Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός”. Πίνοβο: Ανάβαση στην “Κορφούλα” περπατώντας πάνω από τα σύννεφα – Μαγικές εικόνες
Περιγραφή Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος – Φωτογραφίες Αθανάσιος Συργιάννης
Το Πίνοβο ήταν αυτή τη φορά η επιλογή της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός».
Η ομάδα επέλεξε για την Κυριακάτικη εξόρμησή της το βουνό αυτό που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Νομού Πέλλας και αποτελεί μέρος των φυσικών συνόρων Ελλάδας – Σκοπίων.
Το Πίνοβο έχει στα δυτικά του τον ορεινό όγκο του Βόρα ( Καϊμάκτσαλαν ) και στα ανατολικά του εκείνον της Τζένα. Νότια του βουνού απλώνεται ο κάμπος της Αλμωπίας και πιο πέρα ορθώνεται το βουνό Πάϊκο.
Η ψηλότερη κορυφή του Πίνοβου είναι η «Κορφούλα» με υψόμετρο 2.156 μέτρα. Δεύτερη ψηλότερη είναι η κορυφή «Βίσογκραντ» με υψόμετρο 2.150 μέτρα και τρίτη σε ύψος είναι η κορυφή « Καλόγερος » ( υψ. 1.873 μ.).
Η προγραμματισμένη δραστηριότητα περιελάμβανε την ανάβαση στις δύο ψηλότερες κορυφές του βουνού. Έτσι την Κυριακή πρωϊ, 16-10-2016, η ομάδα έφυγε από τη Βέροια με προορισμό το Αετοχώρι Αριδαίας.
Οδικώς έκανε την διαδρομή: Βέροια-Σκύδρα-Μαυροβούνι-Νέα Ζωή-Ξιφιανή-Αριδαία. Στη διασταύρωση μέσα στην κωμόπολη ακολούθησε τον ασφαλτόδρομο για Ριζοχώρι-Φιλώτεια-Φούστανη για να φτάσει στον προορισμό, το Αετοχώρι. Ένα χωριό που απέχει 30 χλμ. από την Αριδαία και βρίσκεται στους πρόποδες του ορεινού όγκου του Πίνοβου σε υψόμετρο 680 μέτρων.
Η ομάδα δεν σταμάτησε στη πλατεία του χωριού με το υπεραιωνόβιο πλατάνι στο κέντρο της και το κτίριο του Πολιτιστικού Συλλόγου σε μια άκρη της, αλλά συνέχισε παίρνοντας τον ανηφορικό χωματόδρομο που έβγαζε έξω από το χωριό.
Τα μέλη της ομάδας αποφάσισαν να μη πραγματοποιήσουν την κλασική διαδρομή που ξεκινά από τη πλατεία, αλλά να ακολουθήσουν μια άλλη που ξεκινά από τη θέση «Πευκάκια». Οι λόγοι που τους οδήγησαν σε αυτή την απόφαση δύο. Ο άστατος καιρός με τις απότομες εναλλαγές του και οι πολλές ώρες που θα χρειάζονταν για την πραγματοποίηση της προγραμματισμένης κυκλικής πορείας.
Ακολουθώντας τον ανηφορικό χωματόδρομο, έφτασαν στο γνώριμο από τις προηγούμενες φορές σημείο, ένα πλάτωμα σε μια στροφή του δρόμου. Εκεί στάθμευσαν τα αυτοκίνητά τους και άρχισαν να προετοιμάζονται σε υψόμετρο 1.300 μ.
Αφού πήραν τα απαραίτητα, ξεκίνησαν 6 άνδρες και μία γυναίκα την πορεία τους για τις κορυφές περπατώντας το υπόλοιπο κομμάτι του ανηφορικού δασικού δρόμου μέχρι τη θέση «Πευκάκια».
