“Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα” (1) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Τo κομπλιμάν του κυρίου Γιούγκερμαν
στη μαντάμ Σουσού…
Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα[1]
[1ο Μέρος]
Το ασύμβατο αυτής της «συνάντησης» μόνο φαινομενικά είναι ανορθόδοξο. Σε μία κοσμική στήλη, όπως αυτή που έγραφε κάποτε η Μονταίν στο περιοδικό «Μπουκέτο»[2], θα μπορούσε κανείς να διαβάσει: «Κατά την λαμπράν χοροεσπερίδαν της Γαλλικής πρεσβείας, ήτις εδόθη εχθὲς εις την μεγαλοπρεπή αίθουσαν δεξιώσεων της Grande Bretagne, διεκρίθησαν διά τας επιδόσεις των εις το fox–trot o Διοικητής της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών κόμης Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν μετὰ της κυρίας Σούζυ Καντακουζηνοῦ, άρτι αφιχθείσης ἐξ Ινδιών» κ.ο.κ. Τα πρόσωπα ασφαλώς είναι φανταστικά· πρόκειται για λογοτεχνικούς ήρωες, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς. Η εικασία ωστόσο μιας τέτοιας αναφοράς από τη γνωστή κοσμικογράφο του μεσοπολέμου μοιάζει αληθοφανής. Θα ήταν λοιπόν δυνατό σε ένα αθηναϊκό σαλόνι, γύρω στα 1935, να λάβει χώρα αυτή η αναπάντεχη συνάντηση· θα ήταν ακόμη πιθανό να εκδηλωθεί μία τέτοια χειρονομία ή, κατά το ορθότερο για αυτήν την περίπτωση, μία geste κοσμικής αβροφροσύνης…
Ο Μιχάλης Καραγάτσης και ο Δημήτρης Ψαθάς δείχνουν να συγκλίνουν σε επίπεδο κοινωνικής παρατηρητικότητας. Το ζητούμενο εδώ αφορά τη λογοτεχνική αποτύπωση ενός life style μεγαλοαστικού, με τις όποιες συνδηλώσεις του. Τόσο στο «Γιούγκερμαν» όσο και στη «Μαντάμ Σουσού», οι συγγραφείς ιχνηλατούν με θαυμαστή οξυδέρκεια και υποδόρια ειρωνεία ανάλογες συμπεριφορές – ή και ευφάνταστες απομιμήσεις τους… Βάση αναφοράς είναι πάντα η Αθήνα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Στην περίπτωση του «Γιούγκερμαν» πάντως, ο φακός της αφήγησης είναι ευρυγώνιος και καλύπτει ένα πλατύτερο φάσμα του αστικού κοσμοπολιτισμού.
Ο «Γιούγκερμαν» (1938) τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απόπειρα για τη δημιουργία ενός roman fleuve («μυθιστορήματος ποταμού») στη νεοελληνική γραμματεία. Συνδυάζει αριστοτεχνικά τα γνωρίσματα του μυθιστορηματικού βιογραφικού είδους με την κοινωνική τοιχογραφία. Πρόκειται για έργο σύνθετο και φιλόδοξο, πρόσφορο για πολυεδρική ανάγνωση. Η αφήγηση εναλλάσσεται με την περιγραφή και τα διαλογικά μέρη. Η ψυχογραφική δύναμη του Καραγάτση εδώ είναι ρωμαλέα. Επιστρατεύει ακόμη και τις τεχνικές της ψυχανάλυσης: σε κάποιο σημείο της δράσης εμπλέκεται ως λογοτεχνικός ήρωας ο ίδιος ο Freud! Ο συγγραφέας, όντας ο εξωδιηγητικός και παντογνώστης αφηγητής, επιλέγει τη μηδενική εστίαση. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και γραμμική. Τεχνοτροπικά εξελίσσεται σε βάθος ιστορικής αναφοράς. Ο εσωκειμενικός χρόνος οργανώνεται σε σαφείς συντεταγμένες. Το μυθιστόρημα εμπλουτίζεται με αναχρονίες, προσημάνσεις και εγκιβωτισμούς. Η μυθοπλασία είναι πάντα εναργής. Πρόκειται για ένα στέρεο αστικό μυθιστόρημα του μεσοπολέμου, στο οποίο συσσωματώνονται μορφικά στοιχεία της νεοτερικότητας.
