Παγκοσμιοποίηση και Ελληνορθόδοξη Οικουμενικότητα
Του Πρωτ. π. Γεωργίου Μεταλληνού
1. Ο όρος Οικουμένη παράγεται εκ του οίκος, που σημαίνει γένος – οικογένεια, και είναι γνωστός από την εμφάνιση των πρώτων ελληνικών αποικιών, που δεν λειτουργούσαν, όπως τα εβραϊκά γκέτο, αυτοκαταδικασμένες σε απομονωτισμό και εσωστρέφεια, αλλά με βάση την πλατωνική αρχή: «Ό,τι περ Έλληνες παρά βαρβάρων λάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται» (Πλάτωνος Επινομίς). Υπάρχει πάντα ελληνικό άνοιγμα στην ετερότητα και προσληπτική τάση, που σημαίνει κατάφαση της ετερότητας, αλλά και μετάπλαση και μεταστοιχείωση του προσλαμβανομένου σε ομοούσιο στοιχείο της ελληνικότητας.
Αυτό είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα της ελληνικής οικουμενικότητας. Η κίνηση του Ελληνισμού στη συνάντηση με τους άλλους είναι καταφατική και αλληλοπεριχωρητική· όχι εξουσιαστική και δυναστικά αφομοιωτική, αλλά ευεργετική.
Δια της Εκκλησίας ενισχύεται και διευρύνεται η ελληνική οικουμενική συνείδηση. Η Πεντηκοστή οδηγεί σε καθολική ενότητα πνευματική – οντολογική και όχι συντεχνιακή – συμβατική, στην υπέρβαση κάθε ανθρώπινης διαίρεσης (φυλετικής, ταξικής, πολιτικής κ.λπ.), με βάση την ισοτιμία και ισότητα όλων των ανθρώπων και όχι μόνο μιας τάξεως πολιτών, όπως στην αρχαία Αθήνα. Με τον άγιο Ιγνάτιο (+107) ο όρος Οικουμένη γίνεται χριστιανικός («η ανά την οικουμένην καθολική εκκλησία»). Οι έννοιες οικουμενικός (γεωγραφική) και καθολικός (πνευματική) τελικά ταυτίζονται νοηματικά, σχετιζόμενες με την πληρότητα και παγκοσμιότητα της εν Χριστώ σωτηρίας.
Η Εκκλησία θα μιλεί στη συνέχεια για Οικουμενική Σύνοδο, Οικουμενικούς Πατέρες, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Οικουμενικό Πατριάρχη, και αναδεικνύεται σε φορέα της οικουμενικής – παγκόσμιας ιδέας του πολιτισμού. Οικουμενική Εκκλησία σημαίνει σύζευξη και σύγκραση του ελληνικού και του χριστιανικού πνεύματος, αλλά και αρμονική σύζευξη τοπικότητας και καθολικότητας. Η Εκκλησία απ’ αρχής λαμβάνει τον χαρακτήρα μιας εν Χριστώ κοινοπολιτείας, όχι ως ένας παγκόσμιος – συμπαγής οργανισμός, αλλά ως γαλαξίας τοπικών Εκκλησιών, ως αστερισμών. Δεν είναι τυχαίο, που ορθόδοξα απορρίπτεται κάθε έννοια παγκοσμίου υπερ-επισκόπου (πάπα), ως και κάθε συγκέντρωση εξουσίας στον οιονδήποτε «πρώτο». Η δομή της Ορθοδοξίας, ως Οικουμενικής Εκκλησίας, δεν είναι κατακόρυφη – πυραμοειδής, αλλά οριζόντια – συλλογική.
