“Ο Νιόνιος κι ο Σαββόπουλος: Ο καθρέφτης, το πρόσωπο και το προσωπείο του έθνους” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν είναι απλώς ένας τραγουδοποιός. Είναι ένας καθρέφτης —κι όπως κάθε καθρέφτης, δείχνει και το πρόσωπο και το προσωπείο μας. Από την εκρηκτική του εμφάνιση τη δεκαετία του ’60 μέχρι τις πιο πρόσφατες δημόσιες τοποθετήσεις του, ο Σαββόπουλος συμπυκνώνει τις αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας: την επαναστατικότητα και τη συμμόρφωση, τη λαϊκότητα και την ελιτίστικη αυταρέσκεια, το πάθος για ελευθερία και τον συντηρητικό φόβο της αλλαγής.
Η αρχή του φωτός
Στην αρχή ήταν η σπίθα. Ο νεαρός Θεσσαλονικιός, παιδί της μεσαίας τάξης και των ανησυχιών της, βγαίνει στη σκηνή με την κιθάρα του και μια γλώσσα που δεν υπήρχε πριν. Ο λόγος του είναι ποιητικός και πολιτικός ταυτόχρονα — «σατυρικός και μυστικός», όπως θα ’λεγε ο Σεφέρης. Τραγουδά για τον “Μπάλο”, για το “Φορτηγό”, για την “Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη”, και η Ελλάδα αναγνωρίζει μέσα του κάτι βαθύτερο: τον εαυτό της που δεν τολμούσε να εκφραστεί.
Ο Σαββόπουλος έφερε στη μουσική μας το βλέμμα της συνείδησης. Ήταν ο πρώτος που μίλησε με τη γλώσσα του δρόμου χωρίς να την υποβιβάσει, ο πρώτος που έντυσε τον λαϊκό ρυθμό με τον μορφωμένο νου. Οι στίχοι του δεν ήταν συνθήματα, αλλά υπαρξιακά μανιφέστα. Ο νεανικός του σαρκασμός συνάντησε την ποιητική πυκνότητα, και η κοινωνία, βυθισμένη τότε στον αυταρχισμό και τη λογοκρισία, άκουσε κάτι σαν προφητεία.
Η εποχή του μύθου
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Σαββόπουλος υπήρξε για τη νεολαία κάτι περισσότερο από καλλιτέχνης — ήταν σημείο αναφοράς. Η “Δημοσθένους λέξις”, ο “Μπάλος”, ο “Πολιτευτής”, έγιναν έργα όπου η πολιτική συνάντησε τη μεταφυσική. Δεν τραγουδούσε την επανάσταση, αλλά την υπέρβαση. Δεν ζητούσε οπαδούς, αλλά εσωτερική αφύπνιση. Αυτή είναι η πιο καθαρή, σχεδόν αγγελική φάση του: ο Σαββόπουλος ως συνείδηση του έθνους.
Και πράγματι, για λίγο, υπήρξε τέτοιος. Η γενιά του τον πίστεψε, όπως πιστεύει κανείς έναν πνευματικό οδηγό. Ο ίδιος όμως έμοιαζε ήδη να κουβαλά μέσα του το σπέρμα της αποστασίας. Όποιος μιλά για ελευθερία τόσο έντονα, κινδυνεύει να γίνει δέσμιός της.
Η στροφή — από τον μύθο στο παράδοξο
Η μεταπολίτευση φέρνει μαζί της την κόπωση των ιδεών. Ο Σαββόπουλος, αντί να εγκλωβιστεί στον ρόλο του επαναστάτη, επιλέγει να γίνει σχολιαστής. Το χιούμορ του γίνεται πιο ειρωνικό, η οργή του πιο εκλεπτυσμένη, το βλέμμα του στραμμένο στην ελληνική ιδιορρυθμία. Το “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι” ή το “Ας κρατήσουν οι χοροί” είναι ύμνοι που ενώ δοξάζουν την ταυτότητα, την παραμορφώνουν μέσα στην αυτογνωσία.