Εξ ορισμού η νεοελληνική αστική τάξη φέρει ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Κυρίως διαμορφώθηκε εξωελλαδικά. Η αστικοποίηση του πληθυσμού επήλθε όψιμα και με βραδείς ρυθμούς. Μάλλον συνιστά το νόθο προϊόν ενός κοινωνικού καταναγκασμού[3]. Στα χρόνια του 1930 παραπαίει επικίνδυνα μετά την κατάρρευση του μεγαλοϊδεατισμού (1922) και τη λαίλαπα του οικονομικού κραχ (1929). Παρόλα αυτά έχει εγκολπωθεί μία νοοτροπία μεγαλοαστικής εκζήτησης, από την οποία αρνείται πεισματικά να απαγκιστρωθεί. Διαβάζοντας τον «Γιούγκερμαν» και τη «Μαντάμ Σουσού» υπό την οπτική της αστικής ηθογραφίας, ο αναγνώστης προβαίνει δυνητικά σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις.
Είναι εντυπωσιακή η συγκυρία που καθόρισε την άνοδο αυτών των ταξικών στρωμάτων στο νεοελληνικό status. Μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις εκτείνονται εμπορικά και σταδιακά εξελίσσονται σε μεγαλόσχημες εταιρείες. Βρισκόμαστε ακόμη στη φάση της πρωτογενούς εκβιομηχάνισης. Οι γενάρχες αυτών των οικογενειών εκμεταλλεύονται έξυπνα τις ευκαιρίες και δημιουργούν τις περιουσίες τους μέσα σε κλίμα οικονομικού συντηρητισμού και συνετών επενδύσεων. Κυρίως αγοράζουν ακίνητα στην πρωτεύουσα και περιαστικές γαίες, που θα αποδειχθούν εξαιρετικά κερδοφόρες μετά την οικοπεδοποίησή τους.[4] Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η οικογένεια Σκλαβογιάννη. Η πορεία της είναι ενδεικτική. Ο καμβάς της ιστορίας την τοποθετεί στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ο Βάσιας Γιούγκερμαν θα έχει εκ των πραγμάτων συνεχή τριβή με πρόσωπα από το περιβάλλον της.
Οι Σκλαβογιάννηδες είναι εριουργοί, κραταιοί ιδιοκτήτες τριών εργοστασιών κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα. Το ξεκίνημα έγινε στην Καλαμάτα με πολλές δυσκολίες, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ο αυτοδημιούργητος Στρατής Σκλαβογιάννης και η γυναίκα του Πελαγία «αγόρασαν τα πρώτα αργαλειά και τα δούλευαν μόνοι τους, ως αργά τη νύχτα[5]. Αργότερα σαν πλάτυνε η δουλειά, μπήκε κι ο πρώτος εργάτης, για να τον ακολουθήσει δεύτερος, τρίτος, δέκατος. Το 1890 στο εργοστάσιο του Στρατή Σκλαβογιάννη δούλευαν 40 εργάτες.[…]Το 1894 βγήκε για πρώτη φορά Δημοτικός Σύμβουλος.
Το εργοστάσιο χτίστηκε σιγά σιγά, στη θέση του παλιού σπιτιού. Ήταν ένα κτίριο μακρύ μονόπατο, ακανόνιστο, με φανερή στην όψη την ιστορία της εξέλιξής του. Τίποτα το μεγαλόπρεπο, ούτε κιόλας το ευπρεπές. Η αρχή του Στρατή ήταν να φαίνεται πολύ μικρότερος και ταπεινότερος απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Με τη βοήθεια της τσιγκουνιάς του ζούσε ζωή τραβηγμένη κι απλή.
Με την επανάσταση του Γουδί μυρίστηκε τον καινούργιο οικονομικό αέρα που φυσούσε στην Ελλάδα. Χωρίς πολλούς δισταγμούς, έχτισε το εργοστάσιο του Πειραιά· όχι πολύ μεγάλο ακόμα, μα τέλειο τεχνικά για την εποχή. Άφησε τον πρώτο γιο του, τον Αριστοτέλη, να διευθύνει το εργοστάσιο της Καλαμάτας· κι αυτός, με την οικογένεια, ήρθε στον Πειραιά.
