Άρθρα Κοινωνία

“Η υποκουλτούρα της επίδειξης στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Η εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή στροφή της κοινωνικής ζωής στον ψηφιακό χώρο. Τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, όπως το Facebook, το Instagram, το TikTok και το X (πρώην Twitter), δεν αποτελούν πλέον απλώς τεχνολογικά εργαλεία αλληλεπίδρασης, αλλά πεδία όπου συγκροτούνται ταυτότητες, καλλιεργούνται στάσεις ζωής και αναπαράγονται αξίες. Ένα από τα πιο διακριτά φαινόμενα που αναδύθηκαν σε αυτό το περιβάλλον είναι η υποκουλτούρα της επίδειξης. Η συνεχής προβολή της κατανάλωσης, της σωματικής εικόνας, των ταξιδιών και της «επιτυχημένης» ζωής δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων, στο οποίο η αναγνώριση δεν απορρέει από την ουσία αλλά από την εντύπωση.

Η υποκουλτούρα αυτή δεν είναι άσχετη με την ανθρώπινη φύση· η ανάγκη για κοινωνική αποδοχή και αναγνώριση υπήρχε πάντοτε. Ωστόσο, με την παγκοσμιοποίηση του βλέμματος μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, η ανάγκη αυτή μεγεθύνεται και τείνει να κυριαρχήσει. Ενώ σε παλαιότερες εποχές η επίδειξη περιοριζόταν σε κλειστά κοινωνικά περιβάλλοντα –την αριστοκρατία, την αστική τάξη, την τοπική κοινότητα– σήμερα αποκτά έναν οιονεί «παγκόσμιο» χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα είναι η καλλιέργεια ενός τρόπου ζωής που στηρίζεται περισσότερο στην εικόνα παρά στην ουσία, στη διαφήμιση του εαυτού παρά στη γνήσια ανάπτυξή του.

Η κοινωνιολογική ρίζα της επίδειξης

Η επίδειξη δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ο Thorstein Veblen, στις αρχές του 20ού αιώνα, εισήγαγε την έννοια της «επιδεικτικής κατανάλωσης» (conspicuous consumption), περιγράφοντας πώς οι εύπορες τάξεις χρησιμοποιούν την κατανάλωση όχι μόνο για την ικανοποίηση αναγκών, αλλά κυρίως για την κοινωνική τους ανάδειξη. Αυτό που αλλάζει σήμερα είναι το μέσο. Στον ψηφιακό κόσμο η επίδειξη δεν απαιτεί μεγάλο πλούτο ή κοινωνική θέση· αρκεί η ύπαρξη ενός λογαριασμού, μιας κάμερας και κάποιας αισθητικής ικανότητας. Έτσι, η επίδειξη εκδημοκρατίζεται, γίνεται διαθέσιμη σε όλους και συνάμα πιο απαιτητική, αφού η σύγκριση είναι συνεχής και αδιάκοπη.

Στα κοινωνικά δίκτυα, η αξία του ατόμου μετριέται με «likes», σχόλια, ακόλουθους και προβολές. Οι ποσοτικοί αυτοί δείκτες αντικαθιστούν πιο παραδοσιακές μορφές κοινωνικής αποδοχής. Ένας νεαρός μπορεί να αισθανθεί ότι έχει μεγαλύτερη κοινωνική αξία αν η φωτογραφία του συγκεντρώσει 10.000 «καρδιές», ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι γύρω του τον εκτιμούν για την προσωπικότητά του ή για τα έργα του. Η κοινωνική ζωή, με αυτόν τον τρόπο, μετατρέπεται σε πεδίο «αξιολόγησης» όπου το βλέμμα των άλλων γίνεται η απόλυτη κριτική αρχή.