Κάπου εκεί όμως αρχίζει και η απόσταση. Ο Σαββόπουλος γίνεται σταδιακά θεσμός και οι θεσμοί, όταν αγκαλιάζουν το ανατρεπτικό, το εξουδετερώνουν. Από φωνή της ρήξης μετατρέπεται σε κομμάτι του κατεστημένου. Οι συνεργασίες με την εξουσία, οι εμφανίσεις σε κυβερνητικές εκδηλώσεις, οι συνεντεύξεις με πολιτικούς συμβιβασμούς, η ηθικολογία του ώριμου πια καλλιτέχνη, δημιουργούν ένα αίσθημα προδοσίας στο κοινό που τον λάτρεψε.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον θεωρούν σύμβολο της μετάλλαξης της ελληνικής διανόησης: από το πάθος της αντίστασης στη βολή της προβολής. Το πρόβλημα δεν είναι ότι άλλαξε. Το πρόβλημα είναι ότι άλλαξε χωρίς ποτέ να το παραδεχτεί, θα του προσάψει μερίδα του κόσμου.
Ο καθρέφτης του Έλληνα
Κι όμως, σε αυτό ακριβώς βρίσκεται η αξία του. Ο Σαββόπουλος ενσάρκωσε, σχεδόν μοιραία, την ελληνική αντίφαση: θέλουμε επανάσταση χωρίς κόστος, πρωτοτυπία χωρίς ρήξη, ελευθερία χωρίς ευθύνη. Από το “Μην μιλάς άλλο γι’ αγάπη” ως το “Πολιτευτής”, ο ίδιος καθρεφτίζει το πέρασμά μας από την αμφισβήτηση στην προσαρμογή. Μας θυμίζει ότι η Ελλάδα, όπως κι εκείνος, είναι μια χώρα που αγαπά να τραγουδά για την αλλαγή, αλλά φοβάται να αλλάξει.
Η φωνή του κουβαλά πάντα μια εσωτερική μελαγχολία — ίσως την ενοχή του διανοούμενου που έπαψε να αμφισβητεί. Και όμως, ακόμη κι έτσι, παραμένει παρών, έστω ως φάντασμα μιας εποχής που πίστευε ότι τα τραγούδια μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Με μια «δεξιά» ματιά
Ο ώριμος Σαββόπουλος μοιάζει να επανατοποθετείται, όχι απλώς πολιτικά, αλλά υπαρξιακά. Δεν γίνεται «δεξιός» με την κομματική έννοια· γίνεται φιλόταξις, άνθρωπος που πιστεύει στη συνέχεια, στη ρίζα, στη θρησκευτική και πολιτισμική ταυτότητα. Από τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση της δεκαετίας του ’60, περνά σε μια βαθύτερη ανάγκη για τάξη, παράδοση και πνευματικό κέντρο.
Για τον στοχαστή της δεξιάς, αυτό δεν είναι προδοσία — είναι ωρίμανση. Είναι η φυσική κατάληξη ενός ανθρώπου που, αφού διέλυσε τα είδωλα, επιστρέφει για να αναζητήσει νόημα στα θεμέλια. Ο ίδιος έχει πει ότι “κάποτε ήμουν αριστερός γιατί ήθελα να αλλάξω τον κόσμο· τώρα είμαι δεξιός γιατί θέλω να τον κρατήσω όρθιο”. Αυτή η φράση συμπυκνώνει τον δρόμο από τη ρήξη προς την ευθύνη.
Αλλά υπάρχει και η άλλη ανάγνωση — ότι ο φόβος της απώλειας κύρους τον έκανε να προσαρμοστεί στις νέες εξουσίες, να υιοθετήσει μια δεξιά ρητορική όχι ως καρπό στοχασμού, αλλά ως καταφύγιο ασφάλειας.
Γι’ αυτό και πολλοί τον βλέπουν ως σύμβολο του “ανανήψαντος διανοουμένου”: εκείνου που μετατρέπει την πνευματική του επανάσταση σε ηθικολογική διδασκαλία.
