Άρθρα Κοινωνία

“Η υποκρισία του Νεοέλληνα” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Η υποκρισία του Νεοέλληνα – Μέρος Α

Η υποκρισία είναι μια λέξη βαριά, φορτισμένη αρνητικά, αλλά ταυτόχρονα αποκαλυπτική για τη σχέση μας με την κοινωνία, τον εαυτό μας και τον άλλον. Όταν μιλάμε για την «υποκρισία του Έλληνα», δεν αναφερόμαστε απλώς σε ένα ηθικό ελάττωμα· μιλάμε για μια ιστορικά καλλιεργημένη στάση, για μια πολιτισμική συνήθεια που έχει ρίζες βαθιές και συνέπειες σοβαρές. Ο Έλληνας ζει και κινείται μέσα σε αντιφάσεις και η υποκρισία γίνεται συχνά ο τρόπος με τον οποίο τις διαχειρίζεται.

Ιστορική κληρονομιά

Η ελληνική κοινωνία έζησε για αιώνες κάτω από καθεστώτα ξένα και εχθρικά. Στην Οθωμανική περίοδο, η επιβίωση σήμαινε να δείχνεις υποταγή ενώ εσωτερικά να κρατάς την ανεξαρτησία σου. Στη νεότερη ιστορία, το κράτος εμφανιζόταν συχνά ως κάτι ασταθές, πελατειακό, με αποτέλεσμα οι πολίτες να μάθουν να το ξεγελούν και να το παρακάμπτουν. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η υποκρισία δεν ήταν πολυτέλεια αλλά ανάγκη· ήταν η τέχνη του να φαίνεσαι υπάκουος ενώ στην πραγματικότητα αντιστέκεσαι ή εξυπηρετείς τα δικά σου συμφέροντα. Έτσι διαμορφώθηκε ένα υπόβαθρο όπου η ειλικρίνεια θεωρούνταν επικίνδυνη και η υποκρισία χρήσιμη.

Κοινωνική μάσκα και καθημερινή διπροσωπία

Στην καθημερινότητα, ο Έλληνας χαιρετά εγκάρδια, δείχνει φιλικός, ανοίγει την αγκαλιά του. Όμως αυτή η ζεστασιά δεν σημαίνει πάντοτε και ειλικρίνεια. Πίσω από τον χαμογελαστό χαιρετισμό μπορεί να κρύβεται αδιαφορία, ανταγωνισμός ή απλώς μια κοινωνική υποχρέωση. Δεν είναι σπάνιο να ακούσεις επαίνους κατά πρόσωπο και κατηγορίες πίσω από την πλάτη. Αυτή η αντίφαση δεν οφείλεται μόνο σε κακή πρόθεση· είναι και μια μορφή «θεάτρου» που επιβάλλει η κοινωνική συμβίωση. Στην Ελλάδα, η κοινωνικότητα απαιτεί μάσκες: να δείχνεις τον «καλό» εαυτό σου, ακόμη κι αν μέσα σου σκέφτεσαι το αντίθετο.

Θρησκευτική και ηθική διάσταση

Η υποκρισία του Έλληνα εκδηλώνεται έντονα και στο θρησκευτικό πεδίο. Πλήθη πηγαίνουν στις εκκλησίες τις μεγάλες γιορτές, ανάβουν κεριά, κάνουν τον σταυρό τους, αλλά η ζωή τους ελάχιστα συνάδει με τις ευαγγελικές αξίες που επικαλούνται. Το «αγάπα τον πλησίον σου» συχνά ξεχνιέται στην καθημερινότητα. Έτσι, η θρησκεία μετατρέπεται περισσότερο σε έθιμο παρά σε βίωμα και η υποκρισία παίρνει τη μορφή της ηθικής ασυνέπειας.

