Μύριζε καπνό από την καπναποθήκη.
Μυρωδιά καθόλου αδιάφορη, προκλητική για τα αγόρια που βιάζονταν να γίνουν μεγάλοι.
Στο ξηραντήριο μαζί τα χλωρά και τα ξερά φύλλα, χρώματος σοκολατί, κρεμασμένα και σφιχτοδεμένα στις ξύλινες βέργες.
Μύριζε ζυμωμένο σταφύλι που έφτανε από τις αποθήκες, και τα υπόστεγα.
Γέμιζε τσουβάλια από βαμβάκι, μπάλες από τριφύλλι …
Ντομάτες για σάλτσα που η γιαγιά έβραζε στο καζάνι κι ανακάτευε με μια μεγάλη κουτάλα συνέχεια.
Γυάλινα βάζα που βράζανε και χτυπιόντουσαν ευγενικά μεταξύ τους, κροταλίζοντας ρυθμικά.
Δοχεία τσίγκινα και λεκανάκια πλαστικά, τρίφτες, μαχαίρια, σουρωτήρια… Πετσέτες για να πιαστούν τα καυτά βάζα, κουτάλια για το γέμισμα, μπόλικο αλάτι χοντρό…
Τραπέζια αυτοσχέδια, πλαστικά αργότερα και πάνω τους αναποδογυρισμένες οι σάλτσες με τα σφιχτά βιδωμένα καπάκια, οι κατακόκκινες, εύγευστες σάλτσες για τον χειμώνα.
Πάνω στα κεραμίδια, κάθετα κομμένες ντομάτες, λιάζονταν σκεπασμένες με κάτι που έμοιαζε με τούλι για τα έντομα, τις μύγες κυρίως.

Φλούδες από ντομάτες, αλλά και από αχλάδια που γίνονταν μαρμελάδα τέλεια.
Φύλλα του φθινοπώρου που οι κληματαριές έριχναν κι όταν φυσούσε γίνονταν παιχνίδι για τα μικρά παιδιά. Βάσανο για τις γυναίκες που συχνοκαθάριζαν.
Τα βλέπαμε όμως, γιατί δεν είχαμε κινητά και τα μάτια μας όλα τα ρουφούσαν λαίμαργα…
Ζούσαμε με λιγότερα και είχαμε ψυχή ήρεμη κι ας βοηθούσαμε στις δουλειές από μικρά.
Τα υλικά αγαθά με μέτρο…
Δεν ήμασταν δούλοι των πραγμάτων και των προϊόντων…
Σχεδόν αυτάρκεις …
Το φθινόπωρο που φθίνουν οι οπώρες, ταιριάζει με τη δική μου φυσική φθίνουσα πορεία, που αντιστέκεται κι ορθώνει τοίχο, τον τοίχο της μνήμης πίσω από τον οποίο παίζει η ζωή μου…
Τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια, που ένα μεγάλο μέρος τους ζήσανε σε μια μεγάλη, κοινή κι άφραγη αυλή, που εμείς τώρα όλοι που την αγαπήσαμε και τη γαζώσαμε με το παιχνίδι, αλλά και τη δουλειά, την ονομάζουμε «Η Αυλή Του Βάλτου…»
Είναι κι εκεί… στα Μέσα Δικτύωσης.
Μια ομάδα !
Και είναι η άλλη όψη της αθωότητας.
Είναι αυτή που μας «βγάζει» από τη σύγχρονη, επιχρυσωμένη φυλακή μας και ανταλλάσσοντας εικόνες, αγάπη, θλίψη, χαρά, λύπη, γέλιο, αντέχει η οικογένεια και στέκει δυνατή στους άχρωμους καιρούς, στους καιρούς των αποστάσεων που εμείς χαράζουμε…
Φωτογραφίες: Νάσια Πουλιοπούλου και Νίκος Πουλιόπουλος
Ει. Δα.
—










































































