Η αλήθεια ίσως βρίσκεται στη μέση. Ο Σαββόπουλος σήμερα μοιάζει περισσότερο με έναν συντηρητικό ανθρωπιστή, που νοσταλγεί την Ελλάδα των αξιών, της οικογένειας, της πίστης, αλλά μέσα του κουβαλά ακόμη τον σπινθήρα του ανυπότακτου νέου. Είναι ένας δεξιός με μνήμη αριστερού κι αυτή η σύγκρουση είναι που τον κάνει ενδιαφέροντα, αλλά συνάμα και τραγικό.
Υπό ένα «αριστερό» πρίσμα
Από την πλευρά των αριστερών, ο Σαββόπουλος δεν άλλαξε απλώς· προδόθηκε ο μύθος που είχαν πλάσει γύρω του. Για εκείνους, ήταν η φωνή της εξέγερσης, ο ποιητής που μιλούσε για αλήθεια, για δικαιοσύνη, για αντίσταση σε κάθε αυθαιρεσία· ήταν ο νεανικός τους ήρωας, ο καθρέφτης των δικών τους αγώνων και ονείρων. Όταν, όμως, ο ίδιος προχώρησε σε μια πιο ήρεμη, πιο συμβιβαστική και συχνά φιλοκαθεστωτική στάση, πολλοί ένιωσαν ότι η φλόγα της αμφισβήτησης έσβησε· ότι η αλληλεγγύη και η επαναστατική του αίσθηση έγιναν προϊόν μιας άνεσης και μιας συμφιλίωσης με την πραγματικότητα, που ξέφευγε από τις αρχικές του αξίες.
Η απογοήτευση δεν ήταν μόνο αισθητική ή προσωπική· ήταν πολιτική και ηθική. Οι αριστεροί τον είδαν να περνά από την αμφισβήτηση στη νομιμοφροσύνη, από την κριτική της εξουσίας στη συμμετοχή στα ίδια θεσμικά πλαίσια που άλλοτε σατίριζε, και ένιωσαν ότι πρόδωσε το όραμα και τη συλλογική τους ταυτότητα. Για αυτούς, η μετακίνηση του Σαββόπουλου δεν ήταν ωρίμανση αλλά αποστασία, όχι από προσωπική ανάγκη αλλά από έναν συμβιβασμό με την κοινωνική αποδοχή· το σύμβολο του επαναστάτη έγινε σύμβολο του συστήματος που άλλοτε πολεμούσε. Κι έτσι η αίσθηση της προδοσίας δεν αφορά μόνο τον καλλιτέχνη, αλλά τους ίδιους τους πιστούς ακόλουθους που πίστεψαν ότι η αλήθεια και η επανάσταση μπορούν να παραμείνουν ανεπηρέαστες από τον χρόνο.
Τα υπέρ
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι ο Σαββόπουλος υπήρξε ένας δημιουργικός συνδετικός κρίκος της ελληνικής παράδοσης με τον σύγχρονο πολιτισμό. Συνδύασε το ρεμπέτικο με το ροκ, τον Θεοδωράκη με τον Ντύλαν, τον Παπαδιαμάντη με τη νεολαία των Εξαρχείων. Δημιούργησε έναν ελληνικό λόγο παγκόσμιο, δίχως να γίνει ξενόφερτος. Η μουσική του δεν ανήκει πουθενά και γι’ αυτό ανήκει παντού.
Επίσης, δίδαξε γενιές ότι η τέχνη δεν είναι διακόσμηση, αλλά στάση ζωής. Εξέφρασε με εντιμότητα την αγωνία του νοήματος, την πολιτική ως υπαρξιακό γεγονός και έδωσε λόγο σε όσους δεν είχαν. Σήμερα, λίγοι έχουν γράψει με τόση φιλοσοφική οξύτητα και τόσο γλωσσικό ρίσκο.
Τέλος, το προσωπικό του ύφος —η ένωση του λαϊκού με το διανοητικό, του γελοίου με το σοβαρό— άνοιξε δρόμους σε ολόκληρη τη γενιά των Ελλήνων τραγουδοποιών που ακολούθησαν. Χωρίς αυτόν, ίσως να μην υπήρχε ούτε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ούτε ο Πορτοκάλογλου, ούτε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ούτε ο Μάλαμας, ούτε οι Κατσιμιχαίοι, ούτε ο Αγγελάκας, όπως τους ξέρουμε.