Η μετατροπή της ζωής σε σκηνή

Η επιδεικτική κουλτούρα των κοινωνικών μέσων δημιουργεί μια μορφή ψηφιακού θεάτρου. Ο καθένας καλείται να παίξει τον ρόλο του σε ένα ατέρμονο σόου. Ορισμένοι προβάλλουν το σώμα τους, άλλοι τα ταξίδια τους, άλλοι τις καταναλωτικές τους επιλογές, και άλλοι απλώς μια «κουλ» εικόνα καθημερινότητας. Το ζητούμενο είναι να κερδηθεί η προσοχή –το πιο πολύτιμο «νόμισμα» της ψηφιακής εποχής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αλήθεια και η αυθεντικότητα χάνουν τη βαρύτητά τους. Μια φωτογραφία μπορεί να είναι στημένη, επεξεργασμένη, αποκομμένη από την πραγματικότητα, αλλά να παράγει κοινωνικό κύρος. Ένα ταξίδι δεν είναι απλώς εμπειρία· είναι υλικό προς κατανάλωση από τους ακόλουθους. Το φαγητό, το σπίτι, η σχέση, ακόμη και η ίδια η θλίψη, μετατρέπονται σε προϊόντα προς επίδειξη. Η ζωή δεν βιώνεται μόνο· σκηνοθετείται.

Η ψυχολογική διάσταση

Η επίδειξη στα κοινωνικά μέσα δεν είναι αθώα. Δημιουργεί σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις. Κατ’ αρχάς, παράγει μια αδιάκοπη σύγκριση. Οι χρήστες εκτίθενται συνεχώς στις «τέλειες» ζωές άλλων, με αποτέλεσμα να νιώθουν ανεπαρκείς, κατώτεροι ή αποτυχημένοι. Η αίσθηση ότι «οι άλλοι ζουν καλύτερα» μπορεί να οδηγήσει σε άγχος, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Επιπλέον, η επιδίωξη της αναγνώρισης μέσα από την επίδειξη εγκλωβίζει το άτομο σε έναν φαύλο κύκλο: όσο περισσότερη προσοχή λαμβάνει, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη αισθάνεται να την αναπαράγει. Πρόκειται για έναν μηχανισμό εθισμού, όπου το «like» λειτουργεί ως στιγμιαία επιβράβευση. Όμως η επιβράβευση αυτή είναι φευγαλέα· για να διατηρηθεί, το άτομο πρέπει να παράγει συνεχώς νέο υλικό, νέες εικόνες, νέα επεισόδια της ψηφιακής του περσόνας.

Ηθικές και πολιτισμικές συνέπειες

Η υποκουλτούρα της επίδειξης οδηγεί και σε βαθύτερες αλλοιώσεις των κοινωνικών αξιών. Η έμφαση στην εικόνα και την κατανάλωση απομακρύνει το ενδιαφέρον από την ουσία: από την παιδεία, την εργασία, τη δημιουργία, τις ανθρώπινες σχέσεις. Η επιτυχία ταυτίζεται με την προβολή και όχι με την αρετή ή την προσφορά. Το «φαίνεσθαι» υποκαθιστά το «είναι».

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση μιας επιφανειακής κουλτούρας, όπου η ζωή αξιολογείται με βάση το εξωτερικό της περίβλημα. Ο άνθρωπος που δεν προβάλλεται θεωρείται «ανύπαρκτος». Αντίστοιχα, οι αξίες της μετριοφροσύνης, της εσωτερικότητας, της αυθεντικότητας υποχωρούν. Πρόκειται για μια νέα μορφή κοινωνικής ανισότητας: η ανισότητα δεν αφορά πλέον μόνο τον πλούτο ή τη μόρφωση, αλλά και την ικανότητα προβολής.

Η οικονομία της επίδειξης

Πίσω από το φαινόμενο υπάρχει και ένας ισχυρός οικονομικός μηχανισμός. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης κερδίζουν από την αδιάκοπη παραγωγή και κατανάλωση εικόνων. Η επίδειξη ενθαρρύνεται, γιατί παράγει περιεχόμενο, διαφημίσεις, δεδομένα. Η αγορά έχει πλέον ενσωματώσει την επίδειξη ως στρατηγική μάρκετινγκ: οι λεγόμενοι «influencers» μετατρέπουν την προσωπική τους ζωή σε πεδίο διαφημιστικής δραστηριότητας. Η επίδειξη γίνεται όχι μόνο μέσο κοινωνικής αναγνώρισης, αλλά και πηγή εισοδήματος.