Πολιτική και συλλογική υποκρισία

Στον δημόσιο βίο η υποκρισία φανερώνεται με τον πιο διαυγή τρόπο. Οι πολιτικοί μιλούν για πατρίδα, για αξίες, για θυσίες και την ίδια στιγμή προωθούν κομματικά ή προσωπικά συμφέροντα. Όμως και ο πολίτης δεν μένει αθώος: καταγγέλλει τη διαφθορά, αλλά δέχεται να ωφεληθεί από ένα ρουσφέτι· κατηγορεί τους πολιτικούς για ψέμματα, αλλά ο ίδιος ψεύδεται όταν τον συμφέρει. Εδώ η υποκρισία δεν είναι ατομικό ελάττωμα, αλλά συλλογικό σύστημα: μια σιωπηρή συμφωνία ότι θα λέμε ένα πράγμα και θα πράττουμε άλλο.

Η θεατρικότητα του Έλληνα

Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι η λέξη «υποκρισία» έχει ελληνική ρίζα: προέρχεται από το «υποκρίνομαι», που στην αρχαιότητα σήμαινε «υποδύομαι έναν ρόλο». Ο Έλληνας είναι από τη φύση του θεατρικός. Η ζωή του είναι γεμάτη σκηνές όπου υιοθετεί ρόλους: τον γενναίο, τον εγκάρδιο, τον ευσεβή, τον αγανακτισμένο. Αυτή η θεατρικότητα δεν είναι πάντα δόλος· είναι και τρόπος ύπαρξης, ένας μηχανισμός με τον οποίο αντέχει τις αντιξοότητες. Ο Έλληνας παίζει τον ρόλο που του αναλογεί, και μέσα από αυτόν κρύβει ή αποκαλύπτει τον εαυτό του κατά το συμφέρον.

Ηθικές συνέπειες

Το ζήτημα είναι πότε αυτή η υποκρισία ξεπερνά τη θεατρικότητα και γίνεται πρόβλημα. Όταν η μάσκα φοριέται συνεχώς, τότε η ειλικρίνεια χάνεται. Η εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες σχέσεις διαβρώνεται. Η πολιτική γίνεται πεδίο θεατρικών παραστάσεων αντί για πραγματική φροντίδα του κοινού καλού. Και η κοινωνία βυθίζεται σε μια γενικευμένη δυσπιστία, όπου κανείς δεν πιστεύει κανέναν, γιατί όλοι έχουν μάθει να υποδύονται.

Εν κατακλείδι…

Η υποκρισία του Έλληνα είναι ταυτόχρονα ιστορικό κατάλοιπο, κοινωνικό φαινόμενο, θρησκευτική ασυνέπεια και πολιτισμική θεατρικότητα. Δεν πρέπει να την κρίνουμε μόνο ως ελάττωμα· είναι και μια μορφή προσαρμογής σε δύσκολες συνθήκες. Ωστόσο, όσο παραμένει κυρίαρχη στάση, στερεί από την κοινωνία τη δυνατότητα να χτίσει σχέσεις εμπιστοσύνης και αλήθειας. Η υπέρβαση της υποκρισίας δεν σημαίνει να χαθεί η ελληνική ζεστασιά, αλλά να συμφιλιωθεί η εικόνα με την πραγματικότητα, το «φαίνεσθαι» με το «είναι». Μόνο τότε ο Έλληνας θα μπορέσει να πάψει να παίζει ρόλους και να ζήσει με
ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του και στους άλλους.

Η υποκρισία του Νεοέλληνα – Μέρος Β

Ο Έλληνας είναι όλα και τίποτα μαζί. Μιλάει για φιλότιμο, αλλά το θυμάται μόνο όταν βολεύει. Φωνάζει για διαφθορά, αλλά δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να  «λαδώσει» τον δημόσιο λειτουργό για να εξυπηρετηθεί παρανόμως ή κατά προτεραιότητα, να δώσει φακελάκι στον γιατρό ή να ζητήσει ρουσφέτι από τον βουλευτή. Στα καφενεία καταριέται τους πολιτικούς, και στις κάλπες τους ξαναψηφίζει. Υποκρισία; Όχι, φυσικά: βαφτισμένη «ελληνική εξυπνάδα».