Τα κατά
Κι όμως, η μεγάλη αυτή προσφορά σκεπάζεται από μια διαρκή σκιά: την αίσθηση ότι ο ίδιος πρόδωσε την επαναστατική του υπόσχεση. Ο άνθρωπος που μίλησε για το όραμα και την ανυπακοή, έγινε, στα μάτια πολλών, ο «οικοδεσπότης του συστήματος». Η γλώσσα του, κάποτε ανοιχτή και τολμηρή, έγινε διδακτική, σχεδόν κατηχητική. Ο λόγος του, αντί να ριζώνει σε νέες πραγματικότητες, συχνά εγκλωβιζόταν σε μια νοσταλγία που μετέτρεπε τη ζωντανή δημιουργία σε αυτοαναφορική επίδειξη.
Ο ώριμος Σαββόπουλος, με την αφοριστική του διάθεση, τη ροπή προς τον πατερναλισμό, τον εγωκεντρισμό του που ντύνεται ως σοφία, αποξενώνει. Δεν διαλέγεται πια, κηρύττει. Ο νεαρός επαναστάτης έγινε δάσκαλος χωρίς μαθητές. Κι αυτό πονά περισσότερο από κάθε πολιτική μεταστροφή.
Τέλος, η αισθητική του —όσο κι αν ανανέωσε το ελληνικό τραγούδι— σταδιακά αυτοεγκλωβίστηκε. Ο Σαββόπουλος δεν πειραματίστηκε ποτέ αληθινά με τη νέα μουσική γλώσσα, προτίμησε τη διαρκή ανακύκλωση του εαυτού του. Το φαινόμενο έγινε ύφος, και το ύφος, στερεότυπο.
Η διαχρονία και η φθορά
Παρά τα “κατά”, η αλήθεια είναι πως λίγοι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν το προνόμιο να προκαλούν ακόμη τόσο έντονα συναισθήματα. Η μορφή του είναι πλέον σχεδόν μυθ(ολογ)ική: η προσωποποίηση μιας χώρας που μεγάλωσε χωρίς να ενηλικιωθεί πλήρως. Όπως η Ελλάδα, έτσι κι εκείνος κινείται ανάμεσα στο πάθος και στην αυτάρεσκη ρητορεία, ανάμεσα στην έμπνευση και την εξάντληση.
Ο Σαββόπουλος μάς δείχνει πως το ταλέντο δεν εγγυάται την αλήθεια. Ότι ο δημιουργός μπορεί να γίνει σκιά του ίδιου του μύθου του. Αλλά και ότι ο μύθος, όσο κι αν αλλοιωθεί, εξακολουθεί να έχει δύναμη να μας συγκινεί, γιατί εμπεριέχει τη μνήμη του φωτός.
Ο Νιόνιος των αντιθέσεων: ο ποιητής που ένωσε τα ασύμβατα
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε η πιο συμπυκνωμένη μορφή του ελληνικού αντιφατικού πνεύματος. Δεν ήταν απλώς τραγουδοποιός· ήταν διανοούμενος εν δράσει, ένας ποιητής που μελοποίησε τη σκέψη, ένας στοχαστής που τραγούδησε την ταυτότητα και τη σχάση της. Οι αντιφάσεις του δεν είναι τυχαίες· είναι το υλικό από το οποίο φτιάχτηκε η ίδια η νεοελληνική ψυχή.
Τι πρέσβευε;
Ο Σαββόπουλος ξεκίνησε πρεσβεύοντας την ελευθερία του πνεύματος και την απόρριψη κάθε ιδεολογικού ή αισθητικού κανόνα. Ήταν το παιδί που σήκωσε κεφάλι απέναντι στην αυθεντία, που τόλμησε να πει ότι η ελληνικότητα δεν είναι μουσειακή αξία αλλά ζωντανή ενέργεια.
Πίστευε βαθιά πως η τέχνη πρέπει να είναι πολιτική μεν, αλλά όχι κομματική, υπαρξιακή και κοινωνική μαζί, ένας τρόπος να συλλαμβάνεις το ελληνικό βίωμα χωρίς να το φυλακίζεις σε ιδεολογίες.
