55 χρόνια από την επίσημη έναρξη της μετανάστευσης στη Γερμανία
Σε μία από τις διαφημίσεις που κυκλοφορούν αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο, ζητούνται Ελληνες εργάτες για την Ελβετία. Παράλληλα, η Γερμανία έχει ήδη ανακοινώσει ότι μετά χαράς θα υποδεχτεί Σύρους πρόσφυγες αναγκαίους για τη συμπλήρωση του εργατικού δυναμικού της.
Η υπόθεση μας πάει πίσω στο 1960, καθώς φέτος συμπληρώθηκαν 55 χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας για τη μεταφορά Ελλήνων εργατών στη Γερμανία. Η σχετική επέτειος στα 50χρονα γιορτάστηκε με διάφορες φιέστες. Φέτος δεν έγιναν, καθώς για την ελληνική κοινωνία ο όρος μετανάστευση κατοχυρώνεται ήδη σαν αιμορραγία: Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης 250.000 νέοι άνθρωποι έχουν φύγει έξω για σπουδές ή για δουλειά, όχι γιατί αυξήθηκαν έξω οι ευκαιρίες, αλλά γιατί έγινε δεδομένο το αδιέξοδο μέσα.
Η μετανάστευση ποτέ δεν ήταν ευκαιρία, ήταν πάντα κατάρα για τον τόπο. Διευκόλυνε την ντόπια κυβέρνηση να εμφανίσει μείωση της ανεργίας, τους έξω καπιταλιστές να έχουν ακόμα πιο φτηνό εργατικό δυναμικό, που πίεζε το εκεί ντόπιο και τις όποιες κατακτήσεις του.
Διαχείριση εργατικής δύναμης
Για την Ελλάδα, η μετανάστευση δεν είναι κάτι καινούργιο. Ούτε το 1960 ήταν. Είχαν προηγηθεί κύματα από την αρχή του αιώνα. Σε προηγούμενο αφιέρωμα του «Ρ» διαβάζουμε: «Η Ελλάδα έκανε εξαγωγή εργατών ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Στην περίοδο 1900-1930 σπρώχτηκαν στη μετανάστευση 402.538 Ελληνες (384.000 προς Βόρεια Αμερική, οι υπόλοιποι Καναδά και Αυστραλία). Ανέκαθεν, η κυρίαρχη τάξη της χώρας υποστήριζε τη μετανάστευση, την πρόβαλλε σαν “μέτρο οικονομικής βοήθειας” από αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες στις φτωχές, υπανάπτυκτες. Ηταν μια σχέση “δούναι και λαβείν” μεταξύ καπιταλιστών. Ενα “κράτα με να σε κρατώ” στην ενιαία εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Στις δεκαετίες 1950-1960 υπερσυγκεντρώθηκε πληθυσμός στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην Αθήνα 2.530.207, σε συνολικό πληθυσμό 8.736.367. Οι βασικές αιτίες της εσωτερικής μετανάστευσης ήταν οικονομικοπολιτικές. Η αστική τάξη χρειαζόταν συγκεντρωμένη, φτηνή εργατική δύναμη, μικρό μεταφορικό κόστος κ.λπ. Συνέβαλε το μετεμφυλιακό πολιτικό κλίμα, το ξερίζωμα των κομμουνιστών, της φτωχολογιάς της υπαίθρου, η μεγάλη ανεργία και υποαπασχόληση της αγροτιάς, όλοι όσοι κατέκλυζαν τις πόλεις για ένα ξεροκόμματο.
Υπολογίζεται ότι το 1961 οι άνεργοι στην Ελλάδα ήταν 238.900 ή 6,5% του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων (2,8 εκατ.). Μαζί με τους υποαπασχολούμενους, κυρίως στη γεωργία, έφταναν τις 863.600 ή το 26,6% του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων.
Για την αστική τάξη η μετανάστευση ήταν ευλογία. Τα κόμματα της πλουτοκρατίας, με έκδηλη ακόμα την αγωνία τους για την αντιμετώπιση του ΚΚΕ, την καθυπόταξη του εργατικού – λαϊκού κινήματος, φρόντισαν να απαλλαγούν από ένα σημαντικό τμήμα αυτού του εργατόκοσμου, εξάγοντάς τον στις αναπτυγμένες βιομηχανικά καπιταλιστικές χώρες. Έδιωξαν ανεργία και κοινωνικές εντάσεις.
Εξασφάλισαν εισαγωγή ξένου συναλλάγματος, που ελάττωνε πιέσεις στο ισοζύγιο πληρωμών κ.λπ.
