“Η φωτογραφία ως μέσο καταγραφής της ιστορικής πραγματικότητας” γράφει ο Paul Proctor
Η φωτογραφία φύλακας της αλήθειας
Ο Paul Proctor είναι Καλλιτέχνης Φωτογράφος και Ερευνητής
Πώς κάνει την αρχή κάνεις όταν θέλει να μιλήσει για ένα βιβλίο που αφορά ένα λαό που δεν γνώρισε ποτέ, μια ιστορία που δεν είναι η δική του ιστορία και μνήμες που δεν είναι οι δίκες του μνήμες;
Τί σημαίνει να κοιτά κάνεις αυτές τις φωτογραφίες σήμερα, κάποιες απ’ αυτές βγαλμένες πριν από τουλάχιστο εκατό χρόνια, και με ποιον τρόπο μπορούν να μας αφορούν αυτές ακόμα;
Θα επιχειρήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα, αφού πρώτα αναφέρω μια μικρή ιστορία:
Το 1940 και, αφού δραπέτευσε από τη ναζιστική Γερμάνια και αργότερα από την κατεχομένη από τους ναζί Γαλλία, ο εβραϊκής καταγωγής φιλόσοφος και συγγραφέας Walter Benjamin έγραψε ένα έργο που έμελλε να είναι και το τελευταίο του, πριν αποφασίσει να δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του, στην Ισπανία.
Βεροιώτικο ζευγάρι του 1920Στο «Περί Ιστορίας», έργο που έγραψε το 1940, υπάρχει μια σειρά από δοκίμια. Σε ένα από αυτά ο Μπέντζαμιν επέλεξε να ερμηνεύσει έναν πινάκα του Paul Klee, με τίτλο “Angelus Novus”. Σε αυτήν -22- συνέκρινε τον εικονιζόμενο άγγελο με τον άγγελο της ιστορίας. Γραφεί λοιπόν: Ο πινάκας δείχνει έναν άγγελο που φαίνεται έτοιμος ν’ απομακρυνθεί από κάτι που επίμονα συλλογίζεται. Τα μάτια του κοιτάζουν επίμονα, το στόμα του ανοιχτό, τα φτερά του απλωμένα. Έτσι φαντάζεται κάνεις τον άγγελο της ιστορίας. Το πρόσωπο του στραμμένο στο παρελθόν. Εκεί που εμείς βλέπουμε μια σειρά από γεγονότα, εκείνος βλέπει μια καταστροφή, αλλεπάλληλα στρώματα από συντρίμμια να σωριάζονται με ορμή στα πόδια του μπροστά.
Ο άγγελος θα ήθελε να μείνει, να ζωντανέψει τους νεκρούς, να ξανακάνει ένα ό,τι έχει συντριβεί. Όμως, από τον παράδεισο έρχεται μια καταιγίδα: πιάνεται στα φτερά του με τέτοια ορμή, που είναι αδύνατο να τα κλείσει. Η θύελλα τον εκτοξεύει προς το μέλλον χωρίς να μπορεί να της αντισταθεί, στο μέλλον που του έχει γυρισμένη την πλάτη, ενώ ότι έχει απομείνει φτάνει μέχρι τα ουράνια. Η θύελλα είναι αυτό που αποκαλούμε «πρόοδος».
Στην ερμηνεία του Benjamin ο Άγγελος της Ιστορίας απεικονίζεται να κοιτά το παρελθόν, η πλάτη του είναι στραμμένη στο μέλλον, ωστόσο είναι αδύνατο να αντισταθεί στην αναπόφευκτη και αμείλικτη δύναμη του χρόνου. Στο δοκίμιο του ο Benjamin κάνει μια αντιπαραβολή με την ανθρωπινή κατάσταση, θα μπορούσε κάλλιστα όμως, η ίδια αντιπαραβολή να ισχύσει και για τη φωτογραφία.
Όλες οι φωτογραφίες είναι μια αναφορά στο παρελθόν. Κι είναι αυτός ο λόγος που είναι άρρηκτα δεμένες με τη μνήμη. Πριν από την εφεύρεση της φωτογραφίας, η φωτογραφική απεικόνιση, παρόλο που ήταν ορατή στην κάμερα οπσκούρα -τον σκοτεινό θάλαμο της μηχανής δηλαδή- ήταν αδύνατο να τυπωθεί μόνιμα πάνω σε κάτι απτό.
