“Κενά δαιμόνια και Καινά δαιμόνια” γράφει η Τζωρτζίνα Αθανασίου
Τζωρτζίνα Αθανασίου
Κατά τα μαθητικά μου χρόνια είχα την τύχη, που μετέπειτα αναγνώρισα την αξία της, να διδαχθώ Φιλοσοφία. Το πρώτο κείμενο που επελέγη για να μας παροτρύνει να σκεφτούμε αυτόνομα, ήταν η «αλληγορία του Σπηλαίου» από την Πολιτεία του Πλάτωνα. Όποιον φιλόσοφο και να δουλέψαμε μετέπειτα, είτε Ρουσό, είτε Σπινόζα, είτε Χέγκελ, είτε η πραγματικότητα, ξέραμε ότι η απάντηση θα βρισκόταν στην αλληγορία του «Σπηλαίου».
Στην Πολιτεία, ο Πλάτωνας, αποδίδει τη συνομιλία του Σωκράτη με τον νεαρό φίλο του, Γλαύκωνα, μεταφέροντάς του μια εικόνα: μια αλυσοδεμένη ομάδα ανθρώπων που κοιτούν προς το βάθος μιας σπηλιάς, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να περιστρέψουν το κεφάλι τους προς το φως, και έχοντας την πλάτη τους γυρισμένη προς το άνοιγμά της. Έξω από τη σπηλιά, περνούν άνθρωποι μεταφέροντας διάφορα ανδρείκελα φτιαγμένα από διαφόρων ειδών υλικά. Καθώς είναι ακινητοποιημένοι, δεν μπορούν παρά να παρακολουθούν ό,τι προβάλλεται εμπρός τους παραμένοντας θεατές σε ένα θέατρο σκιών, που για εκείνους όμως είναι η μόνη αλήθεια στην οποία έχουν πρόσβαση. Όταν συνομιλούν για αυτά που βλέπουν, αναφέρονται στις σκιές θεωρώντας πως αυτή να είναι η πραγματικότητα. Εφαρμόζοντας τη μαιευτική μέθοδο, ο Σωκράτης οδηγεί τον Γλαύκωνα στο συμπέρασμα πως αν κάποιος από τους αιχμαλώτους ελευθερωθεί, διαπιστώσει την αλήθεια και θελήσει να επιστρέψει να ελευθερώσει και τους υπόλοιπους, εκείνοι θα φοβηθούν καθώς θα τον βλέπουν να μη μπορεί να προσαρμοστεί εκ νέου στο σκοτάδι, δεν θα τον καλοδεχτούν και θα αντιστέκονται σθεναρά, καθώς θα τους τυφλώνει το φως από την είσοδο της σπηλιάς.
Αυτός ο «κάποιος» κατά τον Σωκράτη είναι ο φιλόσοφος, ο οποίος θέλει να οδηγήσει στην αλήθεια, όχι να τη μεταλαμπαδεύσει. Οι αλυσοδεμένοι είμαστε εμείς. Το βάθος της Σπηλιάς είναι οι ιδέες που μας σερβίρονται για αλήθειες, ενώ δεν είναι παρά η σκιά της: οι κεκτημένες ιδέες, οι έτοιμες, οι μασημένες από άλλους, οι πληροφορίες που λαμβάνουμε μα όχι οι γνώσεις. Στο φως όπου είναι δύσκολο να συρθούμε, εκεί βρίσκεται η αλήθεια και η γνώση. Ασφαλώς η καθολική αλήθεια δεν μπορεί να είναι κτήμα κανενός. Ο καθένας μας όμως μπορεί να κατέχει ένα μέρος της, αρκεί όμως να ελευθερωθεί από τα δεσμά που τον αιχμαλωτίζουν στον καναπέ, στο τηλεχειριστήριο και το πληκτρολόγιο.
Ο καταιγισμός πληροφοριών η ποικιλία των μέσων με τα οποία οι πληροφορίες φτάνουν σε εμάς, οι όψεις, οι απόψεις, οδήγησαν να μιλούμε για κοινωνία της πληροφορίας. Ασφαλώς και οι πληροφορίες είναι πολύ σημαντικές, σε κάποιες περιπτώσεις καθοριστικές, όταν όμως αυτές κουμπώνουν πάνω σε γνώσεις. Με τί εργαλεία κρίνεται σήμερα η πληροφορία; Πώς αξιολογείται και πώς αξιοποιείται; Με μια άλλη πληροφορία κρίνουμε την πληροφορία;! Μα οι πληροφορίες πρέπει να διασταυρώνονται, να κρίνονται και όχι να επαναλαμβάνονται αβίαστα ως αλήθειες. Η πρόταση «πληροφορήθηκα ότι…», είναι εύκολο να αντικατασταθεί με την «φημολογείται ότι…», σε αυτή την περίπτωση, θα επαναλαμβάναμε αψήφιστα μια φήμη; Επομένως, γιατί να ενστερνιστούμε μια ανακριβή πληροφορία, κυρίως στην εποχή μας, που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης λαμβάνουν πολιτικούς χρωματισμούς και χρηματισμούς; Είναι πλέον δύσκολο να ξεχωρίσεις το γεγονός από την ερμηνεία του, ακόμα και σε αθλητική εφημερίδα. Το γεγονός παρατίθεται με αξιολογικές εκφράσεις και κάποιες δόσεις υπερβολής ή υποβιβασμού ανάλογα με την οπτική ή την σκοπιμότητα. Δεν εμπιστεύονται τη σκέψη μας, όχι όμως ότι δεν είμαστε ικανοί να σκεφτούμε μόνοι μας και μας βοηθούν. Δεν εμπιστεύονται τη σκέψη μας επειδή ακριβώς είμαστε ικανοί να σκεφτούμε μόνοι μας και μας φοβούνται.
Το σχολείο και ο κοινωνικός περίγυρος παρέχουν τα εφόδια της υγιούς ελεύθερης σκέψης η οποία είναι αχαλίνωτη και δημιουργική. Η γνώση που παρέχεται από την παρατήρηση, την μελέτη και την εμπειρία της συναναστροφής με άλλους δίνει φτερά στην αξιολόγηση των πληροφοριών και την ορθή χρήση τους. Η διαδικασία κριτικής διαλογής της πληροφορίας προσθέτει στην εμπειρία του ατόμου. Θα εξυπηρετούσαμε καλύτερα βεβαίως αν αποζητούσαμε τις άνευ ουσίας συζητήσεις με σκοπό τον εντυπωσιασμό. Θα εξυπηρετούσε αν επίσης εκτιμούσαμε τους πολιτικούς που παριστάνουν και όχι αυτούς που παρίστανται.
Ο Βουκεφάλας φοβόταν τη σκιά του και στρέφοντάς τον προς τον ήλιο ο Αλέξανδρος του επιβλήθηκε. Ο Σωκράτης προσπάθησε να στρέψει τους Αθηναίους προς το φως, κρίθηκε ένοχος ότι εισάγει «καινά δαιμόνια» και ήπιε το κώνειο. Τολμώ να υποθέσω ότι δεν χρειάζεται στην κοινωνία μας να διαπιστώσει πού οδηγούν τα “κενά δαιμόνια” απλά και μόνο επειδή θορυβούν.