“Οι Ψυχολογικές Επιπτώσεις της Ανεργίας” της Κατερίνας Υφαντή
Ως ανεργία ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος έχει τη θέληση να εργαστεί αλλά αδυνατεί να το πράξει εξαιτίας των δομικών προβλημάτων που παρουσιάζει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Οι νεότερες έρευνες καταδεικνύουν σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στην ανεργία και στην αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας. Οι άνεργοι παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα ψυχολογικής ευεξίας σε σχέση με άτομα της ηλικίας τους που εργάζονται, έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, έχουν συναισθήματα θλίψης, απογοήτευσης, θυμού και φόβου και παρουσιάζουν περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης.
Σύμφωνα με την καναδέζικη , «Όταν χάσεις την εργασία σου δεν χάνεις μόνο τη συχνή πηγή εσόδων σου, αλλά επίσης και τις προσωπικές σου επαφές και σχέσεις στην εργασία, τις καθημερινές σου δομές χρόνου και ρουτίνας, καθώς και μια σημαντική αίσθηση σκοπού-του-εαυτού. Συνεπώς η ανεργία αποτελεί ένα σοκ προς ολόκληρο το σύστημα-του-εαυτού σου [τη ταυτότητά σου, το ποιος είσαι, που πάς και γιατί]. Μπορείς να βιώσεις κάποια από τα ίδια συναισθήματα, πόνος, οδύνες και άγχη που βιώνει κάποιος που έχει σοβαρά πληγωθεί ή κάποιος που έχει περάσει από ένα διαζύγιο ή περνά μια φάση μελαγχολίας και θλίψης για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Μπορείς να περάσεις από αυτά τα στάδια της θλίψης».
Γίνεται λοιπόν φανερό πως η εμπειρία της ανεργίας, ως βίωμα, αποτελεί μια ιδιαίτερα οδυνηρή δυναμική διεργασία για τα άτομα. Τα άτομα που βρίσκονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα άνεργοι, έχουν τη αίσθηση της απώλειας του ελέγχου από τη ζωή τους. Ιδιώς σε ανέργους απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παρατηρείται μια προσκόλληση στην ιδιότητα του φοιτητή και μια δυσκολία «ενηλικίωσης» και αυτονόμησης. Αυτό έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοεικόνα του ατόμου και στις προσδοκίες που έχει από τον εαυτό του.
Τα συναισθήματα των ανέργων είναι συνήθως συγκεχυμένα. Διακατέχονται από ένα συνεχές αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας που τις περισσότερες φορές βιώνεται ως δυσβάσταχτο κενό. Σύμφωνα με έρευνα στο Sheffield, «οι άνεργοι πονούν και υποφέρουν από ένα σημαντικό αποπροσανατολισμό στην ψυχολογική υγεία και ευεξία». Είναι πολύ συνηθισμένο να έχουν συναισθήματα ενοχής, να νιώθουν οτι οι ίδιοι δεν είναι αρκετά επαρκείς και γι αυτό έχασαν την εργασία τους ή δε βρίσκουν νέα απασχόληση. Αυτό λειτουργεί υπονομευτικά για τα άτομα, τα εμποδίζει να διεκδικήσουν βασικά τους δικαιώματα ή να δράσουν συλλογικά. Αν και η ανεργία αποτελεί κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο, είναι σύνηθες να βιώνεται από τα άτομα ως προσωπική αποτυχία και ως αποτέλεσμα να οδηγεί στην απομόνωση, σε αίσθημα ανεπάρκειας και ανικανότητας και στην αδυναμία αντίδρασης. Ως αποτέλεσμα, είναι πιθανόν οι άνεργοι να χάνουν την αίσθηση οτι ανήκουν σε κάποια κοινωνική ομάδα καθώς και τα συναισθήματα αλληλεγγύης προς την ομάδα αυτή και να στρέφονται προς την εξεύρεση άμεσων ατομικών λύσεων. Παράλληλα, νιώθουν απομονωμένοι, καθώς έρχονται σε επαφή με λιγότερους ανθρώπους καθημερινά, έχουν χαμηλότερα επίπεδα αυτοεκτίμησης, νιώθουν έντονο θυμό που μπορεί να οδηγεί σε έντονες εξάρσεις οργής, βιώνουν φόβο για το μέλλον, και είναι κλονισμένα,ζώντας σε μια κατάσταση αβεβαιότητας.