Όταν ο Daguerre κατάφερε τελικά να επιλύσει το πρόβλημα της μόνιμης απεικόνισης, του φιξαρίσματος δηλαδή της εικόνας πάνω σε ένα καλογυαλισμένο επαργυρωμένο πλακίδιο, το πλακίδιο χαρακτηρίστηκε «ο καθρέφτης που θυμάται»: ένας καθρέφτης που αντανακλούσε τόσο όσα αφορούσαν εμάς, όσο και τον κόσμο που μέσα του αιχμαλωτίστηκε. Για πρώτη φορά στην πολιτισμική μας ιστορία μια στιγμή του χρόνου μπορούσε να συλληφθεί και να διατηρηθεί για πάντα. Έτσι κι εμείς, από τότε, όπως ο «Άγγελος της Ιστορίας», νιώθουμε την παρόρμηση να κοιτάξουμε προς τα πίσω.
Η εφεύρεση της φωτογραφίας έγινε το 1839, την εποχή της Βασίλισσας Βικτωρίας στην Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα, ήταν οι άνθρωποι της βικτωριανής περιόδου που αμέσως αντιλήφθηκαν την εύθραυστη φύση της, παρομοιάζοντας την με την ίδια τη μνήμη.
Διέκριναν την ιδιότητα της να διατηρεί τη στιγμή στο χρόνο, διαπίστωσαν όμως ταυτόχρονα και πόσο ευάλωτη είναι στη δύναμη της φθοράς, του ξεθωριάσματος, του αφανισμού και της απώλειας. Γι’ αυτό το λόγο δημιούργησαν αρχεία και καταλόγους απογραφής, με στόχο τη φύλαξη τους σε βιβλιοθήκες, γκαλερί και μουσεία, χτισμένα ειδικά γι’ αυτό, ως κληρονομιά στις επόμενες γενιές.
Η φωτογραφία πάντα απολάμβανε το ειδικό προνόμιο του φύλακα της αλήθειας. Ίσως αυτός είναι κι ο λόγος που οι φωτογραφίες αποτελούν την βάση πολλών εθνικών πολιτιστικών αρχείων. Μας παρέχουν ακράδαντη απόδειξη ότι ένα συγκεκριμένο γεγονός έγινε σε ορισμένο χρόνο και μέρος και κάποιοι υπήρξαν μάρτυρες αυτού.
Κατά τη διάρκεια της σχετικά μικρής της ιστορίας, η φωτογραφική μηχανή εξελίχθηκε από όργανο καταγραφής μιας απλής παρουσίας σε μάρτυρα γεγονότων και εργαλείο κοινωνικών αλλαγών.
Στη βικτωριανή εποχή για παράδειγμα, στην Βρετανία , είναι αμφίβολο αν θα είχαν δημιουργηθεί τόσοι φιλανθρωπικοί οργανισμοί χωρίς ο αγώνας του φτωχού να έχει περάσει μέσα από το φίλτρο της κάμερας κεντρίζοντας έτσι την κοινωνική συνείδηση του πλούσιου.
Το φωτογραφικό αρχείο είναι σημαντικό καθώς διοχετεύει τα απτά ντοκουμέντα με τα οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε την ιστορία μας αλλά και να την χρησιμοποιήσουμε στο να ζωντανέψουμε την ιστορία για τις επόμενες γενεές.
Το πνεύμα αυτό φαίνεται να υπηρετούν και οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό. Η κάμερα έπαιξε αποφασιστικό ρολό με το να αιχμαλωτίσει μια μεταβαλλόμενη πόλη σε καιρούς θυελλώδεις, όπου δόθηκαν μάχες και χάθηκαν ζωές.
