Προσκύνημα στις αλησμόνητες πατρίδες / Με την Εύξεινο Λέσχη της Βέροιας εννιά μέρες στον Πόντο – Οδοιπορικό
Στη μεγάλη αγκαλιά του Πόντου, όπου για αιώνες έζησαν εκείνοι που δέθηκαν με τα κύματα αλλά και τα πράσινα ψηλά βουνά του, ταξιδέψαμε πενήντα “Αργοναύτες” με την Εύξεινο Λέσχη της Βέροιας, την άλλη μεγάλη αγκαλιά του ποντιακού ελληνισμού εδώ.
Το ταξίδι μεγάλο, οι αποστάσεις τεράστιες, τίποτα όμως δεν μπορεί να συγκριθεί σε μέγεθος με την ένταση των συναισθημάτων και την ασύλληπτη ομορφιά των εικόνων.

Επικεφαλής της εκδρομής ο χαρισματικός πρόεδρος Νίκος Τουμπουλίδης και δίπλα του ο αντιπρόεδρος Φιλοκτήμων Φωτιάδης. Ο πρώην πρόεδρος Χαράλαμπος Καπουρτίδης συνοδεύει, έχοντας μαζί του τα δυο παιδιά του στη μεγάλη παρέα του ταξιδιού, τον Κωνσταντίνο, (λύρα και αγγείο) και τη Μαρία με την υπέροχη φωνή της.
Ξεκινάμε χαράματα του Σαββάτου, 16 Αυγούστου. Το πρακτορείο “Αχιλλέας tours” από μόνο του αποτελεί μια εγγύηση, σύμφωνα με όσα είχαμε ακούσει. Η έκπληξη, όμως, ήταν η ιδιοκτήτρια, η Έλενα Αλατσίδου, μια γυναίκα με μεγάλη πείρα και γνώση στα ταξίδια, με το επιπλέον φυσικό χάρισμα να είναι επικοινωνιακή, να δένεται με το σύνολο. Ο οδηγός μας ο Λάζαρος, οδηγός αμέτρητων χιλιομέτρων, εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη.

Αχνοφέγγει στο δρόμο καθώς προχωρούμε και ο πολύωρος δρόμος οδηγεί στην Πόλη, με πρώτη στάση στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Στη γέφυρα του Έβρου τα ελληνικά χρώματα τα διαδέχονται τα τουρκικά. Στον έλεγχο διαβατηρίων ο Χαράλαμπος Καπουρτίδης θεωρείται από τις τουρκικές αρχές persona non grata, ανεπιθύμητο πρόσωπο… Τον αναγκάζουν να γυρίσει πίσω. Το γεγονός σοκάρει όλους μας. Η δυναμική με την οποία υποστηρίζει δημόσια τα περί Γενοκτονίας είναι δυσάρεστη στους Τούρκους και φαίνεται πως το γνωρίζουν. Εκείνος επιστρέφει και καταγγέλλει το γεγονός. Τα παιδιά του συνεχίζουν μαζί μας.

Η Ραιδεστός είναι η πρώτη στάση μέσα στην Τουρκία, για να ακολουθήσει μια πορεία πολλών χιλιομέτρων μέχρι την Πόλη. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η δεντροφύτευση και στις δύο πλευρές του ατέλειωτου δρόμου, που έγινε όχι απλά με σύστημα και επιμέλεια, αλλά και με υψηλή αισθητική.

Πλησιάζοντας την Πόλη των πόλεων οι ουρανοξύστες της προκαλούν δέος. Μεγάλη η αντίθεση με το γλυκό τοπίο του γαλάζιου Βόσπορου, που απλώνεται κάτω μας.

Η αιώνια Ανατολή από τη μια και η Δύση από την άλλη, που εισβάλλει ορμητικά, προσπαθώντας να νικήσει την Ανατολή. Περνάμε απέναντι στην ασιατική ακτή. Μας περιμένει ένα εντυπωσιακό ξενοδοχείο. Η πρώτη μέρα ήδη κατακλύστηκε από εικόνες.

Το βράδυ στο ξενοδοχείο η μέρα σφραγίζεται με ένα “παρακάθ'”. Η λύρα παίζει. Περνά από τα χέρια του Κωνσταντίνου στα χέρια του προέδρου. Τραγουδούν με πάθος, με νοσταλγία. Τούς ακολουθούμε. Πολλοί χορεύουν. Τα σώματα λικνίζονται στο ρυθμό.

Ξεναγός μας την επόμενη μέρα ο Φαΐκ Χατζηιμάμ, απόφοιτος του Ιστορικού – Αρχαιολογικού, με καταγωγή από την Ξάνθη, διορισμένος ως ξεναγός από τις τουρκικές αρχές σε ελληνικά γκρουπ. Προσωπικότητα που συνδυάζει τις γνώσεις, την πείρα και την πολύ καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας με ένα ιδιότυπο χιούμορ, που γοητεύει όλους. Η προσέγγισή του στα ιστορικά και πολιτικά πράγματα είναι σαφώς ανθρωπιστική.