Πρέσβευε μια συμφιλίωση των αντιθέτων: του ιερού και του καθημερινού, του λαϊκού και του λόγιου, της παράδοσης και της πρωτοπορίας. Οραματιζόταν έναν ελληνισμό ζωντανό, που δεν ντρέπεται για τα μεράκια του ούτε για τα πάθη του, αλλά τα μεταστοιχειώνει σε ζωτικό πνεύμα δημιουργίας.
Τι κόμισε;
Αυτό που κόμισε ο Σαββόπουλος στην ελληνική τέχνη ήταν μια νέα γλώσσα — τόσο μουσική όσο και ιδεολογική.
Μέχρι τότε, το τραγούδι χωριζόταν σε στρατόπεδα: έντεχνο – λαϊκό, πολιτικό – ερωτικό, υψηλό – ταπεινό. Εκείνος τα διέλυσε. Συνδύασε το ρεμπέτικο με τον Μπομπ Ντύλαν, τη βυζαντινή ψαλμωδία με το ροκ, το χιούμορ με τη θεολογία, την ποίηση με την καθημερινότητα.
Στην ουσία, γέννησε έναν νέο τρόπο να σκεφτόμαστε ελληνικά, χωρίς να είμαστε επαρχιώτες. Έδειξε ότι η ελληνικότητα μπορεί να είναι κοσμοπολίτικη, ανοιχτή, αυτοσαρκαστική και βαθιά πνευματική ταυτόχρονα.
Στη διανόηση, κόμισε τον καλλιτέχνη ως πολίτη-στοχαστή. Ήταν ο πρώτος που έβαλε την Τέχνη να συνομιλήσει με την Ιστορία όχι ως ντοκουμέντο, αλλά ως διαρκές ερώτημα. Με τον τρόπο του, έφερε τον ελληνικό λόγο κοντά στη μεγάλη παράδοση των σύγχρονων δυτικών τροβαδούρων — Ντύλαν, Κοέν — και τον μετέγραψε στο δικό μας τοπίο.
Ήταν αντιφατικός;
Ο Σαββόπουλος υπήρξε αντιφατικός μάλλον διότι δεν μπορούσε να μείνει ακίνητος. Ο στοχασμός του κινείται πάντα ανάμεσα σε πόλους: πίστη και αμφιβολία, εξέγερση και παράδοση, ατομική ελευθερία και συλλογική ευθύνη.
Στα νιάτα του ύμνησε την ανατροπή, αργότερα δοξολόγησε τη συνέχεια. Εκεί όπου η αριστερά έβλεπε εξέγερση, εκείνος έβλεπε πνευματικό κάλεσμα· κι όταν ήρθε η ώρα της ωριμότητας, αντιστάθηκε στον μηδενισμό, υψώνοντας τη σημαία της συντήρησης — όχι ως πολιτική στάση, αλλά ως μεταφυσική ανάγκη για συνομιλία με τις ρίζες της νεοελληνικής πολιτισμικής παράδοσης.
Η αντίφασή του είναι η ίδια η ελληνική: θέλουμε να είμαστε πρωτοπορία χωρίς να χάσουμε το χτες· να πιστεύουμε χωρίς να υποτασσόμαστε· να γελάμε μέσα στο πένθος.
Αυτό που σε άλλους μοιάζει ασυνέπεια, στον Σαββόπουλο είναι πνευματική κυκλικότητα: κάθε του στροφή είναι επιστροφή, κάθε «προδοσία» είναι μια νέα αναζήτηση του ίδιου νοήματος από άλλο δρόμο.
Ο Σαββόπουλος έμαθε τους Έλληνες να σκέφτονται τον εαυτό τους μέσα από το τραγούδι.
Πριν από αυτόν, τραγουδούσαμε το πάθος· με αυτόν αρχίσαμε να τραγουδάμε τη σκέψη του πάθους. Μοιάζει να διανοητικοποίησε το πάθος χωρίς να όμως να το αποστερήσει απ’ τους χυμούς του.