Όλα τα παραπάνω είναι πιθανόν να εκφραστούν μέσα από την εμφάνιση ψυχοσωματικών προβλημάτων και προβλημάτων υγείας ή να βρουν διέξοδο στην χρήση ουσιών ή στον αλκοολισμό. Σύμφωνα με μελέτη του Yale (2010) η απόλυση διπλασιάζει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, και τα άτομα που χάνουν τη δουλειά τους έχουν 83 % περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν προβλήματα υγείας που σχετίζονται με το άγχος, όπως διαβήτης, άυξηση αρτηριακής πίεσης, αρθρίτιδα ή προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως. Επίσης, σύμφωνα με Αυστριακή μελέτη (2012), τα επίπεδα κορτιζόλης ήταν ιδιαίτερα αυξημένα σε δείγμα ανέργων κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου ανεργίας και παρουσίαζαν αυξητική πορεία καθώς περνούσε ο καιρός.
Ταυτόχρονα, το αίσθημα της αβεβαιότητας που κυριαρχεί στους ανέργους έχει σημαντικές επιπτώσεις και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Έρευνες δείχνουν οτι οι άνεργοι είναι πιο οξύθυμοι και βρίσκονται σε διαρκή ένταση. Αυτό έχει επιπτώσεις και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Έχει παρατηρηθεί πως οι άνεργοι γονείς είναι πιο τιμωρητικόι με τα παιδιά τους και εμφανίζουν συχνότερα εκρήξεις θυμού απέναντί τους, με αποτέλεσμα τα δεύτερα να βιώνουν έντονο άγχος και δυσφορία, αίσθημα ανεπάρκειας και καταθλιπτικά συμπτώματα. Επίσης, έρευνα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (2012) κατέδειξε σημαντική σχέση ανάμεσα στη σχολική απόδοση των παιδιών και στην εργασία των γονέων. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε μείωση της σχολικής απόδοσης των παιδίων αμέσως μετά την απώλεια της εργασίας κάποιου από τους δύο γονείς, φαινόμενο το οποίο εντεινόταν σε παιδιά των οποίων οι γονείς ήταν άνεργοι πάνω από τρια χρόνια. Παράλληλα, τα αμφιθυμικά συναισθήματα που δημιουργούνται στον άνεργο, μπορεί να εκφράζονται με συγκρούσεις, σεξουαλικές δυσλειτουργίες και τάσεις φυγής. Επίσης, Αμερικανική έρευνα (1980), κατέδειξε πως όσο το χρονικό διάστημα της ανεργίας αυξανόταν, τόσο οι κοινωνικές επαφές των ανέργων μειώνονταν.
Επίσης, σε μείζον κοινωνικό φαινόμενο ανάγεται η αύξηση στα ποσοστά αυτοκτονίας σε ανθρώπους που είναι άνεργοι. Σύμφωνα με έρευνα της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (2011), υπάρχουν υψηλά ποσοστά κατάθλιψης σε ανέργους, με το αυτοκτονικό ρίσκο να φτάνει στο 20%.
Η ημιαπασχόληση, αν και μπορεί να έχει κάποια θετικά αποτελέσματα, δε μετριάζει το φόβο των ανέργων καθώς η αίσθηση απώλειας του ελέγχου παραμένει. Τα άτομα μεγαλώνουν σε μια κοινωνία που τους υποδηλώνει πως η «φυσιολογική» πορεία της ζωής περιλαμβάνει οπωσδήποτε την εξάσκηση κάποιας εργασίας. Η εσωτερικευμένη αξία της εργασίας διαμορφώνει την προσωπικότητα των ατόμων, τα οποία χτίζουν όνειρα πάνω σε αυτή. Όταν όμως η εξεύρεση εργασίας καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη, τα άτομα καλούνται να «αναβάλουν» τα όνειρά τους και δημιουργείται ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στις προσδοκίες τους και στην πραγματικότητα γύρω τους, γεγονός που αποτελεί παράγοντα έντονου άγχους.
Όλα τα παραπάνω, μπορούν να μετριασθούν, με την αναγνώριση και την κατανόηση του προβλήματος της ανεργίας και των συναισθημάτων των ανέργων, με τη στήριξή τους από το οικογενειακό και κοινωνικό τους δίκτυο, την προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησής τους και απόδοσης της ανεργίας σε ρεαλιστικά αίτια και την επεξεργασία των βαθύτερων συγκρούσεων που βιώνουν.
*H Κατερίνα Υφαντή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.