Είμαστε οι πρώτοι στην ορθοδοξία, αλλά μόλις περάσει το Πάσχα, η αγάπη για τον πλησίον μας εξατμίζεται. Είμαστε οι πιο εγκάρδιοι, αλλά πολλές φορές αυτό το χαμόγελο είναι απλώς πρόλογος για το κουτσομπολιό που θα ακολουθήσει πίσω από την πλάτη. Δηλώνουμε πατριώτες, αλλά δεν έχουμε πρόβλημα να κλέβουμε το κράτος, αρκεί να μη μας πιάσουν.

Η υποκρισία μας είναι παντού: στην οικογένεια, στην πολιτική, στη θρησκεία, στην καθημερινή συμπεριφορά. Όλοι παίζουμε ρόλους, όλοι φοράμε μάσκες. Η λέξη «υποκρίνομαι» σημαίνει υποδύομαι ρόλο, και εμείς συνεχίζουμε να είμαστε οι καλύτεροι ηθοποιοί — μόνο που η σκηνή είναι η ίδια μας η ζωή.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι είμαστε υποκριτές· το πρόβλημα είναι επίσης ότι δεν το παραδεχόμαστε. Προτιμούμε να κατηγορούμε πάντα τους άλλους: οι πολιτικοί, οι ξένοι, το σύστημα. Όχι εμείς. Εμείς είμαστε «έξυπνοι» και καταφερτζήδες. Η αλήθεια είναι ότι ζούμε μέσα σε ένα θέατρο όπου όλοι ξέρουμε το σενάριο αλλά κανείς δεν θέλει να το αλλάξει.

Κι όμως, η υποκρισία δεν μας σώζει πια. Δεν μας προστατεύει από την αλήθεια, μας φυλακίζει στο ψέμα. Όσο συνεχίζουμε να παριστάνουμε τους ευσεβείς, τους αγανακτισμένους, τους πατριώτες, τόσο θα βουλιάζουμε στη μετριότητα. Ο Έλληνας χρειάζεται λιγότερο θέατρο και περισσότερη ειλικρίνεια. Αλλιώς, θα μείνει για πάντα ο πιο θερμός και «φιλότιμος» υποκριτής της Μεσογείου.

Η υποκρισία του Νεοέλληνα – Μέρος Γ

Ο Έλληνας είναι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις. Από τη μια πλευρά διαθέτει ζεστασιά, φαντασία, δημιουργικότητα, αλλά από την άλλη συχνά παγιδεύεται σε μοτίβα που τον κρατούν πίσω και τον κάνουν ευάλωτο. Ένα από τα πιο εμφανή τρωτά του είναι η έλλειψη συνέπειας· άλλα λέει, άλλα κάνει, άλλα υπόσχεται και άλλα πράττει. Στην καθημερινότητα αυτό εκδηλώνεται με μικροπαραβάσεις, με καθυστερήσεις, με αθέτηση υποσχέσεων, αλλά και σε μεγαλύτερη κλίμακα στην πολιτική, όπου ο λόγος συχνά απέχει πολύ από την πράξη. Αυτή η ασυνέπεια συνδέεται με μια μικροπονηριά που δεν θεωρείται ελάττωμα αλλά έξυπνο κόλπο, μια νοοτροπία που εκτιμά το «βύσμα» ή τη συντόμευση των κανόνων ως μέσο επιβίωσης ή προόδου.

Η έλλειψη συλλογικής συνείδησης είναιι ένα άλλο χαρακτηριστικό που διατρέχει την ελληνική κοινωνία. Παρότι η ιστορία μας είναι γεμάτη παραδείγματα συλλογικών αγώνων και ηρωισμού, στην καθημερινή ζωή το ατομικό συμφέρον υπερισχύει συχνά του κοινού καλού. Ο καθένας κοιτάζει πρώτα το σπίτι του, την οικογένειά του, την τσέπη του, και η κοινωνία ως σύνολο έρχεται δεύτερη. Σε συνδυασμό με αυτή τη βραχυπρόθεσμη σκέψη, η οποία προτιμά να λύσει προβλήματα «εδώ και τώρα» αντί να σχεδιάσει μακροπρόθεσμα, διαμορφώνεται μια κοινωνική δυναμική όπου το άμεσο συμφέρον υπερτερεί της συλλογικής ευθύνης.