Χαρακτηριστική η δήλωση ειδικού συμβούλου του ελληνικού υπουργείου Εργασίας το 1965: “Οι μετακινηθέντες προς Γερμανίαν απλώς ανεκούφισαν την αγοράν εργασίας εκ των πιεστικών επιπτώσεων ας θα υφιστάμεθα μοιραίως με όλας τας εντεύθεν δυσμενείς οικονομικάς και ιδία κοινωνικάς συνεπείας”».
Ο ανθός του λαού
Στοιχεία της ΕΣΥΕ και άλλα δείχνουν ότι στην πενταετία 1956-1960 μετανάστευσαν 162.000 Ελληνες (το 52% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1961-1965 466.000 (25% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1966-1970 365.000 (38% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1971-1975 177.000 (36% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1976-1977 37.000 (38% στις υπερπόντιες χώρες). Στα αντίστοιχα διαστήματα, το ποσοστό μεταναστών ανδρών στις ηλικίες 20-44 ετών ήταν 72% του συνόλου των αποδημούντων, 79%, 73%, 65% και 66%.
Στη δεκαετία 1961-1971 έφυγαν 892.175 άτομα σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης (βασικά στη λεγόμενη Δυτική Γερμανία), κυρίως άνδρες αλλά και γυναίκες, ηλικίας 18-35 χρόνων. Το 90% προερχόταν από την ελληνική επαρχία, άκληροι, μικροαγρότες, δίχως πείρα βιομηχανικού εργάτη. Συνυπολογίζοντας ναυτεργάτες και όσους καταχωρήθηκαν ως «προσωρινώς μεταναστεύσαντες», ο συνολικός αριθμός ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο εργαζόμενους Ελληνες.
Στο δεύτερο τόμο του Δοκιμίου της Ιστορίας του ΚΚΕ αναφέρεται σχετικά:
«Το μεταναστευτικό κύμα κατευθύνθηκε κυρίως προς τη Δυτική Ευρώπη, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους που κατευθυνόταν προς ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά. Για τη δεκαετία 1957-1966 υπολογίζονται 679.000 μετανάστες, κατανεμημένοι σε 185.000 την πρώτη πενταετία 1957-1961 και 494.000 τη δεύτερη 1962-1966. Οι μόνιμα μεταναστεύσαντες στην περίοδο 1961-1965 αποτελούσαν το 2,9% του πληθυσμού στην Ελλάδα το 1961.
Μελέτη του ΚΜΕ δίνει για την περίοδο 1946-1977 1.282.502 μόνιμα μεταναστεύσαντα άτομα (εκ των οποίων τα 237.767 άτομα στην περίοδο 1946-1960 και τα 1.044.735 άτομα στην περίοδο 1961-1977). Αλλη μελέτη υπολογίζει ότι από το 1950 ως το 1971, ο αριθμός των μεταναστών ξεπέρασε τις 60.000 το χρόνο και ότι από την Ελλάδα, στην περίοδο 1901-1919, μετανάστευαν κάθε χρόνο κατά μέσο όρο γύρω στα 19.000 άτομα. Στα 1920-1940 ο αριθμός αυτός έφτασε τις 28.000».
Η συμφωνία
Το 1960 υπογράφηκε η διαβόητη «Ελληνογερμανική συμφωνία», που, όπως προπαγανδίστηκε δεόντως από τις δύο κυβερνήσεις, θα «έλυνε» τα μεγάλα προβλήματα των Ελλήνων μεταναστών. Στη Γερμανία ονομάστηκε και «διπλή συνθήκη», καθώς υπογράφτηκε μεταξύ Δ. Γερμανίας και Ισπανίας στις 29/3/1960 και ακολούθησε η υπογραφή με την Ελλάδα στις 30/3/1960 της «Σύμβασης Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις». Αντίστοιχες διακρατικές συμφωνίες της Δ. Γερμανίας: το 1955 με Ιταλία (για εισαγωγή Ιταλών εργατών), το 1961 με Τουρκία, το 1963 με Μαρόκο, το 1964 με Πορτογαλία, το 1965 με Τυνησία και το 1968 με Γιουγκοσλαβία.
Ετσι οι Γερμανοί μεγαλοβιομήχανοι εξασφάλιζαν φτηνό εργατικό δυναμικό για τη ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία τους. Παράλληλα, η Δ. Γερμανία αποκαταστούσε σχέσεις εξωτερικής πολιτικής και με χώρες που είχαν υποφέρει από τη ναζιστική κατοχή.