Η δεύτερη μέρα με προορισμό την Σαμψούντα έχει τις εκπλήξεις της. Η μεγαλύτερη είναι η ίδια η πόλη. Δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι θα πλησίαζε το ένα εκατομμύριο σε πληθυσμό μαζί με τα προάστιά της, ούτε ότι θα βλέπαμε κι εκεί… ουρανοξύστες! Κι όμως είναι έτσι. Η πόλη, παραλιακή, έχει επεκταθεί μέσα στη θάλασσα με το απαιτούμενο μπάζωμα, όπως οι περισσότερες παραλιακές πόλεις της Τουρκίας, γιατί ο πληθυσμός της χώρας γιγαντώνεται και η η υπάρχουσα οικοδομήσιμη έκταση δεν φτάνει.

Και μόνο η πληροφορία ότι κάθε χρόνο η Τουρκία αποκτά ένα εκατομμύριο καινούριο πληθυσμό με τις γεννήσεις της μας τρομάζει, γιατί μοιραία κάνουμε συγκρίσεις. Ο Φαΐκ μας ξεναγεί στα δρομάκια της παλιάς πόλης. Στην πλατεία της μας μιλά για τους Έλληνες Πόντιους εμπόρους της με μεγάλο χρηματικό εκτόπισμα, που κρατούσαν υπολογίσιμες θέσεις στο οικονομικό προφίλ όλης της χώρας. Τότε… Τότε που όλα ήταν διαφορετικά…
Στη Μερζιφούντα στάση για να δούμε το Λύκειό της, πρόδρομο του σημερινού “Ανατόλια” στη Θεσσαλονίκη.


Η τρίτη μέρα είναι ένα ατελείωτο ταξίδι με προορισμό την Τραπεζούντα. Οι συγκινήσεις όμως μεγεθύνονται και πολλαπλασιάζονται. Περνάμε από την Οινόη, το Ιασώνειο Ακρωτήριο και τα Κοτύωρα. Ήδη ο ξεναγός μας έχει αγγίξει την ελληνική μυθολογία μιλώντας μας για τις αμαζόνες του τόπου και για τον Ιάσωνα, την Αργοναυτική Εκστρατεία, το χρυσόμαλλο δέρας! Νιώθουμε πως είμαστε στην ατμόσφαιρα της εποχής. Αυθυποβολή; Ίσως…

Ο Εύξεινος Πόντος κυλά τα νερά του στις ακτές. Δεν είναι μαύρος, όπως τον βάφτισαν οι Τούρκοι. Τον είπαν Καρά Ντενίζ, δηλαδή Μαύρη Θάλασσα. Τα νερά του γαλαζοπράσινα μάς καλωσορίζουν.

“Η μάνα εν κρύον νερόν…” όλο το λεωφορείο τραγουδά. Η συγκίνηση ανεβαίνει.

Σταματάμε στο Ιασώνειο Ακρωτήριο. Λένε πως εκεί σταμάτησε για λίγο ο Ιάσωνας. Υπάρχει και μια παλιά ανακαινισμένη χριστιανική εκκλησία. Την επισκεπτόμαστε. Όμως δύο είναι οι κορυφαίες στιγμές αυτής της στάσης. Το… βάφτισμα και η μελωδία από τη λύρα στην ακτή.
Ο Φιλοκτήμων βαφτίζει όσους θέλουν στα νερά του Ευξείνου, τους ξαναδίνει το όνομά τους, αυτήν τη φορά στην κολυμπήθρα της μνήμης. Ο… νονός(!) είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος! Όλοι ξαναγίνονται παιδιά!

Ο Κωνσταντίνος Καπουρτίδης έχει στην αγκαλιά του τη λύρα του. Κάθεται πάνω στα βράχια. Κοντά του μαυροπούλια τον ακούν… Ο ήχος της ταξιδεύει πάνω στα μαύρα βράχια, πολλαπλασιάζεται, φέρνει μηνύματα και χαιρετά τον πόνο αυτών που αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν βίαια από τον πανέμορφο αυτόν τόπο. “Είμαστε εδώ και σας θυμόμαστε. Δε σας ξεχάσαμε” λέει η λύρα… Η συγκίνηση ανεβαίνει…

Συνεχίζουμε. Στο Τσάμπασι θυμόμαστε το αντίστοιχο τραγούδι “Εκάεν και το Τσάμπασιν κι επέμναν τα τουβάρια…” τραγουδισμένο από τον μεγάλο Καζαντζίδη, που καταγόταν από το ομώνυμο χωριό. Όλο το λεωφορείο τραγουδά.
Στα Κοτύωρα επισκεπτόμαστε παλιά χριστιανική εκκλησία, τον Άγιο Νικόλαο, που λειτουργεί ως μουσείο. Αυτήν τη στιγμή στεγάζει μια εντυπωσιακή έκθεση μετατροπής παλιών φωτογραφιών σε πίνακες ζωγραφικής.