Στα πρώτα 20΄ λεπτά της διαδρομής μέχρι το σημείο με το στένωμα που σχηματίζουν οι δύο πλαγιές αριστερά και δεξιά του δρόμου, ο 76 χρονος αρχηγός της ομάδας Τοτός και ο 38 χρονος Γιώργος Ν. μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της, περπατούσαν μέσα στην ομίχλη η οποία αραιώνοντας κάπου-κάπου τους έκανε τη χάρη να αντικρίσουν και καμιά εικόνα της γύρω περιοχής με τα δάση και τα πολύχρωμα δένδρα τους.
Περνώντας το στενό εκείνο σημείο του δρόμου, η ομάδα βρέθηκε μπροστά σε μια μαγεία τοπίου. Τους υποδέχτηκε μια απερίγραπτη θέα, μια πανέμορφη ζωγραφιά της φύσης με εικόνες πολύ διαφορετικές από εκείνες των προηγούμενων λεπτών.
Η ομίχλη στο σημείο αυτό υποχώρησε και μπροστά εμφανίστηκε το δάσος ντυμένο στα φθινοπωρινά του, με τα λογής-λογής χρώματα της εποχής και στο βάθος λίγο πιο πάνω να διακρίνεται το βραχώδες γκριζωπό τμήμα της εντυπωσιακής κορυφογραμμής του Πίνοβου.
Όσο η ομάδα προχωρούσε για το σημείο με τα πεύκα, ένα τμήμα του «Καλόγερου» άρχισε να ξεπροβάλλει πρώτο και πάνω από τις κορυφές των δένδρων, δίνοντας την εντύπωση πως ήταν πολύ κοντά. Και όμως, ήθελε πολύ ανηφορικό δρόμο ακόμη.
Όλο το σκηνικό θα ήταν κρίμα εάν δεν θα είχε αποτυπωθεί στις μνήμες των ψηφιακών μηχανών. Θα ήταν μεγάλο λάθος εάν το έργο τέχνης της φύσης περνούσε απαρατήρητο. Φωτογραφίες, επιφωνήματα θαυμασμού, σχολιασμοί και συνέχιση της πορείας.
Χρειάζονταν άλλα 10 λεπτά μέχρι τη θέση «Πευκάκια». Στο ελάχιστο αυτό χρόνο, κοιτάζοντας δεξιά και χαμηλά το όλο σκηνικό τους έδινε την εντύπωση πως περπατούσαν πάνω από τα σύννεφα. Το ρέμα κάτασπρο, να έχει καλυφθεί από την ομίχλη που περιορίστηκε πλέον στα πιο χαμηλά σημεία του τοπίου.
Φτάνοντας στα «Πευκάκια» η ομάδα έμπαινε πλέον στο μονοπάτι με σήμανση, μία πολύ καλή δουλειά από τους Ορειβατικούς Συλλόγους της περιοχής. Ακολουθούσε τα κίτρινα σημάδια που συναντούσε στους κορμούς των δένδρων, στους βράχους, στις πέτρες. Η πορεία γινόταν μέσα σε δάσος από λογής-λογής δένδρα που όλα ήταν πολύ ψηλά.
Τα μέλη της κάπου-κάπου μπορούσαν να δουν τον γαλανό ουρανό με τα λιγοστά σύννεφα μέσα από κάποια ανοίγματα των δένδρων. Χρειάστηκαν λιγότερα από 20 λεπτά πορείας από τα «Πευκάκια» για να φτάσουν σε ένα πλάτωμα, σε ένα καταπράσινο μικρό λιβαδάκι περιτριγυρισμένο από πολύχρωμα δένδρα.
Συνεχίζοντας μπήκαν πάλι στο δάσος. Εδώ υπήρχαν μόνο οξιές διαφόρων ηλικιών και φυτρωμένες η μία σχεδόν δίπλα στην άλλη με το μονοπάτι να περνά ανάμεσά τους. Η πορεία ανηφορική και το πέρασμα μέσα από τις σκορπισμένες μεγάλες πέτρες απαιτούσε την επιστράτευση της προσοχής.
Η παρουσία του πετρώδους κομματιού της διαδρομής μαρτυρούσε το πλησίασμα στην Αλπική ζώνη. Φτάνοντας στα 1.700 περίπου μέτρα, το δάσος άρχισε να αραιώνει και η χαμηλή βλάστηση να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή της. Χρειάστηκαν 10 περίπου λεπτά από το καταπράσινο πλάτωμα για να βρεθούν στην Αλπική ζώνη.
Εδώ, πλέον, δένδρα δεν υπήρχαν. Σε όλη την πλαγιά επικρατούσε η χαμηλή βλάστηση με τους σκορπισμένους παντού ογκόλιθους να κάνουν τη διαφορά. Οι δεκάδες πανύψηλοι βράχοι συμπλήρωναν και αυτοί με τη σειρά τους το όλο σκηνικό.
Η ομάδα έμπαινε στη “Κοιλάδα των Βράχων” με τη θέα του επιβλητικού ορεινού όγκου και της εντυπωσιακής κορυφογραμμής του μπροστά της. Στάση για φωτογραφίες και στη συνέχεια κατηφορική πορεία ακολουθώντας το μονοπάτι με τα κίτρινα σημάδια που οδηγούσαν στη βάση του ογκώδους πανύψηλου βράχου με το τριγωνικό σχήμα, του ονομαζόμενου «Μαύρος Βράχος».
Εκεί υπήρχε μια πηγή με τρεχούμενο κρύο νερό. Ολιγόλεπτη στάση, γέμισμα των παγουριών και συνέχιση της πορείας μπαίνοντας στο πολύ ανηφορικό μονοπάτι. Ανηφορίζοντας άφηναν στα δεξιά τους τον «Μαύρο Βράχο» και στα αριστερά τους το καλυμμένο με ομίχλη ρέμα.
Όσο η ομάδα ανηφόριζε, τόσο τα μέλη της έβλεπαν στα δεξιά τους να κάνει την επιβλητική εμφάνισή του η τρίτη σε ύψος κορυφή του Πίνοβου, ο «Καλόγερος» ( υψ. 1.873 μ.).
Λίγο πιο πάνω και στο πέταλο που σχημάτιζε το μονοπάτι, στο σημείο δηλ. που διασταυρώνεται με άλλα, η ομάδα ακολούθησε το κλασικό με κατεύθυνση προς τη ψηλότερη κορυφή του βουνού. Το μονοπάτι αυτό περνά από ένα κομμάτι με σάρα που απλώνεται στη βάση του ορεινού όγκου και κάτω από την κορυφή «Βισογκραντ».
Η σήμανση πολύ καλή και το μονοπάτι καθαρό. Από δώ και πέρα δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όλα ήταν ευδιάκριτα και ο καθένας μπορούσε να κάνει τη δική του πορεία χωρίς κανένα φόβο να χαθεί.
Διανύοντας μια απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων πάνω στο κλασικό μονοπάτι για τις κορυφές και φτάνοντας στο σημείο που βρίσκεται κάτω ακριβώς από το πέρασμα «Πόρτες», η ομάδα έστριψε δεξιά αφήνοντας το μονοπάτι. Από τη θέση αυτή άρχισε το δύσκολο ανέβασμα σε μια πλαγιά με μεγάλη κλίση και περπατώντας πάνω στη σάρα.
Σκοπός ήταν τα μέλη της να περάσουν μέσα από ένα στένωμα που σχηματίζουν οι πανύψηλοι και άγριας ομορφιάς βράχοι ( μια διαδρομή που η ομάδα την κάνει με χιόνια χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο εξοπλισμό: κραμπόν, πιολέ, σχοινιά).
Το πέρασμα από τις «Πόρτες» έγινε με πολύ προσοχή και μεγάλη προσπάθεια. Μετά από κάποια λεπτά η έξοδος, τα σύνορα Ελλάδος-Σκοπίων που περνούν πάνω από την κορυφογραμμή. Επιτέλους στα ψηλά.
Ακολουθώντας τα κολονάκια της συνορογραμμής με κατεύθυνση προς τα δυτικά η ομάδα έφτασε στη δεύτερη ψηλότερη κορυφή του Πίνοβου, το «Βίσογκραντ» ( υψ. 2.150 μ.).
Επιφωνήματα χαράς, του κατορθώματος.
Χρειάστηκαν 2 ώρες και 30΄ λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας για την κορυφή.
Όποιος αντίκριζε την εικόνα της στιγμής εκείνης, θα είχε την εντύπωση πως τα μέλη της ομάδας βρίσκονταν πάνω σε ένα ξερονήσι με τη ταραγμένη θάλασσα της ομίχλης να απλώνεται κάτω από τα πόδια και πιο πέρα τις κορυφές των γύρω βουνών να ξεπροβάλλουν σαν σκόρπια νησάκια σε ένα ολόλευκο απέραντο.
Οι περιοχές των Σκοπίων στα βόρεια δεν φαίνονταν καθόλου, καθώς και εκείνες του κάμπου της Αλμωπίας στα νότια. Μόνο οι κορυφές του Βόρα στα δυτικά, της Μικρής και της Μεγάλης Τζένας στα ανατολικά και του Πάϊκου στα νότια φαίνονταν πάνω από την ομίχλη,
Φωτογραφίες, χάζεμα της θέας από ψηλά και συνέχιση της πορείας με κατεύθυνση δυτικά για τη ψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου του Πίνοβου. Περπάτησαν πάνω στα σύνορα Ελλάδος-FYROM της εντυπωσιακής κορυφογραμμής έχοντας τις απότομες πλαγιές και από τις δύο πλευρές του βουνού.
Απερίγραπτες εικόνες.
Στη συνέχεια κατηφόρισαν μέχρι να συναντήσουν το μονοπάτι της κλασικής διαδρομής στο σημείο μετά τον αυχένα. Φτάνοντας στο μονοπάτι, τερμάτιζε πλέον εκεί το βραχώδες κομμάτι του ορεινού όγκου και άρχιζε το άλλο με τη χαμηλή βλάστηση της Αλπικής ζώνης.
Η πορεία από δώ και πέρα γινόταν χωρίς μεγάλη δυσκολία, δεν υπήρχαν μεγάλα σκαμπανεβάσματα.
Εκείνα, όμως, που χάλαγαν τη διάθεση ήταν η ομίχλη που κατά διαστήματα κάλυπτε όλο το τοπίο, ο δυνατός αέρας που ανάγκασε να φορεθούν τα μπουφάν και το ψιλόβροχο που κτύπαγε με δύναμη στο πρόσωπο.
Η απόσταση που έπρεπε η ομάδα να διανύσει ακόμη κάτω από αυτές τις καιρικές συνθήκες πολύ μεγάλη. Πάνω από 4,5 χλμ. για να φτάσει στη ψηλότερη κορυφή του βουνού.
Ακολουθούσαν τα τσιμεντένια κολονάκια των συνόρων και πέρασαν από πολλές οχυρωματικές θέσεις, από δεκάδες σκαμμένα χαρακώματα, από όγκους με πέτρες χαλασμάτων παλιών στρατιωτικών κτισμάτων.Πέρασαν δίπλα από σημεία με συγκεντρωμένες πέτρες και με πινακίδες που προειδοποιούσαν την ύπαρξη στο κομμάτι εκείνο πυρομαχικών από την εποχή ακόμη των πολέμων.
Ενημερωτική παρένθεση:
(Κάνοντας κανείς την διαδρομή αυτή, μπορεί κάπου-κάπου να συναντήσει υπολείμματα από παλιό πολεμικό υλικό.
Πολλά χρόνια πριν στο σημείο αυτό υπήρχαν τρία κανόνια, σέρβικης όπως λέγεται προέλευσης.
Σε παλιότερές μου αναβάσεις στην περιοχή είχα και εγώ τη τύχη να δώ από κοντά ένα από αυτά. Στη θέα του απορούσα πως το είχαν ανεβάσει μέχρι το σημείο αυτό.
Πριν από κάποια χρόνια, το 2009 από πληροφορίες, τα κανόνια αυτά απομακρύνθηκαν από την περιοχή με ένα παράδοξο τρόπο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει κανείς, πως ;;!!!)
Η ομίχλη κάλυπτε όλη την όμορφη εικόνα της περιοχής.
Τα μέλη της ομάδας δεν μπορούσαν να δουν την θέα που κρυβόταν λίγα μέτρα πιο πέρα.
( Όσες φορές έχω περάσει από το σημείο αυτό ερχόταν στη μνήμη μου η πανέμορφη εικόνα των μοβ βολβωδών λουλουδιών που κάλυπταν όλο το αλπικό λιβάδι μετά το λιώσιμο του τελευταίου χιονιού. Υπάρχει σχετική φωτογραφία από την εποχή εκείνη ).
Μετά από 4 ώρες πορείας η ομάδα έφτασε επιτέλους στην «Κορφούλα». Έφτασε στα 2.156 μέτρα, την ψηλότερη κορυφή του Πίνοβου.
Εδώ οι κινήσεις ήταν βιαστικές λόγω ομίχλης, του δυνατού αέρα και του ψιλόβροχου. Φωτογραφίες, ελάχιστος χρόνος για ξεκούραση και στη συνέχεια η ομάδα πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ακολούθησε την ίδια ακριβώς διαδρομή μέχρι τη βάση του βραχώδους κομματιού της κορυφογραμμής.
Φτάνοντας στο σημείο εκείνο, συνέχισε το κλασικό πλέον μονοπάτι που περνούσε από τη βάση του ορεινού όγκου που ορθώνεται από τη μια μεριά του μονοπατιού και κάτω ακριβώς από την κορυφή «Βίσογκραντ». Από την άλλη μεριά του μονοπατιού η απότομη κλίση με σάρα που κατέληγε σε ρέμα.
Στο σημείο της διαδρομής που βρίσκεται κάτω ακριβώς από το πέρασμα «Πόρτες», η ομάδα εγκατέλειψε το μονοπάτι και έστριψε δεξιά, κάνοντας το απότομο κατέβασμα με σάρα για να αποφύγει όλο εκείνο το πέταλο που σχημάτιζε το μονοπάτι κάποια μέτρα πιο πέρα.
Το απότομο αυτό κατέβασμα ήταν μέχρι την πηγή με το νερό που βρίσκεται στη βάση του «Μαύρου Βράχου». Γέμισμα των παγουριών και συνέχιση της πορείας επιστροφής. Όλα, από το σημείο αυτό και μέχρι τα αυτοκίνητα, ήταν γνώριμα μετά το πρωϊνό πέρασμα.
Οι εικόνες, όμως, διαφορετικές κάτω από το φώς του απογευματινού ήλιου που προσπαθούσε να κάνει την εμφάνισή του μέσα από τα σύννεφα. Χρειάστηκαν 3 ώρες και 50 λεπτά για να φτάσει η ομάδα στα αυτοκίνητα.
Φτάνοντας στο σημείο εκείνο τα μέλη της άρχισαν την προετοιμασία τους για την επιστροφή στη Βέροια.
Ήταν η στιγμή που είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία και χωρίς κανένα πρόβλημα άλλη μια ορειβατική εξόρμηση της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός».
Απολογισμός:
Διαδρομή: λίγο πιο έξω από το χωριό Αετοχώρι (υψ. 1.300μ.) – «Κοιλάδα Βράχων» – απότομο πέρασμα από τις «Πόρτες» – κορυφογραμμή (σύνορα Ελλάδος-FYROM) – κορυφή «Βίσογκραντ» ( υψ. 2.150 μ.) – συνορογραμμή – κλασικό μονοπάτι – κορυφή «Κορφούλα» ( 2.156 μ.) – επιστροφή από το κλασικό μονοπάτι της διαδρομής – το απότομο κατέβασμα λίγο πιο κάτω από το πέρασμα «Πόρτες» – «Μαύρος Βράχος» με τη πηγή – θέση με τα αυτοκίνητα ( 1.300 μ.).
Ομάδα: 6 άνδρες και μία γυναίκα.
Υψομετρική διαφορά: 1.440 μ. ( με τα σκαμπανεβάσματα)
Απόσταση: 20 χλμ.
Χρόνος: 7 ώρες και 50 λεπτά ( συνολικός χρόνος)