Η μηχανή με επιμέλεια και προσοχή κατέγραψε αυτό που σύντομα έμελλε να αφανιστεί. Οι άνθρωποι που έβγαλαν αυτές τις φωτογραφίες είχαν συνείδηση του πόσο σημαντικά ήταν αυτά τα γεγονότα, τόσο, που να αξίζει να φωτογραφηθούν, ώστε κάποιος, κάποτε στο μέλλον θα μπορεί να τα δει όταν οι ίδιοι θα είχαν από χρόνια φύγει. Φύλαξαν μια στιγμή στην ιστορία της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της πόλης και την παρέδωσαν σε εμάς μέσα από τις φωτογραφίες που δημιούργησαν: μιας πολιτιστικής περιόδου που έχει φύγει ανεπιστρεπτί.
Θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερο δώρο από αυτό, κάποια πιο σημαντική κληρονομία; Κοιτάζοντας για πρώτη φορά τις φωτογραφίες αυτού του τόμου διέκρινα σ αυτόν δυο μέρη: το πρώτο να αποτελείται από φωτογραφίες «πέραν της ζώσας μνήμης». Με άλλα λόγια δεν υπάρχει κάνεις σήμερα ζωντανός που να έχει ζήσει τα γεγονότα που κατέγραψαν. Και έτσι ερχόμαστε στο ερώτημα: μέχρι ποιο βαθμό συνιστούν οι φωτογραφίες αυτές αναμνήσεις, αφού σίγουρα οι αναμνήσεις αποτελούν προνόμιο των ζωντανών;
Το δεύτερο μέρος είδα να απαρτίζεται από φωτογραφίες που ήταν ακόμα εντός της ζώσας μνήμης ανθρώπων, μερικοί από τους οποίους είναι πιθανά ανάμεσα μας απόψε, και που έχουν άμεση σχέση με τόπους, χρόνους και γεγονότα που έχουν αυτές καταγράψει. Αυτές οι φωτογραφίες δεν συνιστούν απλές καταγραφές: πυροδοτούν μέσα μας μια νοσταλγία βαθειά και δυνατή.
Οι φωτογραφίες είναι για τους ζωντανούς. Ωστόσο, κάθε φωτογραφία είναι και μια αναφορά στο θάνατο. Όπως σημειώνει κι η Αμερικανίδα συγγραφέας Σούζα Νταγκ: «όλες οι φωτογραφίες είναι «Ενθύμια Θανάτου» αναφέρονται δηλαδή σε μια φευγαλέα στιγμή στο χρόνο, μια στιγμή που δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά». Όλες μάς υπενθυμίζουν πόσο αλλάζουμε και πόσο ευάλωτοι στεκόμαστε μπροστά στην αδυναμία μας να σταματήσουμε το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου.
Τη δεκαετία του 1860 ο Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας Αλιβέρι Γουέντελ Χομς έγραψε:
«Αυτοί που αγαπάμε
δεν μας αφήνουν
πια για πάντα, όπως
συνέβαινε κάποτε…ο
ανεξίτηλος τεχνητός
αμφιβληστροειδής
που κάποτε εστίασε επάνω τους,
έχει συγκρατήσει το
αποτύπωμα τους…
ω!, ποσό κρατάνε
αυτές οι σκιές, και
πώς το υλικό τους
σώμα έχει ξεθωριάσει!».
Όταν μου έδωσαν τον τόμο αυτό, μου έκανε αμέσως εντύπωση η ποικιλία από φωτογραφίες με τελετές, με ανθρώπους κάθε λογής και κάθε κοινωνικής στάθμης. Ιδιαίτερα όμως, με εντυπωσίασε το πλήθος φωτογραφιών τόσο του Αλιάκμονα, όσο και του Τριποτάμου που διασχίζει την πόλη και των γεφυρών που ενώνουν τις όχθες του.