Η Κερασούντα στον δρόμο μας παρουσιάζει την ίδια εικόνα προσεγμένης πόλης, που μοιάζει με την Σαμψούντα, (με μικρότερο βέβαια πληθυσμό), αλλά εδώ η εικόνα της σκοτεινιάζει, καθώς οι θηριωδίες του Τοπάλ Οσμάν, του οποίου υπάρχει και άγαλμα, τραυματίζει τα συναισθήματα.

Τώρα τα βουνά του Πόντου κατεβαίνουν μέχρι τη θάλασσα. Το τοπίο είναι ονειρικό. Πώς οι δικοί μας αποχωρίστηκαν τέτοια πατρίδα; Ο Φαΐκ μάς πληροφορεί πως όλες οι πλαγιές είναι φυτεμένες με φουντούκια. Το 75% της παγκόσμιας παραγωγής βγαίνει στον Πόντο. Λεπτοκάρυα τα λένε οι Πόντιοι. Σε κάθε χωριό οι κάτοικοι τα ξεραίνουν στις αυλές τους ή και αριστερά – δεξιά του δρόμου! Όλα είναι τόσο απλά, όπως τότε…

Η Τραπεζούντα φαίνεται από μακριά. Χτισμένη πάνω σε τραπεζοειδή λόφο δε φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Είναι υπερυψωμένη με μέρος του κάστρου της εμφανές. Η Αυτοκρατορία του Πόντου, που έπεσε στα τούρκικα χέρια τελευταία… Οι Κομνηνοί… Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε στο μυαλό μας επανέρχονται με τη βοήθεια του ξεναγού. Ξεκούραση στο ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Νιώθουμε λίγο παράξενα. Από το παράθυρό μας βλέπουμε γιγαντοφωτογραφίες των δύο αντιπάλων, του Ερντογάν και του Ιμάμογλου, απομεινάρια από την προεκλογική τους εκστρατεία.

Το ίδιο απόγευμα ο Φαΐκ μάς δείχνει μόλις φτάσαμε το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Το πάθος για μάθηση αστείρευτο στην ποντιακή ψυχή! Η οικονομία ήταν τότε στα χέρια Ελλήνων Πόντιων τραπεζιτών. Μας δείχνει κάποιες τέτοιες παλιές τράπεζες.

Αλλά και κάποια παλιά αρχοντικά πλούσιων Ποντίων είναι εντυπωσιακά. Το αρχοντικό του Φωστηρόπουλου, για παράδειγμα, έχει μετατραπεί σε μουσείο και αποτελεί δείγμα όχι μόνο επιβλητικής αρχιτεκτονικής, αλλά και ανάλογης διακόσμησης.

Η “Μέριμνα Ποντίων Κυριών”, ένα κτήριο νεοκλασικό, στέγαζε τη διάθεση των κυριών με οικονομική άνεση να μάθουν στις κοπέλες χωρίς οικονομικές δυνατότητες ράψιμο και κέντημα, πράγματα απαραίτητα όχι μόνο στην καθημερινή ζωή, αλλά και στην ανάγκη τους να εργαστούν, αφού τότε οι μηχανές δεν είχαν αντικαταστήσει τα ανθρώπινα χέρια, όπως σήμερα. Το τυπογραφείο του Νίκου Καπετανίδη, ένα γκρίζο νεοκλασικό μέσα στην Αγορά, όπου έβγαινε η εφημερίδα του “Εποχή”, αφίμωτη φωνή του ποντιακού ελληνισμού, βρίσκεται ακόμα εκεί. Στον Πόντιο μάρτυρα που εκτελέστηκε για τις ιδέες του έχουμε αφιερώσει και στη Βέροια μια μικρή πλατεία.

Η επόμενη μέρα μάς αποζημιώνει για όλο το ταξίδι. Προορισμός η Παναγία Σουμελά. Ο Μελάς είναι ο λόφος στον οποίο είναι χτισμένη η μονή. Αλλά ποιος λόφος; Το μοναστήρι κρέμεται κυριολεκτικά κάθετα στον βράχο. Ποια μαστόρια και ποια πίστη το κάρφωσαν εκεί πάνω; Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε. Μεγάλη η κούραση, ατέλειωτα τα σκαλοπάτια. Μπροστά μας μια ηλικιωμένη με το μπαστούνι της ανεβαίνει ακάθεκτη. Την ακολουθούμε. Δεν δικαιούμαστε να λυγίσουμε. Αφού αυτή μπορεί, μπορούμε κι εμείς.

Το μοναστήρι έχει μετατραπεί σε μουσείο με εισιτήριο. Το επισκέπτονται πολλοί Έλληνες, άλλοι ξένοι τουρίστες, αλλά πολλοί περισσότεροι Τούρκοι. Μας κάνει εντύπωση ο σεβασμός που δείχνουν οι τελευταίοι στο μνημείο.