Οι πόλεμοι τον γέμισαν παρά. Τα δύο εργοστάσια μεγάλωσαν, δυνάμωσαν. Το 1921, ένα τρίτο εργοστάσιο προστέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η κλωστοϋφαντουργία Σκλαβογιάννη ήταν η μεγαλύτερη της χώρας· κι ο κυρ Στρατής ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες.
Με τα εγκαίνια του εργοστασίου Θεσσαλονίκης τραβήχτηκε κι απ’ τη δουλειά. Ήταν πια ογδόντα χρονών, μα βαστιόταν περίφημα. Κι αν αποφάσισε ν’ αφήσει στο πόδι τα παιδιά του, ήταν που ντρεπόταν τα γκρίζα μαλλιά του πενηνταπεντάρη Αριστοτέλη.
Έζησε μια ζωή σφιχτή, δοσμένη ολόκληρη στη δουλειά, δίχως άλλη χαρά από τη φαμελιά και τις επιχειρήσεις του. Δεν ήξερε τι πάει να πει θέατρο, κινηματογράφος, ταξίδι αναψυχής. Μόνο κάθε βραδάκι πήγαινε στο καφενείο του Σαγκανά κι έπινε ένα «βαρύ γλυκύ ψιλό καϊμάκι». Τα πρώτα χρόνια μόνος· κατόπι παρέα με τον Ιορδάνογλου, ένα συνάδελφό του στην υφαντουργία και την τσιγκουνιά. Η οικονομία ήταν το μεγάλο του πάθος. Κάθε φορά που’ βαζε το χέρι στην τσέπη, συννέφιαζε ολόκληρος· κι ανάγκασε την οικογένειά του να ζήσει μια ζωή γεμάτη στερήσεις, ενώ αυτός έπλεε στ’ αμέτρητα εκατομμύρια.
Απ’ τους τρεις γιους του σπούδασε μόνο τους δυο μικρότερους, ύστερ’ από επίμονες πιέσεις της γυναίκας του. Σαν ολότελα αγράμματος που ήταν – μα και πετυχημένος στη ζωή – είχε μια κακοκρυμμένη αντιπάθεια για τη Γνώση. Κάθε φορά που έστελνε το μηνιάτικο στην Αθήνα (τότε που σπούδαζε ο Σάββας) γκρίνιαζε πως τον κατέστρεφαν οι διακόσιες αυτές δραχμές.
Τα παιδιά τα έβαλε στη δουλειά του. Όχι συνεταίρους, ούτε κιόλας «γιους της επιχείρησης»· μα υπαλλήλους, με μισθό μικρό. Μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά με τη σειρά τους· κι εξακολουθούσαν, κάθε πρώτη του μηνός, να περνούν απ’ το ταμείο, να παίρνουν ό,τι ακριβώς τους επέτρεπε να ζουν με αξιοπρέπεια. Εννοείται πως γίνηκαν σκηνές και φασαρίες. Ο Αριστοτέλης μάλιστα υπόφερε φοβερά από αυτήν την κατάσταση. Είχε φτάσει τα πενήντα κι εξαρτιόταν απ’ τον μπαμπά του! Μα ο Στρατής ήξερε πάντα να επιβάλει την οικογενειακή δικτατορία του με θέληση αδάμαστη.
Όταν τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά, τα’ δωσε όλα στους γιους του, εξόν από το σπίτι του Πειραιά κι ένα μεγάλο ακίνητο στην οδό Σταδίου, που το’ χε νοικιασμένο ξενοδοχείο. Δήλωσε πως αυτό θα το κρατήσει για ασφάλεια των γερατειών του, γιατί δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη σ’ αυτούς τους «τρυποχέρηδες».
