Άρθρα Θέατρο Πολιτισμός

Θεατρολογικές Ιχνηλατήσεις: “Οι Βρυκόλακες ζωντανεύουν ή το θέατρο ως καθρέφτης των σκιών της κοινωνίας” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Μια συμβολή στην κατανόηση του ιψενικού έργου Ι

 Οι Βρυκόλακες του  Ίψεν δεν είναι απλώς ένα θεατρικό κείμενο της ύστερης δεκαετίας του 19ου αιώνα· είναι ένας καταστατικός λίθος του σύγχρονου θεάτρου, όπου η σκηνή παύει να αποτελεί χώρο αναπαράστασης ηθικοπλαστικών παραδειγμάτων και μετατρέπεται σε εργαστήριο κοινωνικής διάγνωσης. Η πρώτη ανάγνωση του έργου, το 1881, προκάλεσε σοκ και αγανάκτηση, διότι ανέτρεπε τα θεμέλια του αστικού θεάτρου που όφειλε να ψυχαγωγεί, να συγκινεί και να παρηγορεί. Ο Ίψεν τολμά να φέρει στη σκηνή θέματα που η κοινωνία απέκρυπτε: την κληρονομικότητα των νόσων, την καταπίεση της γυναίκας μέσα στον γάμο, την εξουσία του κλήρου, τη διάβρωση της οικογένειας, την ίδια τη συζήτηση περί ευθανασίας. Το θέατρο παύει να είναι τόπος απόδρασης και γίνεται τόπος αντιπαράθεσης και αυτό το πέρασμα τον καθιστά τον μεγάλο ανανεωτή της δραματουργίας.

Η πλοκή φαίνεται απλή: η κυρία Άλβινγκ, χήρα επιφανούς Λοχαγού, ετοιμάζεται να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο στη μνήμη του άντρα της, ενώ ο γιος της Όσβαλντ επιστρέφει από το Παρίσι όπου δρα ως καλλιτέχνης. Η επιστροφή του γιου και η παρουσία του πάστορα Μάντερς – θεματοφύλακα της κοινωνικής ηθικής – πυροδοτούν μια αλυσίδα αποκαλύψεων που οδηγούν στην πλήρη ανατροπή της εικόνας του «έντιμου συζύγου και πατέρα». Ο  Άλβινγκ υπήρξε στην πραγματικότητα αλκοολικός, βίαιος και ανήθικος και οι συνέπειες αυτής της ζωής βαραίνουν τώρα τους ζωντανούς. Το ορφανοτροφείο καταστρέφεται από φωτιά, η Ρεγκίνε μαθαίνει ότι είναι νόθο παιδί του Άλβινγκ, ενώ ο Όσβαλντ αποκαλύπτει ότι πάσχει από κληρονομική σύφιλη. Το φινάλε, με το αίτημά του προς τη μητέρα να τον λυτρώσει δίνοντάς του «τον ήλιο», αφήνει το κοινό αντιμέτωπο με το ανείπωτο: την αδυναμία μιας κοινωνίας να επιτρέψει την αλήθεια, την αδυναμία μιας μάνας να απαντήσει στο αίτημα του παιδιού της, την αδυναμία του θεάτρου να προσφέρει κάθαρση όταν η ίδια η πραγματικότητα είναι άλυτη.

Ο τίτλος του έργου αποτελεί κλειδί για την ερμηνεία. Οι «βρυκόλακες» δεν είναι υπερφυσικά όντα· είναι οι αόρατες δυνάμεις του παρελθόντος, τα κατάλοιπα των προκαταλήψεων, οι κοινωνικές συμβάσεις και οι ενοχές που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά. Είναι οι ιδέες που δεν πεθαίνουν, αλλά συνεχίζουν να «ρουφούν το αίμα» των ζωντανών. Έτσι, το έργο γίνεται μια αλληγορία για το πώς οι κοινωνίες καταδικάζουν τα μέλη τους να ζουν μέσα σε σκιές που δεν τους ανήκουν, αναπαράγοντας αέναα και ατέρμονα το παρελθόν.

Από θεατρολογική σκοπιά, οι Βρυκόλακες συνιστούν υπόδειγμα «θεάτρου αποκάλυψης». Η δράση δεν εκτυλίσσεται μέσα από εξωτερικά γεγονότα αλλά μέσα από την προοδευτική αποκάλυψη ενός κρυμμένου παρελθόντος. Ο Ίψεν επινοεί μια σχεδόν αρχιτεκτονική δραματουργία, όπου κάθε σκηνή λειτουργεί σαν στρώση που αφαιρείται, φανερώνοντας την επόμενη. Στην αρχή όλα μοιάζουν τακτοποιημένα, ευυπόληπτα και αξιοπρεπή· καθώς όμως προχωρά ο διάλογος, η πρόσοψη καταρρέει. Η χρήση της ειρωνείας είναι καταλυτική: το ορφανοτροφείο που χτίζεται για να διασώσει το όνομα του πατέρα, καίγεται· η υπηρέτρια που προσδοκά κοινωνική ανέλιξη, ανακαλύπτει πως είναι νόθο παιδί του αφέντη· η μητέρα που θέλησε να προστατεύσει τον γιο, συνειδητοποιεί ότι δεν μπόρεσε να τον σώσει από την αμαρτωλή κληρονομιά του πατέρα. Όλη η δραματουργική μηχανή είναι μια αδυσώπητη λογική αποκάλυψης.