Πρώτη στάση για άναμμα κεριών, πριν από τη μεγαλύτερη ανάβαση. Τα ανάβουμε στη μνήμη των δικών μας.
Ο Κωνσταντίνος με το αγγείο και τη λύρα του οδηγεί στο χορό τους περισσότερους . Κι όσοι δε χορεύουμε χορεύουμε με την ψυχή. Πώς αλλιώς;

Συνεχίζουμε, συγκεντρωνόμαστε κάτω από τη μικρή εκκλησιά. Οι τοιχογραφίες, με προσοχή αποκατεστημένες μέσα και έξω, είναι εντυπωσιακές. Μέσα η Παναγία στο θόλο μάς κοιτάζει αυστηρά. Αρχόντισσα, αλλά αυστηρή. Το ίδιο και ο Παντοκράτορας.

Από τα βράχια στάζουν πάνω μας σταγόνες. Κάποιοι το θεωρούν αγίασμα. Κάποιοι φυσικό φαινόμενο. Χαιρόμαστε σαν παιδιά.

Κατάβαση. Μια μικρή στάση για ένα ακόμη άναμμα κεριού. Δεν έχουμε φωτιά. “Τσακμάκ;” φωνάζουμε. Ένας νεαρός Τούρκος μάς προσφέρει τον αναπτήρα του και αρνείται να τον πάρει πίσω. Τον κρατούμε ως ανάμνηση της ελληνοτουρκικής φιλίας. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι λαοί δεν φταίνε για τις πράξεις στις οποίες τους οδηγούν οι ηγεσίες τους. Όπου και να πάμε, οι απλοί άνθρωποι μάς φέρονται με γλυκύτητα.

Ζύγανα και πορεία για την Αργυρούπολη. Οι Ποντιακές Άλπεις, όπως μάς τις χαρακτήρισαν, μας ξαφνιάζουν. Θεωρήσαμε υπερβολικό τον χαρακτηρισμό, αλλά δεν ήταν! Τα ποντιακά βουνά, (τα “ρασία μουν”, όπως τα έλεγε η γιαγιά μου), υψώνονται με οργιαστική βλάστηση μέχρι τον ουρανό, σκεπασμένα στην κορυφή τους με πυκνή ομίχλη. Ανάμεσά τους κατρακυλούν νερά τραγουδώντας. Πώς ν’ αφήσεις μια τέτοια γη; Τι καημός…

Η Αργυρούπολη μάς περιμένει. Πολύς πλούτος τότε, που αποδεικνύεται από το Φροντιστήριο, που ακόμα αντέχει περήφανο, δείγμα πολιτισμού και πάθους για παιδεία, που χαρακτηρίζει τον ποντιακό ελληνισμό. Τα ορυχεία στην πλαγιά του βουνού, (φαίνονται και τώρα στοές), έδιναν τον πλούτο στον τόπο. Μέρος της βιβλιοθήκης του Φροντιστηρίου έχει μεταφερθεί από την Εύξεινο Λέσχη της Νάουσας στην πόλη τους. Δύο γκρεμισμένοι ναοί αποδεικνύουν και τον πλούτο της περιοχής αλλά και την έντονη θρησκευτική της πίστη.

Κορυφαία συναισθηματική στιγμή η στάση στης Τρίχας το Γεφύρι. Ο Κωνσταντίνος παίρνει στα χέρια του τη λύρα και τραγουδά μαζί με όλους το ομώνυμο τραγούδι. Παραλλαγή του τραγουδιού “Της Άρτας το γεφύρι” και άλλων ανάλογων βαλκανικών τραγουδιών με το ίδιο θέμα. Αυτό το δικό μας, το ποντιακό, ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία λόγω της ποντιακής διαλέκτου. Άλλωστε, μια και μιλάμε για γλώσσα ή διάλεκτο, η ποντιακή έχει τόσες αρχαίες λέξεις περνώντας αυτούσιες σ’ αυτήν, που είναι σαφώς κομμάτι της ελληνικής γλώσσας.
“Δάφνε ποταμέ μ΄…” τραγουδούν όλοι και οι περισσότεροι χορεύουν. Η ομίχλη πυκνή, ο ουρανός συννεφιασμένος. Η Εύξεινος Λέσχη Βέροιας έχει τοποθετήσει εκεί μια πινακίδα με την ονομασία “τη Τρίχας το γεφύρ'” στα λατινικά, με την υπογραφή Ε.Λ.Β.


Η τέταρτη μέρα του ταξιδιού είναι αφιερωμένη σε μικρά ταξίδια που θέλει να κάνει η ομάδα, επισκεπτόμενη τους γενέθλιους τόπους των προγόνων της. Δυστυχώς για μας τους δύο, τον Δημήτρη κι εμένα, ο παππούς και η γιαγιά μου ζούσαν στην περιοχή του Καυκάσου, στο μακρινό Καρς, κοντά στο Ερζερούμ, στην Επαρχία του Σαρίκαμις. Μαθαίνουμε πως για να πάμε και να γυρίσουμε με βανάκι πρέπει να διανύσουμε χίλια χιλιόμετρα. Απαγορευτικό.

