Το φορολογικό σύστημα, έχει φέρει πολλούς ελεύθερους επαγγελματίες σε δεινή θέση. Πρώτους τους μηχανικούς, που κυριολεκτικά τους κατέστρεψε, ίσως δεν είναι υπερβολή, ότι πολλοί έχουν κάνει ρύθμιση οφειλών ακόμη και προς τη ΔΕΗ, όσο για ασφαλιστικές εισφορές και φόρους, είναι πλέον σπάνιο κάποιος να μην έχει προβεί σε ρύθμιση οφειλών – άδικων οφειλών. Ακολούθησαν και οι λοιποί επιτηδευματίες.
Σήμερα καλούμαστε στα πλαίσια της «συμφωνίας», να επιβάλλουμε επιπλέον τους αναλογούντες προκαταβλητέους ετήσιους φόρους, σε ποσοστό 55% – 75% – 100% για τα επόμενα τρία χρόνια.
Ποιος θα αντέξει; Μάλλον πολύ λίγοι, οι υπόλοιποι θα χρεωθούν με επιπλέον χρέη προς την εφορία και ασφαλιστικά ταμεία. Με λίγα λόγια, ότι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας.
Για τους αγρότες, μετά τις εύλογες κινητοποιήσεις τους, και εφόσον ψηφιστεί το αφορολόγητο όριο των 9.500 € ή των 12.000 € (μαζί με τις επιδοτήσεις), δημιουργούνται προϋποθέσεις επιβίωσης.
Γιατί όμως στους αγρότες αφορολόγητο; Γιατί πολύ απλά, κάτω συνθήκες εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές, δημιουργήθηκαν υποχρεώσεις που σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπιστούν.
Γιατί η αγροτική παραγωγή αποτελεί πυλώνα που διαχρονικά στηρίζει την Ελληνική οικονομία, επομένως επιβάλλεται η στήριξή της- είναι προς όφελος όλων μας.
Προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο φορολόγησης, είναι καλύτερα να κάνουμε χρήση παραδειγμάτων, που είναι κατανοητά και συγκεκριμένα.
Οι παρακάτω πίνακες, αφορούν σε ετήσιο καθαρό εισόδημα 10.000 €, (μετά την αφαίρεση των δαπανών), που αφορά πάνω από το 80% των δηλούμενων εσόδων από γεωργικές εκμεταλλεύσεις – και ακόμη παραπάνω, εφόσον μιλάμε μόνο για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
Όσον αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές, το μεταβατικό στάδιο των πέντε ετών μέχρι το 2021, προβλέπει αυξήσεις που δημιουργούν ομαλή μετάβαση στο νέο καθεστώς. Επίσης η πρόσβαση στην Εθνική Σύνταξη των 384 € με την προϋπόθεση 15 ή 20 χρόνων ασφαλιστικού βίου(όπως φημολογείται από τους δανειστές), είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί από την πλειοψηφία των αγροτών και επιτηδευματιών. Είναι επίσης γνωστό, ότι μετά την εξασφάλιση της Ε.Σ., αρχίζει το ανταποδοτικό σκέλος, που οδηγεί ανταποδοτικά σε υψηλότερες συντάξεις, ανάλογα με τις επιπλέον εισφορές.
Ας επιστρέψουμε όμως στη φορολογία, ο μηχανισμός φορολόγησης λειτουργεί ως εξής:
Για κάθε φορολογικό έτος (χρήση έτους), πολλαπλασιάζουμε το φορολογητέο εισόδημα ( το καθαρό, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες ), με τον αντίστοιχο συντελεστή (13% 2015 – 20% 2016- 26% 2017), κατ΄ αυτόν τον τρόπο προκύπτει ο κύριος φόρος.
Εν συνεχεία, πολλαπλασιάζουμε το ποσό που αντιστοιχεί στον κύριο φόρο με τον εκάστοτε συντελεστή προκαταβολής φόρου (55% – 75% – 100%), κατ΄ αυτόν τον τρόπο προκύπτει το ποσό της προκαταβολής φόρου της αντίστοιχης χρονιάς.
Στη συνέχεια αφαιρούμε την προκαταβολή φόρου της προηγούμενης χρονιάς, και έτσι προκύπτει το τελικό ποσό φορολόγησης, από τα εισοδήματα του αντίστοιχου έτους, όπως στα παρακάτω παραδείγματα:● Είναι ολοφάνερο, ότι το αφορολόγητο όριο των 9.500 €, διασφαλίζει ελάχιστη φορολογία για τους μικρομεσαίους αγρότες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να συνεχίσουν την αγροτική παραγωγή.
ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΙΑΣ
(ΕΜΠΟΡΟΙ – ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ)
Ας εξετάσουμε την περίπτωση, που ένας ελεύθερος επαγγελματίας υποβάλλει πρώτη φορά φορολογική δήλωση το έτος 2014, με φορολογητέο εισόδημα (καθαρό εισόδημα) 10.000 €, *(δηλαδή δεν έχει καταβάλλει προκαταβολή φόρου την προηγούμενη χρονιά, σε αντίθετη περίπτωση, αφαιρείται το αντίστοιχο ποσό προκαταβολής).
Αυτό το βάρος είναι σχεδόν βέβαιο, ότι δεν το αντέχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις για τα επόμενα τρία χρόνια, συνεπώς θα δημιουργηθούν ληξιπρόθεσμες οφειλές – όπως ήδη έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια – αυτές οι οφειλές πρέπει να διαχωριστούν και να αντιμετωπιστούν με τρόπο που να μη δημιουργούν αξεπέραστο πρόβλημα στη λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών.
Σε ότι αφορά το ασφαλιστικό, για φορολογητέο εισόδημα μέχρι 12.000 € οι εισφορές είναι σημαντικά μειωμένες από τις τρέχουσες, για εισοδήματα δε, μέχρι 10.000 € προβλέπεται έκπτωση της τάξης του 50% (σύμφωνα με την τελευταία πρόταση), η οποία μειώνεται ανάλογα με την αύξηση του εισοδήματος, ανά 1.000€ μειώνεται η έκπτωση κατά 1%, για παράδειγμα:
• για εισόδημα έως 5.696 € δίνεται έκπτωση 50% – εισφορά 758 €,
• για εισόδημα 10.000 ευρώ δίνεται έκπτωση 50% – εισφορά 1.347 €,
• για εισόδημα 20.000 ευρώ δίνεται έκπτωση 40% – εισφορά 3.234 €
• για εισόδημα 30.000 ευρώ δίνεται έκπτωση 30% – εισφορά 5.659 €.
Τέλος, με το αφορολόγητο όριο των 9.500 €, δίνεται οριστική λύση στο άδικο και σοβαρό πρόβλημα της τεκμαρτής φορολόγησης, στην περίπτωση που υπάρχει μειωμένο εισόδημα ή καθόλου εισόδημα, υπό την έννοια της «κακής χρονιάς», πράγμα όχι και τόσο σπάνιο στους αγρότες, αλλά και στους άλλους ελεύθερους επαγγελματίες.
Η φορολόγηση με τεκμήρια διαβίωσης, οδηγεί σε υπερβολική και άδικη φορολόγηση, αλλά κυρίως στην πραγματική αδυναμία ανταπόκρισης των πολιτών.
Για όλους τους πολίτες, που αδυνατούν να δηλώσουν εισόδημα που να δικαιολογεί τη διαβίωσή τους, θα έπρεπε να ισχύσει το ελάχιστο αφορολόγητο εισόδημα.
Μια τέτοια προοπτική είναι και δίκαιη, είναι και ωφέλιμη, αφού θα προκύψουν πραγματικά έσοδα και όχι λογιστικά.
Από τη διαφορά τεκμαρτού εισοδήματος και αφορολογήτου ορίου, προφανώς θα προκύψει ένα εύλογο φορολογητέο ποσό, στο οποίο άμεσα θα μπορέσει να ανταποκριθεί η πλειοψηφία των αγροτών και όχι μόνο, προσφέροντας πραγματικά έσοδα στο σύστημα.
Κλείνοντας θέλω να τονίσω πως αν το ζητούμενο είναι δικαιότερη και βιώσιμη φορολόγηση, η χρήση κάρτας σε ευρεία κλίμακα, είναι το μέσο, θα οδηγήσει άμεσα και σε ημερήσια βάση στην είσπραξη του ΦΠΑ και ετήσιων φόρων.
Αθήνα 1/3/2016 Ουρσουζίδης Ν. Γιώργος
Βουλευτής Ημαθίας του ΣΥΡΙΖΑ
Υ.Γ. 1. Θα ήταν παράλειψή μου, αν δεν ευχαριστούσα τους φίλους και συμμαθητές, Βασίλειο Μελιόπουλο και Χρήστο Τσακιρίδη – διακεκριμένους οικονομολόγους της πόλης μας – για την πολύτιμη τεκμηρίωση.
2. Η διαπραγμάτευση είναι σε εξέλιξη, τίποτα δεν είναι δεδομένο, ωστόσο όλα είναι ήδη γνωστά και στις δύο πλευρές.
3. Απαιτείται περιορισμός των εκροών του ασφαλιστικού, δηλαδή μείωση των υψηλών συντάξεων, ώστε να περιοριστούν οι εισφορές.