Η ίδια η επίγνωση της απανθρωποποίησης είναι σημάδι αντίστασης. Όσο αισθανόμαστε το κενό, όσο δυσφορούμε με την υπεροχή της ψηφιακής διάστασης, τόσο αποδεικνύουμε ότι το ανθρώπινο μέσα μας παραμένει ζωντανό
–
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή μεταμόρφωση της ανθρώπινης εμπειρίας: την ψηφιοποίηση των πάντων. Η τεχνολογία δεν περιορίζεται πλέον σε εργαλείο που διευκολύνει ορισμένες πρακτικές μας ανάγκες, αλλά διεισδύει σε κάθε πτυχή της ζωής μας, από την εργασία και την επικοινωνία μέχρι την τέχνη, την εκπαίδευση, ακόμη και τις πιο προσωπικές σχέσεις. Η αίσθηση ότι ζούμε σε έναν «ψηφιακό κόσμο» δεν είναι μεταφορά αλλά πραγματικότητα: η ζωή μας μετατρέπεται σε δεδομένα, σε ψηφιακές απεικονίσεις που ταξιδεύουν σε δίκτυα, καταγράφονται σε βάσεις και προβάλλονται σε οθόνες. Αυτή η μετάβαση, όμως, έχει ένα κόστος που γίνεται όλο και πιο αισθητό: η απώλεια της αμεσότητας, η υποχώρηση της σωματικής παρουσίας, η αποξένωση από τον εαυτό και τον άλλο. Με δυο λόγια, η ψηφιοποίηση οδηγεί σε μια μορφή απανθρωποποίησης.
Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της φιλοσοφίας, θα δούμε ότι ο άνθρωπος πάντοτε όριζε την ύπαρξή του μέσα από το βίωμα, την επαφή με τον κόσμο και τον άλλον. Ο Αριστοτέλης έβλεπε τον άνθρωπο ως «πολιτικό ζώο», δηλαδή ως ον που υπάρχει αυθεντικά μόνο μέσα στη ζωντανή κοινότητα και στις σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Μάρτιν Μπούμπερ μιλούσε για το «Εγώ-Εσύ», την ουσιαστική συνάντηση με τον άλλον που θεμελιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Μερλώ-Ποντύ τόνιζε ότι η σωματικότητα είναι το πρωταρχικό μέσο με το οποίο κατοικούμε τον κόσμο. Όλες αυτές οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις αναδεικνύουν κάτι που σήμερα απειλείται: ότι ο άνθρωπος είναι σάρκα, βλέμμα, κίνηση, και ότι η ουσία της ύπαρξής του δεν μπορεί να χωρέσει σε κώδικες και αλγόριθμους.
Η ψηφιοποίηση, όμως, λειτουργεί αντίθετα. Μας παρουσιάζει την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να υπάρχουμε εξίσου καλά – αν όχι καλύτερα – στον εικονικό χώρο. Μια φιλία θεωρείται ότι υφίσταται επειδή υπάρχουν μηνύματα, emojis, φωτογραφίες και stories. Η αγάπη μετατρέπεται σε συνομιλία στο chat, σε διαδικτυακή σχέση που μπορεί να κρατά χωρίς ποτέ οι άνθρωποι να έχουν αγγίξει ο ένας τον άλλον. Η μνήμη αντικαθίσταται από το cloud, που υπόσχεται να διαφυλάσσει τα πάντα, αλλά στην πραγματικότητα μας απομακρύνει από την ίδια τη βιωματική διάσταση της μνήμης. Ακόμη και η τέχνη, η πιο ανθρώπινη έκφραση, τείνει να εξομοιωθεί με αλγοριθμικά παραγόμενες εικόνες ή μετρήσεις των «προτιμήσεων του κοινού». Έτσι, η ζωή μοιάζει όλο και περισσότερο με μια αλληλουχία αρχείων που ενημερώνονται, αντί για μια ιστορία που βιώνεται.
Το αποτέλεσμα είναι μια σταδιακή απανθρωποποίηση. Δεν είναι ότι γινόμαστε «μηχανές» με την κυριολεκτική έννοια· είναι ότι χάνουμε τα στοιχεία εκείνα που μας καθιστούν ανθρώπινους. Το βλέμμα που συναντά βλέμμα, η τυχαία χειρονομία, η σιωπή που μοιράζεται σε έναν χώρο, όλα αυτά δεν έχουν ισοδύναμο στον ψηφιακό χώρο. Η οθόνη μπορεί να δείξει το πρόσωπο του άλλου, αλλά ποτέ το άρωμά του, τη θερμότητα της παρουσίας του, την αμηχανία ή τη ζεστασιά που αναδύεται σε μια πραγματική συνάντηση. Όταν, λοιπόν, η ζωή περιορίζεται στο ψηφιακό, ο άνθρωπος φτωχαίνει: γίνεται εικόνα χωρίς σώμα, μήνυμα χωρίς φωνή, δεδομένο χωρίς ιστορία.
Είναι αλήθεια ότι η ψηφιοποίηση προσφέρει απίστευτες δυνατότητες: ταχύτητα, πρόσβαση στη γνώση, παγκόσμια επικοινωνία. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η τεχνολογία σώζει ζωές στην ιατρική, διευκολύνει την έρευνα, συνδέει ανθρώπους που διαφορετικά θα έμεναν απομονωμένοι. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι τα μέσα καθεαυτά αλλά η λογική που επιβάλλουν. Ο ψηφιακός κόσμος λειτουργεί με όρους μετρησιμότητας, ταχύτητας, αποτελεσματικότητας. Αυτές οι αξίες, όταν γίνονται κυρίαρχες, υποβαθμίζουν την ποιότητα της εμπειρίας. Ο χρόνος δεν βιώνεται, αλλά καταναλώνεται· η επικοινωνία δεν καλλιεργείται, αλλά εκτελείται· η σκέψη δεν ωριμάζει, αλλά διασπάται σε σύντομα αποσπάσματα πληροφορίας.