Θυμάμαι πως ο παππούς ο Γιώργος είχε επιστρέψει πριν πολλά χρόνια στο χωριό του, (τότε Χιγκιάρ, τώρα Καϊνάκ), και οι κάτοικοι του σπιτιού τους, οι Τούρκοι, τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν, τον φιλοξένησαν και του είπαν πως το σπίτι είναι και δικό του… Αχ, παππού, με “τα γυαλία σ'”! Πάντα σε θυμάμαι να διαβάζεις και να αφηγείσαι. Έφερες τότε χώμα απ’ την πατρίδα στην επιστροφή…

Τέταρτη μέρα. Εμείς κάποιοι μείναμε στην Τραπεζούντα. Θελήσαμε να περάσουμε στην παραλία από τη μεγάλη πεζογέφυρα. Εντυπωσιακή! Βρεθήκαμε στην παραλία πλάι στο κύμα με πεζόδρομο και ποδηλατόδρομο χιλιομέτρων. Ο Εύξεινος να μας στέλνει ανάσες δροσιάς. Ανηφορίζοντας φτάνουμε στην Αγορά της πόλης. Η Αγορά είναι όπως όλες οι τούρκικες, δελεαστική. Η δρόμοι της πλημμυρισμένοι από αγοραστές.
Η πόλη έχει περίπου τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Η πλατεία της έχει… καταληφθεί κυριολεκτικά από Άραβες. Πολλοί και πιο συντηρητικοί στις ενδυμασίες από τους Τούρκους. Ατελείωτες μπούργκες.

Όσοι θέλανε και οι αποστάσεις το επέτρεπαν, μπορούσαν να πάνε στα χωριά των παππούδων τους Οι αφηγήσεις τους στην επιστροφή συγκινητικές, τα μάτια τους γεμάτα λάμψη.

Κρώμνη, Σταυρίν, (χωριό του Πανούλη, που έφυγε νωρίς από τη ζωή, ίσως του καλύτερου χορευτή της Ευξείνου, που, όταν χόρευε, τρανταζόταν η γη). Εκεί ο Κωνσταντίνος απότισε φόρο τιμής στον μεγάλο χορευτή με τη λύρα του. Η φωτογραφία και το βίντεο είναι από επίσκεψη του Πανούλη στο χωριό του το 2019. Χορεύουν με τον Χαράλαμπο Καπουρτίδη φανερώνοντας τη δύναμη και το πάθος της ποντιακής ψυχής με το χορό τους.

Κι άλλα χωριά. Ίμερα, Χαμψίκιοϊ κι άλλα. Κεριά να ανάβουν στο χώμα έξω από κλειστές ή γκρεμισμένες εκκλησιές, γριούλες να μιλούν ποντιακά και να παρακαλούν να ξαναπάνε οι Πόντιοι προσκυνητές, για να μπορέσουν να μιλήσουν τη μητρική τους γλώσσα, τα ρωμαίικα…



Λένε, λένε οι συνταξιδιώτες μας τι ζήσανε… Δεν μέτρησαν την κούραση. Ανέβαιναν “σα ρασία” με την ψυχή. Η βραδιά είναι αφιερωμένη στο τραγούδι και τον χορό. Η επόμενη μέρα είναι ολόκληρη στην Τραπεζούντα.


Ο Φαΐκ πιστεύει πως πρέπει να δούμε πρώτα τη μακριά λίμνη του Πόντου, την Ουζουνγκιόλ, τοποθεσία του Πόντου ασύλληπτης ομορφιάς και μετά να γυρίσουμε στην πόλη. Στην πορεία περνάμε από τα Σούρμενα, γνωστά για τα μαχαίρια τους, από τη Ριζούντα με τις φυτείες τσαγιού της και την Κασταμονή, γνωστή για την παραγωγή σκόρδου.

Η λίμνη Ουζουνγκιόλ ξεπροβάλλει μπροστά μας και θαρρείς πως αντικρίζεις ελβετικό τοπίο. Άραβες με μεγάλο οικονομικό εκτόπισμα κάνουν τις διακοπές τους εκεί, με αγορές τους που ενοχλούν τους Τούρκους, αλλά αναγκάζονται να τους δεχτούν, λόγω της οικονομικής δυνατότητας που έχουν οι πρώτοι. Η λίμνη, με υπέροχα αυτοφυή μωβ λουλούδια στις όχθες της, παντρεύει το πράσινο των νερών της με το πράσινο των βουνών που την αγκαλιάζουν. Αρμονία…

Επιστροφή στην Τραπεζούντα. Πρώτη στάση στην Αγία Σοφία. Φωτογραφιζόμαστε όλοι μπροστά της. Κίονες αρχαιοελληνικοί στις αψίδες της, ανάγλυφα δουλεμένα στην πέτρα από Αρμένιους καλλιτέχνες. Σήμερα βέβαια… τζαμί. Κάτω απλώνεται η παραλία της πόλης, ιδιαίτερα περιποιημένη.