Έδειξε ότι ο Έλληνας μπορεί να είναι ταυτόχρονα λαϊκός και στοχαστικός, ιερός και ειρωνικός, μυσταγωγικός και ρεαλιστής. Η προσφορά του δεν είναι μόνο μουσική — είναι ανθρωπολογική: αποκάλυψε το πνευματικό μας DNA, αυτό το κράμα ευαισθησίας, χιούμορ, πνεύματος και παραφοράς που μας κάνει να υπάρχουμε.
Ο Σαββόπουλος ως παραμυθάς
Ο Σαββόπουλος υπήρξε πριν απ’ όλα παραμυθάς· όχι με τη ρηχή έννοια του αφηγητή φαντασιοκοπημάτων, αλλά με την ιερή έννοια του μυθοποιού. Έπλαθε κόσμους όπως οι αρχαίοι ραψωδοί: με λέξεις, ήχους και συμβολισμούς, μεταμορφώνοντας την καθημερινότητα σε αφήγηση, το εφήμερο σε μύθο. Υπήρξε ίσως ο πρώτος σύγχρονος ραψωδός ήτοι ένας πρόδρομος ράπερ δεκαετίες πριν αυτοί εμφανιστούν στην ελληνική σκηνή.
Από τον «Μπάλο» ως τα «Τραπεζάκια έξω», κάθε του τραγούδι είναι ένα μικρό παραμύθι, όπου η Ελλάδα δεν είναι γεωγραφία αλλά πρόσωπο: ένα παιδί που παίζει, ένας γέροντας που θυμάται, μια πόλη που ονειρεύεται. Μέσα στα τραγούδια του, ο χρόνος μπλέκεται με τη μνήμη, το πολιτικό με το μεταφυσικό, το προσωπικό με το συλλογικό.
Κάθε στίχος είναι αφήγηση ενός «εμείς» που ψάχνει το πρόσωπό του, άλλοτε με τρυφερότητα κι άλλοτε με σαρκασμό.
Ο παραμυθάς Σαββόπουλος έσωσε τη φαντασία από τη γελοιότητα. Σε μια εποχή που η τέχνη γινόταν όργανο προπαγάνδας ή κενή ρομαντική εξωράιση, εκείνος επανέφερε τη δύναμη του συμβολικού. Μίλησε για το έθνος μέσα από παραβολές, για την πίστη μέσα από την ειρωνεία, για τον έρωτα μέσα από την αυτογνωσία.
Το παραμύθι του δεν είναι φυγή αλλά μεταφορά του πραγματικού σε άλλο επίπεδο συνείδησης.
Κι αν ο λαός τον αγάπησε, δεν ήταν γιατί τον κατάλαβε πλήρως· ήταν γιατί ένιωσε ότι μιλούσε «σαν παραμύθι» — δηλαδή με τρόπο οικείο και μαγικό. Ήξερε πως ο άνθρωπος δε ζει μόνο με γεγονότα, αλλά με ιστορίες που τον υπερβαίνουν.
Γι’ αυτό και κάθε του συναυλία έμοιαζε με τελετή προφορικής παράδοσης: ο ίδιος αφηγητής και ακροατές μαζί, όλοι συμμέτοχοι σε μια αφήγηση εθνικής αυτογνωσίας.
Στο βάθος, ο Σαββόπουλος κουβαλά μέσα του τον αρχέγονο Έλληνα παραμυθά, τον εθνικό παππού μας που λέει ιστορίες γύρω απ’ τη φωτιά, για να μη σβήσει η μνήμη.
Μαζί όμως και τον σύγχρονο ειρωνικό αφηγητή, που γνωρίζει πως κάθε μύθος είναι και ένα ψέμα. Ο ίδιος ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στο «πιστεύω» και στο «παίζω». Αυτό ακριβώς τον κάνει γοητευτικό: γιατί είναι ο τελευταίος μεγάλος αφηγητής που τόλμησε να πει την αλήθεια μέσα απ’ το παραμύθι.
