Πλάτωνα «Απολογία Σωκράτη» από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στη Βέροια – Μια άλλη προσέγγιση του αρχαίου λόγου
Δήμητρα Σμυρνή
Ο Δήμος Αβδελιώδης, ο σκηνοθέτης της παράστασης «Απολογία Σωκράτη», που παίχτηκε χθες, 27/11/’15, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε συνεργασία με την ΚΕΠΑ Δήμου Βέροιας, στην Αντωνιάδεια Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, τόλμησε να προσεγγίσει τον αρχαίο λόγο όχι από μετάφραση αλλά από το πρωτότυπο με τη δική του οπτική.
Παίρνοντας πάνω του όχι μόνο τη σκηνοθεσία αλλά τη μετάφραση του κειμένου – υπήρχε προβολή της μετάφρασης – τη διδασκαλία του αρχαίου κειμένου και τη δημιουργία του σκηνογραφικού χώρου, προχώρησε σ’ ένα δύσκολο εγχείρημα. Δύσκολο για πολλούς λόγους.
Γιατί:
α) Μορφές σαν του Σωκράτη, όπως παρουσιάζεται μέσα από τους πλατωνικούς διαλόγους και την «Απολογία», είναι μορφές με τις οποίες ταυτίστηκε ο Ελληνισμός. Όλοι διδαχτήκαμε και κάποιοι διδάξαμε για το Σωκράτη. Έτσι, μοιραία, η μορφή του πλάστηκε υποσυνείδητα μέσα μας περιβαλλόμενη με την αχλή του μύθου, του απόλυτου, του ιδανικού.
Άλλωστε οι σωκρατικές ιδέες, όπως η αέναη αναζήτηση της αρετής, η αυτογνωσία, ο συνειδητός θάνατος για την υπεράσπιση των ιδανικών, ήταν και είναι το ζητούμενο για τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Είναι ιδέες που δοκιμαστήκαν μέσα στους αιώνες και άσχετα από το αν η υλιστική εποχή μας προσπαθεί να τις αμβλύνει ή ακόμη και να τις εξαφανίσει, συνεχίζουν να υπάρχουν και να απειλούν.
Έτσι, η μορφή του Σωκράτη, ως η απόλυτη έκφραση του ορθού λόγου, παίρνει τις διαστάσεις μιας στίλβουσας προσωπικότητας.
Ο Σωκράτης, που έστησε ο Αβδελιώδης σκηνοθετικά, δόθηκε με μια καθημερινή διάσταση. Η αναφορά δεν έχει σχέση με την ενδυματολογική προσέγγιση του ρόλου, αλλά με την προβολή του χαρακτήρα μέσα από το λόγο.
Ο Σωκράτης στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης δόθηκε υποτονικά, χωρίς τις λεπτές αποχρώσεις της σωκρατικής ειρωνείας ή του διαπεραστικού δυναμισμού του λόγου του.
Αντίθετα, όταν διαλεγόταν με το Μέλητο, έναν από τους κατηγόρους του, ο λόγος αποκτούσε το νευρώδες χαρακτηριστικό του σωκρατικού λόγου.
β) Ο αρχαίος λόγος δόθηκε από το σκηνοθέτη με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό, με αποτέλεσμα η ταχύτητα να μειώνει για τον ηθοποιό τη δύναμη της εκφοράς του λόγου. Αλλά και για το θεατή να μειώνει τη δυνατότητα της εύκολης ακουστικής κατανόησης , για όσους γνωρίζουν Αρχαία Ελληνικά ή τη δυνατότητα της κατανόησης μέσα από τη μετάφραση, για όσους δεν γνωρίζουν.
Σίγουρα, η Αρχαία Ελληνική, άκρως φωνηεντική γλώσσα, διαθέτει μουσικότητα, ιδιαίτερα σε σχέση με τις βόρειες γλώσσες. Ο υπερτονισμός όμως των φωνηέντων και ειδικά το μακρόσυρτο «ο», προκάλεσε την αίσθηση μια εξεζητημένης μουσικότητας, που ξένισε το αυτί.
Αντίθετα, αυτό δε συνέβη στο λόγο του Μέλητου, στον οποίο δεν υπήρξε η συγκεκριμένη υπερβολή.
Δεν αμφισβητεί κανείς τις προθέσεις του σκηνοθέτη. Θα ήταν άδικο. Ήταν οι καλύτερες. Το εγχείρημά του να φέρει τον αρχαίο λόγο στο σήμερα, από το πρωτότυπο, μ’ όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται, ήταν μια προσφορά και στο Θέατρο και στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Απλά, εδώ εκφράζονται επιφυλάξεις σχετικές με το πώς προσλαμβάνεται μια τέτοια δουλειά από τον απλό θεατή, η οποία δουλειά είναι φιλόδοξη και εξαιρετικά κοπιώδης από τη σύλληψη μέχρι την ολοκλήρωσή της.
Ο ηθοποιός Βασίλης Καραμπούλας, που ενσάρκωσε το Σωκράτη, είχε να παλέψει μ’ ένα κείμενο που όχι μόνο η απομνημόνευσή του ήταν άθλος- δεν παρατηρήθηκε το παραμικρό ολίσθημα- αλλά έπρεπε να το αποδώσει και δραματικά. Η προσέγγιση του ρόλου, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες, ήταν άψογη.
Ο Μέλητος, Θανάσης Δισλής, ήταν εντυπωσιακός, καθώς κατάφερε να αποδώσει τη νεανική αλαζονεία και σκληρότητα του κατηγόρου, συνυφασμένη με την οίηση πολλών ποιητών της εποχής του.
Η ατμόσφαιρα που δόθηκε με τους φωτισμούς, φωτίζοντας ανάγλυφα τη φιγούρα του Σωκράτη και βυθίζοντας στο σκοτάδι τις μορφές των άλλων κατηγόρων-πλην Μελήτου- και των δικαστών της Ηλιαίας, σηματοδοτούσε ίσως την αντίθεση ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την αδικία, την άγνοια και τη γνώση, την πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως.
Ο σκηνογραφικός σχεδιασμός της τεράστιας κλεψύδρας από τον Κώστα Κοτσανά ήταν καθοριστικός, για να υποδείξει όχι μόνο το χρόνο ως ρυθμιστή στη συγκεκριμένη δίκη, αλλά και το χρόνο ως παράγοντα ανάδειξης γεγονότων, ανθρώπων και ιδεών.
Η «Απολογία» στη Βέροια, επειδή ακριβώς ήταν μια σοβαρή και ιδιαίτερη παράσταση, είχε και την ανάλογη ανταπόκριση από το κοινό. Την παρακολούθησε ένας μεγάλος αριθμός θεατών, ένα πληροφορημένο κοινό , το οποίο και τη συζήτησε.