Δεύτερη στάση στην έπαυλη Καπαγιαννίδη. Ο πάμπλουτος Ελληνοπόντιος έχτισε την κατάλευκη έπαυλή του, νεοκλασικού στυλ, ψηλά στην άκρη της πόλης. Ο κήπος, το συντριβάνι, τα ατέλειωτα δωμάτια στους ορόφους, εντυπωσιακής αίγλης και αισθητικής, συναρπάζουν. Κρεβατοκάμαρες, σαλόνια, δωμάτια για ξένους , δωμάτια για ξεκούραση, βιβλιοθήκη, μπαλκόνια…
Και πώς ονομάζεται τώρα αυτή η έπαυλη; Έπαυλη του… Κεμάλ Ατατούρκ, αφού την επισκέφτηκε δύο φορές και έμεινε εκεί. Το οίκημα πέρασε στους Τούρκους μετά την εκτέλεση του Καπαγιαννίδη. Όσο και να έχει κανείς την καλύτερη διάθεση απέναντι στον τουρκικό λαό, τέτοιες τακτικές των ηγετών του, μοιραία είναι αγκάθια που πληγώνουν.

Κατηφορίζοντας προς το τζαμί και τον τάφο της Γκιούλ Μπαχάρ, της γιαγιάς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, (σουλτάνας με ελληνική καταγωγή και μεγάλο φιλανθρωπικό έργο, όπως λέγεται), επίσκεψη και στην εκκλησία Χρυσοκεφάλου.

Απόγευμα στην Αγορά. Παλιά ελληνικά σπίτια εκατέρωθεν του κατηφορικού δρόμου. Μικροαγορές απ΄όλους. Πάντα οι ξένες αγορές δελεάζουν ιδιαίτερα τις γυναίκες. Μια μικροσκοπική ποντιακή λύρα, καλοδουλεμένη, θα πάρει τη θέση της στο δικό μας σπίτι.

Το πρωί αποχαιρετούμε την πόλη κι οι γλάροι της ραμφίζουν τα τζάμια του ξενοδοχείου, όπου παίρνουμε πρωινό. Μας αποχαιρετούν;

Έβδομη μέρα με προορισμό την Αμάσεια. Αντιφατικά συναισθήματα. Από τη μια η Πλατεία, όπου απαγχονίστηκαν σημαντικοί Πόντιο πατριώτες με δίκες – παρωδίες, (σήμερα μια ειρηνική πλατεία, όπου περνοδιαβαίνουν γυναικόπαιδα), κι από την άλλη η απόλυτη ομορφιά! Ο ποταμός Ίρις διασχίζει την πόλη, που την περιβάλλουν απόκρημνα βράχια και ένα τμήμα το κάστρου της ακόμα ζει. Από εδώ πέρασε ο Αλέξανδρος στην εκστρατεία του για την Ανατολή!

Πατρίδα η Αμάσεια του πρώτου μεγάλου γεωγράφου, του Στράβωνα, με τον άγαλμά του στην όχθη, έχει κι ένα ακόμη ιστορικό στοιχείο να προσθέσει στο προφίλ της, τους τάφους της οικογένειας του Μιθριδάτη. Λαξεμένοι στα βράχια οι συλημένοι σήμερα τάφοι επιβάλλονται με το ιστορικό τους βάρος, αλλά και την υποβολή που ασκούν.

Όμως, η απόλυτη ομορφιά είναι τα παλιά σπίτια της Αμάσειας. Ζωγραφιστά θαρρείς, καθρεφτίζονται με την παλιά τους αρχιτεκτονική στα νερά του ποταμού, με μικρά βαρκάκια να μεταφέρουν τους ταξιδιώτες μαγεμένους. Το τοπίο της πόλης γίνεται ακόμη πιο υποβλητικό τη νύχτα, καθώς όλη η πόλη φωτίζεται φαντασμαγορικά.

Ο ξεναγός μας, ο Φαΐκ, μας αποχαιρετά στην Αμάσεια. Πρέπει να φτάσει πρωί στους Κήπους, για να πάρει άλλο γκρουπ για την Καππαδοκία. Δεθήκαμε μαζί του. Λίγο πριν φύγει λέει στη Φαρέτρα:
“Εκείνο που μου κάνει εντύπωση όσες φορές συνοδεύω γκρουπ για τον Πόντο είναι το ότι θεωρούν αυτά τα χώματα σαν πατρίδα τους, σαν να έχουν ζήσει εδώ. Δεν είναι απλοί επισκέπτες. Εδώ συναντούν ανθρώπους με την ίδια γλώσσα, λίγους, αλλά είναι συγκινητικό. Φαγητά της ποντιακής κουζίνας υπάρχουν επίσης, όπως το χαβίτς. Ζω το δέσιμο των ανθρώπων με τα χώματα αυτά, που γίνεται σχεδόν αυτόματα και ζω και τη θλίψη τους, καθώς φεύγουν από εδώ. Δεν θέλουν να φύγουν, το αισθάνομαι.

Ο Πόντος μού αρέσει πολύ. Τα τοπία του, η φύση του, ειδικά τα βουνά του με τραβούν πάντα. Βέβαια, οι ξεναγοί προσπαθούμε να μην ερχόμαστε εδώ, γιατί είναι δύσκολη εκδρομή. Εγώ, όμως, φέτος ξεναγώ για τέταρτη φορά εδώ στον Πόντο. Και είναι παράξενο, γιατί, παρόλο που δεν έχω ρίζες εδώ, ο Πόντος με τραβάει.”