Εδώ βρίσκεται η απανθρωποποίηση: στο ότι ο άνθρωπος αρχίζει να μετρά τον εαυτό του με τα ίδια κριτήρια που μετρά η μηχανή. Πόσα likes πήρα, πόσους followers έχω, πόσες ώρες εργάστηκα, πόσα βήματα έκανα σύμφωνα με την εφαρμογή. Η ζωή γίνεται αριθμός, ενώ η αξία του ανθρώπου ταυτίζεται με την ψηφιακή του απήχηση. Στην πραγματικότητα, όμως, το ανθρώπινο είναι εκείνο που δεν μπορεί να μετρηθεί: η σιωπηλή συμπόνια, η άνευ όρων αγάπη, η ποιότητα μιας σκέψης που δεν θα «ανεβεί» ποτέ στο διαδίκτυο. Όταν τα κριτήρια της μηχανής γίνονται τα κριτήρια της ζωής, τότε χάνεται η ανθρωπιά.
Η κατάσταση αυτή γεννά και μια βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία. Ο άνθρωπος αισθάνεται να χάνει τον έλεγχο της ίδιας του της ταυτότητας, που πλέον εξαρτάται από τις ψηφιακές αναπαραστάσεις του. Αν χαθεί ένας λογαριασμός, μοιάζει σαν να χάνεται ένα κομμάτι ζωής. Αν δεν έχεις παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα, θεωρείσαι σχεδόν ανύπαρκτος. Το «είμαι» τείνει να ταυτιστεί με το «φαίνομαι ψηφιακά». Αυτό όμως είναι μια αλλοίωση της ύπαρξης: δεν είμαστε ό,τι προβάλλουμε, ούτε μπορούμε να συμπυκνωθούμε σε μια σειρά από posts. Ο κίνδυνος είναι να εσωτερικεύσουμε αυτή την ψευδαίσθηση και να χάσουμε επαφή με τον αυθεντικό εαυτό μας.
Ωστόσο, δεν είμαστε αβοήθητοι μπροστά σε αυτή την εξέλιξη. Η ίδια η επίγνωση της απανθρωποποίησης είναι σημάδι αντίστασης. Όσο αισθανόμαστε το κενό, όσο δυσφορούμε με την υπεροχή της ψηφιακής διάστασης, τόσο αποδεικνύουμε ότι το ανθρώπινο μέσα μας παραμένει ζωντανό. Η λύση δεν είναι η απόλυτη απόρριψη της τεχνολογίας – κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο και ίσως αφελές. Είναι, όμως, απαραίτητο να διαφυλάξουμε νησίδες αυθεντικότητας: στιγμές χωρίς οθόνη, σχέσεις που καλλιεργούνται πρόσωπο με πρόσωπο, δραστηριότητες που απαιτούν σωματική παρουσία και όχι ψηφιακή διαμεσολάβηση.
Η φιλοσοφία μπορεί να παίξει εδώ καθοριστικό ρόλο, όχι μόνο ως κριτική αλλά και ως πρόταση. Ο Καντ μας θυμίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι μέσο αλλά σκοπός· συνεπώς, καμία τεχνολογία δεν μπορεί να τον μετατρέψει σε εργαλείο δεδομένων χωρίς να παραβιάζει την αξία του. Ο Λεβινάς τονίζει την απειρότητα του προσώπου, που δεν μπορεί να συλληφθεί ποτέ πλήρως από καμία αναπαράσταση. Αυτές οι προσεγγίσεις μάς καλούν να υπενθυμίσουμε στην κοινωνία ότι το ανθρώπινο είναι ανεξάντλητο, δεν χωρά σε pixels και κώδικες.
Η πρόκληση είναι πώς να συνυπάρξουμε με την ψηφιοποίηση χωρίς να παραδώσουμε την ψυχή μας. Αυτό απαιτεί μια νέα παιδεία: να μάθουμε να χρησιμοποιούμε την τεχνολογία χωρίς να μας χρησιμοποιεί εκείνη. Να θέτουμε όρια, να υπερασπιζόμαστε τον χώρο της σιωπής, να διεκδικούμε την αργή εμπειρία σε έναν κόσμο που μας ωθεί στην ταχύτητα. Η αντίσταση δεν είναι τεχνική, αλλά υπαρξιακή: είναι η επιλογή να παραμείνουμε ανθρώπινοι μέσα σε έναν κόσμο που μας σπρώχνει να γίνουμε δεδομένα.
Η ψηφιοποίηση των πάντων όντως μας απανθρωποποίησε, αλλά όχι οριστικά. Μας θύμισε, με έναν σκληρό τρόπο, τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι: να ζούμε με σώμα, με πρόσωπο, με παρόν. Αν αυτή η μνήμη μείνει ζωντανή, τότε μπορούμε να αναζητήσουμε νέες μορφές ζωής που θα συνδυάζουν τη δύναμη της τεχνολογίας με την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Και ίσως εκεί να βρίσκεται η ελπίδα: όχι στην άρνηση της ψηφιοποίησης, αλλά στη μετατροπή της σε μέσο που υπηρετεί τον άνθρωπο, χωρίς να τον υποκαθιστά.
–












































































































