Μετά τον εκλογικό θρίαμβο, η σύγκρουση με τη Μέρκελ
Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟY
Δανειστές και εγχώριοι υπηρέτες τους έστησαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο εκβιασμού, αλλά η μάχη μπορεί να κερδηθεί.
Ο εκλογικός θρίαμβος της ελληνικής Αριστεράς συνιστά ιστορική εξέλιξη με διεθνή αντίκτυπο. Ο πραγματικός ηττημένος της αναμέτρησης δεν ήταν, βέβαια, ούτε ο Σαμαράς ούτε ο Βενιζέλος, αλλά το μεγάλο «αφεντικό», η Άνγκελα Μέρκελ, που βλέπει ότι πλέον ο γερμανικός ζουρλομανδύας του Συμφώνου Σταθερότητας αρχίζει να ξηλώνεται.
Δεν πρέπει να υπάρχει, ωστόσο, η παραμικρή αυταπάτη: έχασαν τον πρώτο γύρο, όχι τον πόλεμο. Και κάτι περισσότερο: ο πραγματικός πόλεμος μόλις τώρα αρχίζει. Και θα διεξαχθεί σε ανηφορικό, ναρκοθετημένο για την Ελλάδα έδαφος. Ο άξονας Βερολίνου – Βρυξελλών και η εσωτερική Πέμπτη Φάλαγγα φρόντισαν κατά τους τελευταίους μήνες να δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό εκβιαστικό πλαίσιο για τη νέα κυβέρνηση, προκειμένου να μην διασαλευτεί η θεμελιώδης αρχή της ευρωπαϊκής «ομαλότητας»: οι λαοί είναι ελεύθεροι να ψηφίζουν ό,τι θέλουν, αρκεί να… μην αλλάζει τίποτα το ουσιαστικό στο τέλος της μέρας!
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι οι «Σαμαροβενιζέλοι» ήθελαν να γίνουν οι εκλογές με κλειστές τράπεζες. Συνειδητά, με κρύο αίμα, προσπάθησαν να προκαλέσουν τραπεζική επιδρομή (bank run) με τις κραυγαλέες εκκλήσεις Γεωργιάδη, Βούλτεψη, Πάγκαλου και άλλων ιδίου φυράματος πολιτικών προς τους καταθέτες να αποσύρουν τα λεφτά τους από τις ελληνικές τράπεζες. Απέτυχαν. Η εκροή συναλλάγματος ήταν πολύ μικρότερη από τις εκλογές του 2012. Με δεδομένη όμως την ούτως ή άλλως ευπαθή, σε πείσμα των απατηλών stress tests, κατάσταση των τραπεζών που κληροδοτεί στον Τσίπρα ο Σαμαράς, πρόβλημα ρευστότητας μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκύψει, ιδίως αν συνεχιστεί το -ποινικά κολάσιμο- οικονομικό σαμποτάζ.
Η προσφυγή στην προληπτική γραμμή στήριξης του ELA, που πρέπει να ανανεώνεται κάθε δεκαπέντε μέρες, αναδεικνύεται στον πρώτο μοχλό εκβιασμού. Είναι αλήθεια ότι η παροχή ρευστότητας από τον ELA δεν προϋποθέτει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε (μνημονιακό) πρόγραμμα. Προϋποθέτει, ωστόσο, να χαρακτηρίζονται οι ελληνικές τράπεζες φερέγγυες (solvent), πράγμα που συνιστά κυρίως πολιτική απόφαση. Το παράδειγμα της Κύπρου έδειξε τον τρόπο με τον οποίο Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη μπορούν να προκαλέσουν χάος στο τραπεζικό σύστημα μέσα σε μία μόνο νύχτα, εάν το επιλέξουν.
Έπειτα, η απερχόμενη κυβέρνηση άφησε πίσω της μια μαύρη τρύπα που απειλεί τους διαδόχους της, το περίφημο «δημοσιονομικό κενό», που τον Δεκέμβριο υπολογιζόταν σε 2,6 δις ευρώ και προφανώς θα έχει μεγαλώσει τον τελευταίο μήνα. Άδειασαν τα δημόσια ταμεία, ενώ παράλληλα εξάντλησαν τα υφιστάμενα περιθώρια έκδοσης εντόκων γραμματίων. Μ αυτά και μ’ αυτά φιλοδοξούν να βάλουν, για λογαριασμό των δανειστών μας και αφεντικών τους, θηλιά στον λαιμό του Αλέξη Τσίπρα ή παίρνεις την επόμενη δόση του δανείου, συνεχίζοντας την «αξιολόγηση» της τρόικας, δηλαδή το Μνημόνιο, που πρέπει, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του Σαμαρά, να ολοκληρωθεί μέχρι τις 28 Φεβρουάριου -κάτι που θα σήμανε πολιτική ταπείνωση από την πρώτη κιόλας στιγμή- ή σύντομα αντιμετωπίζεις πρόβλημα αποπληρωμής μισθών και συντάξεων.