Ο Διονύσης ως Διόνυσος
Ο Σαββόπουλος, σαν Διόνυσος της ελληνικής μεταπολίτευσης, παντρεύει τη μέθη με τη σοφία, την αμφισβήτηση με την παραμυθία. Όπως ο αρχαίος θεός που έσπαγε τα δεσμά της τάξης και ξυπνούσε τα ένστικτα των ανθρώπων, έτσι και ο Νιόνιος διατάραξε την κοινωνική ησυχία με τα τραγούδια του, τις σάτιρες και τις ιστορίες του. Είναι ο Διόνυσος που μπαίνει στα καπηλειά, στα «τραπεζάκια έξω», που γιορτάζει τη ζωή αλλά και υπενθυμίζει την πικρή αλήθεια πίσω από κάθε χαμόγελο, την ανθρώπινη φθορά, την υποκρισία, τη μεταπολιτευτική κόπωση.
Όπως ο θεός που δίνει την έκσταση και την αίσθηση της απελευθέρωσης, αλλά αφήνει τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει τις συνέπειες, έτσι και ο Σαββόπουλος χαρίζει μουσική, λέξη, παραμύθι· αλλά δεν συγχωρεί τη λήθη και την απάθεια. Είναι διττός: μέθυσος και στοχαστής, επαναστάτης και παρατηρητής, σαρκαστικός και στοργικός. Μέσα από τον Διονύσιο Σαββόπουλο, βλέπουμε τη δύναμη της τέχνης να αναστατώνει και να φωτίζει, να προκαλεί και να διασκεδάζει, να σοκάρει και να μαγεύει. Ο Διονύσης μεταμορφώνεται σε Διόνυσο που περπατά στους δρόμους της Αθήνας, στους ήχους της κιθάρας και της ελληνικής ψυχής, υπενθυμίζοντας ότι η ζωή δεν είναι ποτέ ήσυχη, αλλά πάντα πανηγύρι, πίκρα και μυστήριο μαζί.
Πέρα απ’ το πρόσωπο, πάνω απ’ το ανθρώπινο
Υπάρχουν στιγμές όπου ο άνθρωπος εξαντλεί τον εαυτό του: οι λέξεις φθείρονται, οι ιδέες γίνονται επαναλήψεις, το «εγώ» στέκει σαν σκιά μπροστά στον καθρέφτη του κόσμου. Εκεί αρχίζει η ανάγκη της ανασύνταξης — όχι ως επιστροφή στο παλιό, αλλά ως υπέρβαση. Να ξαναβρούμε έναν τόπο ύπαρξης που δεν είναι απλώς ανθρώπινος, αλλά οντολογικός, δηλαδή ριζωμένος στο Είναι.
Ο Σαββόπουλος, είτε το συνειδητοποιούσε είτε όχι, υπηρέτησε ακριβώς αυτό το πέρασμα. Πίσω από τα τραγούδια, τα προσωπεία, τις ειρωνείες και τις ρητορικές στροφές του, κρύβεται μια βαθιά ανάγκη να αποκατασταθεί το πνεύμα μετά τη φθορά της ιστορίας. Ο «παραμυθάς» διηγείται, αλλά ο «μύστης» μέσα του προφητεύει: ότι μόνο αν περάσουμε πέρα από το πρόσωπο — δηλαδή πέρα από την ατομική ταυτότητα, τον εγωκεντρισμό, την ιδεολογική περιχαράκωση — μπορούμε να σταθούμε ξανά ως κοινότητα, ως συλλογικό σώμα.
Το «πάνω απ’ το ανθρώπινο» δεν είναι άρνηση της ανθρώπινης φύσης· είναι ανύψωση. Είναι η στιγμή που η συνείδηση καταλαβαίνει ότι η ψυχή δεν είναι φυλακή, αλλά σκάλα. Να ανασυνταχθούμε, λοιπόν, σημαίνει να μαζέψουμε τα σκόρπια μας κομμάτια και να τα ενώσουμε γύρω από έναν άξονα πνευματικό, όχι μόνο πολιτισμικό. Να ξαναγίνουμε πρόσωπα που βλέπουν πέρα από το πρόσωπο — πρόσωπα που θυμούνται ότι η τέχνη, η σκέψη, η αγάπη, δεν είναι εγωισμοί αλλά μορφές υπέρβασης.
