Οι εκτελέσεις αμάχων, οι μάχες σε γειτονιές της Αθήνας και η τελική επικράτηση των βρετανικών δυνάμεων με τη συμφωνία της Βάρκιζας έθεσαν τα θεμέλια για τον επερχόμενο Εμφύλιο
Γιώργος Μακαρατζής*
Τα Δεκεμβριανά του 1944 αποτελούν ένα από τα πιο τραυματικά και συγκρουσιακά θέματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Δεν είναι απλώς μια μάχη μέσα στην Αθήνα· είναι ένα σημείο καμπής που συμπυκνώνει τα αδιέξοδα της Κατοχής, τις ανταγωνιστικές προσδοκίες της απελευθέρωσης και την αδυναμία των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων να ορίσουν έναν κοινό μεταπολεμικό ορίζοντα. Η ένταση με την οποία επανέρχονται στη δημόσια συζήτηση υπογραμμίζει ότι η ιστορία τους παραμένει, ακόμη και σήμερα, ανοικτή.
Το ξέσπασμα της σύγκρουσης στις 3 Δεκεμβρίου 1944, μετά τη μαζική διαδήλωση του ΕΑΜ που κατέληξε σε πολύνεκρη βία, δεν ήταν προϊόν στιγμιαίας έκρηξης. Είχε προαναγγελθεί από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση που επιχειρήθηκε χωρίς να υπάρξει ουσιαστική συμφιλίωση: ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, η επιστροφή προπολεμικών πολιτικών δυνάμεων, οι πιέσεις των Βρετανών να διασφαλίσουν τον έλεγχο της χώρας και η εύθραυστη ισορροπία μέσα στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας δημιούργησαν ένα εκρηκτικό περιβάλλον. Οι δύο κυρίαρχες αφηγήσεις – η μία που βλέπει τα Δεκεμβριανά ως απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και η άλλη που τα ερμηνεύει ως καταστολή ενός λαϊκού κινήματος από βρετανική επέμβαση και τη δεξιά – αποτυπώνουν όχι μόνο διαφορετικές ερμηνείες, αλλά και διαφορετικές πολιτικές επιδιώξεις.

Η ιστοριογραφία των τελευταίων δεκαετιών έχει μετακινηθεί πέρα από τα απλουστευτικά διχοτομικά σχήματα. Νεότερες έρευνες αναδεικνύουν την ασάφεια των επιδιώξεων του ΕΑΜ, τις εσωτερικές αντιφάσεις του, αλλά και τον καθοριστικό ρόλο των Βρετανών, που αντιμετώπισαν την Ελλάδα ως κρίσιμο κρίκο της μεσογειακής σφαίρας επιρροής τους. Παράλληλα, φωτίζεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της σύγκρουσης: τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μόνο πολιτικο-στρατιωτική αναμέτρηση, αλλά και βαθιά κοινωνική, συνδεδεμένη με ταξικές εμπειρίες, τη βία της Κατοχής, τις ανισότητες και την πόλωση που είχε ήδη καλλιεργηθεί στα χρόνια 1941-44.
Οι εκτελέσεις αμάχων, οι μάχες σε γειτονιές της Αθήνας και η τελική επικράτηση των βρετανικών δυνάμεων με τη συμφωνία της Βάρκιζας έθεσαν τα θεμέλια για τον επερχόμενο Εμφύλιο. Αντί τα γεγονότα να λειτουργήσουν ως σημείο αναστοχασμού, έγιναν αντικείμενο ιδεολογικής εργαλειοποίησης. Η μετεμφυλιακή περίοδος παγίωσε τη μία πλευρά ως «νόμιμη» και την άλλη ως «παράνομη» και «επικίνδυνη». Η Μεταπολίτευση αν και επιχείρησε μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση, δεν κατόρθωσε όμως να εξαλείψει πλήρως τα τραύματα. Μέχρι σήμερα, οι μνήμες των Δεκεμβριανών συνυπάρχουν με ασυμφιλίωτες αφηγήσεις, που αντανακλούν τόσο το παρελθόν όσο και τις παροντικές πολιτικές ταυτότητες.

Η κριτική προσέγγιση δεν παραμένει στην παράθεση ευθυνών, αλλά προσπαθεί να απαιτεί κατανοήσει πώς και γιατί μια πόλη που βγήκε από την Κατοχή εξαντλημένη, μια κοινωνία βαθιά διχασμένη δεν κατόρθωσε να εξομαλύνει τις αντιθέσεις. Τα Δεκεμβριανά δεν προσφέρουν εύκολες απαντήσεις. Μας υπενθυμίζουν όμως ότι η δημοκρατία χρειάζεται θεσμούς που συμπεριλαμβάνουν σεβασμό στις διαφωνίες και ικανότητα να διαχειρίζεται συγκρούσεις προτού αυτές εκτραπούν σε βία.
Τελικά, η σημασία των Δεκεμβριανών δεν βρίσκεται μόνο στο ίδιο το γεγονός, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο το συζητάμε σήμερα. Η ιστορική γνώση δεν θεραπεύει αυτόματα τα τραύματα ούτε διδάσκει· μπορεί όμως να αποκαταστήσει τη συνθετότητα του παρελθόντος και να αποδυναμώσει τις μονοδιάστατες ερμηνείες. Η κριτική ματιά μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι ο δρόμος προς την ιστορική κατανόηση περνάει όχι μόνο μέσα από τη γνώση των γεγονότων, αλλά και από την ωριμότητα με την οποία τα προσεγγίζουμε.
*Δρ Διδακτικής της Ιστορίας
–














































































