Σ’ αυτό το πλαίσιο λειτουργεί και η Ιεραποστολή, ως κλήση στην «ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος». Η εθνικότητα εδώ δεν λειτουργεί διασπαστικά, αλλά ιεραρχείται στην πίστη. «Το αίσθημα της θρησκευτικής ταύτισης είναι πάντοτε ισχυρότερο από της τοπικής» (Κ. Μάγκο). Δεν αναπτύσσεται ρατσιστική συνείδηση. Από την Πεντηκοστή φθάνουμε κατ’ ευθείαν στην απόφαση του 1872 (Καταδίκη του Εθνοφυλετισμού στο χώρο της Εκκλησίας). Οι μη «Έλληνες» άγιοι (Ιωάννης Δαμασκηνός, Εφραίμ και Ισαάκ οι Σύροι) δεν νοούνται ως ξένοι. Ανάλογα ίσχυαν και στην ρωμαίικη Δύση, ως την επικράτηση του φραγκογερμανικού στοιχείου.
Η συνείδηση αυτή καθιερώνεται και πολιτειακά, με πρότυπο την Εκκλησία. Στις 11.5.330 (εγκαίνια της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως) αναδύεται ιστορικά η παγκόσμια χριστιανική αυτοκρατορία ως χριστιανική οικουμένη, η Ρωμανία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος από «ρωμαίος» γίνεται ο πρώτος «ρωμηός» αυτοκράτωρ, που οδηγεί στην ελληνορθόδοξη οικουμενικότητα και παγκοσμιότητα, την «επώνυμον του Χριστού πολιτείαν». Μένει, φυσικά, το πολυφυλετικό αμάλγαμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά σε ένα οικουμενικό κράτος με ενιαίο πολιτισμό (ελληνιστικό) και συνδετικό στοιχείο όχι εξωτερικό (Αλέξανδρος: πολιτισμό, Ρώμη: στρατιωτική ισχύ και δίκαιο), αλλά εσωτερικό και πνευματικό, την πίστη των Αγίων. (Δεν μιλούμε εδώ για τις όποιες κακοποιήσεις, που πάντα υπάρχουν). Μέσω της Ορθοδοξίας συντελείται η μετάβαση από το «έθνος άγιον» της Α΄ Πέτρου (2, 9) στο «Γένος των Ρωμαίων», δηλαδή των Ορθοδόξων πολιτών της Ρωμανίας. (Ο όρος χρησιμοποιείται ήδη από τον Μέγα Αθανάσιο, 4ος αιώνας). Μια νέα συγγένεια και παγγένεια δημιουργείται με σημείο αναφοράς τη Νέα Ρώμη και κέντρο της ενότητας την Αγία Τράπεζα της αγια-Σοφιάς. Η έννοια του «λαού του Θεού» (οικουμενικό – εκκλησιαστικό σώμα) συναντά την αυθεντική έννοια της δημοκρατίας.
Αυτή η συνείδηση συνεχίζεται στην Ορθοδοξία εκκλησιαστικά – λατρευτικά μέχρι σήμερα. Όπου βιώνεται η Ορθόδοξη Πίστη, σώζεται η ελληνορθόδοξη οικουμενικότητα και παναδελφότητα (πρβλ. μια διορθόδοξη Λειτουργία). Η Εκκλησία διασώζει την οικουμενικότητα της Ρωμανίας, με ενωτικό σύνδεσμο την πίστη. Σύμβολό της ο δικέφαλος, που ενσαρκώνει την ιδέα της οικουμενικόητας.
2. Κυρίαρχο φαινόμενο των καιρών μας φαίνεται να είναι η παγκοσμιοποίηση, ως αντιπρόταση μάλιστα οικουμενικότητας (βλ. ενδεικτικά: Ούλριχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση; Μετάφρ. Γ. Παυλόπουλος, Αθήνα 1999). Είναι ο κόσμος της Pax Americana, που εντάσσει σύνολη την ανθρωπότητα σε ένα νέο παγκόσμιο σύστημα πολιτικής και αξιών, που ελέγχει και διαμορφώνει καθολικά, μέσω της πολιτισμικής αφομοίωσης και των κατευθυνόμενων ΜΜΕ, τον άνθρωπο και την κοινωνία, για την δημιουργία του πλανητικού ανθρώπου και της πλανητικής κοινωνίας.