Η επιλογή
Διαβάζουμε σε αφιέρωμα του «Ρ»: «Οι Γερμανοί βιομήχανοι και μεγαλοεπιχειρηματίες ζητούσαν “τεμάχια” (έτσι τους αποκαλούσαν), νέους, υγιείς ανθρώπους, για να εργαστούν στη βαριά βιομηχανία και τα ορυχεία. Με την υπογραφή της σύμβασης, άνοιξαν στην Αθήνα (επί της οδού Βίκτωρος Ουγκώ) και το 1962 στη Θεσσαλονίκη (επί της οδού Δωδεκανήσου) οι εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές, που ενέκριναν την πρόσληψη Ελλήνων εργατών.
Σχηματίζονταν ατέλειωτες ουρές, υπερπροσφορά νέων δυνατών ανθρώπων, πρόθυμων να εργαστούν σκληρά. Σύμφωνα με το γερμανικό κέντρο τεκμηρίωσης για τη μετανάστευση στη Γερμανία “DOMID”, μόνο μέσα στις δύο πρώτες βδομάδες λειτουργίας του γραφείου στην Αθήνα, υπέβαλλαν αίτηση 4.500 Ελληνες. Η κοσμοσυρροή αυτή οδήγησε να ανοίξει γραφείο και στη Θεσσαλονίκη.
Οι Επιτροπές εξέταζαν εξονυχιστικά την υγεία των υποψηφίων (μετρήσεις μυών, ακτινογραφίες θώρακος, οδοντιατρικές εξετάσεις) και τι “ειδικές” γνώσεις τυχόν είχαν, οργάνωναν και το ταξίδι τους. Ανθρωποι με δύο δόντια χαλασμένα, από το υστέρημά τους πλήρωναν οδοντίατρο να τα σφραγίσει, για να καταφέρουν να φύγουν. Βουλευτές της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου έταζαν ως ρουσφέτι μια θέση στις λίστες υποψήφιων προς μετανάστευση. Διερμηνείς, λαμόγια της εποχής, παράγοντες με τάχα επιρροή στις Επιτροπές, ζητούσαν μπαξίσι για να μεσολαβήσουν».
Δυο κονσέρβες, μια κουκέτα
Οι επιλεγέντες έπαιρναν «πράσινη κάρτα» εργασίας. Αρχικά το ταξίδι ξεκινούσε από τον Πειραιά με το φέρι μποτ «Κολοκοτρώνης». Εφταναν στο Μπρίντεζι της Ιταλίας και από ‘κει με τρένο στη Γερμανία. Από το 1964, μια φορά τη βδομάδα ταξίδευαν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη προς Μόναχο με ειδικές αμαξοστοιχίες, υπερπλήρεις, που συνήθως μετέφεραν πάνω από 1.000 άτομα. Τα ταξίδια αυτά η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα χαρακτήριζε «μεταφορές». Την αποβάθρα (υπ’ αριθμ. 11) όπου τερμάτιζαν τα τρένα αυτά στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, οι μετανάστες την έλεγαν «αποβάθρα» ή «γραμμή της ελπίδας». Δύο κόσμοι, αντίθετα συμφέροντα, διαφορετικές προσεγγίσεις.
Για το ταξίδι με το τρένο «φιλεύσπλαχνοι» Γερμανοί μεγαλοκεφαλαιούχοι προμήθευαν τα «τεμάχια» με ένα σακούλι εφοδίων: δυο κονσέρβες (μια με σαρδέλες, μια με κορν-μπιφ), ένα καρβέλι ψωμί, λίγες ελιές κι ένα κομμάτι τυρί. Από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους στη διάρκεια όλου του ταξιδιού, που κρατούσε δυόμιση μέρες.
Η στέγαση των μεταναστών εργατών γινόταν σε υποτυπώδεις συνθήκες, σε παραπήγματα που προέρχονταν κυρίως από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα.
Πενήντα πέντε χρόνια μετά, οι συνθήκες της μετανάστευσης μοιάζουν διαφορετικές. Η αιτία και το αποτέλεσμα παραμένουν ίδια. Αλλάζουν οι εθνικότητες στα κύματα των μεταναστών, παραμένει η άγρια εκμετάλλευσή τους, ντυμένη μάλιστα και με αρκετές δόσεις φιλανθρωπίας.
Σ’ ό,τι αφορά ειδικά τους Ελληνες μετανάστες, ισχύει γι’ αυτούς ό,τι ακριβώς και για τους Γερμανούς εργάτες. Πλήττονται εξίσου από μια σειρά αντιδραστικές ρυθμίσεις που προωθούνται την τελευταία δεκαετία με ταχύτατους ρυθμούς.