Η 8η μέρα είναι απλά ταξίδι. Πρέπει να φτάσουμε στην Κωνσταντινούπολη, όσο γίνεται πιο νωρίς, για να πάρουμε μια γεύση κι από εκείνην. Φτάνουμε το απόγευμα. Περνάμε από την Ασία στην Ευρώπη πάνω από τη γέφυρα. Για μια ακόμη φορά η ραγδαία ανοικοδόμηση μάς ξαφνιάζει, καθώς η Πόλη έχει πάρει επιβλητική μορφή με τους ουρανοξύστες της να λογχίζουν τον ουρανό της.

Στην Πλατεία Ταξίμ το νεοαναγερθέν Γενί Τζαμί δεξιά είναι σήμα κατατεθέν της πολιτικής που εφαρμόζει ο Πρόεδρος της Τουρκίας, στοχεύοντας στην αναζωπύρωση του θρησκευτικού αισθήματος, που τον βολεύει εκλογικά. Κατεβαίνουμε κατηφορίζοντας προς τον Βόσπορο μέσα από τον δρόμο του Πέραν, της ιστορικότερης και γοητευτικότερης συνοικίας της Πόλης, με έντονο παλιά το ελληνικό στοιχείο.


Ένα ανθρώπινο ποτάμι κυριολεκτικά παφλάζει με τα κύματά του, καθώς αμέτρητος κόσμος, όλων των φυλών, ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα. Στις βιτρίνες τα σιροπιαστά γλυκά, αλλά και άλλα ιδιαίτερης τέχνης, κλέβουν την παράσταση, καθώς αιχμαλωτίζουν το μάτι.

Άλλοι κάθονται να δειπνήσουν σε γοητευτική στοά με τσιπουρομεζέδες, άλλοι επισκέπτονται τον μαγευτικό πύργο του Γαλατά κι άλλοι κατηφορίζουν προς τον Βόσπορο. Πόλη! Η γοητεία της αξεπέραστη μέσα στον χρόνο…

Ένατη μέρα, μέρα της επιστροφής και ο δρόμος ξεκινά από το Φανάρι. Όλοι έχουν τον ίδιο σεβασμό απέναντι σε όσα συμβολίζει το Πατριαρχείο. Κυριακή και η λειτουργία δεν έχει ακόμα αρχίσει. Στο δεξί κλίτος λάρνακες με τα οστά Αγίων. Ένα κομμάτι, λένε, από τον ξύλινο σταυρό του Χριστού, είναι εκεί.

Πολλοί το αγγίζουν με κατάνυξη και με την προσδοκία της θετικής του αύρας. Στον Ναό επικρατεί απόλυτη σιωπή. Οι πιστοί περιμένουν.

Στην Παναγία των Βλαχερνών στη συνέχεια. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος, ευχαριστήριος προς την Παναγία μετά τη σωτηρία της Πόλης από τους Αβάρους. Τον τραγουδούμε όλοι μαζί. Η στιγμή είναι συγκινητική…

Τέλος, επίσκεψη στο Μπαλουκλί, στην Παναγία την Μπαλουκλιώτισσα, που τόσο ωραία περιγράφεται στο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου “Λωξάντρα”. Αγίασμα από την Παναγία των Βλαχερνών, από τη βρύση με τη γνωστή επιγραφή “ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΟΝ ΟΨΙΝ”, αλλά κι από την θαυματουργή, όπως λένε, Παναγία την Μπαλουκλιώτισσα.
Αποχαιρετάμε κομμάτια από τα περίφημα Θεοδοσιανά Τείχη και ένα γλυπτό που συμβολίζει τη φιλία των λαών, τρία χέρια, τούρκικο, ελληνικό και εβραϊκό να κρατούν αναμμένη μια δάδα. Είναι η τελευταία εικόνα.


Στο δρόμο της επιστροφής ψηφίζουμε με μυστική και αδιάβλητη ψηφοφορία εκείνο το πρόσωπο, που χωρίς αυτό το οδοιπορικό μας θα ήταν φτωχότερο. VIP λένε οι ξένοι και χρησιμοποιούμε τον όρο!

Πόντιος και… vip(!) εκλέγεται ο νεαρός Κωνσταντίνος Καπουρτίδης, που χωρίς αυτόν, τη λύρα και το αγγείο του, το ταξίδι δεν θα ήταν ίδιο. Χειροκροτήματα και δώρο!