Η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί ψευδαίσθηση οικουμενικότητας. Στο πλαίσιο, όμως, της Νέας Εποχής η παγκοσμιοποίηση συμπορεύεται αλληλέγγυα με την ολιστικότητα, ως αναγωγή από την ιδιαιτερότητα και την ελευθερία του προσώπου στη γενικότητα (εδώ εντάσσεται και η άρνηση της εθνικής ταυτότητας). Από πολλούς νοείται η παγκοσμιοποίηση, ως πολτοποίηση των πάντων (zerquatchung), «πλανητική λεηλασία» και γενικευμένη εμπορευματοποίηση προσώπων και πραγμάτων» («η ανθρωπότητα βιώνει την τραγωδία της μετάβασης σ’ ένα εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον»: Καθηγ. Χρ. Γιαλλουρίδης). Δημιουργείται, έτσι, μια παγκόσμια κοινωνία υποτελών (Subjects) στα όρια ενός γενικευμένου ολοκληρωτισμού.
Παγκοσμιοποίηση σημαίνει για την Ορθόδοξη Ανατολή ολοτελή εκδυτικισμό. Δεν είναι παγκοσμιοποίηση των επί μέρους πολιτισμών, ως πολιτισμική σύνθεση και δημιουργική συνύπαρξη των Λαών, αλλά τάση επιβουλής αυτού, που ενσαρκώνει ο δυτικός τρόπος ζωής, με ισοπέδωση των άλλων πολιτισμών. Και αυτό είναι αισθητό σ’ όλες τις εθνικές κοινωνίες, και στη δική μας.
Μοιάζει με ρωμαίικη υπερεθνικότητα, αλλά δεν είναι. Διότι δεν ιεραρχεί την εθνικότητα στην υπερεθνικότητα, αλλά ισοπεδώνει τις εθνικότητες και τις απορροφά. Νεκρώνονται τα αισθήματα της πατρίδας, γένους, κοινού προγονικού πολιτισμού. Κυριαρχεί –επιβάλλεται– το νεοεποχικό μοντέλο: Έθνος ανεθνικόν και γένος άπατρι, με συνδετική δύναμη τις οικονομικές αξίες και το συμφέρον. Αυτό είναι το πρότυπο της παγκοσμιοποίησης, που διασπείρεται με τη δημιουργία κατάλληλης συνείδησης. Η προπαγανδιζόμενη από τις εκσυγχρονιστικές ομάδες όλων των κομμάτων μας «πολυπολιτισμικότητα» είναι κατ’ ουσίαν νεοεποχικού τύπου ανεθνικότητα και συνείδηση απάτριδος. Επειδή κυριαρχεί ο νόμος της πτώσεως, είναι αδύνατη η αδελφική συνάντηση εν αγάπη. Κυριαρχεί το συναίσθημα του φόβου, που οδηγεί στην έσχατη ατομοποίηση, που επιτρέπει ανετότερα τον παγκόσμιο έλεγχο και την υποταγή, λόγω της αναπτυσσόμενης ανασφάλειας.
Η ξενοφοβία (υπάρχει και η ξενομανία, μη το ξεχνάμε) είναι η αρχή αυτού του κλεισίματος στην ατομικότητα. Στην Τουρκοκρατία μέσα στο ρωμαίικο μιλλέτι συνεχίσαμε την οικουμενική μας συνείδηση της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης. Στην κατά Μάνο Χατζιδάκη «Νέα Τουρκοκρατία» μας σήμερα, γινόμαστε πάλι ραγιάδες, χωρίς όμως προσωπικότητα και συνείδηση ενότητας, διότι χάνεται προοδευτικά η επίγνωση της ταυτότητας.
3. Μόνο ο πατερικά Ορθόδοξος έχει συνείδηση αυτής της πορείας. Ο οικουμενιστής Ορθόδοξος όχι, διότι έχει ήδη αιχμαλωτισθεί από την παγκοσμιοποίηση της Νέας Εποχής, μέσω του Οικουμενισμού της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Ο Ελληνορθόδοξος έχει συνείδηση της ανάδελφης ταυτότητας του πολιτισμού του. Προς την μετακαρλομάγνεια Δύση είναι ανάδελφος. Προς «την καθ’ ημάς Ανατολή» είναι «πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς» (Ρωμ. 8, 29). Σε κάποιους υπάρχει η αισιόδοξη προοπτική δυνατότητας πορείας «από την παγκοσμιοποίηση στην οικουμενικότητα». Είναι αυτό δυνατόν; Για μένα όχι, διότι είναι «άλλο και άλλο», το ένα ανατροπή του άλλου. Δεν αρνούμαι, βέβαια, την ανάγκη μιας νέας ορθόδοξης ιεραποστολής σ’ αυτόν τον νέο κόσμο, που ανοίγεται μπροστά μας, με την επανανακάλυψη της οικουμενικότητάς μας, που δεν πρέπει, όμως, να την συγχέουμε με την παγκοσμιοποίηση, που δεν είναι φυσική ροή μέσα στον χρόνο, αλλά κατασκευή ενός νέου κόσμου.
Η υποβοήθηση της νεοεποχικής παγκοσμιοποίησης να βρει ίσως τον δρόμο προς την ρωμαίικη (ορθόδοξη) οικουμενικότητα είναι δυνατή, αν τηρούνται οι προϋποθέσεις του αποστολικού θαύματος μέσα στην Pax Romana, που μεταστοιχειώθηκε σε ρωμαίικη οικουμενικότητα. Η διατήρηση της ορθόδοξης ταυτότητας καθιστά το θαύμα δυνατό. Διαφορετικά «το άλας μωραίνεται» (Ματθ. 5, 13) και δεν μπορεί να ωφελήσει. Σήμερα, όμως, κινούμεθα προς κάτι το «νέο», που ζητεί να αφομοιώσει την Ορθοδοξία, όχι να την αναδείξει.
4. Η Εκκλησία πορεύεται πάντα διαλεκτικά στην ιστορία. Αυτό σημαίνει: αντιθετικά και συνθετικά. Σύνθεση εδώ μπορεί να είναι μόνο η μεταστοιχείωση της «δαιμονικότητας» της παγκοσμιοποίησης σε εν Χριστώ οικουμενικότητα, με όπλα την ιεραποστολή, ως κλήση στην πνευματικότητα και την λατρεία της, που είναι πηγή του πολιτισμού μας. Η αντικατάσταση αυτών των μέσων με εκείνα της Νέας Εποχής αναιρεί κάθε δυνατότητα, διότι αναιρεί την Ορθοδοξία, ως ταύτιση με όσα την αλλοτριώνουν και την αναιρούν. Η ορθοδοξοποίηση, όμως, των Ορθοδόξων και κυρίως των Ποιμένων είναι το πρόβλημά μας. Από την ηγεσία αρχίζει η αδυναμία μας. Πόσο ορθόδοξα δηλαδή είναι τα κριτήρια των Ποιμένων!
Το λάθος: Οικοδομούμε τις οικουμενικές σχέσεις μας με μέτρο τους αποορθοδοξοποιουμένους εαυτούς μας και όχι τα αυθεντικά οικουμενικά πρότυπα, τους Αγίους μας. Πρωταρχικό είναι, λοιπόν, το αίτημα επιστροφής δυναμικά στην πατερική αυθεντικότητα.
Στα πρόσωπά μας πρέπει να ενεργούν οι Άγιοι και όχι η αλλοτρίωσή μας. Η προϊούσα αφομοίωσή μας από το παγκοσμιοποιημένο δυτικό πολιτισμικό παράδειγμα καθιστά δυσδιάκριτη την πατερικότητα στη συνάντηση με τον σημερινό νέο κόσμο. Ο διάλογος καταντά μονδρομική μετακένωση από τη Δύση στην Ανατολή. Ex Occidente lux !… Η πίστη ιδεολογικοποιείται και θρησκειοποιείται.
πέρα και από την τολμηρότερη φαντασία τρομοκρατική επίθεση στην Νέα Υόρκη (11.9.2001) δεν απέδειξε μόνο ότι καμμία Υπερδύναμη στον κόσμο μας δεν είναι άτρωτη και, συνεπώς, αξιόπιστη ηγέτιδα του κόσμου, αλλά οδήγησε και σε τραγικά επακόλουθα, με σωρεία αθώων θυμάτων στον βωμό του Μολώχ των συμφερόντων. Ετσι φθάσαμε στην ιταμή εισβολή στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, όπως παλαιότερα στο Κόσσοβο, με τις εκατόμβες των αθώων. Διότι στους αδικοχαμένους αθώους του Ιράκ, της Σερβίας, της Νέας Υόρκης εντοπίζεται το πρόβλημα.
Χωρίς να είναι ανάγκη να γίνονται συμψηφισμοί, μπορεί τα γεγονότα αυτά να τοποθετούνται παράλληλα, διότι μόνο έτσι θα μπορέσουμε -αν διαθέτουμε ίχνος ανθρωπιάς- να τα αποφύγουμε στο μέλλον. Αφού όμως συνεχίζεται η εξολόθρευση των αθώων, φαίνεται ότι κάποιοι δεν διαθέτουν ανθρωπιά, αλλ’ ούτε και τις πολιτικές ικανότητες (ίσως ούτε και τη θέληση) να την αποφύγουν. Έτσι, μία τρομοκρατία, που καλύπτεται με τον μανδύα της διεθνούς νομιμότητας, συστρατεύει πιεστικά τους συμμάχους της, για να καταπνίξει τη «ρέμπελη» τρομοκρατία άλλων συμφερόντων, με άμεσο κίνδυνο μία νέα παγκόσμια σύρραξη, που για κάποιους πολιτικούς αναλυτές άρχισε ήδη. Η ιουδαιοχριστιανική Δύση (κατά τον Σ. Χάντιγκτον) εναντίον της ισλαμικής Ανατολής, έστω και αν το Ισλάμ έχει πλέον διεισδύσει και στην πολυπολιτισμική πια Δύση και τα όρια της διάκρισης των πολιτισμών, γεωγραφικά τουλάχιστον, είναι δυσπροδιόριστα.
Δεν είναι η πρώτη φορά, που η πολιτική πέτυχε να κινητοποιήσει και την (ιδρυματική) Ορθοδοξία, από την πνευματική κορυφή της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε μία «σταυροφορία» -ο όρος εχρησιμοποιήθη από τον Πλανητάρχη- καταπολέμησης της τρομοκρατίας, στη μια μορφή της φυσικά, σε συνεργασία και με τα άλλα θρησκεύματα του κόσμου. Αυτή η επιβληθείσα διαθρησκειακή συνεργασία, που εντάσσεται στη νεοεποχική κίνηση προς την «Πανθρησκεία», θέτει το πρόβλημα -αφού ο λόγος είναι περί θρησκειών (θρησκευμάτων) και όχι πολιτικών δυνάμεων- της δυνατότητας σύμπτωσης, για να υπάρξει δυνατότητα συνεργασίας. Η Ορθοδοξία (όταν είναι Ορθοδοξία, δηλαδή πατερικότητα) δεν μπορεί λ.χ. να σταθεί ποτέ στο πλευρό του Ισχυρού, επειδή είναι ισχυρός, αλλά του Δικαίου, δηλαδή των αθώων θυμάτων όλου του κόσμου. Οπότε γεννάται το ερώτημα? ποιές δυνατότητες έχει η Ορθοδοξία σε μια τέτοια συστράτευση; τι θα αντιμετωπίσει; Η Ορθοδοξία βρίσκεται -και πάλι- μεταξύ δύο κατέναντι, του δυτικού και του ανατολικού, τα οποία αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά, ότι τελικά συμπίπτουν στην ιδεολογικοποιημένη (δηλαδή πολιτικοποιημένη) πίστη τους.
Η «τζιχάντ», όποιες αποχρώσεις και αν έχει, δεν παύει, όταν αναθερμανθεί ο θρησκευτικός φανατισμός, που είναι ο φοβερότερος όλων, διότι ενδύεται θεία αποστολή, να προσλαμβάνει την έννοια του «ιερού πολέμου κατά των απίστων» και να συμπίπτει έτσι με την «ιερά εκδίκηση» (ιερό πόλεμο) της άλλης πλευράς, που καθαγιάζει ακόμη και τις ναζιστικές μεθόδους. Το κοινό, η νομιμοποίηση της βίας για την επιβολή της πολιτικοποιημένης θρησκείας η της θρησκειοποιημένης πολιτικής. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο.
Ο δυτικός χριστιανισμός, άλλωστε έχει βαθειές θεολογικές προϋποθέσεις στον καθαγιασμό της βίας από τον 11ο αιώνα και την ενιαία χριστιανικά Δυση. Είναι η «θεολογία» του Ανσέλμου Κανταβρυγίας (+1100) «περί ικανοποιήσεως (satisfactio) της θείας δικαιοσύνης». Ο Θεός στέλνει τον Υιό του-Χριστό στον κόσμο, όχι εξ αγάπης προς τον άνθρωπο (Ιω. 3, 16 – Ρωμ. 5, 8), αλλά για να ικανοποιηθεί από την προσβολή της ανθρώπινης αμαρτίας! Το δυτικό φεουδαρχικό – ρατσιστικό – ιπποτικό δίκαιο προβλήθηκε, έτσι, στον Θεό (ειδωλολατρία), που νοείται όχι ως Πατέρας «πλήρης οικτιρμών και φιλανθρωπίας», αλλά ως φεουδάρχης-τύραννος και τιμωρός, που ζητεί συνεχώς εκδίκηση (καλβινιστική νοοτροπία, που είναι το υπόβαθρο του αμερικανικού χριστιανισμού).
Αυτή είναι η νοοτροπία του δυτικού ανθρώπου, που φάνηκε ιδιαίτερα στις σταυροφορίες (η μανία των σταυροφόρων της δ’ σταυροφορίας του 1204, κατά τον ιστορικό Victor Frankl, εναντίον της Ορθοδοξίας έκανε την πολεμική μανία του Ισλάμ να φαίνεται φιλάνθρωπη… Η «θεολογία» του «θανάτου του Θεού» είναι καρπός αυτής της νοοτροπίας. Το συσσωρευμένο πάθος της ισλαμικής κοινωνίας κατά της Δύσεως εκφράζεται ως τυφλή επιθετικότητα ενίοτε, που αντιμετωπίζεται όχι με πνεύμα δικαιοσύνης από τη Δύση (σύλληψη και καταδίκη των πραγματικών ενόχων και όχι ναζιστικά αντίποινα). Όταν η Ορθοδοξία συμπράττει με οποιοδήποτε τρόπο, σε μια τέτοια λογική, δεν είναι Ορθοδοξία, αλλά θλιβερό κακέκτυπό της.
