Για ακόμη μία χρονιά ο ΕΝΦΙΑ επανέρχεται ως μόνιμος πονοκέφαλος για εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων, με το έντυπο Ε9 να λειτουργεί ως βασικός μηχανισμός υπέρ φορολόγησης. Πίσω από τεχνικούς όρους, κωδικούς και ψηφιακές πλατφόρμες κρύβονται λάθη και παραλείψεις που μετατρέπονται σε βαριές επιβαρύνσεις, συχνά χωρίς οι φορολογούμενοι να το αντιλαμβάνονται εγκαίρως.
Η φορολογική διοίκηση έχει ανοίξει την πλατφόρμα για διορθώσεις, προσθήκες και διαγραφές στοιχείων έως τις 31 Ιανουαρίου 2026, δίνοντας μια τελευταία δυνατότητα περιορισμού των επιβαρύνσεων στον ΕΝΦΙΑ του επόμενου έτους. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι μεγάλο μέρος των ιδιοκτητών είτε αγνοεί την υποχρέωση είτε θεωρεί λανθασμένα ότι «τίποτα δεν αλλάζει», για να βρεθεί αργότερα αντιμέτωπο με φουσκωμένα εκκαθαριστικά.
Σύμφωνα με φοροτεχνικούς, ακόμη και μικρές ανακρίβειες στο Ε9 μπορούν να οδηγήσουν σε αυξήσεις φόρου έως και 90%, ειδικά σε περιπτώσεις όπου χάνονται εκπτώσεις ή εφαρμόζονται υψηλότεροι συντελεστές.
Τα λάθη που κοστίζουν ακριβά
Η λίστα των παγίδων είναι γνωστή, αλλά παραμένει διαχρονικά επίκαιρη. Πρώτο και πιο συχνό λάθος είναι η δήλωση βοηθητικών χώρων – αποθηκών, θέσεων στάθμευσης, λεβητοστασίων – ως κύριων χώρων, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται η έκπτωση 90% που προβλέπει η νομοθεσία. Αντίστοιχα, υπόγεια που εμφανίζονται ως κατοικήσιμα επιβαρύνονται με φόρο δυσανάλογο της πραγματικής τους χρήσης.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν και τα τετραγωνικά μέτρα, καθώς ακόμη και μικρές αποκλίσεις από την πραγματική επιφάνεια μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερο φόρο. Σε πολλές περιπτώσεις, τα λάθη αυτά προέρχονται από παλαιότερες δηλώσεις ή από αυτόματες μεταφορές στοιχείων χωρίς έλεγχο.
Εξίσου κρίσιμη είναι η αναγραφή του ορόφου. Η παράλειψη συμπλήρωσης του σχετικού πεδίου οδηγεί αυτομάτως στην εφαρμογή του συντελεστή 6ου ορόφου, ανεξαρτήτως του αν το ακίνητο βρίσκεται στο ισόγειο ή σε χαμηλότερο επίπεδο.
Σημαντικές επιβαρύνσεις προκύπτουν και όταν δεν δηλώνεται ότι ένα ακίνητο είναι κενό, ημιτελές ή μη ηλεκτροδοτούμενο. Στις περιπτώσεις αυτές χάνεται έκπτωση 60% στον φόρο, η οποία όμως δεν εφαρμόζεται αυτόματα αν δεν έχει προηγηθεί σωστή καταχώριση στο Ε9.
Αγροτεμάχια και «κρυφές» υπερχρεώσεις
Ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελούν τα αγροτεμάχια, όπου η μη δήλωση γεωργικών κτισμάτων, αποθηκών ή επαγγελματικών στεγών οδηγεί σε φορολόγηση ως κατοικιών. Το αποτέλεσμα είναι ο φόρος να πενταπλασιάζεται, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα σε αγρότες και μικροϊδιοκτήτες της περιφέρειας.
Αντίστοιχα, η αναγραφή λάθους έτους κατασκευής – συνήθως του έτους αποπεράτωσης αντί του έτους έκδοσης οικοδομικής άδειας – μειώνει τεχνητά την παλαιότητα του ακινήτου και αυξάνει την επιβάρυνση, καθώς η παλαιότητα αποτελεί βασικό παράγοντα μείωσης του φόρου.
Συχνές είναι και οι αστοχίες στα εμπράγματα δικαιώματα, με ελλιπή ή λανθασμένη δήλωση πλήρους κυριότητας, ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, η μη αναγραφή ποσοστού συνιδιοκτησίας οδηγεί αυτόματα σε φορολόγηση για το 100% του ακινήτου.
Τέλος, πατάρια που επικοινωνούν εσωτερικά με τους κύριους χώρους συχνά δηλώνονται λανθασμένα ως κύριοι χώροι, αυξάνοντας τεχνητά τα φορολογούμενα τετραγωνικά.
Η διαδικασία των διορθώσεων
Οι διορθώσεις πραγματοποιούνται μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE, με τους προσωπικούς κωδικούς των φορολογουμένων. Η διαδικασία απαιτεί προσοχή, καθώς κατά την εισαγωγή ή τροποποίηση ακινήτου πρέπει να συμπληρωθούν όλα τα περιγραφικά στοιχεία, ο γεωγραφικός εντοπισμός και, όπου απαιτείται, τα στοιχεία των συμβολαίων ή των διαθηκών.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται και από όσους μέσα στο 2025 απέκτησαν ή μεταβίβασαν ακίνητα με αγορά, δωρεά, γονική παροχή ή κληρονομιά, αλλά και από όσους προχώρησαν σε νομιμοποιήσεις, προσθήκες ή κατεδαφίσεις. Όλες αυτές οι μεταβολές πρέπει να αποτυπωθούν στο Ε9, διαφορετικά ο φόρος υπολογίζεται με βάση παρωχημένα δεδομένα.
Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι πράξεις που ολοκληρώθηκαν ψηφιακά μέσω της πλατφόρμας myProperty, καθώς οι αλλαγές περνούν αυτόματα στο Ε9 χωρίς να απαιτείται πρόσθετη ενέργεια από τον φορολογούμενο.
Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος του Ε9 δεν είναι απλώς μια γραφειοκρατική υποχρέωση, αλλά αναγκαίο βήμα αυτοπροστασίας απέναντι σε έναν φόρο που συνεχίζει να βαραίνει δυσανάλογα τη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία.
–













