Κι άρχισε στα ογδόντα, μια καινούργια οικονομική ζωή. […] Kάθε πρωί που έβγαινε από το σπίτι του, συνεπαρμένος από μία συνήθεια 70 χρόνων δουλειάς, τραβούσε το δρόμο του εργοστασίου. Δεν είχε να κάνει τίποτα εκεί μέσα, δεν ήταν τίποτα πια στην παλιά επιχείρησή του. Μα πώς να περάσει τις ατέλειωτες ώρες του γεροντικού μερόνυχτου; Έμπαινε απ’ την πόρτα της εργασίας και τριγυρνούσε όλο το συγκρότημα με το βαρύ κι αργό βήμα του, ρίχνοντας εξεταστικές ματιές έμπειρου νοικοκύρη. Κατόπι πήγαινε στα γραφεία. Όχι στη Διεύθυνση, όπου οι γιοι του είχαν σκορπίσει μία ξετσίπωτη πολυτέλεια· μα στο Ταμείο – το παλιό απλό Ταμείο. Κι εκεί, πλάι στην κάσα, καθόταν ώρες ολόκληρες ακίνητος, αμίλητος ανέκφραστος σαν οιωνός. Το γλαρωμένο γεροντίσιο μάτι του ακολουθούσε κάθε κίνηση του ταμία. Και μετρούσε· όχι με χαρτί και μολύβι, μα με το μυαλό του, το γυμνασμένο στο κουμαντάρισμα του παρά. Όταν σφύριζε «τέλος εργασίας», σηκωνόταν κι έφευγε σιωπηλός, βουλιαγμένος σε σκέψεις, κάθε μέρα πιο σκοτεινές. Δεν είχε ανάγκη αυτός από Ισολογισμούς και Εκθέσεις Διοικητικών Συμβουλίων, για να καταλάβει πώς πηγαίνει η επιχείρηση…».
Αυτή η «ξετσίπωτη πολυτέλεια» ανταριάζει με «σκέψεις κάθε μέρα και πιο σκοτεινές» το μυαλό και την ψυχή του γέρο Στρατή. Η δεύτερη γενιά, οι γιοι του, έχουν εξωθηθεί σε ένα παραλήρημα σπατάλης με ολέθρια αποτελέσματα. Ενώ η κλωστοϋφαντουργία δουλεύει ακατάπαυστα, τα κέρδη μειώνονται δραματικά. Τα τελευταία χρόνια ο ισολογισμός έχει μονίμως αρνητικό πρόσημο. Η γλώσσα του Καραγάτση, γλαφυρή και αιχμηρή συνάμα, γοητεύει τον αναγνώστη με τη ζωηρότητα της περιγραφής: «Οι γιοι άλλαξαν αμέσως την επιχείρηση σε ανώνυμη εταιρεία, με μεγαλόστομφο τίτλο. Έτσι χτυπούσε καλύτερα. Ο Αριστοτέλης γίνηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και διεύθυνε το εργοστάσιο της Καλαμάτας. Ο Ντίνος (ο τρίτος γιος), Εντεταλμένος Σύμβουλος, έμεινε στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης. Κι ο Σάββας (ο δευτερότοκος), ο Διευθύνων Σύμβουλος, εκτός από τη γενική διεύθυνση, είχε και την επιστασία του εργοστασίου Πειραιώς. Μα η πρώτη φροντίδα τους, μόλις πήραν τα λεφτά στο χέρι, ήταν ν’ απολαύσουν κι αυτοί, επιτέλους, τον πλούτο τους. Αγοράστηκαν αμέσως πέντε μεγαροειδείς μονοκατοικίες: μια στην Καλαμάτα, για τον Αριστοτέλη· μια στη Θεσσαλονίκη, για τον Ντίνο· και τρεις στην Αθήνα και για τους τρεις. Γιατί οι δυο «επαρχιώτες» θεωρούσαν τις θέσεις τους στις επαρχίες σαν μεταβατικές διαμονές. Και περνούσαν κι αυτοί, μαζί με τις οικογένειές τους, τον περισσότερο καιρό στην Αθήνα.
Μ’ αυτό τον τρόπο, τα χρήματα άρχισαν να ξοδεύονται αβέρτα. Ύστερ’ απ’ τη μακριά πείνα, ζαλίστηκαν μες στα εκατομμύρια. Ιδίως οι γυναίκες τους έπαθαν μια λύσσα σπατάλης. Καθένας είχε δυο αυτοκίνητα, μέσον όρο. Τα κορίτσια (και οι τρεις αδελφοί είχαν από μια μοναχοκόρη) στάλθηκαν στα ακριβότερα παρθεναγωγεία της Ευρώπης. Οι γκαρνταρόμπες των τριών κυριών Σκλαβογιάννη ήσαν περίφημες· τα κοσμήματά τους κόστιζαν ολόκληρη περιουσία· τα ταξίδια στα υπερπολυτελή κέντρα της Ευρώπης πήραν χρονική μορφή. Τέλος, αγοράστηκε ένα γιωτ – όχι με πανιά, μα ατμοκίνητο – 800 τόνων, 13 μιλίων και μοναδικό για να καταπίνει κάμποσα χιλιάρικα καθημερινά».