Η διπροσωπία και η υποκρισία είναιι συχνά αναπόσπαστα στοιχεία αυτής της νοοτροπίας. Ο Έλληνας μπορεί να είναι εγκάρδιος, να χαμογελά, να δείχνει φιλικός, ενώ ταυτόχρονα πίσω από την πλάτη σου να κρίνει ή να ανταγωνίζεται. Η κοινωνική μάσκα δεν είναι πάντα κακοπροαίρετη· συχνά είναι μηχανισμός επιβίωσης σε μια κοινωνία όπου η αμεσότητα και η ειλικρίνεια μπορεί να δημιουργήσουν τριβές και συγκρούσεις. Όμως, όταν η μάσκα φοριέται συνεχώς, η εμπιστοσύνη φθείρεται και η κοινωνία χάνει την αυθεντικότητά της.

Η υπερβολική περηφάνια, που δεν συνοδεύεται πάντα από αυτόγνωσία, είναι ένα ακόμη τρωτό στοιχείο. Ο Έλληνας καμαρώνει για το παρελθόν του, τον πολιτισμό του, την ιστορία του, αλλά δυσκολεύεται να αναμετρηθεί με τις αδυναμίες του παρόντος και να επενδύσει στο μέλλον με πρακτικό τρόπο. Αυτή η τάση οδηγεί συχνά σε μια μορφή δραματοποίησης της καθημερινότητας, όπου το παράπονο και η αίσθηση αδικίας παίρνουν υπερβολικές διαστάσεις, δημιουργώντας μια μόνιμη αίσθηση θυματοποίησης που αδρανοποιεί την προσωπική και συλλογική πρωτοβουλία.

Η αντίφαση μεταξύ θεωρίας και πράξης εκδηλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα. Στα λόγια όλοι είμαστε τίμιοι, φιλότιμοι και πατριώτες· στην πράξη παραβιάζουμε κανόνες, αγνοούμε νόμους, παρακάμπτουμε υποχρεώσεις και επιλέγουμε το δρόμο της μικρής ευκολίας. Η υποκρισία δεν είναι μόνο κοινωνικό φαινόμενο· είναι και ψυχολογικός μηχανισμός που επιτρέπει την επιβίωση σε συνθήκες αβεβαιότητας και ασυνέπειας.

Κι όμως, αυτά τα τρωτά δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε απόλυτη καταδίκη. Μέσα στις αδυναμίες του, ο Έλληνας διατηρεί μια μοναδική δημιουργικότητα, ζεστασιά και πνευματικότητα που τον ξεχωρίζουν. Το ζητούμενο είναι η αυτογνωσία: η ικανότητα να βλέπει κανείς τα τρωτά του, να τα αναγνωρίζει και να τα υπερβαίνει. Μόνο τότε η κοινωνία μπορεί να ελπίζει σε ειλικρίνεια, συνέπεια και συλλογική υπευθυνότητα. Ο Έλληνας μπορεί να συνεχίσει να είναι θερμός και εκφραστικός, αλλά χρειάζεται να συμφιλιώσει την εικόνα με την πραγματικότητα, το «φαίνεσθαι» με το «είναι», ώστε η προσωπική και κοινωνική ζωή του να βασίζεται σε αξίες και σχέσεις που δεν κρύβονται πίσω από μάσκες και μικροπονηριές.

Στο τέλος, τα τρωτά του Έλληνα δεν είναι μονοσήμαντα· είναι ένας καθρέφτης που μας δείχνει τα όρια αλλά και τις δυνατότητές μας. Η πρόκληση είναι να μην παραμείνουμε παγιδευμένοι σε αυτά, αλλά να τα χρησιμοποιήσουμε για να γίνουμε πιο συνεπείς, πιο υπεύθυνοι και, τελικά, πιο αληθινοί άνθρωποι.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας