(Στα προηγούμενα σημειώματά μας αναφερθήκαμε στην ιστορική αναδρομή και δομή των τσελιγκάτων στις αρμοδιότητες του τσέλιγκα και στις διαφορές τσελιγκάτων Βλάχων και Σαρακατσάνων).
Σήμερα θα τελειώσουμε τη μελέτη με το ακόλουθο θέμα:
ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ, ΣΤΑΔΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι εκτός από τους νομάδες Σαρακατσάνους και Βλάχους, υπήρχαν και άλλοι Έλληνες που συγκροτούσαν τσελιγκάτα, ‘οι νομαδίζοντες χωρικοί’, όπως τους ονομάζει ο Συράκης. Για παράδειγμα το τσελιγκάτο της πατριάς Σίμου Μπακάλη στη Θεσσαλία, που διασώθηκε μέχρι την εποχή μας.
Το τσελιγκάτα διατηρήθηκαν ανά τους αιώνες παρ’όλες τις πολεμικές αναστατώσεις και τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, επίσης στον ελληνικό χώρο διαδραμάτισαν και έναν επιπλέον ρόλο: υπήρξαν στήριγμα του ένοπλου αγώνα σε όλες τις δοκιμασίες του έθνους, και κυρίως στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τα τσελιγκάτα διατηρούσαν στους κόλπους τους το ανυπότακτο πνεύμα. Πρόσφεραν οπλαρχηγούς, παλικάρια, περίθαλψη, πληροφορίες, εφόδια, και γενικά όλες εκείνες τις υπηρεσίες που εξασφαλίζει σε τακτικό στρατό το εκάστοτε οργανωμένο κράτος, χωρίς να ανατεθεί σε αυτά τέτοια αποστολή από κανέναν. Για τον ελληνισμό, λοιπόν, το τσελιγκάτο υπήρξε στήριγμα στις δοκιμασίες του και στις πολεμικές περιπέτειες. Μ’αυτήν την δεύτερη ιδιότητά του το τσελιγκάτο κατατάσσεται στα συλλογικά εκείνα όργανα που στήριξαν τον ελληνισμό στον μεγάλο του αγώνα. Οι ναοί, τα μοναστήρια, τα ‘κρυφά’ ή φανερά σχολεία, οι δημογεροντίες στα χωριά, οι συντεχνίες στις πόλεις, τα αρματολίκια στα βουνά είναι μερικά από τα όργανα που είχε στη διάθεσή του ο ελληνισμός για την σφυρηλάτηση των εθνικών δυνάμεων στη διάρκεια της μακράς δουλείας του. Σ’αυτά πρέπει να τοποθετηθεί και το τσελιγκάτο (Βλάχων, Σαρακατσάνων και υπολοίπων Ελλήνων).
Είναι φυσικό η νομαδική ζωή και το τσελιγκάτο να περάσουν από διάφορα στάδια (κλειστή οικονομία-εμπορευματική παραγωγή). Ιδιαίτερα στο στάδιο της εμπορευματικής παραγωγής το τσελιγκάτο έφθασε στην μεγαλύτερή του ακμή. Αρχίζει, όμως, να γίνεται μόνιμη εγκατάσταση αρκετών κτηνοτρόφων (πρώτα βλαχοφώνων και μετέπειτα Σαρακατσάνων) από τα ορεινά, στις πεδιάδες. Έτσι αυτοί από νομάδες κτηνοτρόφοι, που ήταν, σταδιακά γίνονται γεωργοί-κτηνοτρόφοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, υπάλληλοι, επιστήμονες.
Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του ‘21 και με την προοδευτική απελευθέρωση της χώρας, το 1870 η κτηνοτροφία δέχεται ισχυρό πλήγμα με τη μείωση αιγοπροβάτων ένεκα της αύξησης των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Μείωση των βοσκοτόπων συντελέστηκε και με τη μετανάστευση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1922, όταν έγιναν απαλλοτριώσεις μεγάλων ιδιοκτησιών, για να τους δοθεί γη. Η παρακμή και η σταδιακή εξαφάνιση του τσελιγκάτου έγινε με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (1917- 1925) και την συνακόλουθη εντατικοποίηση των καλλιεργειών. Η διοικητική αναδιοργάνωση του ελληνικού κράτους (1938) υποχρέωσε με νόμο όλους τους νομάδες να εγγραφούν στα δημοτολόγια, με συνέπεια να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Έτσι, ήρθαν σε επαφή με αξίες διαφορετικές από τις δικές τους και έγιναν φορείς αλλαγών. Αγόρασαν θερινά ή χειμερινά λιβάδια για την εξασφάλιση της κτηνοτροφίας προκειμένου να αποκτήσουν μόνιμη διαμονή. Οι συζυγικές οικογένειες αυτονομήθηκαν αγοράζοντας γη, και απελευθερώθηκαν από τον οικονομικό συνεταιρισμό του τσελιγκάτου. Το σύστημα παραγωγής μεταβλήθηκε με αποτέλεσμα, να γίνει παράλληλα στροφή και στη γεωργία (ιδιαίτερα από τους Σαρακατσάνους-Θεσσαλία). Όπως ήταν φυσικό άλλαξε η φυσιογνωμία του αρχηγού της οικογένειας με αυτήν του εκμεταλλευτή-επιχειρηματία. Οι παραδοσιακές γνώσεις αντικαταστάθηκαν από τις νέες τεχνικές και τα παιδιά υποχρεώθηκαν να πάνε στα σχολεία. Σταδιακά οι Σαρακατσάνοι εγκατέλειψαν τα στοιχεία της πολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας, ωστόσο ο νομαδισμός συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950, η πολιτική των χαμηλών τιμών των αγροτικών προϊόντων έπληξε την νομαδική κτηνοτροφία. Η αντιαγροτική πολιτική και ο βίαιος εκσυγχρονισμός διέλυσε τον ιστό της ορεινής κοινωνίας. Τα κοπάδια αντικαταστάθηκαν από ‘μονάδες’ (με χιλιάδες ζώα με μαζική παραγωγή σε κρέας και σε γάλα), έπεσε η ποιότητα τα ελληνικού κρέατος (ειδικές εισαγόμενες τροφές κλπ). Η κατάσταση αυτή προκάλεσε τέτοιες πληθυσμιακές αναστατώσεις, ώστε εκατομμύρια ορεινών κατοίκων μεταβλήθηκαν σε πρόσφυγες και μετανάστες μέσα στην πατρίδα τους. Η δήθεν ορθολογική αλλά ουσιαστικά στρεβλή ανάπτυξη των πόλεων (μαγαζιά: εμπορικά, χασάπικα, ταβέρνες και άλλα παρεμφερή) με την συνακόλουθη μη αξιοποίηση των πηγών πλούτου της παραδοσιακής ορεινής οικονομίας, επιβάρυνε αφάνταστα την εθνική οικονομία και τον ελληνικό λαό.
Κανένας φυσικά δεν υποστηρίζει ότι έπρεπε τα τσελιγκάτα να διατηρηθούν στην αρχέγονή τους μορφή. Επιβάλλονταν, όμως, να εκσυγχρονιστούν σταδιακά. Αυτό που συνέβη ήταν μια βίαιη διάλυση τους με το πρόσχημα του ‘εκσυγχρονισμού’ και της ευθυγράμμισης με τα ισχύοντα στην Ευρώπη, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ της Ελλάδας και των ευρωπαϊκών χωρών.
Με λίγα λόγια, στην περίπτωση του τσελιγκάτου δεν έγινε μια σύγχρονη κτηνοτροφική-βιομηχανική εκμετάλλευση και ανάπτυξη, εφαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα, με απελευθέρωση των τιμών, τον ανταγωνισμό και με όλα τα μέτρα που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της αστικής οικονομίας. Αντιθέτως, χρησιμοποιήθηκε η αστυνόμευση των τιμών με αγορανομικές διατάξεις φεουδαρχικής οικονομίας (μεσάζοντες, διαφθορά, διαπλοκή) και με την πολιτική των τιμών των κτηνοτροφικών προϊόντων κάτω του κόστους, που είχε βαρύτατες συνέπειες στην εθνική οικονομία. Έτσι οι περισσότεροι νομαδοκτηνοτρόφοι (Σαρακατσάνοι, Βλάχοι, Κουπατσαραίοι, Αρβανιτόβλαχοι και οι υπόλοιποι ορεισίβιοι Έλληνες) μεταβλήθηκαν αναγκαστικά και βίαια από πλάνητες ποιμένες σε αγρότες και κατοίκους χωριών, με μια συνακόλουθη αστική εξέλιξη (σύγχρονα επαγγέλματα, επίδοση στις τέχνες, τα γράμματα κλπ).
Στην σημερινή εποχή, δεν υπάρχει το τσελιγκάτο, έτσι όπως μεγαλούργησε στις δυο κύριες πληθυσμιακές ομάδες της ορεινής Ελλάδας, τους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους. Το μόνο που έχει απομείνει είναι να βλέπουμε ελάχιστα κοπάδια αιγοπροβάτων και βοοειδών να βρίσκονται στους ελληνικούς κάμπους (χειμαδιά) και βουνά (ξεκαλοκαίριασμα). Το ίδιο συμβαίνει και στο Ημαθιώτικο Βέρμιο. Τόσο τα σαρακατσάνικα τσελιγκάτα (ο συγγραφέας Ν. Κατσαρός αναφέρει 28 τσελιγκάτα στο βιβλίο του), όσο και τα βλάχικα τσελιγκάτα Κάτω Βερμίου (Σελίου), Άνω Βερμίου, Ξηρολιβάδου, Κουμαριάς κλπ αποτελούν πλέον παρελθόν και το τέλος μιας εποχής, αφήνοντας μια γλυκιά γεύση νοσταλγίας για την πολύχρονη αίγλη, την οικονομική αυτάρκεια, την ακμή τους και την επιτυχή οικονομική αυτοδιαχείριση των κοινών (ένα παράδειγμα προς μίμηση), αλλά και μια ταυτόχρονη αίσθηση πικρίας για την βίαιη διάλυσή τους.
Βιβλιογραφία:
-‘Τα Τσελιγκάτα Σαρακατσάνων και Βλάχων’, Λαζάρου Αρσ. Αρσενίου, εκδόσεις ‘έλλα’, Λάρισα 2005.
-‘Τα Τσελιγκάτα των Σαρακατσιάνων στο Βέρμιο’, Ν. Κατσαρός.
-‘Το Τσελιγκάτο: Ένας θεσμός επιτυχούς αυτοδιαχείρισης των κοινών’, Πασχάλης Αρβανιτίδης, επίκουρος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Φωτεινή Νασιώκα, επιστημονικός συνεργάτης στο ίδιο τμήμα.
-‘Αγροτικά’ Καραβίδα Κ.Δ., εκτύπωση Εθνικού Τυπογραφείου 1931, φωτοτυπική επανέκδοση Παπαζήση Αθήνα
-‘Οι Σαρακατσάνοι’, Καβαδία Γ. Δ. έκδοση Λούση Μπραζιώτη, Αθήνα
– ‘Νομάδες των Βαλκανίων’, Wace & Thompson, εκδόσεις Αφων Κυριακίδη, Θες/νίκη 1989.
-‘Ο Κτηνοτροφικός νομαδισμός των Βλάχων’, Αστέριος Κουκούδης 19-11-2000, Ομιλία στο Σύλλογο Σαμαριναίων Θεσσαλονίκης.
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βέροιας ‘ΗΜΕΡΗΣΙΑ’ στις 27-6-2014 )