Οι αδελφοί Σκλαβογιάννη υποτάχθηκαν στην άτεγκτη καταπίεση του πατέρα. Έζησαν τα νεανικά τους χρόνια στερημένοι από την όποια πολυτέλεια θα τους επέτρεπε η οικονομική τους ευρωστία. Σε ωριμότερη ηλικία όμως συμπεριφέρονται, όπως ακριβώς είναι, δηλαδή ως νεόπλουτοι. Σε αυτό επικουρούνται και από τις οικογένειές τους. Η καθημερινή διαβίωση διέπεται από τρυφηλότητα. Το νέο χρήμα αγκαλιάζει τα πάντα και τα «στιγματίζει» με την αισθητική του. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχει το ανάλογο background, αναγκάζεται συχνά να καταφεύγει στη μίμηση, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένη. Ο Καραγάτσης, με σαφή πρόθεση να κατευθύνει τον αναγνώστη, είναι ιδιαίτερα λεπτολόγος στην περιγραφή πραγμάτων αλλά και προσώπων: «Η μεγάλη κάμαρα με τις βαριές κουρτίνες φωτιζόταν φτωχά απ’ το λιγοστό αντιφέγγισμα της νοεμβριανής μέρας. Και, γενικά, δεν πρέπει να είχε τίποτα πρόσχαρο κι όταν την έλουζε ο ήλιος· ωσάν τα γνήσια παλιά αγγλικά έπιπλά της να έφεραν παντοτινά μαζί τους την ομίχλη του ταμεσιανού πύργου, όπου πέρασαν τα πρώτα εκατό χρόνια της ζωής τους. […] Έτσι, η ψευδαίσθηση ήταν απόλυτη. Κι αν δεν αντηχούσε διαρκώς ο υπόκωφος βόμβος του εργοστασίου, ο επισκέπτης δε θα φανταζόταν ποτέ πως το παλαιικό αυτό σύνολο ήταν σφηνωμένο μες στο μπετόν αρμέ μιας σύγχρονης κλωστοϋφαντουργίας.
Ο Σάββας Σκλαβογιάννης καθόταν στο μεγάλο τραπέζι, βυθισμένος στη μελέτη μιας λογιστικής κατάστασης. Όμορφος άντρας, ψηλός, […] είχε απάνω του κάτι το κρύο, το αντιπαθητικό, που ίσως χρωστιόταν σε μια κακοζυγισμένη περηφάνια. Από την έκφραση, τις κινήσεις και τον τρόπο που μελετούσε το χαρτί με τα νούμερα, έβγαινε το απόφθεγμα της μεγάλης ιδέας του εαυτού του: «Εγώ είμ’ εγώ! Ο Σάββας Στρ. Σκλαβογιάννης, δικηγόρος, Διευθύνων Σύμβουλος και κυριότερος μέτοχος της Ανωνύμου Κλωστοϋφαντουργικής Εταιρείας «Γόρτυς». Βουλευτής Πειραιώς, του Λαϊκού Κόμματος· τέως Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου».
Πλάι στο τζάκι, βουλιαγμένοι σε δυο πολυθρόνες, κάθονταν οι δυο άλλοι αδελφοί Σκλαβογιάννηδες: ο Αριστοτέλης, συμπαθητικός εξηντάρης με αγαθή φυσιογνωμία, λίγο ραμολιμέντο. Κι ο Ντίνος, ο μικρότερος, σαρανταπεντάρης αυτός, λίγο παχύς και με πρόσωπο πνιγμένο σε μια παράξενη μελαγχολία, ανακατεμένη με μειλίχια εγκαρτέρηση.
Όποιος γνώριζε τους τρεις αδελφούς, αμέσως καταλάβαινε γιατί ο Σάββας είχε πάρει το από πάνω στην Εταιρεία, αν και στην αρχή δεν ήταν παρά ίσος με τους άλλους. Έτσι κανόνισε τα πράγματα ο πατέρας τους, ο γερο–Στρατής, ο δημιουργός της πραγματικά μεγάλης για την Ελλάδα βιομηχανίας.