Σκηνοθετικά, το έργο απαιτεί έναν χώρο ασφυκτικό. Το σαλόνι των Άλβινγκ δεν είναι απλώς ένα δωμάτιο· είναι ένας μηχανισμός εγκλεισμού, που κρατά τους ήρωες δέσμιους στο παρελθόν. Ο φωτισμός παίζει καθοριστικό ρόλο: η εναλλαγή της ομίχλης και του ήλιου, η σκιά της φωτιάς που κατακαίει το ορφανοτροφείο, όλα λειτουργούν ως σκηνικά σημεία μιας μεταφοράς για την αδυναμία του ανθρώπου να δει καθαρά. Η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρή, σχεδόν νοσηρή, σαν να αντικατοπτρίζει τη διάβρωση των ίδιων των προσώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «υγρασία» επανέρχεται σε αρκετές περιγραφές· η υγρασία που καταστρέφει τα σπίτια και τις ψυχές είναι η ίδια που κατατρώει τις ζωές τους.

Από την πλευρά των χαρακτήρων, η κυρία Άλβινγκ ενσαρκώνει την τραγωδία της γυναίκας του 19ου αιώνα. Ασφυκτικά εγκλωβισμένη σε έναν γάμο που δεν επέλεξε, οδηγήθηκε από τον πάστορα πίσω στον άντρα που την κατέστρεφε, και τώρα, χρόνια μετά τον θάνατό του, συνεχίζει να θυσιάζει την αλήθεια για χάρη μιας απατηλής και σαθρής φήμης. Το δράμα της είναι διπλό: αφενός η απώλεια της δικής της ελευθερίας, αφετέρου η αποτυχία να σώσει τον γιο της. Ο Όσβαλντ, καλλιτέχνης και «άνθρωπος της νέας Ευρώπης», συμβολίζει την ελπίδα μιας νέας αρχής· ωστόσο η κληρονομική ασθένεια δείχνει πως καμία νέα γενιά δεν μπορεί να ξεφύγει όταν η παλιά της παραδίδει μόνο σκιές. Ο πάστορας Μάντερς είναι η φιγούρα της κοινωνικής συνέπειας: προτιμά να καεί το ορφανοτροφείο παρά να ασφαλιστεί, γιατί αυτό «δεν αρμόζει στην αξιοπρέπεια». Στην πραγματικότητα, είναι το πορτρέτο μιας κοινωνίας που καταστρέφεται από την ίδια της την υποκρισία.

Η πρωτοτυπία του Ίψεν έγκειται στο ότι συνέδεσε την ψυχολογική αλήθεια με την κοινωνική διάγνωση. Ο Όσβαλντ δεν είναι απλώς ένας τραγικός νέος που πεθαίνει· είναι το θύμα μιας ολόκληρης κοινωνίας που επέλεξε να συγκαλύψει, να σιωπήσει, να θυσιάσει την αλήθεια στον βωμό της φήμης. Η αρρώστια του είναι η αρρώστια του κοινωνικού σώματος, και το αίτημά του για ευθανασία είναι η ακραία κραυγή ενός ανθρώπου που ζητά λυτρωτικό φως σε έναν κόσμο σκοτεινό. Ο θεατής, βλέποντας τη μητέρα να μένει άναυδη μπροστά στο αίτημα του γιου, δεν αντικρίζει μόνο την τραγωδία μιας οικογένειας αλλά και την τραγωδία μιας κοινωνίας που αδυνατεί να απαντήσει στα πιο θεμελιώδη ερωτήματα της ζωής και του θανάτου.

Η σημασία του έργου για το θέατρο του 20ού αιώνα υπήρξε καταλυτική. Ο Στρίντμπεργκ εμπνεύστηκε την αδυσώπητη ανατομία της οικογένειας, ο Τσέχωφ ανέλαβε να συνεχίσει τη γραμμή της ψυχολογικής λεπτότητας και της αποκαλυπτικής σιωπής, ενώ το «θέατρο ιδεών» του Σω και οι μετέπειτα εξελίξεις του Μπρεχτ δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς αυτή την ιψενική τομή. Ο Ίψεν μετέτρεψε το θέατρο σε χώρο φιλοσοφικής αναμέτρησης με τα θεμέλια της κοινωνίας. Οι Βρυκόλακες δεν προσφέρουν λύσεις ούτε παρηγοριά· αντιθέτως, αφήνουν το κοινό σε μια σκοτεινή σιωπή, που είναι όμως η σιωπή της συνειδητοποίησης. Και αυτή η συνειδητοποίηση είναι το μεγάλο τους δώρο: μας αναγκάζουν να δούμε ότι οι πραγματικοί βρυκόλακες δεν ζουν σε θρύλους αλλά μέσα μας, στις δομές της κοινωνίας μας, στις σιωπές μας και στις ενοχές που αρνούμαστε να ομολογήσουμε.

Έτσι, οι Βρυκόλακες είναι ένα έργο διαχρονικό. Κάθε εποχή μπορεί να αναγνωρίσει σε αυτούς τους «βρυκόλακες» τα δικά της φαντάσματα: τις ιδεολογίες που επιμένουν, τις προκαταλήψεις που επιβιώνουν, τις σιωπές που καταδικάζουν. Και το θέατρο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ίψεν, συνεχίζει να έχει το καθήκον να τους φέρνει στο φως, ακόμα κι αν αυτό το φως είναι τόσο εκτυφλωτικό που προκαλεί πόνο. Διότι χωρίς αυτόν τον πόνο, η αλήθεια δεν μπορεί να γεννηθεί.

banner-article

Ροη ειδήσεων