Η Ορθοδοξία γνωρίζει, βέβαια, την βία και την εφαρμόζει στη σκληρότερη μορφή της. Η γλώσσα των ιερών κειμένων της είναι απόλυτα επαναστατική (π.χ. υμνογραφία της Αναστάσεως) και καταδικαστική για την αδικία και εκμετάλλευση (Ιακώβου, κεφ. 5). Η βία της όμως δεν στρέφεται προς τα έξω, προς τον συνάνθρωπο, αλλά κατά του Διαβόλου και προς τα μέσα, στο εσωτερικό μας. «Η βασιλεία (χάρη) του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Είναι βία, όπως αποδεικνύει η ασκητικονηπτική πράξη της Ορθοδοξίας , που ασκείται στην επαναστατημένη και διεστραμμένη φύση μας, τα ένστικτά μας, για να μην τυραννούν τον άνθρωπο και τον δυναστεύουν. Μέσω του αυτοβιασμού ελευθερώνεται ο άνθρωπος στην άκτιστη Θεία Χαρη. Μονο έτσι γίνεται «ναός του Θεού» δηλαδή Χριστιανός (πρβλ. Ρωμ. 8, 9 ε.). Μόνο έτσι πατάσσεται η τρομοκρατία και όχι με βομβαρδισμούς αθώων. Αυτή είναι η Ορθοδοξία των Αγίων μας και γι’ αυτό δεν παράγει τρομοκράτες, κάθε είδους, αλλά Μάρτυρες.
Ο τρομοκράτης, κάθε είδους, βιάζει τους άλλους και τους εξολοθρεύει, έστω και αν αυτοκτονεί μαζί τους (καμικάζι). Εδώ ισχύει το εβραϊκό? «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» (Κρ. 16, 30). Ο Μάρτυρας νικά με την αυτοθυσία του, που προσφέρεται υπέρ των άλλων. Έχω ονομάσει τους Νεομάρτυρες της οθωμανοκρατίας «τους δυναμικότερους και αποτελεσματικότερους αντιστασιακούς, όχι με όπλα, αλλά με τον σταυρό». Ο Μάρτυρας της Ορθοδοξίας νικά τους τυράννους του κόσμου με τη θυσία του, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι ακαταγώνιστοι και ενθαρρύνοντας και τους άλλους στην αντιμετώπισή τους. Ούτε όμως ιερό πόλεμο γνωρίζει η Ορθοδοξία. Ο πόλεμος είναι πάντα σατανική υπόθεση. Στην ιστορία της δέχθηκαν οι Αγιοί μας, «κατ’ άκραν οικονομίαν», τον αμυντικό και απελευθερωτικό αγώνα (αυτό είναι το θεολογικό υπόβαθρο της Ελληνικής Επανάστασης του 21) ως αυτοθυσία υπέρ των άλλων (βλ. Ιωάνν. 15, 13), αλλά ενώ οι μετέχοντες σε τέτοιους πολέμους τιμώνται ως ήρωες, δεν μπορούν να γίνουν κληρικοί, ως φονευτές, και περνούν από μακρά μετάνοια.
Η Ορθοδοξία δεν μπορεί, συνεπώς, από τη φύση της να συγκαλύψει οποιαδήποτε αδικία και απανθρωπία, απ’ όπου και αν προέρχεται. Είναι επίσης ξένη προς κάθε έννοια τρομοκρατίας, που την θεωρεί έγκλημα φρικτό και απάνθρωπο. Δεν μπορεί όμως να πολεμήσει την τρομοκρατία μόνο με διακηρύξεις και μανιφέστα, αλλά καλώντας στον τρόπο ζωής των Αγίων, που ως ελευθερωμένες εν Χριστώ υπάρξεις, υπερβαίνουν όλες αυτές τις καταστάσεις της πεπτωκυίας φύσεως. Αυτός ο τρόπος ζωής και υπάρξεως των Αγίων είναι το ορθόδοξο ήθος. Δεν αρκεί, συνεπώς, μια εξωτερική συμφωνία λόγων, αλλά και ένταξη σ’ αυτό το ήθος, το οποίο με την άκτιστη Θεϊκή Χάρη νικά τις ροπές και πρακτικές της πτώσεως και φθοράς μας, δηλαδή του θανάτου μας.