Αυτό ενισχύει περαιτέρω την κανονικοποίηση του φαινομένου. Η «τέλεια ζωή» δεν είναι απλώς μια ατομική επιθυμία· είναι ένα προϊόν προς πώληση. Οι χρήστες όχι μόνο καταναλώνουν εικόνες επίδειξης, αλλά και παρακινούνται να τις μιμηθούν, ώστε να ενταχθούν σε αυτόν τον ψηφιακό κύκλο κύρους και εμπορικής αξιοποίησης.

Η αντίσταση στην κουλτούρα της επίδειξης

Παρά την κυριαρχία της, η υποκουλτούρα της επίδειξης δεν μένει αναπάντητη. Αναπτύσσονται αντιστάσεις: κινήσεις για αυθεντικότητα, για «απλά» ποστ, για ειλικρίνεια. Ορισμένοι χρήστες προβάλλουν την καθημερινότητα χωρίς φίλτρα, την ατέλεια, την πραγματική δυσκολία. Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι αντιστάσεις συχνά ενσωματώνονται στο ίδιο σύστημα, καθώς η «αυθεντικότητα» γίνεται με τη σειρά της προϊόν προς κατανάλωση.

Η ουσιαστική αντίσταση απαιτεί βαθύτερη αλλαγή νοοτροπίας: την αποδέσμευση της αξίας μας από τα βλέμματα των άλλων, την καλλιέργεια εσωτερικής ικανοποίησης, την αναζήτηση ουσίας αντί για εντυπώσεις. Πρόκειται για μια δύσκολη πορεία, γιατί συγκρούεται με τον κυρίαρχο ρυθμό της εποχής. Ωστόσο, είναι αναγκαία, αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε μια ισορροπία ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι».

Φιλοσοφικές προεκτάσεις

Από φιλοσοφική σκοπιά, το φαινόμενο της επίδειξης αγγίζει τον πυρήνα της ηθικής και της ανθρωπολογίας. Ο Καντ, για παράδειγμα, θα έβλεπε την υποκουλτούρα αυτή ως εκδήλωση ετερονομίας: το άτομο δεν καθορίζεται από τον δικό του Λόγο και την αυτονομία του, αλλά από την εξωτερική γνώμη. Ο Σοπενχάουερ θα την ερμήνευε ως ματαιότητα της βούλησης, ενώ ο Χάιντεγκερ θα την απέδιδε στην πτώση του ανθρώπου στο «ομιλούν Ον» του «οι άλλοι». Σε κάθε περίπτωση, η επίδειξη στα κοινωνικά μέσα αναδεικνύει το αιώνιο ανθρώπινο άγχος της αναγνώρισης – αλλά με μια ένταση που ποτέ άλλοτε δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα.

Η υποκουλτούρα της επίδειξης στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης δεν είναι μια απλή μόδα· είναι μια νέα μορφή κοινωνικής και πολιτισμικής συγκρότησης. Επηρεάζει τις σχέσεις, την ψυχολογία, την οικονομία, την ίδια μας την ταυτότητα. Παρότι προσφέρει βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση, εγκυμονεί κινδύνους: αποξένωση, συγκρίσεις, αλλοίωση αξιών. Η πρόκληση για τον σύγχρονο άνθρωπο είναι να μάθει να ζει σε αυτό το περιβάλλον χωρίς να γίνεται δούλος του βλέμματος των άλλων. Να χρησιμοποιεί τα μέσα ως εργαλεία επικοινωνίας, χωρίς να αφήνει την εικόνα να καθορίζει την ουσία. Να ξαναβρεί την αξία του εαυτού όχι στην επίδειξη, αλλά στην αυθεντικότητα, τη δημιουργία, την αληθινή σχέση. Μόνο τότε η τεχνολογία θα πάψει να είναι παγίδα και θα μετατραπεί σε πραγματικό μέσο ελευθερίας.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