Ακριβώς, στον τοίχο, πάνω απ’ το γραφείο, ήταν κρεμασμένη η εικόνα του. Καλή λαδομπογιά, φτιαγμένη απ’ τον Ιακωβίδη.[6] Έβλεπες ένα μεγάλο σκαμμένο πρόσωπο, κάτω από πυκνά κοντοκομμένα μαλλιά. Το μακρύ μουστάκι έκρυβε στόμα θεληματικό· τα γαλανά μάτια είχαν μιαν επιφανειακή αφέλεια, που έκρυβε απώτερη πονηριά. Ο καλός ζωγράφος είχε «πιάσει» γερά το αντικείμενό του. Έτσι ακριβώς πρέπει να ήταν ο Στρατής Σκλαβογιάννης με την τρικυμισμένη ζωή».
Η αλαζονεία του πλούτου φαντάζει αδυσώπητη. Προς το παρόν οι Σκλαβογιάννηδες δεν ανησυχούν. Η οικονομική κρίση ελλοχεύει, όμως η δική τους προτεραιότητα είναι πάντα η ευζωία: «Μες στη σιωπή ακούστηκε ο υπόκωφος βόμβος του μεγάλου εργοστασίου, της μυθικής γελάδας με τους πλούσιους μαστούς. Και δε συλλογίζονταν πως μπορούσε ποτέ να στερέψουν αυτά τα χρυσά μαστάρια. Ήταν όμορφη η ζωή…». Δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που επέρχεται. Θεωρούν ότι πρόκειται για μία προσωρινή αδυναμία ρευστότητας κεφαλαίων και εφησυχάζουν. Ούτε λόγος για χρηστότερη διαχείριση. Άλλωστε όλα έχουν συγκεκριμένους κανόνες και απαιτήσεις, όταν είσαι επίλεκτο μέλος του beau monde… «Ο Αριστοτέλης δικαιολόγησε τα έξοδα (αναφερόμενος στην κόρη και τις ανιψιές του):
– Μα είμαστε τρεις φαμίλιες! Έχουμε ανάγκη. Η Ντίνα σου (απευθύνεται στο μικρότερο αδελφό του, τον Ντίνο), πέρσι, έμεινε δέκα μήνες στο Σαιν Μόριτς με τη δασκάλα της. Δεν ήθελαν τρία χιλιάρικα την ημέρα; Να το ένα εκατομμύριο! Η Ελέν του Σάββα, τρία χρόνια τώρα στα αριστοκρατικά πανσιονά της Αγγλίας. Η δική μου η Ελενίτσα στη Λωζάνη. Ο Σάββας αγόρασε καινούργια έπιπλα. Τι μας στοιχίζει το γιωτ; Βάλ’ τα όλα αυτά κάτω, και θα ιδείς τη σούμα…».
Τα καινούργια έπιπλα του Σάββα θα πρέπει να ήταν εξαιρετικού γούστου, όπως και η έπαυλή του στην Κηφισιά. Θα την επισκεφτεί ο Βάσιας δύο χρόνια αργότερα, όταν το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας των Σκλαβογιάννη, θα υποθηκευτεί από την Τράπεζα και οι μετοχές της ανώνυμης εταιρείας τους θα έχουν πάρει την κατιούσα. Ο Σάββας του εξομολογείται: «Ένα χρόνο τώρα προσπαθώ να το πουλήσω. Μια πολυτελής μονοκατοικία στην οδό Κηφισίας, με δεκαοχτώ κύρια δωμάτια… Είναι δύσκολο. Πρέπει να βρεθεί κανείς παραλής, καμιά Πρεσβεία… Έχω κλείσει τις μισές κάμαρες κι από τους δεκατέσσερους υπηρέτες κράτησα τους πέντε. Το καλοριφέρ μόνο με καταστρέφει. Θέλει δυο τόνους ανθρακίτη το μήνα. […]
Προχώρησαν στο μικρό κήπο κι ανέβηκαν τη μαρμάρινη εξώσκαλα.
Έριξε γύρω του μια μελαγχολική ματιά.
– Κι ύστερα, θα ήταν το τελειωτικό ηθικό χτύπημα. Το γενικό ξεπούλημα· η επίσημη πιστοποίηση της ξεπεσούρας μου. Δεν έχω το κουράγιο…».[7]
Αριστοτέλης Αλ. Παπαγεωργίου
Φιλόλογος – Θεατρολόγος
Σημείωση Φαρέτρας: «Το 2ο από τα 7 μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί το ερχόμενο Σάββατο 24 Δεκεμβρίου»
———————————————————————————————
[1] Η εργασία αφιερώνεται στην κυρία Β. Π. Εκείνη ξέρει γιατί… (4–5–2014).