Κι ίσως αυτό να ήταν πάντα το βαθύτερο μήνυμα του Σαββόπουλου: ότι η Ελλάδα θα σωθεί μόνο αν ξαναβρεί το βλέμμα που κοιτάει πέρα απ’ τον εαυτό της. Όχι άλλους ήρωες, όχι άλλα είδωλα· αλλά μια νέα πνευματική πνοή που να μας ενώνει πάνω απ’ τα ανθρώπινα λάθη μας — εκεί όπου η ψυχή ξαναθυμάται ότι μπορεί να τραγουδήσει.
Επίλογος
Το ποιος ήταν ο Διονύσης -κι όχι ο Σαββόπουλος- δε θα το κρίνει κανείς άλλος παρά μόνο δικαιωματικά όσοι τον έζησαν. Ήταν κοινός θνητός όπως όλοι μας με τα λάθη του και τα σωστά του αλλά δεν ευθύνεται για τις προσδοκίες που επένδυσαν πάνω του πολλοί. Ο Σαββόπουλος αφήνει τουλάχιστον παρακαταθήκη στο νεοελληνικό τραγούδι. Οι άλλοι επικριτές και μη τι αφήνουν;!
Για όλους τους άλλους υπάρχει μόνο ο Σαββόπουλος και η προσφορά του Σαββόπουλου στον μουσικό πολιτισμό μας είναι αδιαμφισβήτητη ένθεν κακείθεν: άνοιξε δρόμους στη μουσική και στην ποίηση και μέσω αυτών στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, μίλησε στην ψυχή αρκετών γενιών, όρισε τη μουσική γλώσσα μιας Ελλάδας που πάλευε να βρει τη φωνή της.
Στη φωνή του ακούγεται πλέον η νοσταλγία της τάξης, όχι ως αυταρχισμός, αλλά ως υπαρξιακή ανάγκη σε έναν κόσμο που διαλύεται. Κι αν κάποτε τραγουδούσε την εξέγερση, τώρα ψιθυρίζει την ευθύνη — όχι από φόβο, αλλά από επίγνωση ότι το πιο δύσκολο είναι να υπερασπιστείς αυτό που αγαπάς, όταν όλοι γύρω σου θέλουν να το γκρεμίσουν.
Ίσως τελικά ο Διονύσης Σαββόπουλος να είναι αυτό που ο ίδιος τραγούδησε:
«Είμαι άλλος απ’ αυτόν που αγαπήσατε, κι όμως είμαι ο ίδιος».
Κι εμείς, ακούγοντάς τον, βλέπουμε τον εαυτό μας σ’ αυτόν τον διχασμό — τον διχασμό ενός έθνους που ακόμη ψάχνει να καταλάβει αν θέλει να τραγουδά ή να σιωπά, να αλλάζει ατενίζοντας το μέλλον με όραμα και ελπίδα ή να μηρυκάζει βαυκαλιστικά και αυτάρεσκα το παρελθόν του.
Διότι μη λησμονείτε και μην βαυκαλίζεστε: «Είμαστε, δεν είμαστε· τίποτα δεν είμαστε, βρε».
Μόνο ένα φύσημα νοήματος που περνά, τραγουδά και σβήνει. Μα όσο υπάρχει αυτό το φύσημα — όσο κάποιος ακόμη ψιθυρίζει, όπως ο Νιόνιος, ένα παραμύθι για το ποιοι είμαστε — ίσως, μέσα στο τίποτα, να φωλιάζει το παν ή η ψευδαίσθησή του που μας γαληνεύει για πολύ ή έστω για λίγο.
Και τώρα ας κρατήσουν οι χοροί… εκεί πάνω…Καλό ταξίδι Διονύση – Διόνυσε!
–













































































