ΤΑ ΔΥΝΑΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Θεωρητικά, θα μπορούσε να δοθεί κάποια ανάσα στην Ελλάδα μέσω της συμμετοχής της στο περιλάλητο σχέδιο Ντράγκι, για παροχή ρευστότητας με την αγορά κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ωστόσο, ο Ντράγκι έθεσε τρεις πολύ σκληρές προϋποθέσεις, η εκπλήρωση των οποίων πρακτικά σημαίνει να εγκαταλείψει ο ΣΥΡΙΖΑ το 90% ακόμη και του μετριοπαθούς προγράμματος της Θεσσαλονίκης: πρώτον, να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση από την τρόικα, δεύτερον, να συμμετέχει η Ελλάδα σε «πρόγραμμα» (Μνημόνιο με άλλο όνομα) και, τρίτον, να αποπληρώσει την ογκώδη δανειακή δόση του Ιουλίου, ώστε το ποσοστό των ελληνικών ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ να πέσει κάτω από το υπάρχου ανώτατο όριο του 33%. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τον Ιούλιο, δηλαδή την κρίσιμη περίοδο της διαπραγμάτευσης με Βερολίνο και Βρυξέλλες για τη μερική διαγραφή του χρέους, δεν θα πάρουμε ούτε ευρώ από το πακέτο Ντράγκι και η δρακόντεια σπάθη της χρεοκοπίας θα κρέμεται διαρκώς πάνω από τα κεφάλια μας.
Αν οι δυσκολίες είναι προφανείς, η ηττοπάθεια θα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη. Η Ελλάδα διαθέτει στη φαρέτρα της ευρύ φάσμα ισχυρών όπλων, τα οποία η νέα κυβέρνηση καλείται να αξιοποιήσει με αποφασιστικότητα, τόλμη, σύνεση και μεθοδική προετοιμασία.
Το πρώτο από αυτά είναι η νωπή, ισχυρότατη λαϊκή εντολή στην Αριστερά και το πολιτικό λιντσάρισμα της πολιτικής και των υποτακτικών της Μέρκελ από τους Έλληνες ψηφοφόρους, που προκάλεσε ευρύτατο κύμα συμπάθειας στην Ευρώπη και του κόσμο όλο. Το να αγνοήσουν Βερολίνο και Βρυξέλλες τη βούληση ενός ολόκληρου λαού στη χώρα που γέννησε την ιδέα της Δημοκρατίας θα αναδείκνυε τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ως νέα «Ιερά Συμμαχία», φυλακή των λαών, εξαγριώνοντας όχι μόνο τους αριστερούς, αλλά και τους συντηρητικούς πατριώτες σε όλη την ήπειρο.
Επομένως, η νέα κυβέρνηση βρίσκεται σε πολύ ισχυρή θέση όταν ζητά διαπραγμάτευση του χρέους από μηδενική βάση, έξω από τα χρονοδιαγράμματα που είχε συμφωνήσει ο Σαμαράς και, φυσικά, έξω από τις δεσμεύσεις του Μνημονίου. Την ήδη ισχυρή θέση της πρέπει να θωρακίσει άμεσα, με μια δράση σε τρία επίπεδα.
Πρώτον, να ξεκινήσει τον λογιστικό έλεγχο του χρέους μέσω μιας ανεξάρτητης, διεθνούς κύρους επιτροπής ειδικών, ανοίγοντας έτσι και το πολύ σημαντικό μέτωπο της διαφάνειας, των σκανδάλων και της διαπλοκής.
Δεύτερον, να προωθήσει τάχιστα τα κατεπείγοντα μέτρα οικονομικής ανακούφισης των πιο ευπαθών λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων που ήδη έχει υποσχεθεί, σφυρηλατώντας ένα αρραγές εσωτερικό μέτωπο κοινωνικής υποστήριξης και αποδιοργανώνοντας ακόμη περισσότερο το αντίπαλο στρατόπεδο, που βρίσκεται σε σύγχυση λόγω της εκλογικής πανωλεθρίας.
Τρίτον, να επιβάλει επιτέλους δημοκρατική νομιμότητα στα ΜΜΕ, στερώντας από τους δανειστές και την Πέμπτη Φάλαγγα του ολοκληρωτικό έλεγχο του τηλεοπτικού πεδίου.
Αναφορικά με τη διαπραγμάτευση του χρέους, η κυβέρνηση θα μπορούσε να δημοσιοποιήσει σύντομα μια στοιχειοθετημένη Μαύρη Βίβλο για τον κοινωνικό κανιβαλισμό και τη χρεοκοπία των μνημονιακών πολιτικών, ώστε να μεγεθυνθεί το ήδη σημαντικό ρεύμα διεθνούς υποστήριξης στο ελληνικό αίτημα.
Θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε τρόπο η απομόνωση της Μέρκελ και η εξασφάλιση συμμάχων μεταξύ των πιο αδύναμων κρίκων του ευρωσυστήματος, συμπεριλαμβανομένης της επίσης υπερχρεωμένης Ιταλίας, όπου ο κεντροαριστερός Ρέντσι έχει βάσιμους λόγους να φοβάται τη δημιουργία κόμματος «τύπου ΣΥΡΙΖΑ και Podemos» στα αριστερά του. Η αποπληρωμή της πρώτης, μικρής δόσης του Μαρτίου στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως τακτικός ελιγμός για «να μην τα βάλουμε με όλους τους δράκους ταυτόχρονα» και να έχουμε μόνο ένα μέτωπο, με τη Μέρκελ, ενόψει της κρίσιμης διαπραγμάτευσης με ορίζοντα τον Ιούλιο.
Εάν, παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Τσίπρα προσκρούσει σε ένα νέο «τείχος» του Βερολίνου, θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν θα υποχωρήσει, ακόμη κι αν οι «εταίροι» εκβιάσουν την έξοδο από το ευρώ. Μέρκελ και Σόιμπλε υποκρίνονται όταν σηκώνουν τους ώμους δήθεν αδιάφορα για το ενδεχόμενο του Grexit. Μια τέτοια εξέλιξη όμως θα κλόνιζε σοβαρότατα την εμπιστοσύνη σε ένα κοινό νόμισμα που ήδη βρίσκεται σε δεινή θέση, όπως υποδηλώνει το πρόγραμμα «έκτακτης ανάγκης» που ανακοίνωσε ο Ντράγκι.
Η μεθοδική κατάστρωση, φυσικά χωρίς τυμπανοκρουσίες, ενός Plan Β γι’ αυτή την περίπτωση είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη νέα κυβέρνηση. Βεβαίως, ο Αλέξης Τσίπρας έχει κάθε λόγο να επιθυμεί να αποφύγει, τουλάχιστον για έναν χρόνο, μια τέτοια εξέλιξη: οι εκλογές σε Ισπανία και Πορτογαλία στα τέλη του 2015 ενδέχεται να δημιουργήσουν ένα πιο φιλικό τοπίο για την Ελλάδα στην Ευρώπη, αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει σταθεροποιήσει τη θέση της και ενισχύσει την ακτινοβολία της με τα πεπραγμένα της.
Αντίθετα, αν υπάρξει «διαζύγιο» με την Ευρωζώνη μέχρι τον Ιούλιο, θα περάσουμε αναπόφευκτα μια πορεία μεγάλων αναταράξεων προτού αρχίσει να αποδίδει καρπούς η πολιτική της νέας κυβέρνησης. Είναι πιθανό, δηλαδή, να βρισκόμαστε στο ναδίρ των δυσκολιών την ώρα που η ισπανική και η πορτογαλική Αριστερά θα δίνουν τη δική τους κρίσιμη εκλογική μάχη.
Δεν είναι όμως βέβαιο ότι θα έχουμε την πολυτέλεια να επιλέξουμε τον χρόνο της σύγκρουσης. Εκείνο που περνάει από το χέρι του Αλέξη Τσίπρα και των συνεργατών του είναι να ανταποκριθούν στην παλλαϊκή απαίτηση, που τόσες φορές άκουσαν από χείλη πολιτών στην προεκλογική περίοδο: «Μην τους φοβάστε! Μην μας προδώσετε!»…
Πηγή: Περιοδικό «Επίκαιρα»