινε δικός του και για τούτο αγκομαχά
Και του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά
Λέγοντάς μου : – Ποτέ πια !
Και τη θλίψη μου ξεχνώντας έστρεψα σ’ αυτό γελώντας
Την καρέκλα μου τραβώντας στο κοράκι αντικρυνά .
Μα στο κάθισμά μου απάνω , χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
Και στο νου μου τώρα βάνω για ποιό λόγο αληθινά
Σα μιαν επωδή μακάβρια να μου λέει όλο ξανά
Το κοράκι : Ποτέ πια !
Γρίφος θάναι ή αίνιγμά του κι ίσως μήνυμα θανάτου
Και κυττώντας τη ματιά του που μου τρύπαε την καρδιά ,
Γέρνω ωραία μου το κεφάλι , στο δικό της προσκεφάλι ,
Όπου αντιφεγγούσε πάλι , σαν και τότε μια βραδυά ,
Με το βιολετί βελούδο, σαν και τότε μια βραδυά
Και που δε θ’ αγγίξει πια !
Ξάφνου ως νάνοιωσα μου εφάνη γύρω μου άκρατο λιβάνι
Και πλημμύρα να μου φτάνει σύννεφο η θεία του καπνιά .
– ΄Αθλιε , φώναξα , στοχάσου , που ο Θεός στέλνει κοντά σου .
Αγγέλους να σου σταλάσουν νηπενθές για λησμονιά ,
Πιέστο , ω , πιέστο , τη Λεωνόρα να ξεχάσεις μ’ απονιά ,
Και μου λέει : – Ποτέ πια !
Α , προφήτη , κράζω ,ωιμένα , κι αν του δαίμονα είσαι γέννα
Κι αν ο Πειρασμός σε μένα , σ’ έστειλε απ ‘ τη γης βαθειά ,
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο σ’ έχει ρίξει απελπισμένο
Σ ‘ ένα σπίτι στοιχειωμένο με σκιές και με ξωθιά ,
Θάβρω στη Γαλαάδ , ω πες μου , θάβρω εκεί παρηγοριά ;
Και μου λέει : – Ποτέ πια !
– Α , προφήτη , ανήλιαγο όρνιο κι αν πουλί σαι κι αν δαιμόνιο
Απ’ το σκότος σου το αιώνιο κι απ ‘ την κρύα σου συννεφιά.
Πες μου , στης Εδέμ τα δάση , θάβρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει
Μια παρθένα πούχει αγιάσει κι έχει αγγέλους συντροφιά ,
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα , πούχει αγγέλους συντροφιά ;
Και μου λέει : Ποτέ πιά !
Φύγε στ’ άγριά τα σου μέρη , όρνιο ή φάντασμα , ποιος ξέρει
Αν αυτό που σ’ έχει φέρει δεν σε καταπιεί ξανά .
Κι ούτε ένα μικρό φτερό σου να μη μείνει εδώ δικό σου ,
Φώναξα , και το φευγιό σου να χαθεί στα σκοτεινά .
Πάρε και το κρώξιμό σου πέρα από την Αθηνά .
Και μου λέει : – Ποτέ πια !