Και στις δυο γλώσσες, αγγλική και ελληνική, έχουμε κοινή την έκφραση «το ποτάμι του χρόνου», μιλώντας έτσι συμβολικά για την πάροδο του χρόνου. Η έννοια του χρόνου που κυλά σαν ποτάμι είναι κάτι που όλοι κατανοούμε. Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος, πρώτος συνέδεσε τη ροη του ποταμού με τον ίδιο το χρόνο, υποδεικνύοντας μας πως κανένας μας δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές…
Το κλικ του διαφράγματος στην κάμερα είναι το βήμα στο ποτάμι και η φωτογραφία είναι αυτό που απομένει. Η φωτογραφία δεν εμποδίζει τη ροη του χρόνου: ο χρόνος εξακολουθεί να κυλά γύρω της. This flow is what we might refer to as historical context and photographic images are like quotations taken out of this context. Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτή η ροή του χρόνου είναι το ιστορικό πλαίσιο και η κάθε φωτογραφία είναι κομμάτι βγαλμένο από αυτό το πλαίσιο. Όπως στο ποτάμι βλέπουμε τη ροη του χρόνου, έτσι και στη γέφυρα μπορούμε να αποδώσουμε τη συμβολική δυνατότητα να διατρέχει το χρόνο.
Η φωτογραφία λειτούργει ως γέφυρα που μας επιτρέπει να εξερευνήσουμε διασυνδέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών εποχών. Οι ιστορικής φύσεως φωτογραφίες μάς παρέχουν μοναδική ευκαιρία να διασχίσουμε τη γέφυρα με το παρελθόν και να συνδεθούμε με την κληρονομία μας.
Την εποχή που πάρθηκαν αυτές οι εικόνες, οι φωτογραφίες ήταν σχετικά ακριβές. Εξαιτίας του κόστους, οι φωτογράφοι έπρεπε να σκεφτούν καλά πριν τραβήξουν μια φωτογραφία. Σήμερα ισχύει σχεδόν το αντίθετο: έχουμε ανάγκη να τραβήξουμε τη φωτογραφία για να σκεφτούμε.
Η φωτογραφία έγινε τόσο φτηνή που κατάντησε υποκατάστατο βραχυπρόθεσμης μνήμης. Είναι δε πιο εφήμερη από ποτέ. Υπολογίζεται πως μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν τραβηχτεί σε όλο τον κόσμο γύρω στις 880 δισεκατομμύρια φωτογραφίες.
Αντί να είναι μέσο ενθύμησης, σήμερα οι φωτογραφίες βγαίνουν για να μας επιτρέψουν να ξεχνάμε. Και, παρότι μοιράζονται πλέον ανοιχτό, κατά ένα τρόπο ως τώρα ασύλληπτο, στην πλειοψηφία τους θα παραμείνουν σε μια οθόνη, μη φτάνοντας ποτέ να εκτυπωθούν. Θα υπάρχουν μοναχά στο χώρο των ηλεκτρονικών μπιτς και μπαιτς. Η αξία της φωτογραφίας ως υλικού, απτού αντικείμενου έχει μειωθεί.
Εμείς, ωστόσο, χρειάζεται να διασφαλίσουμε πως η αξία της πολιτιστικής μας ιστορίας και φωτογραφικής κληρονομίας δεν θα έχουν την ίδια μοίρα.
Επιστρέφω λοιπόν στο αρχικό μου ερώτημα: για ποιον λόγο με αφορούν τούτες οι φωτογραφίες; Ίσως γιατί η φωτογραφία μας παρέχει μια μοναδική γλωσσά, μια γλωσσά που έχει την δυνατότητα να διαπερνά κοινωνικά και πολιτισμικά όρια. Ενδέχεται να μην το αντιλαμβανόμαστε, είναι όμως αλήθεια πως όλοι μάθαμε πώς να «διαβάζουμε» μια φωτογραφία. Κι αυτός είναι ο λόγος που, κοιτάζοντας τις φωτογραφίες αυτού του βιβλίου, και εγώ όπως κι εσείς, μπορώ να φτιάξω μια αφήγηση και να αποκτήσω μια αντίληψη της ζωής και των χρονών των ανθρώπων της Βέροιας, καθώς και της πόλης που αυτοί έζησαν.
(Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης του συντάκτη κατά την παρουσίαση του τόμου «Βέροια 1900 – 1915. Από την Οθωμανοκρατία ως τη Μεταπολίτευση. Φωτογραφίες και Αναμνήσεις», στις 15 Οκτωβρίου 2014 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της ΚΕΠΑ Δ. Βέροιας ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ.)