Η Έλενα Αλατσίδου, τώρα που το ταξίδι τελειώνει, λέει στη Φαρέτρα:
“Επιστρέφουμε σήμερα μετά από εννιά μέρες με υπέροχες διαδρομές, με την Εύξεινο Λέσχη Βέροιας να είναι εγγυήτρια της επιτυχίας του ταξιδιού. Είναι ένα ταξίδι που εγώ το έχω κάνει πολλές φορές, αλλά κάθε φορά, με τους διαφορετικούς ταξιδιώτες που συνοδεύω, νιώθω πως το κάνω για πρώτη φορά. Οι ταξιδιώτες μας έγιναν αυτήν τη φορά μια ομάδα πολύ δεμένη. Από την Κωνσταντινούπολη στη Σαμψούντα κι από εκεί στην Τραπεζούντα, με σταθμό την γραφική Αμάσεια κατά την επιστροφή.
Αφήνοντας πίσω μας την Πόλη σκεφτόμαστε εκείνους που συναντήσαμε στα ποντιακά χωριά. Τη χαρά που τους δώσαμε μιλώντας τη γλώσσα τους. Αυτό το γλυκό συναίσθημα της επικοινωνίας… Είναι η γη των παππούδων μας. Μακάρι να μας δίνεται η ευκαιρία να την επισκεπτόμαστε.”

Επιστροφή για τη Βέροια. Μακρύ το ταξίδι, πολύωρο, αλλά οι εικόνες και τα συναισθήματα μετατρέπονται τώρα μέσα από μια επαναλαμβανόμενη έκφρασή τους σε τραγούδι και χορό. Οι στίχοι των περισσότερων ποντιακών τραγουδιών είναι δυνατοί.
Πατρίδα μ’ αρααεύω σε
άμον καταραμένος.
Σα ξένα είμαι Έλληνας
και σην πατρίδαν ξένος…

Τελωνείο των Κήπων. Σύνορα. Σε λίγο Ελλάδα! Ο πρόεδρος της Ευξείνου Λέσχη Βέροιας, ο Νίκος Τουμπουλίδης, ζεστός πάντα, συνδετικός κρίκος όλων μας, γνώστης πάνω απ’ όλα της ποντιακής ψυχής και του ποντιακού πολιτισμού, λέει στη Φαρέτρα:
“Φτάνουμε στους Κήπους. Το ταξίδι των “Αργοναυτών” τελειώνει σε λίγο. Αφήνουμε πίσω μας τις αλησμόνητες πατρίδες, τις υπέροχες πόλεις, μικρά και μεγάλα χωριά μας, τις λίμνες, τα πανύψηλα καταπράσινα βουνά μας και επιστρέφουμε. Εντυπωσιαστήκαμε με την ανοδική πορεία της Τουρκίας που διαπιστώσαμε. Οι δρόμοι και οι τόποι μας έχουν αναδιαμορφωθεί. Τους χωματόδρομους που είδαμε πριν μερικά χρόνια τους αντικατέστησε η άσφαλτος. Φτάνεις πιο εύκολα παντού.

Όλα όσα είχαμε διαβάσει για τον Πόντο έγιναν μέσα απ’ αυτό το ταξίδι μια πραγματικότητα. Πενήντα αργοναύτες ταξίδεψαν αυτές τις μέρες, είτε τραγουδώντας, είτε χορεύοντας, είτε ακούγοντας, είτε πειράζοντας ο ένας τον άλλο και γίναμε χωρίς να το καταλάβουμε μια μεγάλη οικογένεια, που την ονομάσαμε “Αργοναύτες 2025”. Οι μνήμες απ’ αυτό το ταξίδι θα είναι ζωντανές για πολύ καιρό και πιστεύω πως πολλοί από εμάς θα ξανακάνουμε το ταξίδι, ποτίζοντας τις ρίζες μας, για να μην στεγνώσει το δέντρο του Πόντου. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί που μιλάνε τη γλώσσα μας και μας περιμένουν.

Ταξιδεύοντας για πρώτη φορά στον Πόντο, πέρα από τις εικόνες που σχηματίζει κανείς στο μυαλό του βλέπει και το ποιοι είναι οι σημερινοί Τούρκοι. Πώς βλέπουν εμάς, τους σημερινούς Έλληνες. Είναι χρέος στους άταφους νεκρούς μας να μην εγκαταλείψουμε τους Πόντιους που απέμειναν. Είναι περισσότεροι απ’ ότι νομίζαμε.

Τους συναντάμε, βλέπουμε τα ερείπια των σπιτιών και των εκκλησιών μας, τα καμπαναριά, μιλάμε μαζί τους, κλαίμε μαζί τους. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η Εύξεινος έγινε γέφυρα φιλίας και μπορούμε να τους επισκεπτόμαστε. Η ιστορία γράφτηκε και είναι σκληρή. Δεν αλλάζει. Εκείνο που μένει είναι να γίνουμε η γέφυρα φιλίας των δύο λαών.”
Φτάσαμε! Βέροια. Η άλλη πατρίδα. Σ’ αυτήν κρατάμε φυλαγμένη τη μνήμη εκείνων που έφυγαν και τις εικόνες της αξέχαστης πατρίδας τους, που με τόσο σκληρές συνθήκες αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν.

……………
Σημείωση: Στην πρώτη φωτογραφία οι “Αργοναύτες 2025” με φόντο την Παναγία Σουμελά
Φωτογραφίες: faretra. info & Αρχείο της Ομάδας των ταξιδιωτών “Αργοναύτες 2025”
…………………………………….






………………………………….