[2] Το «Μπουκέτο» (1924–1946) ήταν ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά ποικίλης ύλης του Μεσοπολέμου, με πλούσια λογοτεχνική ύλη και τεράστια απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Η Μονταίν (ψευδώνυμο της Άννας Συναδινού) ήταν κόρη του Βλάση Γαβριηλίδη, εκδότη της ιστορικής εφημερίδας «Ακρόπολις». Υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα κοσμικογράφος. Βλ. αναλυτικά Δέσποινα Γκόγκου (2013) «Το περιοδικό «Μπουκέτο» του Μεσοπολέμου – Ευρετήρια της πρώτης περιόδου (1924 –1935»), Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών.
[3] Πρβλ. Β. Φίλιας (1996), Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα – Η νόθα αστικοποίηση (1800 –1864), Gutengberg, Αθήνα.
[4] Στην ίδια λογική κινείται επί παραδείγματι και η καπετάνισσα Μίνα στη «Μικρά Αγγλία» (1997) της Ιωάννας Καρυστιάνη. Η γυναίκα αυτή διαχειρίζεται την περιουσία αλλά και τις ζωές της οικογένειάς της με σκληρότητα. Στοχεύει πάντα προς συμφέρουσες επενδύσεις real estate. Αγοράζει ακίνητα στο κέντρο της πρωτεύουσας αλλά και οικόπεδα στα αθηναϊκά προάστια, με σοβαρές προοπτικές υψηλής εμπορικής απόδοσης. Εδώ ο φακός μεταφέρεται στην Άνδρο και αποτυπώνει ρεαλιστικά την κραταίωση της άρχουσας τάξης στο κλειστό νησιωτικό περιβάλλον. Κοινωνικά, στις ίδιες συντεταγμένες, ορίζεται και η δράση στο μυθιστόρημα του Καραγάτση «Η μεγάλη χίμαιρα» (1953). Μόνο που εδώ απεικονίζεται ο μικρόκοσμος της Σύρου και οι πλοιοκτήτες του. Ουσιαστικά, αυτές οι οικογένειες έχτισαν την αστική τάξη του νεοελληνικού κράτους.
[5] Τα αποσπάσματα του κειμένου παρατίθενται αυτούσια από το μυθιστόρημα του Μιχάλη Καραγάτση (200320 ) «Γιούγκερμαν» και «Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του», Τόμοι Α΄, Β΄ και Γ΄ αντιστοίχως, εκδ. Εστίας, Αθήνα.
[6] Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, διαπρεπής εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου στη νεοελληνική ζωγραφική, έμεινε στην ιστορία για τα έργα του με πρόσχαρη παιδική θεματολογία (π.χ «Η παιδική συναυλία»). Υπήρξε όμως και έξοχος προσωπογράφος. Στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ο αγαπημένος πορτρετίστας της ελληνικής βασιλικής οικογένειας και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας.
[7] Στον ελληνικό κινηματογράφο ο Μιχάλης Κακογιάννης, βαθύς γνώστης της αθηναϊκής ελίτ, στην οποία και ο ίδιος ανήκε, θα σκιαγραφήσει αυτόν τον κοινωνικό ξεπεσμό με ενάργεια και δυνατό ρεαλισμό. Στην ταινία του «Το τελευταίο ψέμα» του 1958, το ζητούμενο είναι να τηρηθούν πάσῃ θυσίᾳ τα προσχήματα. Έστω και αν εδώ πρόκειται για τη μεταπολεμική Αθήνα του 1950, την πρωτεύουσα της αντιπαροχής, στην Ελλάδα της ανασυγκρότησης. Δεν είναι τυχαίο ότι στη διεθνή του σταδιοδρομία το film τιτλοφορήθηκε «A matter of dignity». Οι νεόφτωχοι μεγαλοαστοί προβάλλουν όχι μόνο οικονομικά ανίσχυροι αλλά και ηθικά καταρρακωμένοι. Πρβλ. και το εξομολογητικό χρονογράφημα του Νίκου Δήμου «Το καμηλό παλτό» στην εφημερίδα Lifo της 8–2–2012.