Ως τόσο η υπέρτερη δύναμη, ακόμη και η συντριπτικά υπέρτερη,
ποτέ δεν ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει μακροχρόνια κυριαρχία
Ι. Wallerstein
Η ανατροπή του Κάιζερ στη Γερμανία μερικούς μήνες μετά τη συμφωνία του Μπρεστ, το Νοέμβρη του 1918, έδωσε τη δυνατότητα στη νεαρή τότε σοβιετική κυβέρνηση να ακυρώσει την επονείδιστη συνθήκη που είχε υπογράψει. Είναι διδακτικό να μελετήσει κανείς ολόκληρο το κείμενο του 36ου τόμου, σελ. 3-26, από τα άπαντα, όπως και κείμενα του 35ου τόμου, (δεν είναι απλώς τσιτάτα όπως λέμε, δηλαδή, ατάκες ενός σημαίνοντος προσώπου) για να του φύγει κάθε αμφιβολία περί του αν είναι θεμιτό ή απαγορεύεται δια ροπάλου, όπως διατείνονται πολλοί «σύγχρονοι αριστεροί», να γίνονται από μέρους τους συμβιβασμοί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Μάλιστα, συνοψίζοντας στο βιβλίο του «Ο αριστερισμός», ο Λένιν, γράφει: Το 1918 τα πράγματα δεν έφτασαν ως τη διάσπαση. Τον ίδιο χρόνο οι επιφανείς εκπρόσωποι της «αριστερής» πτέρυγας αναγνώρισαν ανοιχτά το λάθος τους.
Είχαν τη γνώμη, ότι η ειρήνη του Μπρεστ ήταν ένας συμβιβασμός απαράδεκτος από άποψη αρχών και επιζήμιος για το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου. Ήταν ένας συμβιβασμός με τους ιμπεριαλιστές, μα ακριβώς τέτοιος και σε τέτοιες περιστάσεις που ήταν υποχρεωτικός. . Αλλά ας προσγειωθούμε. Είναι γνωστό πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου», ούτε η Ελλάδα είναι η χώρα των σοβιέτ, ούτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν αυτή που οικοδομούσε το σοσιαλισμό, ούτε βέβαια και ο Τσίπρας είναι ο Λένιν και, για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ούτε ο Κερένσκι όπως κάποιοι αφελείς ονειρεύονται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα ριζοσπαστικό αριστερό που σήμερα εργάζεται για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα. Για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανάπτυξη. Αγωνίζεται για να ξεφύγει η χώρα από τα μνημόνια και για την απομείωση του χρέους. Παλεύει κυρίως απέναντι στη λιτότητα και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που κυριαρχούν στην Ευρώπη.
Ο Α. Τσίπρας – σε τελευταία ανάλυση η χώρα- γύρω από αυτά τα ζητήματα έδωσε μάχες και μάλιστα μέχρι τον τελευταίο, το 12ο γύρο. Τόλμησε και παραβίασε το άβατο, τα ιερά και τα όσια της διευθύνουσας ελίτ της Ευρωζώνης. Όλοι παρακολουθούσαμε με αγωνία την εξέλιξη της υπόθεση της Ελλάδας, μιας υπόθεσης που πήρε παγκόσμιες διαστάσεις. Έθεσε το πρόβλημα, το διατύπωσε και, όπως λέμε στη φυσική, αυτό είναι πιο δύσκολο από ό,τι να το λύσεις.
Το προϊόν εκβιασμού που επέβαλαν στη χώρα, κατά την άποψή μου, δεν σημαίνει πως θα υλοποιηθεί κιόλας, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του. Διατυπώνεται και πιο κομψά: «Θα δώσουμε τη μάχη να ελαχιστοποιήσουμε τις αρνητικές του συνέπειες» ή «Θα τρέξουμε παράλληλα προγράμματα» κλπ η ουσία όμως είναι η ίδια. Επειδή οι Γερμανοί οσμίζονται το γεγονός (το έχει πει καθαρά ο Σόιμπλε, εξάλλου το έχουν κατά καιρούς κάνει και οι ίδιοι σε δικές τους περιπέτειες ) από την πρώτη μέρα προσπαθούν να υποτάξουν, να υπονομεύσουν και να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
Προσπάθησαν μαζί με τους εδώ ομοδόξους τους να διαβάλουν και να κερδίσουν το δημοψήφισμα και δεν τα κατάφεραν. Προσπάθησαν με το κλείσιμο των τραπεζών να στραγγαλίσουν οικονομικά τη χώρα και να στρέψουν το λαό εναντίον της κυβέρνησης μα τίποτα. Προσπάθησαν με κάθε μέσον να μειώσουν την αξιοπιστία και τη δημοτικότητα του Α. Τσίπρα και να τον ταπεινώσουν χωρίς αποτέλεσμα. ( Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη λυσσαλέα επίθεση που δέχθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο από τον επικεφαλής του ΕΛΚ της Μέρκελ τον Μ. Βέμπερ;)
Θα προσπαθήσουν και με άλλους τρόπους. Ελπίζουμε εις μάτην.
Όμως από αλλού ήρθαν οι εξελίξεις. Αιωρούνταν για αρκετό καιρό ως το μεγάλο ερώτημα που πλέον έγινε μεγάλο γεγονός. Την κυβέρνηση που δεν μπόρεσαν οι τρόικες να την κλονίσουν, την αποσταθεροποίησε «η αριστερή» αντιπολίτευση που δεν κάνει εκπτώσεις «από άποψη αρχών» (!) αλλά που κάνει κακό και στον εαυτό της και στους άλλους. Πόσες και πόσες απορίες! Που λέει ο ποιητής.
Τη συμφωνία με τα όσα προβλήματα κουβαλάει υπάρχει περίπτωση να τη δικαιολογήσει ο Έλληνας πολίτης; Μόνον αν αυτός αισθανθεί ότι είναι για συσσώρευση δυνάμεων, για πιο συστηματικό σχεδιασμό και για αντεπίθεση. Όταν πεισθεί ότι υπάρχει προοπτική. Ότι η αποφασιστική μάχη, θα δοθεί καθώς θα έχουν ωριμάσει οι ιδέες όχι μόνον στο δικό μας λαό αλλά και σε άλλους λαούς της Ευρώπης. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «τις καλύτερες μέρες δεν τις ζήσαμε ακόμα». Αρκεί να αντέξουμε, αρκεί ο λαός μας να μην χάσει την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, αρκεί να μην περιέλθουμε σε συνθήκες πολιτικής κόπωσης και γενικότερης πολιτικής κατάρρευσης. Ο ολοκληρωτισμός καιροφυλακτεί και δεν έρχεται «ανεπαισθήτως» αλλά μέσα από απερισκεψίες, από μυωπικές πολιτικές και από πολιτικά πάθη. Τότε, κανένας δεν θα μπορεί να υποστηρίξει, όπως ο Καβάφης, πως: «δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον».
Ο αγώνας λοιπόν συνεχίζεται και είναι πολυμέτωπος. Αφορά εκτός των άλλων και τις δικές μας αδυναμίες, παραλείψεις και λάθη.
Κατανοώ την απογοήτευση πολλών ψηφοφόρων και μελών του ΣΥΡΙΖΑ που ήθελαν τα πράγματα να εξελιχτούν διαφορετικά όμως δεν τη συμμερίζομαι. Ο δρόμος προς την ανάκτηση της κυριαρχίας μιας χώρας που την έχει απολέσει σε σημαντικό βαθμό εδώ και κάποια χρόνια και της κοινωνικής χειραφέτησης δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
Παρ’ όλες τις δοκιμασίες μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι το μέλλον ανήκει στις δυνάμεις που έχουν τη φρεσκάδα, την αισιοδοξία, την αγωνιστικότητα και που είναι προσηλωμένες στον τελικό στόχο μιας ελεύθερης, προοδευτικής, δημοκρατικής και κοινωνικά δίκαιης Ελλάδας.
Στις δυνάμεις μιας αριστεράς που αναλαμβάνει ευθύνες και που δέχεται να κυβερνήσει τον τόπο.
Σε εκείνους που δεν έχουν εξαρτήσεις και στέκονται όρθιοι στις νέες συνθήκες πιο έμπειροι και πιο έτοιμοι από ποτέ.
Αισιοδοξούμε γιατί αυτές οι δυνάμεις εκφράζουν όχι μόνον τα αιτήματα και τους πόθους του λαού μας αλλά και των λαών της Ευρώπης που παρακολουθούν και αναμένουν καλές ειδήσεις από την Ελλάδα.
Δεν θα χαθούμε αν δεν αφήσουμε να μας συμπαρασύρει η αποθάρρυνση που παράγει ένας προσωρινός και αναγκαστικός συμβιβασμός από τη μια και η λογοκοπία μιας γεμάτης απαισιοδοξία καθαρότητας και αιώνιας αντιπολιτευτικής μιζέριας από την άλλη.
Κώστας Καραγιάννης Φυσικός