Το έθιμο των “Λιγουτσιάρηδων” των Βλάχων της Βέροιας σχετίζεται με τις μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου σε όλη την Ελλάδα. Γενικά, οι μεταμφιέσεις σε αυτή τη διάρκεια του χρόνου ήταν ένας μικρός θίασος ανδρών (προάγγελος του θεάτρου). Αυτό το έθιμο έχει τις ρίζες του στην απώτερη αρχαιότητα, με σκοπό την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων (με τον εκκωφαντικό κρότο των κουδουνιών), τον θάνατο του παλιού, τον ερχομό του νέου και γενικά την επικράτηση του παλιού στο νέο.
Γιαυτό στις μικρές αυτές ομάδες-θιάσους, βλέπουμε μορφές γέρων και μορφές νέων, όπου τελικά με πάλη (μέχρι και θανάτου ακόμα) επικρατούν οι νέοι και δυνατοί. Αρκετά είναι τα τοπωνύμια στη Ελλάδα με ονόματα, όπως ‘σκοτωμένοι’, ‘αρσάλια’ (νεκροταφεία). Αυτό που επιζητείται, σε τελική ανάλυση, είναι η γονιμότητα, η βλάστηση, η ζέστη, το φως, κόντρα στην μη γονιμότητα, στο κρύο και στο σκοτάδι.
Ο Διόνυσος δεν είναι μόνο ο θεός του κρασιού και προστάτης των αμπελιών στου Αρχαίους Έλληνες, αλλά και θεός, που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο. Άλλωστε, ο φαλλός (σύμβολο γονιμότητας), οι προσωπίδες με τις κεφαλαργιές και τα κέρατα των ζώων, που υπάρχουν στις μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου και που ταυτόχρονα τις βλέπουμε στην λατρεία του Διόνυσου στη Αρχαία Ελλάδα, μας δυναμώνουν την πεποίθηση ότι πρόκειται για Διονυσιακό κατάλοιπο. Πιθανόν, όμως, το έθιμο αυτών των μεταμφιέσεων να χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Το συναντούμε σε όλες τις εποχές και αργότερα (Ρωμαιοκρατία, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) και ασφαλώς πέρασε και στον χριστιανισμό, όπου διατηρήθηκε (όσο μπόρεσε) μέχρι τις ημέρες μας.
Τα ονόματα αυτών των ομάδων, που βλέπουμε ιδιαίτερα στην Βόρειο Ελλάδα (Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία) και φαίνεται, πεντακάθαρα, η ευρεία εξάπλωση του εθίμου στους ελληνικούς πληθυσμούς, είναι:
Αράπηδες, Αραπκοί, Αργκουτσιάρια, Αλήδες, Γκαμήλα με τον Ντιβιτζή, Καμήλα, Κουδουνάδες, Καραβασλάδες, Καλινδράδες, Καλκάντζαροι, Καρναβάλια, Λαγκατζάρια, Λιουγκατζιάρια, Λογκατσάρια, Μπαμπούγεροι, Μπαμπαϊούρδις, Μωμόγεροι, Μπουσιαραίοι, Μπαμποέρηδες, Μπάμπιντεν, Μπαμπαλιούρδες, Μπουμποσάρια, Ντυλιάροι, Ποτουρλίδες, Ραγκουτσάρια, Ρουγκάτσια, Ρογκατζάρια, Ρουγκανάδες, Ρογκατσάδες, Ρούγκοι, Σουρβάροι, Σουρβατζήδες, Τζαμάλες, Φουστανελάδες και Νύφες (Εσκιάροι και Τζβοκάροι), κλπ.
Το έθιμο το ‘Λιγουτσιάρηδων’ στη Βέροια έχει ως εξής
Τα μικρά παιδιά μέχρι την ηλικία των 12 περίπου ντυμένοι ‘Λιγουτσιάρηδες’ πριν ξημερώσει, την πρώτου του χρόνου, έλεγαν τα κάλαντα στα σπίτια των συγγενών και φίλων τους. Θα εξηγήσουμε παρακάτω την φορεσιά των ‘Λιγουτσιάρηδων’. Τα κάλαντα, που έλεγαν, ήτανε τα εξής (οι στίχοι και ο μουσικός σκοπός ομοιάζουν πολύ με τα κάλαντα, που λένε τα Λαγκατζάρια στα Ημαθιώτικα Πιέρια, ιδιαίτερα στα Ριζώματα):
‘Λιγουτσιάρης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει, Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει, Φραγκίτσα πάει στη βρύση, με το γκιουρντάνι (η γκιουζντάνι) στου λιμό, με το σπαθί στη μέση, σα φέτο παλικάρια μου, σα φέτο και του χρόνου’.
Αυτό γίνονταν μέχρι και την 10ετία του 60’. Εγώ, ως μικρό παιδί, ντύθηκα ‘Λιγουτσιάρης’ στην γνήσια ροή του εθίμου και όχι με αναβίωση.
Μετά την εκκλησία και το μεσημεριανό φαγοπότι την Πρωτοχρονιάς, το απόγευμα έβγαιναν οι μεγαλύτεροι (14-25 χρονών) ντυμένοι ‘Λυγουτσιάρηδες’. Στα πόδια τους φορούσανε ‘χολέβια’(τσουάριτς) συνήθως μαύρα και στενά, μια άσπρη πουκαμίσα όπως ακριβώς ήταν η παραδοσιακή βλάχικη φορεσιά. Φορούσαν γουρουνοτσάρουχα ή απλά παπούτσια. Στο σώμα τους φορούσαν μια φανέλλα με κεντημένα τα μανίκια σε όλο το χέρι. Από πάνω φορούσαν την πουκαμίσα (κ.μάσια) και μετά φορούσαν μια κάπα κομμένη έτσι ώστε να φαίνεται η πουκαμίσα και στα πόδια και στα χέρια. Κατόπιν φορτώνονταν με πολλές σειρές μεγάλα κουδούνια και στο πρόσωπό τους είχαν αυτοσχέδιες μάσκες, έτσι ώστε να φαίνονται αγριωποί (με άσπρες συνήθως τρίχες και ουρές από μαλλί γίδας). Επίσης, στα χέρια τους είχαν ξύλινα σπαθιά.
Περιδιάβαιναν τα σοκάκια της Βέροιας και πήγαιναν στα σπίτια λέγοντας τα κάλαντα, χορεύοντας στους δρόμους και προκαλώντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια. Εάν συναντιούνταν δύο παρέες, γίνονταν μια υποτυπώδη μάχη και η υποτιθέμενη νικηθείσα παρέα, αναγκάζονταν να περάσει κάτω από τα σπαθιά των νικητών (στρατιωτική συνήθεια υποταγής).
Ωστόσο, πριν να έρθουν οι Βλάχοι στο Βέρμιο (από την Πίνδο) και πριν την καταστροφή του Βερμίου από τους Τούρκους το 1822, το έθιμο υπήρχε στα ντόπια ορεινά χωριά της Ημαθίας, που ήτανε πολυπληθή και οι μάχες ανάμεσα στους Λιγουτσιάρηδες ήτανε αληθινοί και σφοδροί με θύματα. Στην Καστανιά και στο Σέλι υπάρχουν ακόμα τοπωνύμια με την ονομασία ‘Σ’κομένοι’ (στους σκοτωμένους), σε ανάμνηση των αιματηρών συγκρούσεων τέτοιων μπουλουκιών των διάφορων χωριών.
(Πηγή: Τσιαμήτρος Η. Κώστας (Ψωμάς) και προσωπική μου εμπειρία)